Η επίθεση της Βρετανικής Βαριάς Ταξιαρχίας στη μάχη της Μπαλακλάβα (25.10.1854). Εργο (1897) του Godfrey Douglas Giles, στο Βρετανικό Στρατιωτικό Μουσείο
Οι ελληνικές εμπλοκές και οι λάθος επιλογές
«Ο Οθωνας, που είχε αποδεχτεί τη μεγάλη ιδέα του Κωλέττη, είδε τον ρωσοτουρκικό πόλεμο σαν μια μοναδική ευκαιρία να τη βάλει σε πράξη [...] και για μια ακόμα φορά λέγονταν από στόμα σε στόμα οι προφητείες του Αγαθάγγελου πως το ξανθόν γένος θα γλυτώσει το έθνος μας», Δ. Φωτιάδης.
Η ενεργός εμπλοκή Ελλήνων σε πολέμους στα εδάφη της σημερινής Ουκρανίας αποδείχτηκε λανθασμένη αν όχι καταστροφική...
Η πρώτη φορά έγινε τον 19ο αιώνα στον Κριμαϊκό πόλεμο, στον οποίο η Ελλάδα αν και διαδραμάτισε περιφερειακό ρόλο στο πλευρό της ηττημένης, τελικά, Ρωσίας, υπέστη πολιτική και εθνική ταπείνωση, κυρίως λόγω της επέμβασης εναντίον μας και υπέρ των Οθωμανών των διαχρονικών «φίλων» Αγγλων και Γάλλων.
Τη δεύτερη φορά, με τη συμμετοχή στην Εκστρατεία της Κριμαίας, που έγινε το 1919 από τη Γαλλία κατά των Μπολσεβίκων. Eκτός από τη συντριπτική ήττα, «καταφέραμε» να στρέψουμε την τότε ΕΣΣΔ προς τον Κεμάλ και αυτό να λειτουργήσει, αργότερα, στην ήττα του στρατού μας στη Μικρά Ασία, με κατάληξη την καταστροφή τού 1922.*
Ας σταθούμε λοιπόν στον «ξεχασμένο» Κριμαϊκό πόλεμο, που από ιστορικούς χαρακτηρίζεται ως ο μεγαλύτερος ευρωπαϊκός πόλεμος του 19ου αιώνα, με περισσότερες από 700.000 ανθρώπινες απώλειες! Αυτός ο τριετής πόλεμος (1853-1856) χαρακτηρίστηκε για τη χρήση από τις στρατιωτικές δυνάμεις σύγχρονων τεχνολογιών, όπως ήταν οπλισμένα με πυροβόλα όπλα θωρακισμένα ατμόπλοια, σιδηρόδρομοι και ο τηλέγραφος.
Επίσης, αναπτύχθηκαν –κυρίως από τη Βρετανίδα Φλόρενς Νάιτινγκεϊλ (Florence Nightingale)– καινοτόμες μέθοδοι νοσηλευτικής, ενώ είναι από τους πρώτους πολέμους που καταγράφτηκε εκτενώς με πολεμικές ανταποκρίσεις και φωτογραφίες.
Αντίπαλοι ήταν η Ρωσία και μια συμμαχία της Γαλλίας, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, της Αγγλίας και του Βασιλείου της Σαρδηνίας.
Κύρια αιτία του πολέμου: η προσπάθεια επέκτασης της Ρωσίας σε βάρος της παραπαίουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Σε αυτό ήταν αντίθετη η Αγγλία, η οποία, όπως έγραψε ο ιστορικός Τ. Βουρνάς, παρέμενε πιστή στο δόγμα της ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που αποτελούσε το κλειδί του δρόμου της Αγγλίας προς τις Ινδίες.**
Πιο πρόσφατα, οι ιστορικοί Andrew Lambert και Winfried Baumgart υποστήριξαν ότι η Βρετανία ακολουθούσε μια γεωπολιτική στρατηγική με στόχο να καταστρέψει το νεοσύστατο ρωσικό ναυτικό, το οποίο θα μπορούσε να αμφισβητήσει τον βρετανικό στον έλεγχο των θαλασσών, και ότι ο πόλεμος ήταν μια κοινή ευρωπαϊκή απάντηση στον ρωσικό επεκτατισμό.
Οι Αγγλοι βρήκαν συμμάχους τους Γάλλους –και ακριβέστερα τον Ναπολέοντα τον Γ’, ο οποίος επεδίωκε να αποκαταστήσει την κλονισμένη ισχύ της Γαλλίας– και ταυτόχρονα εξασφάλισαν την ανοχή των Αυστριακών, οι οποίοι φοβούνταν εξεγέρσεις των Σέρβων και άλλων εθνοτήτων εντός της Αυστροουγγαρίας.
Κατά τον ιστορικό Σέπαρντ Κλαφ, ο πόλεμος «δεν ήταν αποτέλεσμα ενός υπολογισμένου σχεδίου, ούτε καν βιαστικών αποφάσεων της τελευταίας στιγμής που ελήφθησαν υπό πίεση. Ηταν η συνέπεια δύο και πλέον ετών μοιραίων γκαφών, σε αργή κίνηση, από ανίκανους πολιτικούς [...].
Προέκυψε από την αναζήτηση του Ναπολέοντα για κύρος και την αναζήτηση του τσάρου Νικόλαου για έλεγχο στα Στενά, ο λάθος υπολογισμός του για τις πιθανές αντιδράσεις των ευρωπαϊκών δυνάμεων, την αποτυχία αυτών των δυνάμεων να καταστήσουν σαφείς τις θέσεις τους· και την πίεση της κοινής γνώμης στη Βρετανία και την Κωνσταντινούπολη σε κρίσιμες στιγμές».
Στο ίδιο πνεύμα ο ιστορικός R. B. McCallum παρατήρησε ότι «ο πόλεμος της Κριμαίας παρέμεινε ως κλασικό παράδειγμα [...] πώς οι κυβερνήσεις μπορούν να βυθιστούν σε πόλεμο, πώς οι ισχυροί πρεσβευτές μπορούν να παραπλανήσουν τους αδύναμους πρωθυπουργούς».
Η αφορμή για την έναρξη δόθηκε από έριδες Ορθοδόξων με Καθολικούς για το προβάδισμα στην κατοχή των προσκυνημάτων του Παναγίου Τάφου.
Σε αυτή τη διαμάχη οι Ρώσοι διεκδίκησαν την αναγνώρισή τους ως προστατών των Ορθοδόξων, ενώ ο Ναπολέων ο Γ’ επεδίωξε να προωθήσει τα δικαιώματα των Ρωμαιοκαθολικών.
Οι Τούρκοι, ενθαρρυμένοι από τους Αγγλους και τους Γάλλους, αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν το προνόμιο στους Ρώσους και τον Οκτώβριο του 1853 τους κήρυξαν τον πόλεμο.
Εναν μήνα αργότερα τούρκικα πλοία μεταφέρουν στρατεύματα για την ενίσχυση του φρουρίου Καρς στη Δυτική Αρμενία, αλλά καταστρέφονται σε ναυμαχία με τον ρωσικό στόλο.
Φοβούμενοι οθωμανική κατάρρευση, Αγγλοι και Γάλλοι εισέρχονται, στις 3 Ιανουαρίου 1854, με τους στόλους τους στη Μαύρη Θάλασσα και εμπλέκονται, πλέον, ενεργά στις μάχες.
Στην Ελλάδα η έναρξη του πολέμου έχει τεράστια απήχηση. Οπως σημειώνει ο Δ. Φωτιάδης, «ο Οθωνας, που είχε αποδεχτεί τη μεγάλη ιδέα του Κωλέττη, είδε τον ρωσοτουρκικό πόλεμο σαν μια μοναδική ευκαιρία να τη βάλει σε πράξη [...] και για μια ακόμα φορά λέγονταν από στόμα σε στόμα οι προφητείες του Αγαθάγγελου πως το ξανθόν γένος θα γλυτώσει το έθνος μας».***
Οι εξεγέρσεις που έγιναν το 1854 σε Ηπειρο και Θεσσαλία κατεστάλησαν –με τη βοήθεια των Αγγλογάλλων– από τους Τούρκους, που προχώρησαν σε σκληρά αντίποινα, ενώ ο αγγλικός και ο γαλλικός στόλος προχώρησαν σε κατοχή της πρωτεύουσας, η οποία συνεχίστηκε και μετά τη λήξη του πολέμου το 1857.
Στο κυρίως μέτωπο, μια λεγεώνα περίπου 1.000 εθελοντών, με αρχηγούς τους Αριστείδη Χρυσοβέργη και Πάνο Κορωναίο, πήρε μέρος στο πλευρό των Ρώσων σε πολλές μάχες και περισσότεροι από 500 έχασαν τη ζωή τους. Με το τέλος του πολέμου η λεγεώνα διαλύθηκε, αλλά 201 εθελοντές δεν επέστρεψαν καθώς προέρχονταν από τουρκοκρατούμενες περιοχές και εγκαταστάθηκαν στη Μαριούπολη.
Ο πόλεμος τελείωσε με την υπογραφή της Συνθήκης των Παρισίων στις 30 Μαρτίου 1856.
Η Ρωσία υπέστη μεγάλες απώλειες στο κύρος της και υποχρεώθηκε να αποδεχτεί την αποστρατιωτικοποίηση των ακτών της Μαύρης Θάλασσας.
Ωστόσο, το 1871 κατάφερε, χωρίς να συναντήσει αντίδραση, την ανάκληση της Συνθήκης εγκαθιστώντας στρατιωτικές βάσεις στις ακτές.
* Για περισσότερα βλ. Τάσος Κωστόπουλος «Ο στρατός μας που πήγε στην Κριμαία»
** Τ. Βουρνάς, «Ιστορία της Νεότερης και Σύγχρονης Ελλάδας» τ. Α’, εκδόσεις Πατάκης, σελ. 384
*** Δ. Φωτιάδης, «Οθωνας. Η έξωση», Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος, σελ. 324
ΕΦΣΥΝ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου