Τρίτη 24 Αυγούστου 2021

Ρωσία και Δυτικοί εξετάζουν την αντίδρασή τους έναντι των Ταλιμπάν


AP Photo/Rahmat Gul
Ρωσία και Δυτικοί εξετάζουν την αντίδρασή τους έναντι των Ταλιμπάν
Μετά την πρώτη παγωμάρα για την κατάληψη της εξουσίας από τους Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν, και τις εκπεφρασμένες -αλλά φρούδες όπως αποδείχθηκε- ελπίδες ότι οι ισλαμιστές αντάρτες προτίθενται να αλλάξουν σε κάποιο βαθμό το σκληρό πρόσωπό τους, τώρα οι δυτικές χώρες και η Ρωσία βρίσκονται μπροστά στην απόφαση να δουν πώς θα τους αντιμετωπίσουν.

Η στρατιωτική συμμαχία χωρών της Κεντρικής Ασίας υπό τη Ρωσία (ΟΣΣΑ / CSTO), στην οποία συμμετέχουν χώρες όπως το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν, και άλλες πρώην σοβιετικές δημοκρατίες, εξέφρασε την ανησυχία της για τη βραδύτητα των Ταλιμπάν να σχηματίσουν μεταβατική κυβέρνηση στο Αφγανιστάν, όπως είχαν υποσχεθεί.

«Είναι πολύ ανησυχητικό το γεγονός ότι οι υποσχέσεις της ηγεσίας των Ταλιμπάν να συμβάλει στον σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού δεν έχουν εισέλθει ακόμη στο στάδιο της υλοποίησης», σημείωσε ο γραμματέας του ΟΣΣΑ, Στανισλάβ Ζάας, τονίζοντας ότι πάντως οι ηγέτες των χωρών-μελών, ανάμεσά τους και ο Βλαντίμιρ Πούτιν, βρίσκουν «ορισμένες θετικές δηλώσεις των Ταλιμπάν όσον αφορά την εσωτερική και την εξωτερική τους πολιτική», χωρίς να διευκρινίσει περαιτέρω. Η Ρωσία για την ώρα έχει επιλέξει μια ήπια και συμφιλιωτική στάση απέναντι στους Ταλιμπάν, εκτιμώντας ότι οι τελευταίοι έστελναν «θετικά μηνύματα» στο θέμα των ελευθεριών και του καταμερισμού της εξουσίας και συμπεριφέρονταν «πολιτισμένα» στην Καμπούλ.

Ο Στανισλάβ Ζάας ανακοίνωσε επίσης ότι έχει ληφθεί απόφαση για «πρόσθετα μέτρα προκειμένου να ενισχυθεί η ασφάλεια των κρατών μελών του ΟΣΣΑ», ενώ ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου, Ντμίτρι Πεσκόφ, διευκρίνισε στους δημοσιογράφους ότι θα μέτρα θα τεθούν σε εφαρμογή έως τις 16 Σεπτεμβρίου. «Υπάρχουν πραγματικοί κίνδυνοι για όλη την ευρασιατική περιφέρεια και τον κόσμο στο σύνολό του», υπογράμμισε.

Άλλωστε, η Μόσχα εκτιμά ότι υπάρχει κίνδυνος εμφυλίου πολέμου στο Αφγανιστάν, αλλά δεν προτίθεται να επέμβει, δήλωσε ο Ντμίτρι Πεσκόφ, σχολιάζοντας την επικείμενη σύγκρουση μεταξύ των Ταλιμπάν και των δυνάμεων αντίστασης στην επαρχία Πανσίρ.

«Σήμερα στην έκτακτη συνεδρίαση του ΟΣΣΑ αναφέρθηκε ότι οι εξελίξεις μπορούν να πάρουν τέτοια τροπή η οποία να εγκυμονεί έναν ακόμη εμφύλιο πόλεμο στο Αφγανιστάν επιφέροντας πρόσθετους κινδύνους και απειλές. Και φυσικά, κανένας δεν προτίθεται να παρέμβει στις εξελίξεις αυτές», δήλωσε ο Πεσκόφ, που τόνισε ότι η Μόσχα δεν σχεδιάζει να λειτουργήσει ως μεσολαβητής μεταξύ των μερών. «Όχι, δεν τίθεται τέτοιο ζήτημα» δήλωσε ο Πεσκόφ.

Οι Δυτικοί εξετάζουν κυρώσεις

Από την άλλη πλευρά, ΗΠΑ, Βρετανία, Γαλλία και Καναδάς, και οι σύμμαχοί τους φέρονται έτοιμοι να επιβάλουν κυρώσεις στους Ταλιμπάν, στην περίπτωση που διαπράξουν βιαιότητες.

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Τζο Μπάιντεν, δήλωσε την Κυριακή ότι οι Ταλιμπάν δεν έχουν αναλάβει δράση κατά των αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων που ελέγχουν το αεροδρόμιο της Καμπούλ και ότι έχουν σε μεγάλο βαθμό τηρήσει την υπόσχεσή τους να αφήνουν τους Αμερικανούς να προσεγγίζουν στο αεροδρόμιο με ασφάλεια.

AP Photo/Muhammad Sajjad

Ωστόσο, με δεδομένο ότι η Βρετανία σχεδιάζει να πιέσει τους ηγέτες της G7 να εξετάσουν το ενδεχόμενο νέων κυρώσεων κατά των Ταλιμπάν κατά τη συνάντηση της ομάδας, αύριο Τρίτη, όταν ρωτήθηκε αν θα υποστηρίξει τις βρετανικές προτάσεις, ο Μπάιντεν ότι «η απάντηση είναι ναι. Εξαρτάται από τη συμπεριφορά».

Η Βρετανία πιστεύει ότι η G7 θα πρέπει να εξετάσει οικονομικές κυρώσεις και να παρακρατήσει τη χορήγηση βοήθειας στην περίπτωση που οι Ταλιμπάν παραβιάζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα και επιτρέψουν στο Αφγανιστάν να εξελιχθεί σε έναν παράδεισο για τις ένοπλες ομάδες, σύμφωνα με έναν αξιωματούχους της βρετανικής κυβέρνησης και διπλωμάτες.

Από την πλευρά του ο Μπόρις Τζόνσον μέσω Twitter τόνισε ότι «είναι σημαντικό ότι η διεθνής κοινότητα θα συνεργαστεί για να εξασφαλίσει την ασφαλή απομάκρυνση, την πρόληψη εκδήλωσης μιας ανθρωπιστικής κρίσης, αλλά και την υποστήριξη των Αφγανών, ώστε να μη χαθούν όλα όσα έγιναν κατά τα τελευταία είκοσι χρόνια».

Ο Τζο Μπάιντεν, που βρίσκεται στο επίκεντρο κριτικής τόσο στο εσωτερικό των ΗΠΑ, όσο και στο εξωτερικό για τον χειρισμό της αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων, είπε ότι ο ίδιος και ο υπουργός Εξωτερικών, Άντονι Μπλίνκεν, θα συνεργαστούν με άλλες χώρες για να καθορίσουν «σκληρούς όρους» για οποιαδήποτε συνεργασία ή αναγνώριση των Ταλιμπάν ανάλογα με τη μεταχείριση που θα έχουν οι γυναίκες και τα κορίτσια, αλλά και γενικότερα θέματα σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Υπέρ της επιβολής κυρώσεων στους Ταλιμπάν έχει ταχθεί και ο πρωθυπουργός του Καναδά, Τζάστιν Τριντό.

Όταν ρωτήθηκε αν θα στηρίξει την πρόταση της Βρετανίας, απάντησε: «Ασφαλώς, εξετάζουμε (…) περισσότερες κυρώσεις. Οι Ταλιμπάν θεωρούνται τρομοκρατική οντότητα στον Καναδά, αλλά θα συζητήσουμε με τους ομολόγους μας της G7 για να δούμε ποια θα είναι τα επόμενα βήματα».

«Στη συζήτησή μας με τους άλλους ηγέτες της G7 θα μιλήσουμε για το πώς μπορούμε να κάνουμε περισσότερα για να βοηθήσουμε τους ανθρώπους» στο Αφγανιστάν, είπε ο Τζάστιν Τριντό, ο οποίος πάντως αρνήθηκε να διευκρινίσει αν τάσσεται υπέρ της συνέχισης της επιχείρησης εκκένωσης της Καμπούλ και πέραν της 31ης Αυγούστου, δηλαδή της ημερομηνίας που έχει ορίσει η αμερικανική κυβέρνηση για την οριστική αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων από το Αφγανιστάν.

Έκκληση από τον ΠΟΥ

Την ίδια ώρα, τα προβλήματα στο αεροδρόμιο της Καμπούλ μπλοκάρουν την παράδοση ιατροφαρμακευτικών προμηθειών για τον λαό, με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας να σημειώνει ότι περισσότεροι από 500 τόνοι προμηθειών ιατροφαρμακευτικού υλικού, περιλαμβανομένων χειρουργικού εξοπλισμού και συσκευασιών για την αντιμετώπιση του οξέος υποσιτισμού, που επρόκειτο να παραδοθούν στο Αφγανιστάν αυτή την εβδομάδα, δεν κατέστη δυνατόν να παραδοθούν.

Οι υπηρεσίες αρωγής λένε ότι είναι κρίσιμο οι προμήθειες αυτές να φθάσουν στους περίπου 300.000 ανθρώπους που έχουν εκτοπιστεί στο Αφγανιστάν κατά τους τελευταίους δύο μήνες εν μέσω της προέλασης των ισλαμιστών μαχητών Ταλιμπάν, που κορυφώθηκε στις 15 Αυγούστου με την κατάληψη της πρωτεύουσας Καμπούλ.

AP Photo/Francisco Seco

Σχεδόν 18,5 εκατομμύρια άνθρωποι -ο μισός πληθυσμός της χώρας- βασίζονται στην ανθρωπιστική βοήθεια και οι ανθρωπιστικές ανάγκες αναμένεται να αυξηθούν εξαιτίας της ξηρασίας.

Η εκπρόσωπος του ΠΟΥ Ινάς Χαμάμ σημειώνει ότι «ενώ το βλέμμα της διεθνούς κοινότητας σήμερα είναι στραμμένο στους ανθρώπους που απομακρύνονται και στα αεροπλάνα που φεύγουν, υπάρχει ανάγκη να φθάσουν εδώ οι προμήθειες ώστε να βοηθηθούν εκείνοι που έχουν μείνει πίσω». Όπως είπε, ο ΠΟΥ κάνει έκκληση να αλλάξουν πορεία τα άδεια αεροπλάνα και να κατευθυνθούν στην αποθήκη του Οργανισμού στο Ντουμπάι, στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, προκειμένου να συλλέξουν τις προμήθειες κατευθυνόμενα προς το Αφγανιστάν για να παραλάβουν όσους απομακρύνονται από τη χώρα.

Ο ΠΟΥ αναζητεί τρόπους για τη δημιουργία μιας «ανθρωπιστικής αερογέφυρας» για την αποστολή των προμηθειών, ενώ η εκτελεστική διευθύντρια της UNICEF, Ενριέτα Φορ, δήλωσε ότι περίπου δέκα εκατομμύρια παιδιά σε όλο το Αφγανιστάν έχουν ανάγκη ανθρωπιστικής βοήθειας και ότι οι συνθήκες αναμένεται να επιδεινωθούν περαιτέρω.
ΕΦΣΥΝ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου