Το ΔΙΚΤΥΟ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΦΑΝΤΑΡΩΝ ΣΠΑΡΤΑΚΟΣ θεωρεί ότι η μελέτη του εξαιρετικού μελετητή και συναγωνιστή Τάσου Κωστόπουλο είναι μια πολύ ολοκληρωμένη προσέγγιση της Κρίσης των Ιμίων το 1996, όταν οι λαοί μας απειλήθηκαν όσο ποτέ από την πραγματοποίηση Πολεμικής Σύγκρουσης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας
Από τον ελληνοτουρκικό σημαιοπόλεμο επί των βραχονησίδων στο μπρα ντε φερ των πολεμικών ναυτικών
Το γκρίζο «έπος» των βραχονησίδων
Χωρίς αμφιβολία, υπήρξε το γεγονός που καθόρισε την πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων στη μεταψυχροπολεμική εποχή, αλλά και τον σχετικό δημόσιο διάλογο.
Η έκβασή του ανέδειξε τα πραγματικά όρια της «εθνικής έξαρσης» των προηγούμενων χρόνων και παρήγαγε με τη σειρά της νέες μυθολογίες, καθοριστικές για τη θεμελίωση των διαχωριστικών γραμμών των επόμενων χρόνων.
Η ελληνοτουρκική κρίση του 1996 για τα Ιμια δεν ήταν φυσικά η πρώτη του είδους. Είχαν προηγηθεί η έξοδος του «Χόρα» για υποθαλάσσιες έρευνες στο Αιγαίο (1976) και η παραλίγο πολεμική εμπλοκή του Μαρτίου 1987, όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου απείλησε με ενεργοποίηση της άτυπης ελληνοβουλγαρικής συμμαχίας (και αποσταθεροποίηση του ΝΑΤΟ) προκειμένου να αποτρέψει νέες έρευνες του ίδιου σκάφους, που στο μεσοδιάστημα είχε μετονομαστεί σε «Σισμίκ».
Σε αντίθεση με αυτά τα προηγούμενα, όπου η διαχείριση της αναμέτρησης παρέμεινε μέχρι τέλους αποκλειστική υπόθεση των εκατέρωθεν ισχυρών κυβερνήσεων, τούτη τη φορά καταλυτικό ρόλο έπαιξαν δύο καινούργια στοιχεία:
(α) οι ταυτόχρονες κυβερνητικές κρίσεις στις δύο χώρες και
(β) ο αναβαθμισμένος ρόλος της ιδιωτικής τηλεόρασης ως συλλογικού οργανωτή της «κοινής γνώμης», ικανού να υπαγορεύσει πολιτικές επιλογές στις αντίστοιχες κυβερνήσεις.
«Έχουμε τακτικό πλεονέκτημα. Δώστε μου την άδεια να χτυπήσουμε πρώτοι»
Χρήστος Λυμπέρης (αρχηγός ΓΕΕΘΑ), προς τον πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη, 31/1/1996
◼ Στην Ελλάδα ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε παραιτηθεί από την πρωθυπουργία στις 15 Ιανουαρίου, δύο μήνες μετά την εισαγωγή του στο Ωνάσειο.
Διάδοχός του εξελέγη στις 18/1 από την Κ.Ο. του ΠΑΣΟΚ ο Κώστας Σημίτης, με μικρή πλειοψηφία έναντι του υπουργού Εσωτερικών Ακη Τσοχατζόπουλου και του υπουργού Άμυνας Γεράσιμου Αρσένη· στις 22/1 σχημάτισε κυβέρνηση και επρόκειτο να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης, όταν η χώρα βρέθηκε στα πρόθυρα του πολέμου.
Το οριστικό ξεκαθάρισμα των ενδοκυβερνητικών ισορροπιών προβλεπόταν ωστόσο να γίνει στο κομματικό συνέδριο του ερχόμενου Ιουνίου, εκκρεμότητα που άφηνε περιθώρια σχετικής αυτονόμησης σε μια στρατιωτική ηγεσία αποφασισμένη να επιβάλει στους πολιτικούς τις δικές της επιλογές για τα «εθνικά θέματα».
◼ Στην Τουρκία, πάλι, οι εκλογές της 24ης Δεκεμβρίου 1995 είχαν αναδείξει μια ασταθή ισορροπία δίχως κάποια κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Μολονότι το κόμμα του ήρθε πρώτο με 21,4% των ψήφων, ο ισλαμιστής Νετζμετίν Ερμπακάν αποτελούσε κόκκινο πανί για τους στρατιωτικούς και στάθηκε αδύνατο να σχηματίσει κυβέρνηση.
Στις 19 Ιανουαρίου παρέδωσε έτσι την εντολή στην Τανσού Τσιλέρ, πρόεδρο του Κόμματος του Ορθού Δρόμου (19,2%) και προστατευόμενη του προέδρου Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ.
Πρώτη (και μοναδική μέχρι σήμερα) γυναίκα πρωθυπουργός της γειτονικής μας χώρας, η Τσιλέρ είχε να αντιμετωπίσει όχι μόνο τα κυρίαρχα για την «εγγενή αδυναμία» του φύλου της στερεότυπα, αλλά και τον εκλογικά ισοδύναμό της αρχηγό του Κόμματος της Μητέρας Πατρίδας, Μεσούτ Γιλμάζ.
Η ελληνοτουρκική κρίση της πρόσφερε, ως εκ τούτου, την ανέλπιστη ευκαιρία για το χτίσιμο ενός «δυναμικού» προφίλ.
Οσο για τον θεσμικό ρόλο του στρατού, η ηγεμονία του πάνω στους πολιτικούς ήταν εδώ συνταγματικά κατοχυρωμένη από τη χούντα του στρατηγού Εβρέν (1982), με θεματοφύλακα το πανίσχυρο Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας.
◼ Η νεοσύστατη ιδιωτική τηλεόραση προσέδιδε νέα διάσταση στον πολιτικό ανταγωνισμό, τόσο στην Ελλάδα (από το 1990) όσο και στην Τουρκία (από το 1993).
Στη διάρκεια της κρίσης τα κανάλια επιδόθηκαν σε αχαλίνωτη εθνικιστική πλειοδοσία, ενίοτε και σε «συμβολικές» ενέργειες με στόχο την ανάδειξή τους σε αυθεντικό εκφραστή του πατριωτικού φρονήματος· καλλιέργησαν δε συνειδητά ένα πολεμικό κλίμα ως μέσο αύξησης της τηλεθέασης.
Ιδιαίτερα κρίσιμη για την κλιμάκωση της έντασης αποδείχθηκε η αναπαραγωγή των φιλοπόλεμων διακηρύξεων κάθε πλευράς από τα κανάλια της άλλης:
θεατρινισμοί προορισμένοι για εσωτερική κατανάλωση αποκτούσαν έτσι τη διάσταση διακρατικής πρόκλησης, που καμιά ηγεσία δεν ήταν σε θέση να προσπεράσει χωρίς να εκτεθεί ως απαράδεκτα υποχωρητική.
Η παρέμβαση των καναλιών δεν οργανώθηκε, φυσικά, στο κενό. Αξιοποιήθηκε, αντίθετα, από το εκατέρωθεν βαθύ κράτος, που επιδίωκε τη διασφάλιση της δικής του ηγεμονίας εν ονόματι του «εθνικού συμφέροντος».
Η επιλεκτική τροφοδότηση με διαρροές και η παντοειδής «διευκόλυνση» των φιλοπόλεμων ρεπορτάζ υπήρξαν τα μέσα αυτής της χειραγώγησης.
Κούρδοι και βραχονησίδες
Εκτός από τους παραπάνω παράγοντες, το ξέσπασμα της κρίσης του 1996 επηρεάστηκε καθοριστικά από τις εξελίξεις του προηγούμενου διαστήματος σε δύο κρίσιμα μέτωπα:
◼ Τον συνεχιζόμενο πόλεμο στο τουρκικό Κουρδιστάν ανάμεσα στον στρατό και το αντάρτικο του ΡΚΚ, αντάρτικο που ξεκίνησε το 1984 αλλά πήρε διαστάσεις μετωπικής σύρραξης την άνοιξη του 1992.
Από το 1992 χρονολογούνταν επίσης οι τουρκικές κατηγορίες για συγκαλυμμένη ελληνική υποστήριξη προς τους «αποσχιστές» – αιτιάσεις όχι παντελώς αδικαιολόγητες, όπως έδειξε το 1999 η υπόθεση Οτζαλάν.
Τον Ιούνιο του 1995 ο αντιπρόεδρος της Βουλής, Παναγιώτης Σγουρίδης, είχε άλλωστε επισκεφθεί με κάθε επισημότητα τον Κούρδο ηγέτη στη Δαμασκό, φωτογραφιζόμενος μαζί του ενώ «μελετούσαν» τους μελλοντικούς πετρελαϊκούς αγωγούς της Τουρκίας.
◼ Την έναρξη ισχύος της Διεθνούς Σύμβασης του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας (16/11/1994) και τις επιπτώσεις της στη μακροχρόνια ελληνοτουρκική διένεξη για τα χωρικά ύδατα, τον εθνικό εναέριο χώρο και την υφαλοκρηπίδα των νησιών του Αιγαίου.
Η εν λόγω σύμβαση (που δεν έχει υπογραφεί από την Τουρκία, τις ΗΠΑ και μερικές ακόμη χώρες, όπως το Ισραήλ ή η Βενεζουέλα) επιτρέπει τη μονομερή επέκταση των χωρικών υδάτων σε 12 μίλια, ενέργεια που η Άγκυρα θεωρεί εχθρική με το σκεπτικό ότι περιορίζει υπερβολικά την πρόσβασή της στην κοινή «περίκλειστη θάλασσα».
Στις 8 Ιουνίου 1995 το τουρκικό κοινοβούλιο προειδοποίησε μάλιστα την Ελλάδα ότι παρόμοια απόφαση θα συνιστούσε αιτία πολέμου (casus belli)· η ελληνική Βουλή επικύρωσε έτσι μεν τη σύμβαση (Ν. 3221 της 23/6/1995), παρέπεμψε όμως την επέκταση των χωρικών υδάτων σε μελλοντικό διάταγμα.
Αντιμέτωπη με την απροσχημάτιστη αυτή απειλή, η κυβέρνηση Παπανδρέου δοκίμασε να αξιοποιήσει πλαγίως μια άλλη ευνοϊκή διάταξη της σύμβασης.
Στις 9/7/1995 ένα διακριτικό αρθράκι του «Βήματος» γνωστοποίησε την πρόθεση του υπουργού Αιγαίου, Αντώνη Κοτσακά, και του υφυπουργού Αμυνας, Εμμανουήλ Μπετενιώτη, «να δημιουργηθούν στοιχειώδεις συνθήκες επιβίωσης» στα ακατοίκητα βράχια του Αιγαίου:
«Σε κάθε βραχονησίδα εγκαθίστανται από μία ελληνική σημαία, μία δεξαμενή με πόσιμο νερό και μία άλλη με καύσιμα», θα χτιστεί «από ένα εκκλησάκι και ένα πέτρινο κτίριο» που «μπορεί να χρησιμοποιηθεί είτε ως κατάλυμα είτε ως καταφύγιο», θα παρέχονται δε υλικές διευκολύνσεις «σε όποιον επιθυμήσει να περάσει λίγες εβδομάδες οικολογικού τουρισμού» εκεί.
Παρόλο που γρήγορα διευκρινίστηκε ότι «το πρόγραμμα αυτό, που θα αρχίσει να εφαρμόζεται σε ένα έτος, δεν περιλαμβάνει σε καμία περίπτωση μαζική εγκατάσταση πολιτών» («Το Βήμα», 30/7/1995), το αρχικό δημοσίευμα διακήρυσσε εθνοπρεπώς πως «ο θρύλος της Κυράς της Ρω αναβιώνει στην καρδιά του Αιγαίου».
Η ίδια αντίφαση διαπερνά όλα τα σχετικά ρεπορτάζ της εποχής, που σχοινοβατούσαν ανάμεσα στον ενθουσιασμό για τα εποικιστικά σχέδια και την προσπάθεια να διασκεδαστούν οι τουρκικές αντιδράσεις.
«Την μοναξιά και την γαλήνη με θέα το Αιγαίο Πέλαγος επιθυμούν περισσότεροι από 1.700 Ελληνες και ξένοι που έχουν εκδηλώσει ενδιαφέρον να πάρουν μέρος στο πρόγραμμα για την κατοίκηση δέκα μικρών νησιών», εξηγεί λ.χ. το «Εθνος» (4/11/1995), πληροφορώντας μας ότι «μέχρι την ερχόμενη άνοιξη θα έχει ολοκληρωθεί η υποδομή σε δύο με τρία νησιά», οπότε και «θα ανακοινωθούν οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούν τα άτομα που θα επιλεγούν».
Μαζί με την είδηση ότι «τα χαρτιά για την ίδρυση της “Ενωσης Ακριτών Βραχονησίδων Αιγαίου” βρίσκονται ήδη στο Πρωτοδικείο» κι ότι «τα 21 πρώτα μέλη ετοιμάζονται για την πρώτη τους επίσκεψη, με πλοίο του Πολεμικού ναυτικού, στα νησάκια όπου θα στηθούν οι νέες τους κατοικίες», η «Καθημερινή» θα συνδυάσει πάλι (6/11/1995) τους λυρικούς τόνους με την πατριωτική ανάταση:
«Κουρασμένοι από τον υστερικό ρυθμό ζωής στη μεγαλούπολη, κάποιοι συνάνθρωποί μας αποφάσισαν ν’ αναζητήσουν την ευτυχία -και τον εαυτό τους, ίσως;- στην απόλυτη απομόνωση και αγριότητα των αιγαιοπελαγίτικων βραχονησίδων. [...] Φλογεροί πατριώτες δηλώνουν πανέτοιμοι να σηκώσουν τη γαλανόλευκη σε μέρη που ανθρώπινο πόδι δεν έχει ακόμη πατήσει, και ήδη σχεδιάζουν προσεκτικά τα βήματά τους για τη νέα ζωή που διάλεξαν».
Αυτό που αποσιωπούνταν στα παραπάνω δημοσιεύματα ήταν οι νομικές προεκτάσεις του προγράμματος.
Σύμφωνα με το άρθρο 121 της Διεθνούς Σύμβασης, «βράχοι, οι οποίοι δεν μπορούν να συντηρήσουν ανθρώπινη διαβίωση ή δική τους οικονομική ζωή, δεν έχουν αποκλειστική οικονομική ζώνη ή υφαλοκρηπίδα», σε αντίθεση με τα κατοικημένα νησιά.
Οπως εύστοχα επισήμανε την επαύριο της κρίσης ο Γιώργος Δελαστίκ, «επί της ουσίας, οι “ρομαντικοί Ροβινσώνες” θα άλλαζαν το νομικό καθεστώς του Αιγαίου! Θα ανέτρεπαν το σημερινό “στάτους κβο” σε σχέση με την υφαλοκρηπίδα υπέρ της Ελλάδας, δεδομένου ότι θα “εμφανίζονταν” ξαφνικά εκατοντάδες καινούρια ελληνικά νησιά από την άποψη του διεθνούς δικαίου!» («Πριν», 4.2.1996, σ. 5).
Η απάντηση της Άγκυρας ήρθε με την αμφισβήτηση της κυριότητας όσων ακατοίκητων νησίδων του Αιγαίου δεν είχαν αποδεδειγμένα καταληφθεί από τον ελληνικό στρατό μέχρι τις 13/2/1914 (Κούρκουλας 1997, σ. 179-181).
Από τον «πόλεμο των σημαιών»...
Απαρχή της κρίσης των Ιμίων υπήρξε, ως γνωστόν, η προσάραξη εκεί ενός τουρκικού φορτηγού πλοίου τα Χριστούγεννα του 1995.
Ο καπετάνιος αρχικά αρνήθηκε την αποκόλληση από ελληνικό ρυμουλκό, πιθανότατα λόγω του ύψους των κομίστρων, υποστηρίζοντας ότι βρίσκεται σε τουρκικό έδαφος.
Ακολούθησε ένα διπλωματικό επεισόδιο χαμηλής έντασης με τη σιωπηρή ανταλλαγή διαβημάτων ρουτίνας, όπου η μεν Τουρκία υποστήριξε πως «οι βραχονησίδες Καρντάκ αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα της τουρκικής επικράτειας εγγεγραμμένες στο κτηματολόγιο του χωριού Καράκαγια» (29/12/1995), η δε Ελλάδα αντέταξε την (απείρως σοβαρότερη) επίκληση ενός ιταλοτουρκικού πρωτοκόλλου του 1932 (9/1/1996).
Ολοκληρωμένη παράθεση της τουρκικής διπλωματικής επιχειρηματολογίας θα γίνει μόνο στις 29/1/1996, όταν η διαφορά είχε μετατραπεί πια σε ανοιχτή αντιπαράθεση.
Δημόσια γνωστή η όλη διένεξη έγινε έναν μήνα μετά το αρχικό επεισόδιο και δυο μέρες μετά την εκλογή του Σημίτη, από ένα ελληνικό συνδρομητικό έντυπο περιορισμένης κυκλοφορίας ονόματι «Εμπιστευτικό Γράμμα» (20/1).
Το δημοσίευμα τιτλοφορούνταν «Βαριά πρόκληση από την Τουρκία» και κατέληγε στη διαπίστωση πως «η ξαφνική έγερση ενός τέτοιου σοβαρού θέματος φαίνεται πως δικαιώνει την προ μηνός off the record πρόβλεψη του κ. Γερ. Αρσένη για τουρκική προβοκάτσια στο Αιγαίο».
Πραγματικές διαστάσεις η «προβοκάτσια» απέκτησε όμως μόλις στις 24/1, όταν το θέμα έπαιξε στο βραδινό δελτίο του ΑΝΤ1 μαζί με διάφορα κινδυνολογικά σενάρια.
Ο δημοσιογράφος που έβγαλε την είδηση (Αντώνης Φουρλής) υπηρετούσε τότε τη στρατιωτική του θητεία, υποστήριξε δε αργότερα πως η πληροφορία και τα σχετικά έγγραφα του δόθηκαν αυθημερόν από μη κατονομαζόμενη πηγή (Ελλις-Ιγνατίου 2009, σ. 41-42).
Ακολούθησαν τα αναμενόμενα πρωτοσέλιδα των δεξιών εφημερίδων: «Νησί μας θέλουν οι Τούρκοι» («Απογευματινή»), «Απειλούν με απόβαση οι Τούρκοι. Ζητούν νησάκι!» («Αδέσμευτος Τύπος») κ.ο.κ. Στην Τουρκία ασχολήθηκε μόνο η εθνικόφρων «Χουριέτ», με πηγή -και εδώ- τον ΑΝΤ1 (όπ.π., σ. 24-25).
Τη σκυτάλη πήρε κατόπιν η τοπική αυτοδιοίκηση. Στις 25/1 ο δήμαρχος και ο αστυνόμος Καλύμνου αποβιβάζονται με δυο πολίτες στην επίμαχη βραχονησίδα, στήνουν την ελληνική σημαία και φωτογραφίζονται. Από τα ρεπορτάζ των ημερών ο δήμαρχος θεωρούνταν οπαδός του Αρσένη.
Ο υπουργός Δικαιοσύνης, Ευάγγελος Γιαννόπουλος, κατήγγειλε πάλι στο MEGA (6/2) πως η ενέργεια έγινε με εντολή της ΕΥΠ· πληροφορία που έσπευσαν φυσικά να διαψεύσουν με αγανάκτηση τόσο ο δήμαρχος όσο και η υπηρεσία.
Ώρα ήταν να μπουν στο παιχνίδι και οι Τούρκοι. Στις 27/1 ελικόπτερο της «Χουριέτ» και του ομογάλακτου τηλεοπτικού «Kanal D» προσγειώνεται στη βραχονησίδα.
Οι επιβαίνοντες δημοσιογράφοι ξηλώνουν ως λάφυρο την ελληνική σημαία και αναρτούν στη θέση της μια τουρκική – φωτογραφίζοντας, εννοείται, και βιντεοσκοπώντας επιμελώς το συμβάν.
Το θριαμβευτικό πρωτοσέλιδο της επομένης μπορεί να μην έφερε τα ποθούμενα φύλλα, καθώς το τουρκικό αναγνωστικό κοινό επιβράβευσε αντίθετα την ειρηνόφιλη «Σαμπάχ» («Ελευθεροτυπία», 22/2/1996), τα πλάνα όμως από την αποκαθήλωση της γαλανόλευκης έκαναν τελικά τη δουλειά τους.
Το αλληλοπροβοκάρισμα ολοκληρώθηκε με το πέρασμα της πρωτοβουλίας στα έμπειρα χέρια των ενόπλων δυνάμεων.
Στις 28/1 ελληνικό πολεμικό πλοίο κατεβάζει με τη σειρά του την ημισέληνο και αναρτά τη γαλανόλευκη, την περιφρούρηση της οποίας αναλαμβάνουν στη συνέχεια οι ΟΥΚάδες.
«Για την ενέργεια αυτή δεν με είχε ενημερώσει το ΥΠΕΘΑ, παρόλο που η τοποθέτηση της σημαίας και η ύπαρξη αγήματος για να τη φυλάει μπορούσε να αποτελέσει πρόσχημα για νέο επεισόδιο», παραδέχεται στα απομνημονεύματά του ο Σημίτης (σ. 59).
Ο Τύπος απέδωσε τη σχετική διαταγή στον Αρσένη («Τα Νέα», 29/1/1996), η πατρότητά της όμως διεκδικήθηκε τελικά από τον αρχηγό ΓΕΕΘΑ, με το επιχείρημα πως «άναψαν τα αίματα» του ίδιου και των υφισταμένων του.
Ο τελευταίος υποστηρίζει μάλιστα ότι αναθεώρησε προς στιγμήν την εντολή του, ζητώντας από τον διοικητή Αιγαίου «να μην υψώσει τη σημαία πολεμικό πλοίο, αλλά ιδιώτης», όμως η οδηγία του αυτή δεν εκτελέστηκε «λόγω περιορισμένου χρόνου και επικοινωνιακού προβλήματος» (Λυμπέρης 2001, σ. 559).
...στο «πρώτο πλήγμα»;
Από τη στιγμή που αναμίχθηκε ο στρατός, έστω και σε συμβολικό επίπεδο, η κρίση ήταν πλέον πραγματικότητα.
Μέσα στο επόμενο τριήμερο, όλο και περισσότερα ελληνικά και τουρκικά πολεμικά συρρέουν στη στενή θαλάσσια περιοχή ανάμεσα στην Κω, την Κάλυμνο και τις τουρκικές ακτές.
Παρασυρμένες από τη δίνη των γεγονότων, οι πολιτικές ηγεσίες εκατέρωθεν του Αιγαίου θα προχωρήσουν απ’ την πλευρά τους σε λεκτικούς λεονταρισμούς, παραχωρώντας εκ των πραγμάτων σταδιακά τον πρώτο λόγο στους στρατιωτικούς.
Σε κεντρικό επίπεδο, το γαϊτανάκι ξεκίνησε με τη γραπτή δήλωση του Σημίτη, το πρωί της 29/1, πως «η αντίδραση της Ελλάδας» στον τουρκικό «επιθετικό εθνικισμό» θα είναι «δυνατή, άμεση και αποτελεσματική. Έχουμε τα μέσα και θα τα χρησιμοποιήσουμε χωρίς δισταγμό».
Όπως εξηγεί ο πρώην πρωθυπουργός στα απομνημονεύματά του, πρόθεσή του δεν ήταν «η εμπλοκή της Ελλάδας σε μια ενδεχόμενη αναμέτρηση με άγνωστες προεκτάσεις, όσο να στείλω ένα μήνυμα αποφασιστικότητας προς την Τουρκία»· ο ίδιος συνειδητοποίησε δε «τη σοβαρότητα της κατάστασης» το ίδιο βράδυ, όταν εμφανίστηκε η πρώτη τουρκική φρεγάτα κοντά στα Ιμια (σ. 60-61).
Η Τουρκάλα ομόλογός του παρέλαβε τη σκυτάλη την επομένη, κλιμακώνοντας με τη σειρά της την ένταση: ενώ το απόγευμα ο εκπρόσωπος του τουρκικού ΥΠΕΞ δήλωνε πως «η ελληνική σημαία μπορεί να παραμείνει [στα Ιμια], αλλά αυτό δεν εξυπηρετεί κανέναν ειρηνικό και εποικοδομητικό σκοπό», το βράδυ η Τσιλέρ ανακοινώνει σε πολεμικούς τόνους πως η κυβέρνησή της «δεν θα επιτρέψει την ύπαρξη άλλης σημαίας πάνω σε τουρκικό έδαφος».
Είχε προηγηθεί συνεδρίαση του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, που αποφάσισε την απότομη σκλήρυνση της τουρκικής στάσης (Κούρκουλας 1997, σ. 47-49).
Εξίσου καθοριστικός αποδείχθηκε ο ρόλος και των Ελλήνων στρατιωτικών.
Τα απομνημονεύματα του Λυμπέρη αποκαλύπτουν ότι ουκ ολίγες κρίσιμες αποφάσεις (από την αρχική ένοπλη περιφρούρηση της σημαίας, «παρά τη δυσφορία που αισθανόταν ο υπουργός Αμυνας», μέχρι την αποδέσμευση κανόνων εμπλοκής «επιπέδου ΚΥΣΕΑ», τη λήψη μέτρων ετοιμότητας, την ανάληψη της επιχειρησιακής διοίκησης των εμπλεκόμενων μονάδων απευθείας από τον Α/ΓΕΕΘΑ το πρωί της 30/1, την τοπική επιστράτευση σε Αιγαίο-Εβρο τη νύχτα της 30-31/1, την έξοδο του στόλου από τον ναύσταθμο λίγο αργότερα και τη συνακόλουθη εντολή «να στοχοποιηθεί σε όλο το Αιγαίο ο τουρκικός στόλος») πάρθηκαν μονομερώς από τον ίδιο – και εκ των υστέρων, μόνο, επικυρώθηκαν από τον πολιτικό του προϊστάμενο (σ. 560-574).
Όταν συνειδητοποίησε τη σκλήρυνση των Τούρκων ομολόγων της και τη δική της αυτοπαγίδευση, η ελληνική στρατιωτική ηγεσία επέλεξε τη φυγή προς τα μπρος.
«Είχα την πίστη ότι είχε γίνει η καλύτερη προετοιμασία για ένα γερό πρώτο χτύπημα και αγώνα στη συνέχεια», γράφει χαρακτηριστικά ο Α/ΓΕΕΘΑ, αποκαλύπτοντας ότι σε μια άτυπη συζήτηση των αρχηγών επιτελείων, το μεσημέρι της 30ής Ιανουαρίου, ως μόνη διέξοδο απέναντι «στον εις βάρος μας συσχετισμό δυνάμεων» και την αντικειμενική αδυναμία προάσπισης του υπερβολικά «μεγάλου αριθμού νησιών, μικρονησίδων και βραχονησίδων» του Αιγαίου, ο ίδιος κι οι συνάδελφοί του έβλεπαν «την απόκτηση τακτικού πλεονεκτήματος, επιθετικό πνεύμα και ετοιμότητα πρώτου πλήγματος» (σ. 570 & 566-567).
Όταν στη 1.40 π.μ. της 31ης Ιανουαρίου Τούρκοι κομάντος κατέλαβαν εξ απίνης τη μικρότερη από τις δύο βραχονησίδες που οι τουρκοφάγοι επιτελείς μας είχαν αφήσει αφύλακτη, ο Λυμπέρης θα εισηγηθεί στο ΚΥΣΕΑ τον βομβαρδισμό τους από θαλάσσης και αέρος – το ξέσπασμα, με άλλα λόγια, ελληνοτουρκικού πολέμου.
«Για τις Ένοπλες Δυνάμεις και εμένα», γράφει, μια «πολιτική απόφαση για στρατιωτικό πλήγμα εναντίον των τουρκικών μονάδων της περιοχής θα ήταν η έμπρακτη απόδειξη της ικανότητας και της ετοιμότητας των Ενόπλων Δυνάμεων να υπερασπιστούν την εδαφική ακεραιότητα της χώρας, με όποιες θυσίες ζωής και υλικού μπορεί αυτή να συνεπαγόταν» (σ. 577-579).
Στο ίδιο μήκος κύματος, ο τότε διοικητής Αιγαίου, αρχιπλοίαρχος Καλλιγιάννης, θα δηλώσει το 2001 στον Αλέξη Παπαχελά ότι έπρεπε να αναληφθεί «δραστική ενέργεια με καταστροφή όλων των τουρκικών πλοίων της περιοχής· καταστροφή, βεβαίως, και των βατραχανθρώπων που είχαν αποβιβαστεί πάνω στα ελληνικά Ιμια».
Παραδέχτηκε, βέβαια, πως «ενδεχομένως θα είχαμε κι εμείς σημαντικές απώλειες», το θεώρησε όμως δευτερεύον:
Δεν λέει κανείς ότι θα φεύγαμε αλώβητοι. Αλλά και με απώλειες, θα είχαμε καταγάγει νίκη.
Η εκτόνωση
Τα πράγματα εξελίχθηκαν, ευτυχώς, διαφορετικά. Επιλογή της κυβέρνησης Σημίτη υπήρξε η δραστική αποκλιμάκωση, με βάση το σκεπτικό ότι οποιοδήποτε θερμό επεισόδιο θα κατέληγε τελικά σε ελληνοτουρκικές διαπραγματεύσεις εφ’ όλης της ύλης, όχι μόνο για τη (νομικά κατοχυρωμένη) κυριότητα των επίμαχων βραχονησίδων, αλλά και για ζητήματα όπου η ελληνική επιχειρηματολογία θεωρείται νομικά αδύναμη (εναέριος χώρος 10 μιλίων, αποστρατιωτικοποίηση Δωδεκανήσων).
Η μεσολάβηση των ΗΠΑ, που εκδηλώθηκε τη νύχτα της 30-31/1 με διαδοχικά τηλεφωνήματα Αμερικανών αξιωματούχων (πρόεδρος Κλίντον, ΥΠΕΞ Κρίστοφερ, ΥΠΕΘΑ Πέρι) προς τους Έλληνες ομολόγους τους και με αλλεπάλληλες συνομιλίες του Πάγκαλου με τον «ειρηνοποιό» Ρίτσαρντ Χόλμπρουκ, έγινε έτσι δεκτή ως ευκαιρία απεγκλωβισμού από ένα αδιέξοδο που μόνο να επιδεινωθεί μπορούσε.
Παρά τους λεονταρισμούς των στρατηγών (που, όπως επισήμανε ο Πάγκαλος, ήταν «έτοιμοι να πολεμήσουν μέχρι τον τελευταίο κληρωτό»), η αδυναμία των τελευταίων να επιβεβαιώσουν ακόμη και την απλή παρουσία των Τούρκων κομάντος στα Ιμια και η απώλεια ενός ελικοπτέρου (και του τριμελούς πληρώματός του) μέσα στη νύχτα κάθε άλλο παρά επιβεβαίωναν τις πολεμοχαρείς διαβεβαιώσεις περί «τακτικού πλεονεκτήματος».
Η τελική φόρμουλα που εισηγήθηκε ο Χόλμπρουκ και έγινε δεκτή εκατέρωθεν στις 6 π.μ. («όχι στρατεύματα, όχι πλοία, όχι σημαίες στις νησίδες και τα πέριξ») συνιστούσε, ως εκ τούτου, τη μόνη δυνατή εκδοχή επιστροφής στο status quo ante.
Απέμεινε μια διάχυτη αίσθηση «εθνικής ταπείνωσης», φυσική απόρροια των απερίσκεπτων υπουργικών διαβεβαιώσεων του προηγούμενου διημέρου πως η ελληνική σημαία θα παρέμενε στα Ιμια πάση θυσία.
Για τους χρυσαυγίτες και λοιπούς φασίστες, που το επόμενο βράδυ διαδήλωσαν έξω από τη Βουλή με συνθήματα υπέρ του πολέμου, η απόφαση της κυβέρνησης «να σταθμίσει με φειδώ το αίμα των παιδιών της Ελλάδας» ισοδυναμούσε φυσικά με εθνική προδοσία –η επέτειος της οποίας θα αναδεικνυόταν τα επόμενα χρόνια σε ετήσιο αντάμωμα του «χώρου».
Παρόμοιοι τόνοι επικράτησαν και στην υπόλοιπη Δεξιά, με κραυγές για «πρωτοφανή εθνική ήττα» (Σαμαράς) και προδοτική «εγκατάλειψη εθνικού εδάφους» (Εβερτ), ιαχές «οι προδότες στο Γουδί» (Βαρσάμης Γιοβανούδας) και νοσταλγικές αναπολήσεις της «αξιοζήλευτης» πολεμικής προπαρασκευής του δικτάτορα Μεταξά (Πολύδωρας).
Ενας γαλαξίας από εθνικόφρονα δίκτυα, που συσπείρωναν από χουλιγκανίζοντες μηχανόβιους μέχρι σοβαροφανείς πανεπιστημιακούς, θα προσπαθήσει τα επόμενα χρόνια να κεφαλαιοποιήσει πολιτικά αυτή τη δυσφορία, συγκροτώντας ένα διακομματικό «κόμμα του πολέμου».
Όταν κλήθηκε να αποφανθεί για όλα αυτά στις κάλπες της 22ας Σεπτεμβρίου 1996, ο ελληνικός λαός επικύρωσε πάντως τον ειρηνικό συμβιβασμό του Ιανουαρίου, επανεκλέγοντας πανηγυρικά τον «προδότη» Σημίτη και όχι τον «ανένδοτο» Εβερτ, που στο προεκλογικό του σποτάκι κολλούσε ελληνικά σημαιάκια σε κάθε σημείο του χάρτη.
Μοναδικό έμπρακτο κατάλοιπο του όλου έπους μάς έμεινε έτσι το εξοπλιστικό πρόγραμμα-μαμούθ που δρομολογήθηκε την επαύριο της εικονικής αυτής «ήττας», για την αποκατάσταση του εθνικού αξιόμαχου.
Με διαχειριστές τον Ακη Τσοχατζόπουλο και τους συνεργάτες του, τα κατορθώματα των οποίων είναι πλέον ευρέως γνωστά...
Το μυστήριο της Γαύδου
Κατά κάποιον τρόπο, ήταν το κερασάκι που ήρθε να επιβεβαιώσει την εικόνα της τουρκικής επιθετικότητας: στις 30 Μαΐου 1996, κατά τη διάρκεια σχεδιασμού άσκησης του ΝΑΤΟ στη Νάπολη της Ιταλίας, ένας Τούρκος αξιωματικός έθεσε βέτο στη χρησιμοποίηση της Γαύδου με το επιχείρημα ότι (και αυτό) το νησί έχει «αμφισβητούμενο ιδιοκτησιακό καθεστώς [κατά] τις διεθνείς συνθήκες» (Κούρκουλας 1997, σ. 113 & 164).
Ο παραλογισμός της επέκτασης των «γκρίζων ζωνών» από την ελληνοτουρκική μεθόριο στο άλλο άκρο της ελλαδικής επικράτειας, και μάλιστα όχι για κάποιο ακατοίκητο βραχάκι αλλά για ένα κανονικότατο νησί με 77 μόνιμους κατοίκους κατά την απογραφή του 1991 και πολλαπλά δεμένο με τη νεότερη ελληνική ιστορία, ήταν κάτι παραπάνω από προφανής.
Οπως πληροφορούμαστε από το σχετικό βιβλίο του Αλκη Κούρκουλα, ανταποκριτή του ΑΠΕ στην Κωνσταντινούπολη, η επίσημη Άγκυρα φρόντισε να αποστασιοποιηθεί αρκετά γρήγορα από το γκαφατζίδικο αυτό διάβημα, που τίναζε στον αέρα όλη την (έτσι κι αλλιώς άκρως προβληματική) επιχειρηματολογία της για το ευρύτερο ζήτημα (σ. 113-116).
Πώς όμως συνάδει αυτή η φαιδρότητα με την κυρίαρχη στην Ελλάδα πεποίθηση ότι η τουρκική επιθετικότητα εκδηλώνεται βάσει μακροπρόθεσμου σχεδιασμού και με καλά προγραμματισμένες κινήσεις;
Η απάντηση μάλλον κρύβεται στα δημοσιεύματα των ελληνικών εφημερίδων για το πρόγραμμα εποικισμού των ακατοίκητων βραχονησίδων που είχαν εξαγγείλει τα υπουργεία Εθνικής Άμυνας και Αιγαίου.
Μεταξύ των εννιά πρώτων νησιών που, σύμφωνα με το «Βήμα» (6/8/1995), «είχαν επιλεγεί για να κατοικηθούν» (Στρογγύλη, Καλόλιμνος, Φαρμακονήσι, Σαρία κ.λπ.) περιλαμβάνεται και η Γαύδος!
Δεν πρόκειται για δημοσιογραφικό ή τυπογραφικό λάθος, αφού το όνομα του ακριτικού νησιού επανέρχεται σε σχετικό δημοσίευμα του «Εθνους» (3/11/1995), αλλά και σε συνέντευξη προς την «Ελευθεροτυπία» (20/1/1996) του καθ’ ύλην αρμόδιου συλλόγου αποστράτων, που διεκδικούσε την πατρότητα και είχε αναλάβει την πρακτική υλοποίηση της όλης ιδέας.
Η προέλευση της χονδροειδούς τουρκικής γκάφας είναι λοιπόν αρκετά απλή:
όπως συνηθίζουν και οι καθ’ ημάς συνάδελφοί τους, τα σαΐνια των εκεί υπηρεσιών πήραν απ’ ό,τι φαίνεται τα ελληνικά δημοσιεύματα και αποφάσισαν να διεκδικήσουν κάθε «βραχονησίδα» που προοριζόταν (στα χαρτιά) για εποικισμό, δίχως να μπουν στον κόπο να πολυκοιτάξουν τον χάρτη.
Με τα αναμενόμενα, σε τέτοιες εθνικοπατριωτικές εξάρσεις, αποτελέσματα...
📕 Διαβάστε
▶ Αθανάσιος Ελλις - Μιχάλης Ιγνατίου, Ιμια. «Τα απόρρητα τηλεγραφήματα των Αμερικανών» (Αθήνα 2009, εκδ. Α.Α. Λιβάνη). Η ελληνοτουρκική κρίση του 1996 μέσα από την αποχαρακτηρισμένη (και αγρίως λογοκριμένη) διπλωματική αλληλογραφία των ΗΠΑ. Ως συμπληρωματικές πηγές χρησιμοποιούνται μεταγενέστερες αφηγήσεις κάποιων από τους Ελληνες ή Αμερικανούς πρωταγωνιστές και οι προσωπικές αναμνήσεις των συγγραφέων. Δυστυχώς το έργο δεν είναι απαλλαγμένο από αξιοσημείωτα δείγματα προχειρότητας, που δημιουργούν λανθασμένες εντυπώσεις στον αναγνώστη -όπως η λάθος ημερομηνία ύψωσης της ελληνικής σημαίας στα Ιμια από τον δήμαρχο Καλύμνου (σ. 38) και, κυρίως, το μπέρδεμα μεταξύ των τουρκικών ρηματικών διακοινώσεων της 29/12/1995 και της 29/1/1996, που αλλοιώνει αισθητά την εικόνα της τουρκικής εμπλοκής (σ. 26-29).
▶ Αλκης Κούρκουλας, Ιμια. «Κριτική προσέγγιση του τουρκικού παράγοντα» (Αθήνα 1997, εκδ. Ι.Σιδέρης). Συνοπτική αλλά διεισδυτική ανάλυση του ανταποκριτή του ΑΠΕ στην Πόλη για τη διαπλοκή εσωτερικής πολιτικής και γεωπολιτικών σχεδιασμών που καθόρισε τη στάση της τουρκικής πλευράς. Παράρτημα με τα πλήρη κείμενα των εκατέρωθεν ρηματικών διακοινώσεων, τη δήλωση του τουρκικού ΓΕΕΘΑ για τη Γαύδο και το εγχειρίδιο της τουρκικής Ακαδημίας Πολέμου για τις «γκρίζες ζώνες».
▶ Κώστας Σημίτης, «Πολιτική για μια δημιουργική Ελλάδα, 1996-2004» (Αθήνα 2005, εκδ. Πόλις). Τα απομνημονεύματα του πρώην πρωθυπουργού ξεκινούν με την κρίση των Ιμίων, με έμφαση στην ανεπάρκεια της στρατιωτικής ηγεσίας να τη διαχειριστεί. Εντυπωσιακή η απουσία οποιασδήποτε αναφοράς στη συμβολή των ελληνικών ΜΜΕ στην πυροδότηση της κρίσης (που αποδίδεται αποκλειστικά στη «Χουριέτ»), αλλά και στο πρόγραμμα εποικισμού βραχονησίδων που είχαν εξαγγείλει οι προκάτοχοί του.
▶ Χρήστος Λυμπέρης, «Πορεία σε ταραγμένες θάλασσες» (Αθήνα 2001, εκδ. Ποιότητα). Η αυτοβιογραφική εκδοχή του τότε αρχηγού ΓΕΕΘΑ για τα γεγονότα, επικεντρωμένη στην αποτυχία του να επιβάλει στην πολιτική ηγεσία την πολεμική επιλογή του «πρώτου πλήγματος» αντί της «συνθηκολόγησης». Λεπτομερέστατη εξιστόρηση των κινήσεων του ίδιου και των υφισταμένων του, εξαιρετικά εύγλωττη τόσο για το πνεύμα που επικρατούσε στους κόλπους της τότε στρατιωτικής ηγεσίας όσο και για τις πραγματικές δυνατότητες των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου