Γράφει ο Κώστας Μελάς
Το Αφγανιστάν οικονομικά είναι μια φτωχή χώρα. Το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) δεν φθάνει ούτε στα 20 δις δολάρια ΗΠΑ (2020: 19,8 δις δολάρια), με πληθυσμό περίπου 33 εκατομμύρια και με κατά κεφαλή εισόδημα περίπου στα 590 δολάρια (2020). Σε όρους Ισοτιμίας Αγοραστικής Δύναμης (ΡΡΡ), τρέχουσες τιμές, το ΑΕΠ φθάνει στα 81,3 δις δολάρια. Ο λόγος του Δημοσίου Χρέους/ΑΕΠ ανέρχεται στο 6,3%.
Ευάλωτη και υπερβολικά εξαρτημένη χαρακτηρίζεται η αφγανική οικονομία από την Παγκόσμια Τράπεζα μήνες πριν οι Ταλιμπάν αρχίσουν να καταλαμβάνουν τη μία πόλη μετά την άλλη για να φτάσουν να πάρουν και τον έλεγχο της εξουσίας. Μετά την εικοσαετή παρουσία των ΗΠΑ και των Δυτικών Συμμάχων τους, η αφγανική οικονομία εξαρτάται από τη διεθνή βοήθεια. Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας η βοήθεια από ξένα κράτη καλύπτει το 22% του ΑΕΠ. Το ποσοστό είναι υψηλότατο, αν και έχει μειωθεί σημαντικά σε σχέση με το 2009, όταν και ήταν στο 49%. Οι ΗΠΑ είναι ο μεγαλύτερος με διαφορά χρηματοδότης της χώρας. Από το 2002 μέχρι το Ιανουάριο του 2020 έχουν χρηματοδοτήσει διάφορες δραστηριότητες που αφορούν στην αναδιάρθρωση του κράτους με ποσό 143,27 δις δολάρια.
Η Παγκόσμια Τράπεζα περιγράφει τον ιδιωτικό τομέα του Αφγανιστάν ως «εξαιρετικά περιορισμένο». Το βάρος της απασχόλησης σηκώνει ο αγροτικός τομέας με το 60% των νοικοκυριών να εξασφαλίζει κάποιου είδους εισόδημα από αγροτικές εργασίες. Ωστόσο βασική πηγή εργασίας και εισοδήματος για ένα πολύ μεγάλο ποσοστό νοικοκυριών είναι πάσης φύσεως δραστηριότητες που σχετίζονται με το παρεμπόριο. Όσο για τους Ταλιμπάν, αυτοί στηρίζονταν οικονομικά στο εμπόριο ναρκωτικών.
Είναι γνωστόν, ότι το Αφγανιστάν είναι πρώτο στην παγκόσμια κατάταξη στη παραγωγή και στο εμπόριο του οπίου. Ναρκωτικό που παράγεται από την καλλιέργεια της παπαρούνας η οποία είναι εκτενής στην χώρα. To όπιο είναι ο αποξηραμένος γαλακτώδης χυμός που προέρχεται από ένα είδος παπαρούνας που ονομάζεται μήκων η υπνοφόρος (Papaver Somniferum). Το όπιο περιέχει περίπου 25% αλκαλοειδή, ενώ μεταξύ αυτών έχει περιεκτικότητα περίπου 10~12% σε μορφίνη, από την οποία εξαρτάται η φαρμακολογική επενέργειά του. Η χημική επεξεργασία της μορφίνης παράγει την ηρωίνη που διακινείται στο παράνομο εμπόριο ναρκωτικών.
Εμπόριο που είναι βεβαίως παράνομο. Είναι η χώρα με τις μεγαλύτερες εξαγωγές οπίου, πολύ μεγαλύτερες από τις υπόλοιπες χώρες. Συγκεκριμένα: σύμφωνα με τον Οργανισμό των Ηνωμένων Εθνών για τον έλεγχο των Ναρκωτικών και της πρόληψης του Εγκλήματος – United Nations Office on Drugs and Crime (UNODC) [1], το Αφγανιστάν παράγει το 83,0% του οπίου σε ξηρά μορφή, και ακολουθούν το Μεξικό με 6,0% και η Myanmar με 7,0%.
Η συνολική παγκόσμια παραγωγή οπίου το 2020 ανήλθε σε 7.410 τόνους, εκ των οποίων 1200-1500 τόνοι καταναλώθηκαν ως όπιο, ενώ 5.900-6.200 χρησιμοποιήθηκαν για την παραγωγή 460-700 τόνους ηρωίνης. Το παραγόμενο όπιο στο Αφγανιστάν κατευθύνεται στις αγορές των γειτονικών χωρών και στην Ευρώπη, στις χώρες της Μέσης Ανατολής, της Νότιας Ασίας και της Αφρικής. Μικρή ποσότητα του παραγόμενου οπίου στο Αφγανιστάν κατευθύνεται στις αγορές της Βόρειας Αμερικής (κυρίως στο Καναδά) και στην Ωκεανία.
Η καλλιεργήσιμη έκταση με παπαρούνα αυξήθηκε κατά 37,0% το 2020 σε σχέση με το προηγούμενο έτος φθάνοντας τα 224.000 εκτάρια περίπου 80,0% περισσότερο από τα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας. Η καλλιέργεια παπαρούνας με στόχο την παραγωγή οπίου πραγματοποιείται σε 22 από τις 34 επαρχίες της χώρας.
Η καλλιεργήσιμη έκταση με παπαρούνες αυξήθηκε σε όλες τις επαρχίες του Αφγανιστάν, εκτός από όσες βρίσκονται στα βορειοανατολικά της χώρας. Στις επαρχίες που βρίσκονται στα σύνορα με το Πακιστάν (Ghazni και Zabul), και το Τουρκμενιστάν( Badghis και Faryab), η καλλιεργήσιμη έκταση διπλασιάστηκε[2].
Η παραγωγή οπίου στο Αφγανιστάν παρουσιάζει αύξηση τα τελευταία έτη, παρότι το 2018 υπήρξε μείωση της παραγωγής, η οποία αποδίδεται στη μείωση της τιμής του, στα επίπεδα του 2004 [3]. Το υψηλότερο σημείο έφθασε το 2017, αφού είχε ουσιαστικά μηδενιστεί το 2001 λόγω της εισβολής των Δυτικών Δυνάμεων στη χώρα και της προσωρινής απαγόρευσης που είχε επιβληθεί από τους Ταλιμπάν, το 2000, όταν ήταν ακόμη στην εξουσία. Σύμφωνα με το ΝΑΤΟ, καταβλήθηκαν τεράστιες προσπάθειες για να εκριζωθεί η παραγωγή του οπίου. Όμως τα αποτελέσματα ήταν εντελώς αντίθετα από τα επιδιωκόμενα: η παραγωγή ήταν πάντα μεγαλύτερη από την προηγούμενη περίοδο πριν τη διεθνή επέμβαση!! Σύμφωνα με τα παρεχόμενα στοιχεία από τις ΗΠΑ [4], μόνο αυτές έχουν δαπανήσει περίπου 9 δις δολάρια σε ενέργειες ενάντια στην παράνομη διακίνηση των ναρκωτικών, τα τελευταία 20 έτη, χωρίς να υπάρξουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα.
Από την εξέλιξη της τιμής του οπίου, «στην έξοδο του αγροκτήματος» (“farm-gate” price of opium), η οποία αποτελεί ένα δείκτη του εισοδήματος των παραγωγών, αυτή παρουσιάζει συνεχή μείωση από τον Ιούνιο του 2016 μέχρι και τον Ιούνιο του 2019, περίπου στο 61 δολάρια ανά κιλό. Μετά από τρία χρόνια υψηλών επιπέδων παραγωγής φαίνεται ότι επήλθε κορεσμός στην αγορά οπίου «σπρώχνοντας» τις τιμές προς τα κάτω, μειώνοντας έστω και περιοδικά το εισόδημα των παραγωγών στα αγροκτήματα.
Περίπου 3 εκατομμύρια άνθρωποι (το 13,0% του πληθυσμού) απασχολούνται στην καλλιέργεια της παπαρούνας που αποτελεί την κύρια πηγή εισοδήματος (περίπου 1.700 δολάρια ΗΠΑ τον χρόνο ανά κεφαλή). Στη φάση της καλλιέργειας δεν υπάρχει η παρουσία εγκληματικών οργανώσεων. Οι χωρικοί καλλιεργούν και συλλέγουν τις ποσότητες της παπαρούνας εξάγουν το κρυσταλλικό πλέγμα και στη συνέχεια την πωλούν σε μικροεμπόρους (υπάρχουν περίπου 250.000 μικροί έμποροι σε ολόκληρη την χώρα) οι οποίοι αποτελούν τον πρώτο κρίκο της εγκληματικής αλυσίδας με αποστολή τη συλλογή του οπίου και τη μεταπώλησή τους στους μεγαλέμπορους. Αυτοί μεταφέρουν το όπιο σε περιοχές κοντά στα σύνορα όπου ευρίσκονται τα παράνομα εργαστήρια για τη μετατροπή του σε μορφίνη και ηρωίνη.
Σύμφωνα με τις μαρτυρίες του ενός τρίτου των αρχηγών των χωριών όπου καλλιεργείται το όπιο, οι παραγωγοί-γεωργοί πληρώνουν φόρους, χονδρικά το 6,0% επί των πωλήσεων και κυρίως προς τους Ταλιμπάν. Οι συνολικοί καταβαλλόμενοι φόροι, με βάση την «τιμή εξόδου στο αγρόκτημα», υπολογίζονται χονδρικά σε 14,5 εκατομμύρια δολάρια ετησίως. Εάν θεωρηθεί ότι τα έσοδα από την επεξεργασία και τη διακίνηση του οπίου φορολογούνται με τον ίδιο τρόπο, όπως και στην παραγωγή, τότε τα φορολογικά υπολογίζεται ότι ανέρχονται σε 61-113 εκατομμύρια δολάρια (2019). Οι πόροι αυτοί καταλήγουν σε μη κρατικά χέρια και συγκεκριμένα σε ισλαμικές ομάδες που βρίσκονται συνεχώς σε εξέγερση προς την κεντρική κρατική εξουσία. Οι Ταλιμπάν αποτελούν την ομάδα που εισπράττει το μεγαλύτερο μερίδιο.
Οι φόροι από την παραγωγή, επεξεργασία και διακίνηση του οπίου, δεν αποτελούν το μόνο πόρο που εισπράττουν οι Ταλιμπάν. Οι καλλιεργητές είναι υποχρεωμένοι να πληρώνουν ένα παραδοσιακό ισλαμικό φόρο – το Ushr- επί της αγροτικής παραγωγής που αναλογεί στο 10,0% της αξίας της. Παρά το ότι οι καλλιεργητές είναι φτωχοί άνθρωποι, αυτό δεν τους εξαιρεί από τη φορολόγηση τα έσοδα της οποίας πηγαίνουν «στις τσέπες των Ταλιμπάν».
Εκτός όμως από την καλλιέργεια της παπαρούνας που χρησιμοποιείται στην παραγωγή οπίου, την τελευταία περίοδο παρατηρείται μια σημαντική άνοδος της παραγωγής μεταμφεταμίνης. Ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός για την Παρακολούθηση της Διακίνησης των Ναρκωτικών Ουσιών [5] στην αναφερομένη μελέτη παρουσιάζει σειρά στοιχείων που δείχνουν την ανοδική τάση που παρατηρείται στην παραγωγή μεταμφεταμίνης και εφεδρίνης. Συγκεκριμένα: από το 2017 γίνεται αναφορά από το United Nations Office on Drugs and Crime (UNODC) ότι παράγεται μεταμφεταμίνη στις επαρχίες της Nimroz και της Herat από το 2013. Η παραγωγή μεθαμφεταμίνης στηρίζεται στην εφεδρίνη, την οποία μέχρι πρόσφατα «λάμβαναν» από διάφορα αποσυμφορητικά σιρόπια (ενάντια στο βήχα κ.τ.λ). Η εφεδρίνη είναι φάρμακο και διεγερτικό και ανήκει στην κατηγορία των φαιναιθυλαμινών. Ως φαιναιθυλαμίνη, η εφεδρίνη έχει παρόμοια χημική δομή με τις αμφεταμίνες και είναι ανάλογο της μεθαμφεταμίνης. Λόγω της δομικής ομοιότητας της εφεδρίνης με τη μεθαμφεταμίνη, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη δημιουργία μεθαμφεταμίνης χρησιμοποιώντας χημική αναγωγή στην οποία αφαιρείται η ομάδα υδροξυλίου της εφεδρίνης. Αυτό έχει κάνει την εφεδρίνη έναν ιδιαίτερα περιζήτητο χημικό πρόδρομο στην παράνομη παρασκευή μεθαμφεταμίνης. Ως εκ τούτου, η εφεδρίνη αναφέρεται ως πρόδρομος, σύμφωνα με τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών, της παράνομης κυκλοφορίας ναρκωτικών και ψυχοτρόπων ουσιών. Εμπεριέχεται στα φυτά του γένους εφέδρα. Πρόκειται για γένος γυμνόσπερμων θάμνων που φύονται στα βουνά του Κεντρικού Αφγανιστάν σε υψόμετρο 2.500 μέτρων. Η κατάσταση άρχισε να μεταβάλλεται το 2016 με την άφιξη των εμπόρων, οι περισσότεροι από το ΝΔ Αφγανιστάν, οι οποίοι κατασκεύασαν αποθήκες-στάβλους στα χωριά που βρίσκονταν στις πλαγιές των βουνών σε περιοχές του Baghran, βόρεια στις περιοχές Helmand και Taywara, και στις κεντρικές περιοχές του Ghor, όπου επιζητούσαν την αγορά των καρπών του φυτού εφέδρα. Γνωρίζοντας ότι μπορούν, σχετικά εύκολα, να παράγουν εφεδρίνη από τους καρπούς των φυτών εφέδρα, αγόραζαν όλες τις ποσότητες, τις στέγνωναν στον ήλιο για 25 ημέρες και τις πωλούσαν στην χονδρική αγορά η οποία είχε εγκατασταθεί στα έρημα εδάφη του Bakwa στην περιοχή της επαρχίας Farah. Σιγά-σιγά η χονδρική αγορά εξαπλώθηκε και σε άλλες επαρχίες όπως Ghazni και Wardak. Ο κίνδυνος εξάπλωσης των χώρων συλλογής και επεξεργασίας των καρπών του φυτού εφέδρα είναι περισσότερο από εμφανής. Σε αυτό συμβάλλει το γεγονός ότι στο Αφγανιστάν υπάρχουν 192.000 τετραγωνικά (km2) χιλιόμετρα εδάφους σε υψόμετρο πάνω από 2.500 μέτρα όπου όχι μόνο φύεται σε άγρια μορφή το φυτό εφέδρα, αλλά μπορεί και να καλλιεργηθεί. Το υψόμετρο, όπως είναι κατανοητό, ενώ επιτρέπει την καλλιέργεια του φυτού, είναι ουσιαστικά απαγορευτικό για τον έλεγχο και την παρακολούθηση από τις Αρχές που μάχονται κατά των ναρκωτικών. Επίσης, ένας ακόμη σημαντικός παράγοντας που δυνητικά μπορεί να συμβάλλει στην αύξηση της αλυσίδας παραγωγής εφέδρας-εφεδρίνης-μεθαμφεταμίνης είναι η χαμηλή χονδρική τιμή (που οφείλεται στο χαμηλό κόστος παραγωγής) της μεθαμφεταμίνης στην αγορά του Αφγανιστάν (περίπου 280 δολάρια ΗΠΑ ανά κιλό) σε σύγκριση με την αντίστοιχη υψηλή τιμή στη Myanmar (3.000 δολάρια ΗΠΑ ανά κιλό). Η σημαντική αυτή διαφορά τιμής είναι πολύ πιθανό να φέρει στη χώρα ξένους διακινητές (κυρίως προερχόμενοι από τις γειτονικές χώρες), οι οποίοι μαζί με τους ντόπιους θα προχωρήσουν σε μεγαλύτερη εκμετάλλευση των υπαρκτών δυνατοτήτων αύξησης της παραγωγής και την αποκομιδή πολύ υψηλού κέρδους.
Ως γνωστόν, το Αφγανιστάν είναι πλούσιο σε φυσικούς πόρους, όπως ο χαλκός, ο χρυσός, το πετρέλαιο, το ουράνιο, ο βωξίτης, ο άνθρακας, λίθιο και οι σπάνιες γαίες. Συγκεκριμένα, το Αφγανιστάν κατέχει σπάνιες γαίες όπως λανθάνιο, νεοδύμιο και δημήτριο,. Οι σπάνιες γαίες είναι αναγκαίες για την κατασκευή όλων των προϊόντων υψηλής τεχνολογίας, όπως κινητά τηλέφωνα, ηλεκτρονικοί υπολογιστές, ηλεκτρικά αυτοκίνητα, επίπεδες οθόνες και αεροσκάφη. Στην παγκόσμια αγορά των σπάνιων γαιών, κυριαρχεί η Κίνα με μερίδιο περίπου 70,0% στην παγκόσμια εξόρυξη (το 2018 παρήγαγε 120.000 μετρικού τόνους), ενώ ελέγχει περίπου το 35,0% των κοιτασμάτων παγκοσμίως. Αυτό το γεγονός της δίνει σημαντικό συγκριτικό πλεονέκτημα στον ανταγωνισμό της με τις υπόλοιπες αναπτυγμένες χώρες του πλανήτη και χρησιμοποιείται ως απειλή στον εμπορικό πόλεμο κυρίως με τις ΗΠΑ, δεδομένου ότι η αμερικανική βιομηχανία καλύπτει το 80% των σχετικών αναγκών της μέσω εισαγωγών από την Κίνα.
Η Κίνα επενδύει σε χώρες (κυρίως αφρικανικές), οι οποίες διαθέτουν αποθέματα σπανίων γαιών. Στο Αφγανιστάν υπολογίζεται ότι υπάρχουν αποθέματα σπανίων γαιών των οποίων η αξία κυμαίνεται από 1 έως 3 τρις δολάρια. Άρα το ενδιαφέρον της Κίνας για τα αφγανικά κοιτάσματα θεωρείται περισσότερο από δεδομένο. Κατά συνέπεια, υπό τον έλεγχο των Ταλιμπάν, ευρίσκονται πόροι-κοιτάσματα μεγάλης αξίας που προφανώς αυξάνει τη διαπραγματευτική τους ισχύ. Παράλληλα οξύνονται και οι γεωπολιτικές εντάσεις λόγω ακριβώς της δυναμικής των γεωοικονομικών εξελίξεων. Οι γεωπολιτικές εξελίξεις –κυρίως ζητήματα ασφαλείας– καθιστούν δύσκολη την άμεση πρόσβαση στα κοιτάσματα και περιπλέκουν την εξόρυξή τους. Η Κίνα είναι αποφασισμένη να αποκτήσει προβάδισμα έναντι των δυτικών χωρών στην εκμετάλλευση του τεράστιου ορυκτού πλούτου του Αφγανιστάν. Όμως οι αναγκαίες υποδομές θα χρειαστούν χρόνια για να φτιαχτούν και έως τότε, η ασφάλειά τους είναι κάθε άλλο παρά εγγυημένη. Ο ορυκτός πλούτος του Αφγανιστάν, υποτίθεται ότι θα μπορούσε και με το προηγούμενο καθεστώς να οδηγήσει τη χώρα στην οικονομική ανάπτυξη και στην οικονομική ανεξαρτησία από την ξένη βοήθεια. Όμως τα projects αυτά αποδείχθηκαν εξαιρετικά προβληματικά στο παρελθόν, λόγω της πολιτικής αστάθειας, με αποτέλεσμα το ξένο επενδυτικό ενδιαφέρον να είναι πλέον μικρό. Με την κατάληψη της εξουσίας από τους Ταλιμπάν τουλάχιστον στη σημερινή συγκυρία ουσιαστικά αναιρούνται.
Επομένως η Κίνα φαντάζει ως ο μόνος διεθνής παίκτης στο γεωοικονομικό πεδίο που θα μπορούσε να συνεχίσει και να αυξήσει αυτά τα projects. Βεβαίως με την προϋπόθεση μιας διατηρήσιμης ειρήνης, πολιτικής σταθερότητας και ασφάλειας των επενδύσεων. Τι από αυτά μπορούν να εξασφαλιστούν υπό το καθεστώς των Ταλιμπάν; Μάλιστα με τη γνώση ότι οι Ταλιμπάν είναι μειοψηφία και είναι αδύνατον να κυριαρχήσουν εύκολα σε μια χώρα, όπου το κύριο χαρακτηριστικό της είναι η οργάνωση σε εθνότητες και φυλές και η εχθρότητα σε κάθε προσπάθεια συγκεντρωτικού κράτους. Παρόλο που μια ξεχωριστή αφγανική οντότητα μπορεί να χρονολογηθεί από τον 18ο αιώνα, οι συνιστώντες λαοί της αντιστέκονταν πάντα σθεναρά στον συγκεντρωτισμό. Η πολιτική και ιδιαίτερα η στρατιωτική εδραίωση στο Αφγανιστάν έχει προχωρήσει με βάση εθνοτικές και φυλετικές γραμμές, σε μια βασικά φεουδαρχική δομή όπου οι αποφασιστικοί μεσάζοντες είναι οι οργανωτές των αμυντικών δυνάμεων της φυλής. Ήδη η αντίσταση έχει αρχίσει στις δύσβατες περιοχές της κοιλάδας του Παντσίρ, υπό τον τατζίκο Αχμάντ Σαχ Μασούντ.
Η Κίνα, συνεπώς επιθυμεί και μπορεί να συνεισφέρει στην ανοικοδόμηση του Αφγανιστάν και να επανεκκινήσει τα projects που έχουν σταματήσει, αν εκλείψουν οι ανησυχίες γύρω από την ασφάλεια. Αναφέρουμε για παράδειγμα την παρακάτω περίπτωση:
Η Metallurgical Corp of China (MCC), θα μπορούσε να εξετάσει το άνοιγμα του μεγαλύτερου project χαλκού του Αφγανιστάν όταν η κατάσταση σταθεροποιηθεί και το καθεστώς των Ταλιμπάν εξασφαλίσει τη διεθνή αναγνώριση. Η MCC σε συνεργασία με την Jiangxi Copper, είχαν μισθώσει το ορυχείο Mes Aynak για 30 χρόνια το 2008, όμως η ανάπτυξή του έχει μείνει πίσω επειδή δεν υπήρχαν οι κατάλληλες συνθήκες ασφαλείας.
Συνεπώς, οι εξελίξεις σχετικά με την οικονομία του Αφγανιστάν θα εξαρτηθούν πρωτίστως από ζητήματα γεωπολιτικού ενδιαφέροντος –διεθνή αναγνώριση του καθεστώτος των Ταλιμπάν–, αλλά και εσωτερικής πολιτικής σταθερότητας και ασφάλειας.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] United Nations Office on Drugs and Crime (UNODC), World Drug Report 2021.
[2] UNODC and Afghanistan, “Afghanistan opium survey 2020: cultivation and production – executive summary” (April 2020), και προηγούμενα έτη.
[3] UNODC and Afghanistan, “Afghanistan opium survey 2019”.
[4] Special Inspector General for Afghanistan Reconstruction, January 2021
[5] European Monitoring Centre for Drugs and Drug Addiction, “Emerging evidence of Afghanistan’s
role as a producer and supplier of ephedrine and methamphetamine”, November 2020.
*Το www.geoeurope.org δημιουργήθηκε από επιστήμονες και ειδικούς που έχουν ασχοληθεί με τη γεωπολιτική της Ευρώπης και έχουν διαπιστώσει συγκεκριμένα κενά στη ροή των πληροφοριών που διαμορφώνουν τις γεωπολιτικές συζητήσεις στην ήπειρό μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου