Αυτός είναι ο τίτλος του Militaire News που μεταφράζει και αναδημοσιεύει ένα πολύ σημαντικό άρθρο που αποκαλύπτει σημαντικές πλευρές των γαλλικών επιδιώξεων στο Σαχέλ. Με την κυβέρνηση της ΝΔ να προωθεί την αποστολή Ελλήνων Στρατιωτών. Πρόσφατα γράφαμε:
Οι «μεταγγίσεις δημοκρατίας» που συχνά οι «μεγάλες δυνάμεις» θέλουν να κάνουν σε περιοχές του πλανήτη που μοιάζουν ασήμαντες, πάντα κρύβουν τα πραγματικά τους κίνητρα. Η «μετάγγιση δημοκρατίας και ελευθερίας» δεν είναι «προνόμιο» των Αμερικανών. Όλοι οι «μεγάλοι» θυμούνται τη δημοκρατία όταν «μυρίζονται» κέρδος. Αυτό ισχύει και για τη Γαλλία που στη περίπτωση του Σαχέλ δεν «μύρισε» απλώς χρήμα, αλλά χρυσάφι.
Το κείμενο από την εφημερίδα Le Monde Diplomatique διαφωτιστικό εξηγεί γιατί καίγονται οι Γάλλοι για το Σαχέλ. Ίσως να ΄ναι και χρήσιμο για κάποιους στην Ελλάδα που υποστηρίζουν με θέρμη την αποστολή ελληνικών δυνάμεων στο Σαχέλ «για να αποκτήσουμε εμπειρίες»!
Γράφουν Rémi Carayol-Le Monde Diplomatique
Γεννημένος στο Αρλίτ, πόλη στον βόρειο Νίγηρα γνωστή για τα ορυχεία ουρανίου, το μόνο μέσο που διαθέτει ο Αχμέτ Τζ. για την επιβίωσή του είναι ένα ανθεκτικό ιαπωνικό τετράτροχο και μια καλή γνώση των διαδρομών της Σαχάρας. Ο σαρανταδυάχρονος Τουαρέγκ εργάστηκε για χρόνια ως ξεναγός τουριστών που ερχόντουσαν να θαυμάσουν τα τοπία των όρων Αΐρ, ως μεταφορέας εμπορευμάτων -παράνομων και νόμιμων- και ως διακινητής αλλοδαπών μέχρι τα σύνορα με τη Λιβύη, προτού η δραστηριότητα αυτή απαγορευτεί, το 2015. Από τη μία μέρα στην άλλη, βρέθηκε χωρίς πόρους, αδυνατώντας να θρέψει τη γυναίκα του και τα τρία του παιδιά. Έτσι λοιπόν, μαζί με κάποιους φίλους του, επίσης άνεργους, πήραν την απόφαση να γίνουν χρυσοθήρες στην περιοχή εξόρυξης του Τσιμπαράκατεν, αρκετές ώρες μακριά από το Αρλίτ προς την κατεύθυνση της Αλγερίας. Η σκέψη του επαγγελματικού αναπροσανατολισμού του κάνει τα μάτια του να λάμπουν.
«Ο χρυσός είναι θείο δώρο. Έχει αλλάξει τη ζωή των ανθρώπων εδώ», επαναλαμβάνει. Παρ’ όλα αυτά απέχει αρκετά από το να πλουτίσει από τη συγκεκριμένη δραστηριότητα: προτού ξεκινήσει την αναζήτηση χρυσού, έπρεπε να προμηθευτεί τη σχετική άδεια εκμετάλλευσης και τον απαραίτητο εξοπλισμό, να μισθώσει μεταλλωρύχους και να φροντίσει για τη διατροφή τους. Η νέα απασχόλησή του, του επιτρέπει μόλις και μετά βίας να ζει την οικογένειά του. «Δεν κερδίζω περισσότερα χρήματα απ’ ότι όταν μετέφερα τουρίστες, όμως είναι πολύ καλύτερο από το να περιμένεις χωρίς να κάνεις τίποτα», λέει. Άλλοι, αντιθέτως, κατόρθωσαν να πλουτίσουν γρήγορα εκμεταλλευόμενοι τις υψηλές τιμές του χρυσού. Οι Νιγηριανοί έμποροι μπορούν να επιτύχουν 45.000 δολάρια (περίπου 40.000 ευρώ) το κιλό χρυσού στο αγοραστικό τους κοινό στο Ντουμπάι. Μια μικρή περιουσία σε μια χώρα όπου ο κατώτατος μισθός μόλις και μετά βίας αγγίζει τα 30.000 φράγκα Δυτικής Αφρικής (45 ευρώ).
Η ανακάλυψη της φλέβας χρυσού του Τσιμπαράκατεν από κάποιους σκαπανείς εφοδιασμένους με ανιχνευτές μετάλλων, τον Ιούλιο του 2014, προκάλεσε μια μεγάλη εισροή ερασιτεχνών χρυσοθήρων. Χιλιάδες άνθρωποι αποφάσισαν να δοκιμάσουν τις τύχες τους: κάτοικοι των γύρω περιοχών, Νιγήριοι προερχόμενοι από την υπόλοιπη χώρα όπως επίσης και άνθρωποι προερχόμενοι από το Μάλι, το Σουδάν, το Τσαντ ή ακόμα και τη Μπουρκίνα Φάσο. Μέσα σε λίγες εβδομάδες, εκατοντάδες μεταλλευτικά φρέατα κατατρυπούν την ερημική περιοχή. Μια προσωρινή πόλη ξεπροβάλλει στην περιοχή, με τα καταστήματα, τα εστιατόρια και τα πρόχειρα καταλύματά της.
«Το συγκεχυμένο τοπίο των περιοχών εξόρυξης»
Ανάμεσα στους χρυσοθήρες συναντάμε πρώην Τουαρέγκ μισθοφόρους με καταγωγή από το Νίγηρα, οι οποίοι επέστεψαν από τη Λιβύη μετά την πτώση του Μουαμάρ Καντάφι το 2011, συχνά ένοπλους, απολυμένους εργάτες της γαλλικής εταιρείας ενέργειας Αρέβα μετά το κλείσιμο του μεταλλείου του Ιμουραρέν το 2015, ευκαιριακούς ληστές του δρόμου, οδηγούς όπως ο Αχμέτ Τζ. ή ακόμα και πρώην Τουαρέγκ αντάρτες που δεν μπόρεσαν να επανενταχθούν παρά τις ειρηνευτικές συμφωνίες που υπογράφτηκαν το 1995 και το 2009. Για τον Νίγηρα, μια από τις φτωχότερες χώρες του πλανήτη, που κατατάσσεται στην 189η θέση από τις 193 του Δείκτη Ανθρώπινης Ανάπτυξης (ΔΑΑ), η ανακάλυψη χρυσού έχει απροσδόκητα οφέλη. «Ο χρυσός φροντίζει αυτό τον μικρόκοσμο και κρατά τους νέους μακριά από ένοπλες ομάδες, προστατεύοντάς τους κυρίως από τις σειρήνες των Τζιχαντιστών», παραδέχεται ο γενικός στρατηγός Μαχαμαντού Αμπού Ταρκά, πρόεδρος της Ανώτατης Αρχής για την Εδραίωση της Ειρήνης (HACP). «Κατέστησε δυνατή τη σταθεροποίηση μιας ασταθούς και εύθραυστης περιοχής.» Πέντε χρόνια αργότερα, απαριθμούμε δέκα χιλιάδες χρυσοθήρες και πάνω από εξακόσια μεταλλευτικά φρέατα κατανεμημένα σε μια περίμετρο περίπου πενήντα χιλιομέτρων. Άλλοτε εγκαταλελειμμένο, το Τσιμπαράκατεν αριθμεί πλέον σχεδόν σαράντα πέντε χιλιάδες κατοίκους.
Η πρώτη αναζήτηση χρυσού στη Σαχαρο-Σαχελιανή ζώνη -η «ανάδυση φυσικών περιοχών με αποκλειστικό σκοπό την εκμετάλλευση τους (front pionnier)», σύμφωνα με έναν όρο που χρησιμοποιείται συνήθως από τους ερευνητές, πραγματοποιήθηκε στο Σουδάν το 2011. Ξεκίνησε από το Βορρά, γύρω από την κοιλάδα του Νείλου και στη συνέχεια επεκτάθηκε στη Δύση, στο Νταρφούρ, περιοχή που μαστίζεται από τον πόλεμο για περισσότερο από μια δεκαετία. Υπήρχαν τότε γύρω στα 20.000 μεταλλευτικά φρέατα και περίπου 100.000 με 150.000 μεταλλωρύχοι. Μια νέα γενιά εύχρηστων και χαμηλού κόστους ανιχνευτών μετάλλου σε συνδυασμό με την έκρηξη της παγκόσμιας τιμής του χρυσού ευνόησαν την εκκόλαψη αυτής της προσοδοφόρας δραστηριότητας, ενώ το Νότιο Σουδάν, το οποίο είχε υπό τον έλεγχό του τα αποθέματα πετρελαίου της χώρας, είχε μόλις αποσχιστεί.
Μετά το Νταρφούρ, η πρακτική αυτή μετατοπίζεται ανεξέλεγκτα από τα ανατολικά προς τα δυτικά αιφνιδιάζοντας τα κράτη στο πέρασμά της. Έξω από κάθε νομικό πλαίσιο, άτομα με σχεδόν ανέξοδο εξοπλισμό -Σουδανοί στην πλειοψηφία τους- ανακαλύπτουν κοιτάσματα στο Τσαντ, κυρίως στο βόρειο κομμάτι του, το 2013, στη συνέχεια στη νότια Λιβύη και στο Νίγηρα το 2014, στη Μαυριτανία το 2016 και πιο πρόσφατα, το 2018, στα βόρειο Μάλι.
«Τα κράτη της περιοχής προσπάθησαν να οριοθετήσουν τη δραστηριότητα, όμως υιοθέτησαν διαφορετικές στρατηγικές», εξηγεί ο γεωγράφος Λοράν Γκανιόλ. Η Αλγερία και το Τσαντ απαγόρευσαν την βιοτεχνική εξόρυξη χρυσού ενώ ενίοτε πνίγουν στο αίμα τις παράνομες εξορύξεις. Το Σουδάν και η Μαυριτανία προσπαθούν να ελέγξουν την παραγωγή, κατασκευάζοντας κέντρα επεξεργασίας πετρωμάτων, όπου ο χρυσός διαχωρίζεται από την πέτρα μέσω χημικών διεργασιών. Ο Νίγηρας από την άλλη υιοθέτησε μια μέση οδό. Παρ’ όλο που η βιοτεχνική εξόρυξη χρυσού είναι ακόμα ανεκτή στις περιοχές Αΐρ και Τσιμπαράκατεν, η περιοχή του Ντζάντο, στην οποία έχει απαγορευτεί η πρόσβαση από τις αρχές εδώ και τρία χρόνια, μοιάζει να προορίζεται προς εκμετάλλευση από μια ξένη βιομηχανική εταιρεία. «Το συγκεχυμένο τοπίο των περιοχών εξόρυξης που αναδύονται ξαφνικά, αναπτύσσονται ραγδαία, πολλαπλασιάζονται και στη συνέχεια εξαφανίζονται μερικές φορές ακόμα πιο ξαφνικά»6 αντιπροσωπεύει μια σημαντική πρόκληση για τις κυβερνήσεις της Σαχαρο-Σαχελιανής ζώνης, που δέχονται αμέτρητες απειλές κατά της ασφάλειας.
Η παραγωγή χρυσού χρονολογείται από αρχαιοτάτων χρόνων στη Δυτική Αφρική. Προσέδωσε φήμη σε βασίλεια όπως το βασίλειο της Γκάνα (3ος με 13ος αιώνας) ή το βασίλειο του Μάλι (13ος με 16ος αιώνας). Ο Μαλιανός αυτοκράτορας Μάνσα Μούσα έχει μείνει ξακουστός, κυρίως στη Βόρεια Αφρική, για την χλιδή που επέδειξε κατά το προσκύνημά του στη Μέκκα το 1324 και για την ποσότητα χρυσού που δαπάνησε, η οποία συνέβαλλε στην πτώση της τιμής του μετάλλου για πολλά χρόνια. Όμως, πιο βόρεια, στην έρημο, η εξόρυξη του κίτρινου μετάλλου μόλις τώρα ξεκινά και έρχεται να προστεθεί στην αβεβαιότητα μιας ήδη αποσταθεροποιημένης περιοχής. Η νέα δραστηριότητα αυξάνει τη διασυνοριακή κυκλοφορία, τις έριδες μεταξύ ιδιωτών και ομάδων για τους ορυκτούς πόρους σε περιοχές ερημικές που γνωρίζουν μια ισχυρή υπανάπτυξη και ενίοτε μια αδύναμη κρατική ρύθμιση. «Συνιστά ο πυρετός του χρυσού έναν πρόσθετο παράγοντα της ευαλωτότητας των κρατών της Σαχαρο-Σαχελιανής ζώνης ή των πληθυσμών τους;» Αυτό διερωτώνται, χωρίς να δίνουν απάντηση οι ερευνητές Ραφαέλ Σεβριγιόν-Γκιμπέρτ, Λοράν Γκανιόλ και Ζερό Μαγκρίν. «Ή αντιθέτως θα μπορούσε να αντιπροσωπεύει μια κοινωνικοπολιτική σταθερά, παρέχοντας εισοδήματα σε ένα μεγάλο αριθμό ατόμων;»7.
Βραχυπρόθεσμα, οι συνέπειες της εξόρυξης χρυσού μοιάζουν να είναι θετικές για την οικονομία. Στις περιπτώσεις που οι μεταλλωρύχοι έρχονται από μακρινές περιοχές, κάθε περιοχή εξόρυξης μένει λίγο πολύ υπό τον έλεγχο των τοπικών κοινοτήτων, οι οποίες είναι και οι πρώτες που επωφελούνται: οι Τουαρέγκ στο Αΐρ, στο Τσιμπαράκατεν και στην περιοχή του Κιντάλ στο Μάλι, οι Τούμπου στο Ντζάντο και στην πόλη Μίσκι στο Τσαντ, οι Ζαγκαγουάς και οι Άραβες στο Νταρφούρ… Εν τέλει, μας εξηγεί ο Λοράν Γκανιόλ, η δραστηριότητα αυτή έχει «έναν αναμφίβολο δευτερογενή αντίκτυπο στην περιφερειακή οικονομία» καθώς οι χρυσοθήρες, γνωρίζοντας πως οι πόροι δεν είναι ανεξάντλητοι, επανεπενδύουν γενικά τα χρήματα που κερδίζουν στον κλάδο της κατασκευής, του εμπορίου και της κτηνοτροφίας.
Χημική ρύπανση και θανατηφόρα ατυχήματα
Πρώην έμπορος κοκαΐνης, ο Σαλέχ Ιμπραήμ, γνωστός με το παρατσούκλι «Αφεντικό» ξεκίνησε επίσης να ασχολείται με την βιοτεχνική εξόρυξη χρυσού. Σήμερα είναι επικεφαλής αρκετών εκατοντάδων μεταλλωρύχων, έχει εφοδιαστεί με εξοπλισμό γεώτρησης μεγάλου βάθους, έχει ανοίξει ένα κέντρο υγείας και έχει επενδύσει ένα μέρος των κερδών του στον τόπο καταγωγής του, την όαση Τιμία, βόρεια του Αγκαντέζ όπου και φρόντισε να φυτευτούν περισσότερες από τρεις χιλιάδες πορτοκαλιές. Υποστηρίζει πως έχει εγκαταλείψει κάθε παράνομη δραστηριότητα. «Το χρυσάφι είναι δώρο εξ’ ουρανού», λέει. «Είναι προτιμότερο να συνθλίβεις πέτρες παρά να κάνεις εμπόριο ναρκωτικών».
Όμως το παραμύθι μπορεί πολύ εύκολα να γίνει εφιάλτης. Στο Νταρφούρ το 2013, μια διένεξη για τον έλεγχο των ορυχείων έφερε σε σύγκρουση τις αραβικές πολιτοφυλακές της χώρας (janjawid) -φόβος και τρόμος των πληθυσμών της περιοχής για χρόνια- και άλλες αραβικές φυλές, με απολογισμό εκατοντάδες νεκρούς και γύρω στους 150.000 εκτοπισμένους. Στο βόρειο Τσαντ, στην περιοχή Μίσκι, η δίψα για χρυσό οδήγησε στη δημιουργία μιας ομάδας αυτοάμυνας, η οποία με την πάροδο του χρόνου μετατράπηκε σε ένοπλη ανταρσία ενάντια στην κυβέρνηση. Μέσα σε μερικές εβδομάδες, το 2013, το Τιμπεστί, του οποίου ο πληθυσμός εκτιμάται σε περίπου 25.000 άτομα (κυρίως της φυλής των Τέντας), είδε να συρρέουν στην περιοχή δεκάδες χιλιάδες μεταλλωρύχοι. «Είχε καταντήσει ανυπόφορο», λέει ένας κάτοικος της περιοχής σε τηλεφωνική επικοινωνία. «Μας έπαιρναν το νερό, το οποίο είναι σπάνιο στην περιοχή αυτή, μόλυναν τα εδάφη με χημικές ουσίες απαραίτητες για την εξαγωγή χρυσού όπως το κυάνιο και ο υδράργυρος σκοτώνοντας τα ζωντανά μας. Έκοβαν τα δέντρα και κυνηγούσαν θηράματα.» Οι εντάσεις οδήγησαν σε ένοπλες συγκρούσεις που ξεκίνησαν το 2014, πρώτα μεταξύ των Τέντας και χρυσοθήρων ερχόμενων από άλλες περιοχές, έπειτα μεταξύ των Τέντας και των δυνάμεων ασφαλείας του Τσαντ, που κατηγορήθηκαν ότι κάλυπταν τις λεηλασίες.
Αληθινές ιστορίες μικροκτηνοτρόφων, οι οποίοι πούλησαν την καμήλα τους για να χρηματοδοτήσουν το ταξίδι τους στα ορυχεία και οι οποίοι επέστρεψαν πλούσιοι με αρκετές εκατοντάδες χιλιάδες φράγκα Δυτικής Αφρικής, γεμίζουν τα όνειρα των υποψήφιων χρυσοθήρων. Όμως συμβαίνει και το αντίθετο, να χάνουν ό,τι έχουν. «Για να φτάσουν στα ορυχεία, αρκετοί χρυσοθήρες έπρεπε πρώτα να πουλήσουν ένα μέρος της περιουσίας τους ή να δανειστούν χρήματα. Κατά την παραμονή τους εκεί, τα χρέη, οι κλοπές, οι ασθένειες και τα εργατικά ατυχήματα μετέτρεπαν την περιπέτειά τους σε κόλαση όταν δεν είχαν την τύχη να βρουν χρυσό», υπογραμμίζουν ο Λοράν Γκανιόλ και ο Εμμανουέλ Γκρεγκουάρ.
Όπως συμβαίνει συνήθως, κερδισμένοι είναι εκείνοι που μπορούν να διαθέσουν ένα σημαντικό κεφάλαιο για την αγορά μηχανημάτων και τη μίσθωση μεταλλωρύχων. Είναι επιχειρηματίες που ζουν στην πλειονότητά τους στις πρωτεύουσες, όπως επίσης και έμποροι που μεταπωλούν τον χρυσό στο εξωτερικό, συχνά χωρίς να πληρώσουν τους ανάλογους φόρους στο κράτος. Αδύνατον να προσδιοριστεί η βαρύτητα μιας οικονομίας η οποία εξακολουθεί να παραμένει άτυπη. «Οι συνθήκες εργασίας των εργατών είναι φρικτές. Στα ορυχεία, βλέπει κανείς μόνο δυστυχία», εξομολογείται ένας υπάλληλος του Υπουργείου Ορυχείων του Νίγηρα, ο οποίος επιθυμεί να διατηρήσει την ανωνυμία του. Εξαρτώμενοι από τα αφεντικά τους για τη διατροφή και το κατάλυμά τους, σχετικά χαμηλά αμειβόμενοι εάν συγκρίνουμε τα εισοδήματά τους με την τιμή του χρυσού, οι μεταλλωρύχοι προέρχονται από το φτωχότερο τμήμα του πληθυσμού. Ορισμένοι είναι ακόμα έφηβοι, ακόμη και παιδιά που θέλησαν να δοκιμάσουν την τύχη τους ή που ακολούθησαν έναν μεγαλύτερο αδερφό.
Επάγγελμα-σκλαβιά, η βιοτεχνική εξόρυξη χρυσού αποδεικνύεται πέραν τούτου και μια επικίνδυνη δραστηριότητα. Αν και δεν υπάρχουν στατιστικά στοιχεία σχετικά με τον αριθμό των θυμάτων, οι φορείς του κλάδου παραδέχονται πως η σκόνη και η χρήση χημικών ουσιών χωρίς τη λήψη των απαραίτητων προληπτικών μέτρων (μάσκα ή γάντια) είναι υπαίτια για την πρόκληση πολλών ασθενειών. Τα θανατηφόρα ατυχήματα είναι συχνά. «Σχεδόν κάθε εβδομάδα, μετράμε θανάτους», επιβεβαιώνει ο Αχμέντ Τζ. Τον Σεπτέμβριο του 2019, η κατάρρευση ενός φρέατος στο ορυχείο του Κούρι Μπουγκουντί, στο βόρειο Τσαντ προκάλεσε το θάνατο τουλάχιστον πενήντα δύο ατόμων. Βίντεο που τραβήχτηκαν στον τόπο του ατυχήματος δείχνουν άψυχα σώματα να ανασύρονται με δυσκολία με τη βοήθεια σκοινιών. Τον περασμένο Μάιο, 15 άτομα έχασαν τη ζωή τους σε παράνομο ορυχείο στη Γουινέα. Και άλλοι 18 τον Νοέμβριο, στο Νίγηρα, σ’ ένα αυτοσχέδιο ορυχείο στην περιοχή Μαράντι.
Η ζημιά που προκαλείται στο περιβάλλον προκαλεί επίσης ανησυχία στους τοπικούς πληθυσμούς και πιο συγκεκριμένα στους κτηνοτρόφους, των οποίων τα ζώα αρρωσταίνουν από το μολυσμένο νερό. Μετά το πέρασμα των χρυσοθήρων -η εκμετάλλευση μιας περιοχής εξόρυξης δεν διαρκεί ποτέ για μεγάλο χρονικό διάστημα- το τοπίο μοιάζει με πεδίο μάχης: το έδαφος είναι γεμάτο τρύπες, μερικές φορές πολύ βαθιές, οι εισβολείς έχουν κόψει όλη την ξυλεία της περιοχής για να ζεσταθούν και να μαγειρέψουν, έχουν κυνηγήσει λαθραία τα ζώα της περιοχής με αποτέλεσμα αυτά πλέον να σπανίζουν ενώ η γη και ο υδροφόρος ορίζοντας έχουν μολυνθεί για δεκαετίες από τις χημικές ουσίες.
Στη Σαχάρα, ο χρυσός βρίσκεται συνήθως σε μορφή ψηγμάτων. Όμως, τις περισσότερες φορές, είναι ενσωματωμένος στα πετρώματα της περιοχής. Πρέπει λοιπόν κανείς να σπάσει και να θρυμματίσει την πέτρα και στη συνέχεια να εξάγει το πολύτιμο μέταλλο από τη θρυμματισμένη πέτρα με τη χρήση κυανίου και υδραργύρου. Ορισμένα κέντρα επεξεργασίας πετρωμάτων, ιδιαιτέρως ρυπογόνα, είναι χτισμένα κοντά σε μεγάλες πόλεις. Η δραστηριότητα αυτή απαιτεί επίσης μια μεγάλη ποσότητα νερού σε μια περιοχή όπου αυτό είναι σπάνιο. Μακροπρόθεσμα, η εξόρυξη χρυσού θα μπορούσε να καταστήσει αδύνατη τη ζωή στις ήδη εχθρικές αυτές περιοχές.
Βλ. «Les migrants dans la nasse d’Agadez», «Le Monde diplomatique», Ιούνιος 2019.
Πρβ. David Lewis, Ryan McNeill και Zandi Shabalala, «Gold worth billions smuggled out of Africa», Reuters Investigates, 24 Απριλίου 2019.
Βλ. Philippe Leymarie, «Comment le Sahel est devenu une poudrière », «Le Mondediplomatique», Απρίλιος 2012.
Πρβ. Emmanuel Grégoire και Laurent Gagnol, «Ruées vers l’or au Sahara: l’orpaillage dans le désert du Ténéré et le massif de l’Aïr (Niger)», «EchoGéo», 2017.
Πρβ. Raphaëlle Chevrillon-Guibert, Laurent Gagnol και Géraud Magrin, «Les ruées vers l’or au Sahara et au nord du Sahel. Ferment de crise ou stabilisateur ?», Περιοδικό «Hérodote», Νούμερο 172, Παρίσι, 2019. Με τον όρο «front pionnier» αποδίδονται οι πλούσιες σε πόρους φυσικές περιοχές, συνήθως ερημικές ή αραιοκατοικημένες, που επιλέγονται από τον άνθρωπο με μόνο σκοπό την εκμετάλλευσή τους (γεωργία, εξόρυξη) είτε αυτή είναι νόμιμη είτε παράνομη. Οι περιοχές αυτές αναπτύσσονται με ραγδαίο τρόπο, έχουν περιορισμένη διάρκεια ζωής και αρνητικό αντίκτυπο στο περιβάλλον.
ό.π.
ό.π.
Πρβ. Jérôme Tubiana και Claudio Gramizzi, «Lost in transnation. Tubu and other armed groups and smugglers along Libya’s southern border», Small Arms Survey, Γενεύη, Δεκέμβριος 2018.
Δημοσιογράφος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου