Σάββατο 28 Αυγούστου 2021

Οι Ταλιμπάν ξαναμοιράζουν τα «χαρτιά» στην Κεντρική Ασία

Γράφει ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΟΥΒΑΡΔΑΣ
PhD© Διεθνολόγος-Πολιτικός Επιστήμονας
Σε προηγούμενο άρθρο στο Militaire.gr ,παρουσιάστηκε η σημασία του Αφγανιστάν στην κατανομή της ισχύος στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα. Εδώ συνοπτικά επισημαίνεται ότι κυρίως αφορά:

Τη γεωγραφική εγγύτητα του προς μεγάλα project οικονομικής διασύνδεσης της Ευρασίας, όπως η Κινεζική “Πρωτοβουλία Ζώνη και Δρόμος (BRI)”, ο Ρωσικός “Διάδρομος μεταφορών Βορράς-Νότος (INSTC)” και ο Τουρκικός ‘”Μεσαίος Διάδρομός”, ο οποίος μάλιστα συνδέεται με το Αφγανιστάν μέσω του διαδρόμου “Lapis Lazuli”.
Τη γεωγραφική του τοποθέτηση μεταξύ της ζώνης παραγωγής/εξαγωγής υδρογονανθράκων (Υ/Α) και της ανατολικής ζώνης κατανάλωσης/εισαγωγής τους. Το Αφγανιστάν συνορεύει ταυτόχρονα με Ιράν και Τουρκμενιστάν, χώρες παραγωγούς, αλλά και με την Κίνα και το Πακιστάν, χώρες καταναλωτές.
Την ύπαρξη στο έδαφος του τεραστίας αξίας ποσότητας ορυκτού πλούτου. Υπολογίζεται σε 1 τρις/US$.
Την κολοσσιαία συμμετοχή του στην παγκόσμια παραγωγή οπίου, με τον ΟΗΕ να την υπολογίζει μεταξύ 5.400 και 7.200 τόνων για το 2020.
Τη γειτνίαση του με παγκόσμιες και περιφερειακές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις ή με χώρες που αποτελούν το σύνορο των σφαιρών επιρροής τους. Συγκεκριμένα συνορεύει με τις κεντροασιατικές δημοκρατίες που βρίσκονται στη Ρωσική σφαίρα επιρροής, με το Ιράν, με το Πακιστάν και με την Κίνα. Ταυτόχρονα, δεδομένης της διένεξης Ινδίας-Πακιστάν για τον έλεγχο του Κασμίρ, η γειτνίαση του Αφγανιστάν με το ελεγχόμενο από το Πακιστάν Κασμίρ επηρεάζει και την Ινδία. Παράλληλα, τόσο οι κεντροασιατικές δημοκρατίες, όσο και οι επαρχίες Σιστάν-Μπαλουχιστάν του Ιράν και Ξινγιάνγκ της Κίνας, που συνορεύουν με το Αφγανιστάν, εκτιμώνται ως ευάλωτες απέναντι σε εξτρεμιστικές εκφάνσεις του Σουνιτικού Ισλάμ.
Την ισχυρή παρουσία στο έδαφος του Ισλαμικών Σουνιτικών τρομοκρατικών οργανώσεων, όπως η Άλ-Κάιντα και το Ισλαμικό Κράτος. Μάλιστα, παρά τις διαβεβαιώσεις των ΗΠΑ όσον αφορά τη δυναμική της Αλ-Κάιντα στη χώρα, ο ΟΗΕ υπολογίζει την ύπαρξη έως και 500 μαχητών της επί του εδάφους της, ενώ η φιλική προς την οργάνωση εφημερίδα “Θαμπάτ” επισημαίνει τη δράση της στις 18 από τις 34 επαρχίες της.

Πρόσθετα στο ίδιο άρθρο έγινε εκτίμηση των αιτιών της απόφασης της κυβέρνησης των ΗΠΑ να αποσύρει τις στρατιωτικές της δυνάμεις από το Αφγανιστάν έως τις 30 Αυγούστου του 2021. Το παρόν άρθρο επαναλαμβάνει ότι αυτή η απόφαση δε σημαίνει επουδενί, ότι η Ουάσιγκτον θα πάψει να επιδιώκει επιρροή στη συγκεκριμένη χώρα. Αντίθετα αυτή θα συνεχίσει με πολιτικά, οικονομικά και διπλωματικά εργαλεία, όπως μας κατέστησαν σαφές ήδη με τις πρόσφατες δηλώσεις τους, ο Πρόεδρος και ο Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ. Το παρόν άρθρο επιβεβαιώνει ότι η απόφαση της Αμερικανικής διοίκησης σχετίζεται με τους εξής παράγοντες:
Την ευρύτερη αναδιάταξη των δυνάμεων της στην Ευρασία με σκοπό να εξυπηρετηθούν αποτελεσματικότερα προτεραιότητες όπως, ο περιορισμός των κινήσεων της Κίνας και της Ρωσίας στην περιοχή του λεγόμενου Ινδοειρηνικού και στην ανατολική Ευρώπη αντίστοιχα, αλλά και η επίτευξη ενός επωφελούς για τις ΗΠΑ και λειτουργικού συμβιβασμού με το Ιράν.
Την εκτίμηση της, ότι το κράτος του Αφγανιστάν, όπως υπήρχε μέχρι την 15η Αυγούστου 2021, δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στα Αμερικανικά συμφέροντα. Μεταξύ των Αμερικανών αξιωματούχων κατέστη κυρίαρχη η άποψη πως εκείνο το Αφγανιστάν, όχι μόνο δεν επρόκειτο να λειτουργήσει ως “μαγνήτης” για τη συγκέντρωση δυνάμεων γύρω από τους πολιτικούς στόχους των ΗΠΑ στην Κεντρική Ασία, αλλά θα συνέχιζε να απορροφά σημαντικούς Αμερικανικούς πόρους με τη συνεισφορά του στην υλοποίηση των Αμερικανικών σχεδιασμών να είναι αμφίβολη.

Όπως αναφέρουν ο Πρόεδρος Τζ. Μπάιντεν και ο Υπουργός Εξωτερικών Α. Μπλίνκεν, κατά την έναρξη της θητείας της νέας Αμερικανικής διοίκησης οι Ταλιμπάν ήταν περισσότερο ισχυροί από οποιαδήποτε άλλη στιγμή μετά την ανατροπή τους από την εξουσία το 2001, ενώ μεγάλο μέρος της Αφγανικής υπαίθρου είχε ήδη περιέλθει υπό τον έλεγχο τους. Συνεπώς θα ήταν αδύνατο να ηττηθούν από μία δύναμη 2.500 στρατιωτών, την οποία διατηρούσαν οι ΗΠΑ στη χώρα την 21η Ιανουαρίου 2021, ή 14.000 το 2019, όταν το 2009-2011 δεν ηττήθηκαν από μία δύναμη περίπου 150.000 Αμερικανών και Νατοϊκών στρατιωτών. Από την άλλη μεριά το μέγεθος της διαφθοράς και της αναντιστοιχίας ανάμεσα στην πολιτική που ακολουθούσε το εγκατεστημένο από τις ΗΠΑ Αφγανικό πολιτικό σύστημα και στις σύγχρονες ανάγκες του Αφγανικού λαού μεγάλωνε δραματικά όσο περνούσαν τα χρόνια. Αντίστοιχα βάθαιναν και οι αντιθέσεις στο εσωτερικό της Αφγανικής αστικής τάξης και των διάφορων θρησκευτικών, φυλετικών και εθνοτικών ελίτ που λειτουργούν γύρω της. Συνακόλουθα μειωνόταν και η αποτελεσματικότητα του Αφγανικού κράτους και των Αφγανικών δυνάμεων ασφαλείας.

Σε αυτά τα πλαίσια η Αμερικανική πολιτική ηγεσία επιχείρησε και με τη διαδικασία αποχώρησης των δυνάμεων της να εκβιάσει έναν συμβιβασμό μεταξύ Ταλιμπάν και Αφγανικού κράτους υπό την εποπτεία και την καθοδήγηση της ίδιας και με τη βοήθεια συμμάχων της, όπως το Κατάρ και η Τουρκία. Μάλιστα ο Πρόεδρος Μπάιντεν άσκησε τον Ιούλιο εκ νέου πίεση στον, διαφυγόντα πλέον στα ΗΑΕ Πρόεδρο του Αφγανιστάν Α. Γάνι, προκειμένου να σημειωθεί πρόοδος στις ενδό-Αφγανικές συνομιλίες και να προκύψει μία λύση που θα εγκολπώσει τους Ταλιμπάν στο Αφγανικό πολιτικό σύστημα. Η επιτυχής κατάληξη αυτής της επιλογής της Αμερικανικής διοίκησης θα εξυπηρετούσε τα Αμερικανικά συμφέροντα στην Κεντρική Ασία διότι:

Οι ΗΠΑ θα συνέχιζαν να ρυθμίζουν προς όφελος τους τις ισορροπίες στο «νέο» Αφγανικό πολιτικό σκηνικό.
Η εξελισσόμενη συνεννόηση Κίνας-Ρωσίας-Ιράν στην Κεντρική Ασία θα στερούνταν μία σημαντική κινητήριο δύναμη. Απουσία των Αμερικανικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν οι παραπάνω δυνάμεις θα ένιωθαν ότι έχουν λιγότερο ανάγκη η μία την άλλη και ενδεχόμενα να παρασυρόταν σε έναν μεταξύ τους ανταγωνισμό, καθώς όλες βλέπουν την Κεντρική Ασία, με τους φυσικούς της πόρους και τα στρατηγικά της περάσματα, ως την «πίσω αυλή» τους. Μάλιστα εν μέσω αυτού του ανταγωνισμού η Ουάσιγκτον θα μπορούσε να ανεχθεί ορισμένο βαθμό επιρροής αυτών των δυνάμεων στο Αφγανιστάν, προκειμένου να διεξάγει μαζί τους Business στην Κεντρική Ασία.

Συνεπώς, εάν οι ΗΠΑ κατόρθωναν να πετύχουν έναν «στα μέτρα τους» ενδό-Αφγανικό συμβιβασμό θα δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις για να υλοποιήσουν όλους τους κύριους σύγχρονους στόχους τους στο Αφγανιστάν, δημοσιοποιημένους και μη:
Να μην απειληθούν τα συμφέροντα τους από τις εκεί τζιχαντιστικές οργανώσεις.
Να μην περιέλθει το Αφγανιστάν στη σφαίρα επιρροής καμίας ανταγωνίστριας τους ευρασιατικής ή ασιατικής δύναμης.
Να μετέχουν οι εταιρείες τους από θέση ισχύος στα project ανοικοδόμησης του.

Μάλιστα η Αμερικανική ηγεσία μπόρεσε να έρθει σε συμφωνία με τους Ταλιμπάν σε μία σειρά από ζητήματα που διευκόλυναν τον ενδό-Αφγανικό διάλογο και τη διευθέτηση του Αφγανικού ζητήματος. Ορισμένα εξ’ αυτών είναι:
Να μην επιτρέψουν να χρησιμοποιηθεί το Αφγανικό έδαφος από τζιχαντιστικές οργανώσεις, προκειμένου αυτές να πλήξουν τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους.
Να δεχθούν το σχηματισμό μίας ευρείας Αφγανικής κυβέρνησης, δίχως αποκλεισμούς, η οποία θα αντιπροσωπεύει όλες τις εθνικές ομάδες του Αφγανιστάν, ως αποτέλεσμα ενός ενδό-Αφγανικού διακανονισμού
Να συνεργαστούν οικονομικά για την ανοικοδόμηση του Αφγανιστάν.

Τα παραπάνω ζητήματα εμπεριέχονται στη συμφωνία της Ντόχα, την οποία υπέγραψαν η διοίκηση Τραμπ και οι Ταλιμπάν το Φλεβάρη του 2020.

Πρόσθετα από τις κινήσεις/δηλώσεις των Ταλιμπάν και μετά τις 15/08/2021 φαίνεται να υπάρχει κάποια συμφωνία και γύρω από:
Τα δικαιώματα των γυναικών.
Γενικά των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Άλλωστε τα πενιχρά βήματα που συντελέστηκαν σε αυτούς τους τομείς στην Αφγανική κοινωνία, με πρώτη και κύρια ευθύνη του ευρωατλαντικού παράγοντα και των κατοχικών κυβερνήσεων, την τελευταία 20ετία, δίνουν τη δυνατότητα στους Ταλιμπάν να ρίξουν «νερό στο κρασί» τους και να ισχυρίζονται ότι υπάρχει θέση για αυτά τα ζητήματα στα πλαίσια μιας πιο εκμοντερνισμένης, απ’ αυτή των ετών 1996-2001, εκδοχής της Σαρία. Μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις αναφέρονται στην κατάσταση που επικρατεί σε άλλες Ισλαμικές χώρες, αναγνωρισμένες από τη “Διεθνή Κοινότητα”. Παράλληλα η στάση των Ταλιμπάν διευκολύνει και την κυβέρνηση Μπάιντεν στο να παρουσιάσει τις σχέσεις της μαζί τους ως συμβατή με την πολιτική της. Το συγκεκριμένο ζήτημα έχει τη δική του αξία δεδομένης της εργαλειοποίησης από τη διοίκηση Μπάιντεν της Δυτικής αντίληψης περί δημοκρατίας και δικαιωμάτων για την προώθηση άλλων σχεδιασμών της στο εσωτερικό και το εξωτερικό της χώρας.

Ωστόσο η αστραπιαία κατάρρευση των Αφγανικών δυνάμεων ασφαλείας, μίας δύναμης που υπολογιζόταν σε 300.000 στρατιώτες, με σύγχρονο εξοπλισμό και αεροπορική κάλυψη άλλαξε τα δεδομένα. Η γοργή ανακατάληψη της Καμπούλ και σχεδόν ολόκληρης της χώρας από μία δύναμη που τον Ιούνιο υπολογιζόταν σε 80.000 άντρες και στερούνταν αεροπορικής κάλυψης και αντίστοιχα σύγχρονου εξοπλισμού κατέστησε τους Ταλιμπάν «κυρίαρχους του παιχνιδιού». Οι τελευταίοι, έχοντας έρθει συμφωνία με πρόσωπα κλειδιά στη φυλετική οργάνωση των τοπικών κοινωνιών, στην οικονομική ζωή της χώρας και στην παροχή υπηρεσιών ασφαλείας, κατέλαβαν την εξουσία και έθεσαν τη διαδικασία συγκρότησης κυβέρνησης σε νέα βάση. Πλέον η πρωτοβουλία των κινήσεων και γενικά η όλη διαδικασία βρίσκεται σε συντριπτικό βαθμό στα χέρια των Ταλιμπάν, ενώ τα περιθώρια παρέμβασης των ΗΠΑ και άλλων ξένων δυνάμεων έχουν μειωθεί δραματικά.

Σήμερα η σκοταδιστική οργάνωση δείχνει να κατανοεί περισσότερο απ’ ότι στο παρελθόν τη σημασία της αναγνώρισης από τη “Διεθνή Κοινότητα” της νέας κυβέρνησης που θα σχηματίσει. Συνεπώς δηλώνει και προσπαθεί να παρουσιάσει στον υπόλοιπο κόσμο ότι κινείται στο πλαίσιο της συμφωνίας της με τις ΗΠΑ. Άλλωστε ο σεβασμός αυτού του πλαισίου, με την προσθήκη ζητημάτων που σχετίζονται με τη διακίνηση ναρκωτικών, αλλά και τη συμπερίληψη φυσικά και άλλων χωρών στο σκέλος που αφορά την οικονομική συνεργασία και την ανοικοδόμηση του Αφγανιστάν, αποτελεί αίτημα όλων των μεγάλων δυνάμεων και διεθνών οργανισμών.

Σε αυτά τα πλαίσια οι Ταλιμπάν ισχυρίζονται ότι η κατάληψη της Καμπούλ πριν από το σχηματισμό μιας νέας αμοιβαίας αποδεκτής κυβέρνησης πραγματοποιήθηκε για την ασφάλεια του πληθυσμού, καθώς η προηγούμενη κυβέρνηση εγκατέλειψε τη χώρα και προκλήθηκε κίνδυνος χάους. Αντίστοιχα αυτό το στόχο εξυπηρετεί και η συμφωνία τους με τις ΗΠΑ για την παραμονή των δυνάμεων του ΝΑΤΟ στο αεροδρόμιο της Καμπούλ μέχρι τις 31 Αυγούστου, προκειμένου να απομακρυνθούν οι πολίτες ξένων χωρών, άλλα και όσοι Αφγανοί συνεργάστηκαν με ξένες δυνάμεις και επιθυμούν να φύγουν. Πρόσθετα στην ίδια λογική κινείται και η εξαγγελία τους για τη χορήγηση γενικής αμνηστίας στους πολιτικούς τους αντιπάλους, αλλά και οι διαβουλεύσεις τους με τον πρώην Πρόεδρο Χ. Καρζάι και των ηγέτη του Ανώτατου Συμβουλίου Εθνικής Συμφιλίωσης Α. Αμπτουλάχ στα πλαίσια των διαδικασιών σχηματισμού νέας κυβέρνησης. Την ίδια ώρα η άφιξη του Μουλά Α. Μπαραντάρ, κορυφαίου στελέχους και ενός εκ των ιδρυτών της οργάνωσης, στην Καμπούλ επιταχύνει τις πολιτικές διεργασίες

Βεβαίως οι τελευταίες κινήσεις πρέπει να ιδωθούν και υπό το πρίσμα της προσπάθειας των Ταλιμπάν να σταθεροποιήσουν την πολιτική κατάσταση. Το μέτωπο “Εθνικής Αντίστασης” που συγκροτήθηκε στην μικρή σε έκταση και πληθυσμό κοιλάδα του Παντσίρ, υπό τους Τατζίκους Α. Σάλεχ, αντιπρόεδρος και βάσει του συντάγματος προσωρινός Προέδρος του Αφγανιστάν, Α. Μασσούντ, πολέμαρχος, και Μπ. Κχαν, Υπουργός Άμυνας του Αφγανιστάν, δείχνει να μην έχει σημαντική δυναμική. Αυτό καταμαρτυρά η λιγοστή αντίσταση που συνάντησαν οι Ταλιμπάν, τόσο κατά την προέλαση τους στη χώρα, όσο και στις πρώτες μέρες εξουσίας τους, αλλά και οι ίδιες οι δηλώσεις του Μασσούντ ότι θέλει να διαπραγματευτεί με τους Ταλιμπάν. Αντίστοιχα και από τις τοποθετήσεις άλλων πολεμάρχων που δεν έχουν ταχθεί με τους Ταλιμπάν, διαφαίνεται ότι οι κινήσεις τους είναι περισσότερο ενταγμένες σε ένα πλαίσιο διαπραγμάτευσης μαζί τους και λιγότερο σύγκρουσης. Σε κάθε περίπτωση ωστόσο οι πολιτικές ισορροπίες στο Αφγανιστάν είναι ευμετάβλητες και γι’ αυτό οι συμφωνίες που έχουν κλείσει οι Ταλιμπάν μπορεί να αποδειχτούν εύθραυστες. Ιδιαίτερα μάλιστα σε μία περίοδο όπου η εμπλοκή του ξένου παράγοντα στις Αφγανικές διενέξεις κάθε άλλο παρά μπορεί να αποκλειστεί.

Παράλληλα, σε μία κίνηση που δείχνει ότι οι Ταλιμπάν αντιλαμβάνονται το ποιες συμφωνίες έχουν πραγματικά σημασία και τι πραγματικά ενδιαφέρει τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, ο εκπρόσωπος τους Σ. Σαχίν δήλωσε δύο μόλις μέρες μετά την κατάληψη της Καμπούλ στο SkyNews, ότι η οργάνωση επιθυμεί την ολοκλήρωση του αγωγού φυσικού αερίου Τουρκμενιστάν-Αφγανιστάν-Πακιστάν-Ινδία (TAPI). Το συγκεκριμένο έργο αν υλοποιηθεί θα συμβάλλει σημαντικά στην αύξηση της παραγωγής φυσικού αερίου του Τουρκμενιστάν και στη διαφοροποίηση των εξαγωγών του από την Κίνα και τη Ρωσία, χαρίζοντας στην ηγεσία του μεγαλύτερη πολιτική ευελιξία απέναντι σε Πεκίνο και Μόσχα. Πρόσθετα θα απομακρύνει το ενδεχόμενο τροφοδότησης του Πακιστάν και της Ινδίας με φυσικό αέριο από τη Ρωσία και το Ιράν, την οποία Μόσχα και Τεχεράνη προωθούν μέσω εναλλακτικών project, και η οποία θα συμβάλλει στον πολλαπλασιασμό της επιρροής τους επί του Ισλαμαμπάντ και του Νέου Δελχί. Γι’ αυτούς τους λόγους οι ΗΠΑ στέκονται θετικά απέναντι στο έργο, ήδη από τη δεκαετία του ’90 και την προηγούμενη κυβέρνηση Ταλιμπάν. Μάλιστα Αμερικανικά ΜΜΕ αναφέρουν ότι η επίσκεψη αντιπροσωπίας των Ταλιμπάν στο Τουρκμενιστάν το Φεβρουάριο όπου και «έκλεισε» η συμφωνία επέκτασης του έργου στο Αφγανιστάν, το Τουρκμενικό τμήμα έχει ήδη ολοκληρωθεί, είχε την υποστήριξη της διοίκησης Μπάιντεν. Πρόσθετα όμως ο κύριος Σαχίν εξέθεσε ακόμη μία επιχειρηματική πρόταση, τη δημιουργία σιδηροδρομικής σύνδεσης Τουρκμενιστάν-Αφγανιστάν, η οποία βέβαια δε μπορεί παρά να ενσωματωθεί και σε κάποιο μεγαλύτερο project οικονομικής διασύνδεσης της Ευρασίας.

Την ίδια ώρα οι εξελίξεις στο Αφγανιστάν, μέχρι αυτή τη στιγμή, δεν απομακρύνουν Ρωσία-Κίνα-Ιράν, αλλά προκαλούν ένταση της μεταξύ τους ευρασιατικής συνεννόησης. Αυτό αποκαλύπτει η σταθερή επικοινωνία μεταξύ των ηγετών τους, η κοινή κατηγορία που απευθύνουν στις ΗΠΑ ότι με την ανάμειξη τους στις εσωτερικές υποθέσεις του Αφγανιστάν έφεραν δυστυχία στον Αφγανικό λαό, η κοινή τους τοποθέτηση ότι η προσπάθεια επιβολής του Αμερικανικού μοντέλου δημοκρατίας σε λαούς με διαφορετική κουλτούρα, ιστορία και αξίες έχει καταστροφικά αποτελέσματα. Ακόμη περισσότερο όμως αυτό αποδεικνύουν τα κοινά στρατιωτικά γυμνάσια Ρωσίας-Κίνας στην Κεντρική Ασία. Μόσχα, Πεκίνο και Τεχεράνη, ναι μεν αντιλαμβάνονται την αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν ως ευκαιρία για να προωθήσουν τις θέσεις τους στην Κεντρική Ασία, ωστόσο προβληματίζονται για τον κίνδυνο αποσταθεροποίησης που διατρέχουν ευαίσθητες περιοχές της επικράτειας τους ή των ζωνών επιρροής τους από μία νέα άνοδο των Ισλαμικών κινημάτων, από μία ένταση των προσφυγικών ροών και από μία νέα όξυνση της εγκληματικότητας και της τοξικοεξάρτησης, εξαιτίας της νίκης των Ταλιμπάν ή μιας νέας αποσταθεροποίησης του Αφγανιστάν. Συνακόλουθα συντονίζουν τη δράση τους για να ρυμουλκήσουν τη νέα Αφγανική κυβέρνηση προς πολιτικές που δε θα τους αποπνέουν ανησυχία. Σε αυτό το σκοπό βρίσκουν έδαφος συνεννόησης, τόσο με την ΕΕ, όσο και με τον άξονα Τουρκίας-Κατάρ-Πακιστάν, οι οποίοι επίσης ανησυχούν για τις προσφυγικές ροές.

Παράλληλα ο άξονας Τουρκία-Κατάρ-Πακιστάν προβάλλει ως ο μεγάλος κερδισμένος των εξελίξεων. Οι ηγέτες του Ισλαμαμπάντ, της Ντόχα και της Άγκυρας αντιμετωπίζουν και αντιμετωπίζονται θετικά από τους Ταλιμπάν, όπως προκύπτει από τις τοποθετήσεις των ίδιων και των ηγετικών στελεχών της οργάνωσης το τελευταίο διάστημα και όχι μόνο. Ταυτόχρονα η Τουρκία διατηρεί προσβάσεις και στις αντί-Ταλιμπάν δυνάμεις. Ήδη φιλοξενεί μία σειρά από αξιωματούχους της προηγούμενης κυβέρνησης, μεταξύ τους ο πρώην Υπουργός Εξωτερικών και ο 2ος Αντιπρόεδρος. Συνακόλουθα ο άξονας θα ασκεί σημαντική επιρροή στην επόμενη Αφγανική κυβέρνηση, ζήτημα που θα έχει δύο προεκτάσεις. 1η) Οι χώρες της Κεντρικής Ασίας, στις οποίες αυξάνει τα ερείσματα της Τουρκία, μπορούν πλέον να έχουν πολύ πιο έντονη αλληλεπίδραση με το Πακιστάν, δίνοντας περεταίρω ώθηση στο “Μεσαίο Διάδρομο”, αλλά και στην περεταίρω μορφοποίηση μίας νέας ιμπεριαλιστικής διακρατικής συνεννόησης με καθοδήγηση το συγκεκριμένο άξονα. Οι προτάσεις του κυρίου Σαχίν, όπως εκτέθηκαν παραπάνω συμβαδίζουν με αυτή την προοπτική. 2η) Ο άξονας αναβαθμίζει τη θέση του, τόσο απέναντι στον ευρωατλαντικό συνασπισμό, με τον οποίο τα μέρη του είναι σύμμαχοι ή εταίροι, όσο και απέναντι στην ευρασιατική συνεννόηση, με τον οποίο τα μέρη του είναι εταίροι ή συνεργάτες, καθώς μπορεί να ρυμουλκήσει σε σημαντικό βαθμό τις χώρες της κεντρικής Ασίας προς τη μία ή την άλλη πλευρά. Όλα αυτά χωρίς να αθροίσουμε τις υπηρεσίες που προσφέρει η Τουρκία στον ευρωατλαντικό παράγοντα αυτές τις μέρες για τη λειτουργία του αεροδρομίου της Καμπούλ, την οποία ευχαρίστησε ο γγ του ΝΑΤΟ, αλλά και το Κατάρ για την έξοδο ανθρώπων από τη χώρα, το οποίο ευχαρίστησε ο Πρόεδρος των ΗΠΑ.

Αντίθετα χαμένη είναι η Ινδία, η οποία ήταν στενή σύμμαχος της προηγούμενης Αφγανικής κυβέρνησης και εχθρός των Ταλιμπάν, ενώ βλέπει να βγαίνει κερδισμένος ο μεγάλος εχθρός της το Πακιστάν. Ταυτόχρονα ο άξονας ΗΑΕ-Σαουδική Αραβία παρατηρεί να «κερδίζουν πόντους» ανταγωνιστές, όπως η Τουρκία, το Κατάρ και το Ιράν, με τα ΗΑΕ πάντως να έχουν να προσδοκούν ορισμένα οφέλη από την υποδοχή πρώην Αφγανών αξιωματούχων, μεταξύ αυτών και του Προέδρου Α. Γάνι, αλλά και από τη συμμετοχή τους στη μεταφορά ανθρώπων έξω από το Αφγανιστάν, για την οποία επίσης δέχτηκαν τις ευχαριστίες του Προέδρου Μπάιντεν.

Τέλος ο ευρωατλαντικός συνασπισμός εμφανίζεται «μουδιασμένος» και διαιρεμένος. Η διάρκεια παραμονής του στο αεροδρόμιο της Καμπούλ, έχει ήδη αποτελέσει το πρώτο πεδίο στο οποίο εκφράζονται διαφωνίες μεταξύ του Προέδρου Μπάιντεν και Ευρωπαίων ηγετών μετά τη 15η Αυγούστου. Νωρίτερα βέβαια ορισμένοι Ευρωπαίοι ηγέτες με αφορμή την κατάληψη της Καμπούλ είχαν εκφράσει εκ νέου τη διαφωνία τους για την ταχύτητα αποχώρησης των Αμερικανικών στρατευμάτων από τη χώρα. Παρόλα αυτά και εκτός απροόπτου, η εμπειρία της CIA, ο αρχηγός της οποίας συναντήθηκε με το Μουλά Α. Μπαραντάρ στην Καμπούλ, στη διαχείριση ακραίων Ισλαμιστών, όπως σφυριλατήθηκε στα χρόνια του από κοινού αντικομουνιστικού αγώνα εναντίον της Λαϊκής Δημοκρατίας του Αφγανιστάν, αναμένεται να λύσει το ζήτημα της ομαλής εκκένωσης του αεροδρομίου. Ωστόσο οι προσφυγικές ροές μπορούν να διχάσουν πιο ουσιαστικά την Ουάσιγκτον με τις Βρυξέλλες και το Λονδίνο. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες δε θέλουν ένα νέο προσφυγικό κύμα και αυτό δε συμβαδίζει με την πολιτική ανοιχτών συνόρων που προωθεί η κυβέρνηση Μπάιντεν στην Κεντρική Ασία. Αντίθετα επιδιώκουν τον περιορισμό των ροών, ζητούμενο που δημιουργεί νέους διαύλους επικοινωνίας και ανάγκες συνεννόησης με Τουρκία, Ιράν και άλλες χώρες της περιοχής, όπως παρατηρεί και ο Γάλλος Πρόεδρος Ε. Μακρόν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου