Γράφουν
Έχοντας εγκαταλείψει την πατρίδα του, τη Γουινέα, παρέα με έναν γείτονα, χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει, ο Γιουσούφ1 διέσχισε το εμπόλεμο Μάλι, διάβηκε τα σύνορα της Αλγερίας, βάδισε στην καυτή άμμο της λιβυκής ερήμου και αντιμετώπισε τη φουρτουνιασμένη Μεσόγειο μέχρι να κατορθώσει να πατήσει το πόδι του στην ευρωπαϊκή ήπειρο, μετά από μια οδύσσεια που διάρκεσε περισσότερους από εννέα μήνες. Ο δεκαεξάχρονος έφηβος ξέφυγε από τις αυτοσχέδιες νάρκες στον δρόμο που συνδέει την πόλη Γκάο (Μάλι) με τα αλγερινά σύνορα, από την αλγερινή αστυνομία και από τις περιβόητες λιβυκές παραστρατιωτικές ομάδες που αποσπούν λύτρα από τα θύματά τους στην Τρίπολη. Αναγκάστηκε να κρυφτεί, να χαμηλώσει το βλέμμα, να παρακάμψει τα σημεία ελέγχου. Εκείνο όμως που πραγματικά τον άφησε εμβρόντητο ήταν το τείχος από άμμο που τον ανάγκασε, αυτόν και τους συνταξιδιώτες του, να περπατούν επί τρία μερόνυχτα στην έρημο προκειμένου να διασχίσουν τα σύνορα μεταξύ Αλγερίας και Λιβύης. «Ήταν κάτι πολύ εντυπωσιακό», θυμάται τώρα, στη μικρή πόλη της Νότιας Γαλλίας όπου πηγαίνει σχολείο. «Ξαφνικά, βρεθήκαμε μπροστά σε ένα τεράστιο φράγμα από άμμο. Ήταν αδύνατον να το διαβούμε με το αυτοκίνητο. Ο διακινητής μάς κατέβασε και μας είπε να περπατήσουμε μέχρι να φθάσουμε στο τείχος. Όταν το διαβήκαμε, είχαμε περάσει πια στη Λιβύη.»
Όλοι οι μετανάστες που έρχονται από την υποσαχάρια Αφρική έχουν δει αυτό το τείχος από άμμο όταν διέσχιζαν τα σύνορα με την Αλγερία. Οι έμποροι και διακινητές της Σαχάρας έχουν μάθει να τον παρακάμπτουν. Οι κάτοικοι των πόλεων που βρίσκονται στις εσχατιές αυτών των χωρών υποχρεώθηκαν να προσαρμοστούν στην κατάσταση. Ελάχιστοι όμως είναι οι Αλγερινοί που γνωρίζουν ότι σχεδόν ολόκληρο το τμήμα της αλγερινής Σαχάρας περιβάλλεται σήμερα από μια τεράστια ζώνη τεχνητών αμμόλοφων, με ύψος ανάμεσα στα δύο και τα πέντε μέτρα. «Στο Αλγέρι κανείς, ή σχεδόν κανείς, δεν μιλάει γι’ αυτήν την περιτοίχιση», τονίζει ο Ραούφ Φαράχ, ερευνητής σε ζητήματα γεωπολιτικής, που έχει πραγματοποιήσει έρευνες στον αλγερινό Νότο2.
Να εμποδιστεί η πρόσβαση του Πολισάριο στον ωκεανό
Η κατασκευή ενός τείχους ή ενός φράχτη για την προστασία των συνόρων έχει μετατραπεί σε κάτι συνηθισμένο σχεδόν σε ολόκληρο τον κόσμο, είτε από αυταρχικά είτε από δημοκρατικά καθεστώτα3. Το φαινόμενο μέχρι σήμερα έδειχνε να μην έχει αγγίξει τη Βόρεια και τη Δυτική Αφρική. Δεν ισχύει πλέον κάτι τέτοιο. Η ανάλυση των πρόσφατων δορυφορικών φωτογραφιών αποκαλύπτει ένα πλήθος από τείχη άμμου, με την έκτασή τους μέχρι πρότινος να μην έχει γίνει πλήρως αντιληπτή4. Η Σαχάρα, που περιγράφεται συχνά ως μια αχανής ερημική περιοχή δίχως οριοθετήσεις, ακόμα και ως «γκρίζα ζώνη» όπου ευδοκιμεί η διακίνηση όπλων, ναρκωτικών, τσιγάρων ή βενζίνης και κυκλοφορούν με την άνεσή τους λαθρέμποροι, ληστές, εξεγερμένοι, τζιχαντιστές μαχητές και μετανάστες, είναι στην πραγματικότητα περιχαρακωμένη από τεράστιους φράχτες άμμου, από τον Ατλαντικό Ωκεανό ώς την Ερυθρά θάλασσα.
Ο γνωστότερος είναι εκείνος που διασχίζει τη Δυτική Σαχάρα από τον Βορρά ώς τον Νότο: περικλείει τα εδάφη που κατέλαβε το Μαρόκο μετά την αποχώρηση των Ισπανών στα τέλη του 1975 και τα οποία διεκδικεί το Μέτωπο Πολισάριο, ένα αυτονομιστικό κίνημα υποστηριζόμενο από την Αλγερία. Το «διαχωριστικό τείχος», το οποίο αποκαλείται και «ζώνη ασφαλείας», αναγέρθηκε από το Μαρόκο τη δεκαετία του 1980 και έχει μήκος που υπερβαίνει τα 2.500 χλμ.5. Από τότε, όχι μόνο επεκτείνεται διαρκώς, αλλά και ενισχύεται με ολοένα πιο εξελιγμένα ηλεκτρονικά συστήματα. Παρά τις συμφωνίες κατάπαυσης του πυρός που υπεγράφησαν τον Σεπτέμβριο του 1991 υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών, το Μηχανικό του μαροκινού στρατού κατασκεύασε μια νέα επέκτασή του, μήκους 14 χλμ., μέχρι τα σύνορα με τη Μαυριτανία. Στόχος είναι να εμποδιστεί οποιουδήποτε τύπου αποκλεισμός του μοναδικού ασφαλτοστρωμένου δρόμου που διασχίζει τη Σαχάρα, αλλά και να εμποδιστεί το Πολισάριο να αποκτήσει πρόσβαση στον Ατλαντικό Ωκεανό. Τον Μάρτιο του 2021, ένα νέο τείχος από άμμο, μήκους περίπου 50 χιλιομέτρων, αναγέρθηκε στο βόρειο άκρο της Δυτικής Σαχάρας, όσο το δυνατόν πλησιέστερα στα σύνορα με την Αλγερία. Αν και από τον μαροκινό Τύπο παρουσιάστηκε ως ένα μέσο για τον αποκλεισμό της πρόσβασης του Μετώπου Πολισάριο στα στρατόπεδα του Τιντούφ, που βρίσκονται στην Αλγερία, δεν απαγορεύει εντελώς το πέρασμα προς τον Νότο.
Παρά το γεγονός ότι για μεγάλο χρονικό διάστημα παρουσιαζόταν ως εξαίρεση, αυτό το τείχος άμμου εμφανίζεται πλέον ως πρότυπο που μιμούνται τα υπόλοιπα κράτη, τα οποία επιχειρούν και αυτά να περιφράξουν τα σύνορά τους καταφεύγοντας μαζικά στις μπουλντόζες. Η Τυνησία και η Αίγυπτος επικαλούνται την ανάγκη να προστατευθούν από τις επιδρομές ενόπλων μετά την κατάρρευση της Λιβύης το 2011. Έτσι, η Τύνιδα δρομολόγησε την κατασκευή ενός τείχους άμμου που έχει ήδη φτάσει τα 200 χιλιόμετρα, κοντά στον συνοριακό σταθμό της Ντεχίμπα, και έχει εφοδιαστεί –χάρη στην τεχνική και την οικονομική συνεργασία με τις ΗΠΑ– με ένα ηλεκτρονικό σύστημα ολοκληρωμένης επιτήρησης. Από την πλευρά του, το Κάιρο ακολούθησε τη χάραξη των «συνοριακών συρματοπλεγμάτων» που είχε τοποθετήσει το 1931 η φασιστική Ιταλία κατά μήκος 270 χιλιομέτρων, από τα παράλια της Μεσογείου μέχρι τα περίχωρα των οάσεων της Σίβα και του Αλ Τζαχμπούμπ6. Και η Αίγυπτος επωφελείται με τη σειρά της από την αμερικανική υποστήριξη για να ενισχύσει την ηλεκτρονική επιτήρηση των δυτικών και των νότιων συνόρων της με τη Λιβύη και το Σουδάν. Ένα ακόμη τείχος άμμου εκτείνεται στα σύνορά της με το Σουδάν, από τα παράλια της Ερυθράς Θάλασσας ώς την ενδοχώρα, σε μήκος 30 χιλιομέτρων, μετατρέποντας σε χειροπιαστή πραγματικότητα την αιγυπτιακή κατοχή επί του αμφισβητούμενου εδάφους του «τριγώνου» του Χάλα Ιμπ.
Η Αλγερία περιχαρακώνεται πίσω από αναχώματα
Όμως, η φρενίτιδα με τα τείχη άμμου μοιάζει να έχει καταλάβει πρωτίστως την Αλγερία. Ένα εντυπωσιακό σύμπλεγμα τάφρων, αναχωμάτων άμμου, φραχτών και τοίχων από μπετόν, μήκους 6.700 χλμ., περιβάλλει πλέον σχεδόν ολόκληρη την αλγερινή επικράτεια. Περισσότεροι από 50.000 στρατιωτικοί περιπολούν μονάχα στις περιοχές της Σαχάρας που ανήκουν στη χώρα. Το τείχος άμμου που κατασκευάστηκε στα σύνορα με τη Λιβύη χρονολογείται από το 2015 και στη συνέχεια επεκτάθηκε στα σύνορα της χώρας με τον Νίγηρα, το Μάλι και τη Μαυριτανία. Πρόκειται για ένα ανάχωμα με ύψος από δύο έως πέντε μέτρα, συνοδευόμενο από μια τάφρο και έναν χωματόδρομο (ή μερικές φορές με ασφαλτοστρωμένο δρόμο), που συνδέει στρατιωτικές βάσεις με απόσταση δεκάδων χιλιομέτρων μεταξύ τους. Οι δορυφορικές εικόνες δείχνουν ότι σε ορισμένες περιπτώσεις το τείχος απομακρύνεται μερικά χιλιόμετρα από τη συνοριακή γραμμή, για να προσαρμοστεί καλύτερα στο ανάγλυφο του εδάφους, ενώ μπορεί και να εξαφανιστεί στα σημεία όπου καθίσταται περιττό από την ύπαρξη αμμόλοφων (εργκ), βουνών ή γκρεμών στις παρυφές βραχωδών οροπεδίων (χαμάντα) που εμποδίζουν τη διέλευση μηχανοκίνητων οχημάτων.
Όπως κάθε τείχος, δεν είναι εντελώς αδιαπέραστο και εξακολουθεί να είναι δυνατή η παράνομη διάβασή του τη νύχτα από πεζούς, όπως αποδεικνύεται και από τη μαρτυρία του Γιουσούφ. Κατέστησε όμως το πέρασμα των συνόρων δυσκολότερο –και συνεπώς πιο επικίνδυνο. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, μέσω της Frontex, και ο Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης (ΔΟΜ / ΙΟΜ) επιχαίρουν για την υποχώρηση του αριθμού των μεταναστών με προέλευση τον Νίγηρα για το 2017: συγκριτικά με το 2016, η μείωση ανήλθε στο 79% στα σημεία καταγραφής Αρλίτ και Σεγκεντίν. Αποδίδουν τη μείωση στην αποτελεσματικότητα της δράσης τους και στην υιοθέτηση από τον Νίγηρα το 2015 ενός νόμου που ποινικοποιεί την παράτυπη μετανάστευση, αλλά δεν αναφέρουν ποτέ τη συμβολή του αλγερινού τείχους που κατασκευάστηκε το 2016 στα σύνορα με τον Νίγηρα7. Το οποίο βεβαίως προσφέρει πολύτιμες και διακριτικές υπηρεσίες στην ευρωπαϊκή πολιτική ανάθεσης των μεταναστευτικών ζητημάτων σε τρίτες χώρες.
Επιπλέον, η κατασκευή του συγκεκριμένου τείχους επέφερε πλήγμα στις εμπορικές ανταλλαγές που εξασφαλίζουν τα προς το ζην στον τοπικό πληθυσμό των Τουαρέγκ και στους Άραβες εμπόρους. Η κατάσταση αυτή αφορά κυρίως τους κατοίκους των μη συμμετρικών δίδυμων πόλεων που έχουν δημιουργηθεί εκατέρωθεν των συνόρων μεταξύ της Αλγερίας, του Νίγηρα και του Μάλι. Στην πλευρά του Νίγηρα, το συνοριακό φυλάκιο της Ασαμάκα, όπου είναι εγκατεστημένοι χωροφύλακες, τελωνειακοί και μέλη των ενόπλων δυνάμεων της χώρας, καθώς και ένα κλιμάκιο του ΔΟΜ, βρίσκεται ίσως στην καλύτερη κατάσταση. Ο πληθυσμός που ζει από το διασυνοριακό εμπόριο έχει χτίσει μια συνοικία με αυθαίρετα, την Ελ Άκλα, με κατοικίες-αποθήκες και μια υπαίθρια αγορά, η οποία υπάρχει από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, αλλά μεγάλωσε αισθητά μετά το 2013. Χάρη στις κατ’ εξαίρεση άδειες διέλευσης που χορηγούνται κάθε πρωί, ο πληθυσμός του χωριού διατηρείται και η –ημιπαράνομη– αγορά ευημερεί.
Η κατάσταση είναι πιο περίπλοκη στο χωριό Ιν Χαλίλ του Μάλι: ιδρύθηκε το 2000 από Άραβες της μαλινέζικης κοιλάδας Τιλέμσι και έχει μετατραπεί σε σημαντικό κέντρο παράνομης διακίνησης, κυρίως όπλων, με αποτέλεσμα να διεξαχθούν εναντίον του στρατιωτικές επιχειρήσεις από τις αλγερινές δυνάμεις. Έκτοτε, το Αλγέρι ενίσχυσε το τείχος, δημιουργώντας έναν τριπλό φράχτη για να εμποδίσει κάθε διέλευση. Μονάχα μία δίοδος προβλέφθηκε κατά την κατασκευή αυτών των φραχτών, που βρίσκονται εν μέρει στην επικράτεια του Μάλι (όπως εξάλλου και ένα τμήμα του οικισμού βρίσκεται σε αλγερινό έδαφος). Από τότε, η αγορά έχει παρακμάσει. Οι νεαροί κάτοικοι της δίδυμης αλγερινής πόλης Μπορτζ Μπάτζι Μοχτάρ μιλούν για αίσθηση «ασφυξίας». Από τόπος ανταλλαγών, η πόλη μετατράπηκε σε αδιέξοδο. Η ανέγερση του τείχους συνοδεύτηκε από τη στρατιωτικοποίηση της ζώνης, εμποδίζοντας οποιαδήποτε διασυνοριακή δραστηριότητα, τόσο το εμπόριο και τις διάφορες μορφές παράνομης διακίνησης όσο και την κτηνοτροφία.
«Νοιώθουμε σαν να είμαστε φυλακισμένοι μέσα στο σπίτι μας», μας λέει λυπημένος ο Μοχάμεντ, ένας Άραβας έμπορος εγκατεστημένος στην πλευρά του Μάλι που προτιμά να διατηρήσει την ανωνυμία του. «Προηγουμένως, μπορούσαμε να πηγαινοερχόμαστε από τη μια χώρα στην άλλη δίχως δυσκολία. Τώρα όμως η κατάσταση είναι μπερδεμένη. Δεν μπορούμε πια να δουλέψουμε.» Μια κατάσταση ακόμη πιο προβληματική καθώς, όπως υπενθυμίζει ένας Μαλινέζος δημοσιογράφος που επισκέπτεται συχνά αυτή τη ζώνη και επιθυμεί και αυτός να διατηρήσει την ανωνυμία του, «εδώ ο κόσμος ζει από την κτηνοτροφία, το εμπόριο ή τις μεταφορές. Δεν υπάρχει τίποτα άλλο να κάνεις για να κερδίσεις το ψωμί σου. Και για όλες αυτές τις δραστηριότητες, η κινητικότητα είναι απαραίτητη». Πολλοί νεαροί που διαθέτουν αγροτικό αυτοκίνητο κερδίζουν τα προς το ζην κατά κύριο λόγο εξάγοντας στο Μάλι φθηνότερα αλγερινά προϊόντα, επιδοτούμενα από το κράτος (σιμιγδάλι για το κουσκούς, ζυμαρικά, τοματοπολτό). Ο Μοχάμεντ εκφράζει την ανησυχία του: «Αν μας αφαιρέσουν κι αυτή τη δυνατότητα, δεν θα έχουμε πια τα μέσα για την επιβίωση».
Το αίσθημα της παγίδευσης το νιώθουν και οι κάτοικοι του Τιν Ζαουατίν. Αυτή η πόλη, χτισμένη εκατέρωθεν των συνόρων της Αλγερίας και του Μάλι (η συνοριακή γραμμή είναι ένας ξεροπόταμος) συγκεντρώνει όλα τα ευαίσθητα ζητήματα: είναι πέρασμα για τους μετανάστες και ταυτόχρονα φέουδο του Ιγιάντ Αγκ Γκάλι, ενός από τους σημαντικότερους ηγέτες των τζιχαντιστικών ομάδων που κινούνται στην Σαχάρα και στο Σαχέλ, τον οποίο η Γαλλία θεωρεί «εχθρό υπ’ αριθμόν ένα». Το αλγερινό τμήμα της πόλης, όπου ζουν 10.000 άτομα, είναι ιδιαίτερα απομονωμένο καθώς, για να μεταβεί κάποιος στην Ταμανρασέτ, τη σημαντικότερη πόλη της νότιας Αλγερίας, θα πρέπει να ταξιδεύει επί εννέα ώρες πάνω σε εξαιρετικά κακοτράχαλους χωματόδρομους. Στην πλευρά του Μάλι, όπου δεν υπάρχει η παραμικρή δημόσια υπηρεσία, κατοικούν μερικές δεκάδες οικογένειες. Εγκαταλειμμένος από το κράτος, ο οικισμός ελέγχεται από τη Συντονιστική Επιτροπή των Κινημάτων του Αζαβάντ (CMA), ενός συνασπισμού ένοπλων ομάδων που υπέγραψαν το 2015, μετά από σκληρές διαπραγματεύσεις, την ειρηνευτική συμφωνία Αλγερίας-Μάλι.
Μετά το επίσημο κλείσιμο των συνόρων με το Μάλι το 2013 για λόγους εθνικής ασφαλείας, το 2018 οι αλγερινές ένοπλες δυνάμεις επέκτειναν το τείχος (το παρατσούκλι του είναι «El Pipe») μέχρι τις παρυφές της πόλης. Σε ένα άρθρο του 2020, ο Ραούφ Φαράχ διαπιστώνει ότι «όσον αφορά το συγκεκριμένο σχέδιο, ποτέ δεν ζητήθηκε η γνώμη του πληθυσμού». Διότι, προσθέτει, «χωρίς τη συγκατάθεση των τοπικών πληθυσμών, χωρίς την προσέγγιση των νέων που ξέρουν τα πάντα για τους δρόμους της ερήμου, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η ανθρώπινη οικολογία της Σαχάρας, κάθε προσπάθεια σχετική με ζητήματα ασφάλειας, ακόμα και αν είναι θεμιτή, μετατρέπεται σε πηγή απογοήτευσης και τροφοδοτεί τόσο την αίσθηση περιφρόνησης του κράτους όσο και τις εντάσεις με τις υπηρεσίες ασφαλείας»8.
Ο θυμός ξέσπασε το 2020, όταν οι αρχές προχώρησαν στην προέκταση του τείχους κατά μήκος του ξεροπόταμου που ορίζει το σύνορο και τον κάλυψαν με συρματόπλεγμα, εμποδίζοντας έτσι τους κατοίκους, και κυρίως τους κτηνοτρόφους, να μετακινούνται για να έχουν πρόσβαση στα πηγάδια, στα μποστάνια και στους βοσκοτόπους τους στην πλευρά του Μάλι, αλλά και στα χρυσωρυχεία που λειτουργούν εκεί. Εξοργισμένη, η νεολαία προσπάθησε να ξηλώσει τα συρματοπλέγματα και συγκρούστηκε με τις δυνάμεις ασφαλείας. Ξέσπασαν ταραχές. Ένας εικοσάχρονος, ο Αγιούμπ Αγκ Ατζί, έπεσε νεκρός από σφαίρα. Δύο ημέρες αργότερα, ο στρατιωτικός διοικητής της περιοχής ανακοίνωσε το ξήλωμα των συρματοπλεγμάτων και το άνοιγμα σημείων διέλευσης για τους κτηνοτρόφους.
Για τον έλεγχο ενός πηγαδιού, μιας βιομηχανικής εγκατάστασης, ενός αεροδρομίου
Στα σαχάρια τμήματα των χωρών της Βόρειας Αφρικής, τα τείχη από άμμο επιτελούν τη σκληρότερη λειτουργία που αποδίδεται στα σύνορα: του φραγμού, του συστήματος ασφαλείας, του αμυντικού εργαλείου. Σε περίπτωση σύγκρουσης, συμβάλλουν στη διατήρηση της καθεστηκυίας τάξης.
Στην ανατολική Σαχάρα, η κατάσταση είναι διαφορετική. Από το πέρασμα Σαλβαντόρ (μεταξύ Νίγηρα και Λιβύης) έως τις ακτές της Ερυθράς Θάλασσας (μεταξύ Αιγύπτου και Σουδάν), οι διασυνοριακές διελεύσεις φαίνεται να γίνονται με σχετική ευκολία. Αυτό δείχνει η επιδρομή των ανταρτών του Μετώπου για την Κυβερνητική Εναλλαγή και την Ομόνοια στο Τσαντ (FACT): ξεκίνησε από τη Φεζάν της Λιβύης και έφτασε μέχρι το Κάνεμ του Τσαντ, οδηγώντας τον περασμένο Απρίλιο στον θάνατο του τότε προέδρου του Τσαντ Ιντρίς Ντεμπύ Ίτνο στις μάχες.
Ωστόσο, και εκεί υπάρχουν τείχη άμμου9. Αν και λιγότερο θεαματικά και λιγότερο επιτηρούμενα, είναι πολυάριθμα και έχουν σε ορισμένες περιπτώσεις μήκος μεγαλύτερο των 100 χιλιομέτρων. Αντί να ακολουθούν τη χάραξη των συνόρων, τεμαχίζουν συγκεκριμένες περιοχές. Δεν έχουν ανεγερθεί από τις εθνικές ένοπλες δυνάμεις, αλλά από ένοπλες ομάδες που τα χρησιμοποιούν για να ελέγχουν (και να φορολογούν) κάθε μετακίνηση. Τα εμπόδια αυτά, κατασκευασμένα στα περίχωρα των σημείων ελέγχου, επιτρέπουν τη διασφάλιση της παράνομης ιδιοποίησης κοιτασμάτων χρυσού και χρυσωρυχείων (αφθονούν στη Νότια Λιβύη και στο Βόρειο Τσαντ), την επιτήρηση ενός δρόμου, έως και τον έλεγχο ενός πηγαδιού, μιας βιομηχανικής εγκατάστασης, ενός αεροδρομίου ή μιας πόλης. Για παράδειγμα, ο μοναδικός δρόμος μεταξύ Ουμπάρι και Γκατ στη νοτιοδυτική Λιβύη ελέγχεται από ένα φυλάκιο ελέγχου, ενισχυμένο με τείχη άμμου μέχρι τα αντερείσματα των ορεινών όγκων που το πλαισιώνουν. Η Κούφρα, στο νοτιοανατολικό τμήμα της χώρας, περιβάλλεται από ένα αχανές τείχος άμμου που εμποδίζει κάθε επιδρομή παρανόμων. Ορισμένες πόλεις (και τα αεροδρόμιά τους) είναι πλέον περιφραγμένες, ακόμα και περιτειχισμένες: όχι μόνο η Κούφρα, αλλά και η Νουαντίμπου και η Ζουεράτ στη Μαυριτανία, το Τιντούφ, το Μπορτζ Μπάτζι Μοχτάρ και το Ιν Γκουεζάμ στην Αλγερία, το Ιν Χαλίλ, το Κιντάλ, το Αγκελχόκ και η Γκάο στο Μάλι, η Σύρτη στη Λιβύη…
Στη Λιβύη συγκεκριμένα, το τείχος άμμου που κατασκευάζεται στο Βορρά μεταξύ της Σύρτης και της αεροπορικής βάσης Αλ Τζούφρα αποτελεί το μεγαλύτερο έργο του είδους (το μήκος του ξεπερνούσε τα 100 χιλιόμετρα στις αρχές του 2021) και με τη μεγαλύτερη στρατηγική σημασία. Θεωρείται ότι κατασκευάζεται από τον ρωσικό όμιλο Wagner για λογαριασμό του Λιβυκού Εθνικού Στρατού του στρατάρχη Χαλίφα Χαφτάρ10. Αυτό το τείχος αντιστοιχεί στη γραμμή του μετώπου της σύγκρουσης ανάμεσα στις κυβερνήσεις της Τρίπολης και του Τομπρούκ, που προέκυψε μετά την αποτυχία του Λιβυκού Εθνικού Στρατού να καταλάβει την Τρίπολη το 2020. Η δημιουργία μιας μεταβατικής κυβέρνησης στις αρχές του 2021 μείωσε αναμφίβολα τη στρατηγική σημασία του: από τον Φεβρουάριο ώς τα τέλη του 2021 είχε επεκταθεί προς τα νότια μονάχα κατά μερικά χιλιόμετρα. Ωστόσο, η ανησυχία παραμένει: εάν εντέλει αποτύχει η πολιτική διαδικασία στη Λιβύη, θα μπορούσε αυτό το τείχος να μετατραπεί σε σύνορο και να συμβάλει έτσι στο «πάγωμα» της σύγκρουσης, ή ακόμα και στη διχοτόμηση της επικράτειας της Λιβύης; Ένα τέτοιο σενάριο θα θύμιζε όσα συνέβησαν στη Δυτική Σαχάρα πριν από σαράντα περίπου χρόνια.
Το όνομα έχει αλλαχτεί.
Βλ. κυρίως Raouf Farrah, «Algeria’s migrations dilemma: Migration and human smuggling in south Algeria», έκθεση του Global Initiative against Transnational Organized Crime, Νέα Υόρκη, Δεκέμβριος 2020.
Stéphane Rosière, Frontières de fer. Le cloisonnement du monde,Syllepse, Παρίσι, 2020.
Laurent Gagnol, «Géohistoire des frontières sahariennes. L’héritage nomade enseveli sous les murs de sable», «Bulletin de l’Association des géographes français», τ. 99-1, Παρίσι, 2022.
Karine Bennafla, «Illusion cartographique au Nord, barrière de sable à l’Est: les frontières mouvantes du Sahara occidental», «Espace politique», τ. 20, Ρεμς, 2013.
Costantino Di Sante, «La “pacification” italienne de la Cyrénaïque (1929-1933)», «Revue d’histoire de la Shoah», τ. 189, Παρίσι, 2008.
Βλ. Rémi Carayol, «Les migrants dans la nasse d’Agadez», «Le Monde diplomatique», Ιούνιος 2019.
Raouf Farrah, «Tin Zaouatine, marginalisation et militarisation aux confins des frontières algériennes», «Jadaliyya», Ουάσιγκτον-Βηρυτός, 15 Ιουλίου 2020.
Jérôme Tubiana και Claudio Gramizzi, «Lost in Trans-Nation: Tubu and other armed groups and smugglers along Libya’s southern border», έκθεση της οργάνωσης Small Arms Survey, Γενεύη, Δεκέμβριος 2018. Jérôme Tubiana και Claudio Gramizzi, «Les Toubou dans la tourmente: présence et absence de l’État dans le triangle Tchad-Soudan-Libye», Small Arms Survey HSBA Working Paper, τ. 43, Γενεύη, Φεβρουάριος 2018.
Βλ. Akram Kharief, «Libye, un afflux historique de mercenaires», «Le Monde diplomatique», Σεπτέμβριος 2020.Rémi Carayol
Δημοσιογράφος
Γεωγράφος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου