Σάββατο 3 Σεπτεμβρίου 2022

Η νομική «ακτινογραφία» του νέου διακλαδικού κανονισμού πειθαρχίας των ΕΔ


Η νομική «ακτινογραφία» του νέου διακλαδικού κανονισμού πειθαρχίας των ΕΔ
ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ ΕΠΙ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΔΙΑΚΛΑΔΙΚΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΠΕΙΘΑΡΧΙΑΣ ΤΩΝ ΕΝΟΠΛΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ

Γράφει ο Παναγιώτης Χατζηγεωργίου*
Δικηγόρος Θεσσαλονίκης

1.Με το Προεδρικό Διάταγμα 48/2022 εισήχθη στην ελληνική έννομη τάξη ο Διακλαδικός Κανονισμός Πειθαρχίας των Ενόπλων Δυνάμεων, οι ρυθμίσεις του οποίου ασπάζονται τις βασικές αρχές που γίνονταν δεκτές και υπό το προγενέστερο καθεστώς και μεταφέρουν σε πολλές περιπτώσεις αυτούσιες τις υφιστάμενες προβλέψεις. Ταυτόχρονα, όμως, όπως προβλεπόταν και με το άρθρο 53 του Ν. 3883/2010, η θεσμοθέτηση του Διακλαδικού Κανονισμού αποτέλεσε εφαλτήριο προσθηκών και τροποποιήσεων, άλλοτε με θετικό και άλλοτε με ελεγχόμενο αποτύπωμα στην καθημερινή λειτουργία των στελεχών.

2.Αρχικά, η ενοποίηση του πλαισίου και η αποφυγή παραπομπής σε διατάξεις άλλων νομοθετημάτων αποτελεί θεμιτή εξέλιξη, σύμφωνη με την αρχή της ισότητας (άρ. 4 Συντάγματος) και με τους βασικούς κανόνες νομοθέτησης αντιστοίχως. Αν μπορούσαμε να παραθέσουμε σχηματικά και συνοπτικά τις θεμιτές προσθήκες και τροποποιήσεις του νεοπαγούς πλαισίου, ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στις παρακάτω διατάξεις:

α.Με το άρθρο 1§ 2στ δίδεται ο ορισμός του πειθαρχικού παραπτώματος και ρητά μνημονεύεται πως για να στοιχειοθετείται παράπτωμα απαιτείται η ενέργεια του δράστη (πράξη ή παράλειψη) να καλύπτεται από υπαιτιότητα και πλήρη συνείδηση των πραττόμενων. Ο ορισμός αυτός αποτελεί σαφή βελτίωση συγκριτικά με τον κακότεχνο και αδόκιμο ορισμό του ΣΚ 20-1, εναρμονίζεται με τις επιταγές του Κράτους Δικαίου και θέτει μία πρώτη, εμβρυακή, απαίτηση προκειμένου να θεμελιωθεί η επιβολή πειθαρχικής ποινής.

β.Στο άρθρο 2§ 7 περιλαμβάνεται η παραδοχή πως οι θεμελιώδεις αρχές του ποινικού δικαίου εφαρμόζονται αδιακρίτως και στην πειθαρχική διαδικασία, ανεξαρτήτως εάν αυτή διεξάγεται ενώπιον Πειθαρχικού Συμβουλίου ή στο πλαίσιο της συνήθους πειθαρχικής αρμοδιότητας του Δκτή του διωκόμενου. Κατοχυρώνεται μάλιστα ρητά το δικαίωμα σιωπής και το τεκμήριο αθωότητας, δηλαδή δικαιώματα που θεωρούνταν αυτονόητα, πλην όμως δεν είχαν βρει τη θέση τους σε νομικό κείμενο υπό το προϊσχύον πλαίσιο και μόνο ασθμαίνοντας εφαρμόζονταν στην πράξη. Στο αυτό πλαίσιο, με την παράγραφο 6 του άρθρου 2 αποτυπώνεται ρητώς και η πάγια αρχή του ποινικού δικαίου, σύμφωνα με την οποία εάν ανάμεσα στην τέλεση του παραπτώματος και την πειθαρχική δίωξη ίσχυσαν περισσότεροι νόμοι (π.χ. ο ΣΚ 20-1 και ο νέος Διακλαδικός Κανονισμός), τότε ισχύει ο ευμενέστερος για το στέλεχος. Ως ευμενέστερος πρέπει να λογίζεται όχι μόνο εκείνος που οδηγεί σε μικρότερη ποινή, αλλά και εκείνος που παρέχει περισσότερα προνόμια στον διωκόμενο (όπως περί προθεσμιών, υπέρβασης Ιεραρχίας κ.λπ), δίχως να αποκλείεται ο συνδυασμός επιμέρους νόμων.

γ.Με το άρθρο 3§ 2 η νομοθεσία πλέον συμπλέει με την πάγια νομολογία (δηλαδή τις σταθερές και μόνιμες αποφάσεις των Δικαστηρίων) δεχόμενη πως τα πραγματικά περιστατικά που γίνονται δεκτά ενώπιον Ποινικού Δικαστηρίου δεσμεύουν το πειθαρχικό όργανο που επιλαμβάνεται της διοικητικής διαδικασίας για το αυτό βιοτικό συμβάν. Με απλά λόγια, εάν στην ποινική διαδικασία αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος δεν προέβη σε μία πράξη, τότε το πειθαρχικό όργανο, ακόμα και αν έχει διαφορετική άποψη, εντούτοις δεν μπορεί να απομακρυνθεί από την εκπεφρασμένη γνώμη του Δικαστηρίου.

δ.Ομοίως θετικά αποτιμάται η συμπερίληψη διατάξεων που αφορούν τη (δυνητική) διενέργεια ΑΔΕ και ΕΔΕ για τη διερεύνηση των περιστατικών και των συνθηκών υπό τις οποίες βασίμως εικάζεται ότι τελέστηκε πειθαρχικό παράπτωμα. Παρόλα αυτά, οι νέες αυτές ρυθμίσεις αποτελούν ευκαιρία επικαιροποίησης και της ΠαΔ 4-2/2013/ΓΕΕΘΑ/Β’ΚΛ, στο Παράρτημα «Α» της οποίας δεν προβλέπεται ρητά η δυνατότητα διενέργειας ΕΔΕ για τη διαπίστωση τέλεσης πειθαρχικού παραπτώματος.

ε.Τέλος, καταρχήν θεμιτή είναι η πρόβλεψη του άρθρου 50§ 3, στο οποίο υπογραμμίζεται ότι κατά την γνωστοποίηση της συνήθους πειθαρχικής ποινής πρέπει να παρέχεται στον τιμωρούμενο ρητώς η πληροφορία ότι δύναται να ασκήσει ενδικοφανή προσφυγή, η προθεσμία αυτής και οι συνέπειες από τη μη άσκησή της.

3.Αλγεινή, ωστόσο, εντύπωση προκαλεί η διατήρηση διατάξεων που φαίνεται πως δεν συμβιβάζονται με τον ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα της Διοίκησης καθώς και επίσης η τροποποίηση υφιστάμενων και προσθήκη νέων ρυθμίσεων που δεν φαίνεται κατ’ αρχήν να κατατείνουν στην προάσπιση των δικαιωμάτων των στελεχών που διώκονται ή τιμωρούνται και τον δέοντα ρόλο που επιφυλάσσεται στα πειθαρχικά όργανα. Ειδικότερα:

α.Η προσθήκη διαφορετικών προθεσμιών απάντησης της Ιεραρχίας όταν ασκείται ενδικοφανής προσφυγή κατά ποινής είναι άκρως προβληματική και καταδεικνύει την υποβάθμιση των κριτηρίων και απαιτήσεων άσκησης της δίωξης με πρόσχημα την περαιτέρω διερεύνηση. Εκτός εξαιρέσεων, δεν νοείται ανάγκη περαιτέρω διερεύνησης (και μάλιστα μέχρι και 50 ημέρες) της υπόθεσης μετά την επιβολή ποινής, αφού στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων με την απολογία του κατηγορουμένου, ο τελευταίος θα έχει εκθέσει όλα τα επιχειρήματά του. Η παραδοχή τέτοιας ανάγκης αποτελεί ομολογία πλημμελούς διερεύνησης στο στάδιο που έπρεπε, δηλαδή πριν την επιβολή της ποινής. Σε κάθε περίπτωση, ο εγκαλών οφείλει να έχει διερευνήσει σε βάθος την υπόθεση, όχι μόνο πριν την άσκηση πειθαρχικού ελέγχου, αλλά πριν την ίδια την κοινοποίηση του εγκαλητηρίου. Ως εκ τούτου, πρέπει να αποφευχθεί κατάχρηση του δικαιώματος «συγκέντρωσης στοιχείων» προκειμένου απλώς να παραταθεί μία ψυχοφθόρα για τον τιμωρημένο διαδικασία.

β.Εξίσου προβληματικό παρίσταται πως με το νέο Κανονισμό, ενώ η ενδικοφανής προσφυγή πρέπει να απαντηθεί σε 10 ημέρες στον 1ο βαθμό και εντός 20 στον 2ο και 3ο, παρόλα αυτά η δυνατότητα υπέρβασης της Ιεραρχίας δίνεται μόνο μετά την πάροδο 50 ημερών. Αναρωτιέται κανείς τι άραγε μπορεί να μεσολαβήσει στο μεσοδιάστημα, καθώς η οποιαδήποτε απάντηση της Ιεραρχίας θα είναι σε κάθε περίπτωση εκπρόθεσμη. Άλλωστε σε μία δικονομικού χαρακτήρα διαδικασία δεν νοείται παροχή ενδεικτικής προθεσμίας. Επομένως, ο Β’ΚΛ του ΓΕΕΘΑ πρέπει να επέμβει διορθωτικά στο σημείο αυτό και το δικαίωμα υπέρβασης της Ιεραρχίας να αναγνωρίζεται αμέσως μόλις παρέλθει η προθεσμία της Υπηρεσίας να απαντήσει. Έτσι, οι 50 μέρες θα ισχύουν μόνο όταν η Υπηρεσία επικαλείται την ανάγκη περαιτέρω διερεύνησης της υπόθεσης και μόνο εφόσον τεκμηριώνονται οι λόγοι που οδήγησαν στην ανάγκη αυτή και το τι διερευνάται.

γ.Συναφώς, η διατήρηση του 1ου βαθμού ενδικοφανούς προσφυγής είναι άστοχη και σε κάθε περίπτωση δεν φαίνεται να συμβιβάζεται με την καθημερινότητα της πράξης. Και τούτο για δύο λόγους:

(1)Στόχος της ενδικοφανούς προσφυγής είναι η επανεξέταση της υπόθεσης και ως προς το νομικό σκέλος και ως προς το τι πράγματι συνέβη. Ωστόσο, το πρόσωπο που επέβαλε την ποινή κατά τεκμήριο έχει εξετάσει όλο το νομικό πλαίσιο και έχει πληροφορηθεί τις παρατηρήσεις του διωκόμενου στο πλαίσιο της απολογίας.

(2)Μολονότι η παραδοχή ενός σφάλματος αποτελεί δείγμα υπευθυνότητας, εντούτοις πρέπει να γίνει κατανοητό πως οι πιθανότητες να παραδεχθεί το σφάλμα του ο Δκτής που μόλις πριν λίγες μέρες τιμώρησε το στέλεχος είναι ελάχιστες. Η εμπειρία δείχνει ότι το στέλεχος που επέβαλε την ποινή, εμμένει στην άποψή του αυτή και μόνο κατ’ εξαίρεση εξετάζει το ενδεχόμενο επαναξιολόγησης των δεδομένων. Εν τέλει, η άσκηση ενδικοφανούς προσφυγής με αποδέκτη το στέλεχος που τιμώρησε τον προσφεύγοντα είναι στην πράξη μία επανάληψη της απολογίας, γεγονός που υποβαθμίζει τη σπουδαιότητα και την απαίτηση για ενδελεχή έρευνα και αποτίμηση της αρχικής (και μόνης) απολογίας.

δ.Προσοχή πρέπει, όμως, να δοθεί και στο σκέλος τυποποίησης των πειθαρχικών παραπτωμάτων και συσχετισμού τους με συγκεκριμένες καταστατικές ποινές. Συνοπτικά εκτίθενται τα κατωτέρω:

(1)Στο άρθρο 8§ 1γ(21) προβλέπεται ως πειθαρχικό παράπτωμα «κάθε πράξη που συνιστά αδίκημα κατά τον Ποινικό Κώδικα, τον Στρατιωτικό Ποινικό Κώδικα και τις διατάξεις ειδικών ποινικών νόμων». Η ρύθμιση αυτή είναι άστοχη για τους παρακάτω λόγους:

(α)Πρώτον, είθισται τα ποινικά αδικήματα να αποτελούν νομική αποτύπωση αποτρόπαιων και κοινωνικά μη αποδεκτών πράξεων και παραλείψεων, πλην όμως δεν οδηγεί κάθε έγκλημα σε διασάλευση της τάξης και πειθαρχίας του Στρατεύματος. Η διάταξη αυτή παραβλέπει το προστατευόμενο έννομο αγαθό και τον ίδιο το λόγο καθιέρωσης πειθαρχικού δικαίου, συγχέοντας μία ομολογουμένως κακή συμπεριφορά με διατάραξη του υπηρεσιακού περιβάλλοντος. Εύλογα προκύπτει η απορία πώς ακριβώς πλήττεται η τάξη και η πειθαρχία όταν Στρατιωτικός τελέσει το αδίκημα της σωματικής βλάβης από αμέλεια ή παρακώλυσης συγκοινωνιών από αμέλεια ή έστω της φθοράς ξένης ιδιοκτησίας στο πλαίσιο διαπληκτισμού του με φίλους εκτός Στρατεύματος. Πρέπει να περιοριστεί το εύρος της συγκεκριμένης διάταξης, η οποία εξάλλου είναι αχρείαστη, τόσο διότι η λίστα των πειθαρχικών παραπτωμάτων είναι επαρκέστατη και ήδη εμπλουτίσθηκε, όσο και επειδή ήδη υπάρχει η γενική ρήτρα του αμέσως επόμενου τυποποιούμενου παραπτώματος.

(β)Δεύτερον, υποβαθμίζεται σε βαθμό παρεξηγήσεως ο ρόλος του πειθαρχικού δικαστή. Εάν η τέλεση ποινικού αδικήματος αποτελεί από μόνη της και καθαυτή πειθαρχικό παράπτωμα, εντέλει ο Δκτής ή το Πειθαρχικό Συμβούλιο καταλήγουν απλά να δεσμεύονται από τη νομική κρίση ενός ποινικού οργάνου, την οποία ενδεχομένως δεν ασπάζονται καν. Εξάλλου, δεν νοείται να αποφασίσει πειθαρχικό όργανο κατά πόσον τελέστηκε ποινικό αδίκημα, αφού η συγκεκριμένη πρακτική αποτελεί νόσφιση εξουσίας και αυτοτελές πειθαρχικό παράπτωμα.

(2)Προβληματική είναι και η διασύνδεση ορισμένων παραπτωμάτων αποκλειστικά και μόνο με την ποινή της απόταξης. Με τον τρόπο αυτό ο Κανονισμός αυτοαναιρείται, καθώς εκπαραθυρώνει ολικώς τη δυνατότητα του Πειθαρχικού Συμβουλίου να προσδιορίσει το είδος της επιβλητέας ποινής. Παραδείγματος χάριν, η χρήση ναρκωτικών ουσιών πλέον οδηγεί αναγκαστικά σε απόταξη, δίχως να καταλείπεται περιθώριο εκτίμησης των συνθηκών κάτω από τις οποίες έλαβε χώρα, τυχόν ελαφρυντικά ή προηγούμενη υπαίτια παράλειψη της Υπηρεσίας να παράσχει βοήθεια στο στέλεχος που τέλεσε την πράξη. Αποτιμώντας τις συνθήκες και το σύνολο της δικογραφίας το ΠΠΣ γνωμοδότησε αρνητικά επί της απόταξης Αξκού – χρήστη ναρκωτικών ουσιών, του οποίου την υπεράσπιση ανέλαβε ο Επικεφαλής του Γραφείου μας, κ. Μορτόπουλος. Πλέον η δυνατότητα αυτή καταστρατηγείται και ο ρόλος του Πειθαρχικού Συμβουλίου υποβιβάζεται σε απλό ρόλο ντετέκτιβ, αφού μόνο του έργο αποτελεί πλέον η διαπίστωση του τι συνέβη και όχι ποια ποινή πρέπει να επιβληθεί.

4.Οφείλει να υπογραμμισθεί ότι οι διατάξεις του ΣΚ 20-1 περί υποβολής αναφορών παραπόνων, όταν αυτές δεν αφορούν την επιβολή ποινής στο πλαίσιο πειθαρχικής διαδικασίας, εξακολουθούν να ισχύουν.

5.Εν κατακλείδι τονίζεται ότι η πειθαρχία αποτελεί πολλαπλασιαστή ισχύος των ΕΔ. Μολονότι η ύπαρξη ενός ολοκληρωμένου νομικού πλαισίου αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη διασφάλιση θεμελιωδών δικαιωμάτων και ευρυθμίας κατά την απόδοση υπηρεσιακής δικαιοσύνης, κρισιμότερη αναδεικνύεται η σωστή, συκγρατημένη και συγκροτημένη αξιοποίηση των διατάξεων. Η Υπηρεσία πρέπει να μεριμνήσει για την εκπαίδευση των στελεχών που φέρουν πειθαρχική δικαιοδοσία και να διασφαλίσει πως δεν έχουν επίγνωση μόνο της νομοθεσίας αλλά και του τρόπου που πρέπει να αξιοποιηθεί. Η υποβολή μίας απολογίας δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως διαδικαστική, γραφειοκρατική προϋπόθεση για την προαποφασισμένη επιβολή ποινής. Η διενέργεια ΕΔΕ δεν είναι μία ακόμα αγγαρεία που πρέπει να διεκπεραιωθεί. Προκειμένου να αξιοποιηθεί το νομικό πλαίσιο πρέπει τα στελέχη να έχουν γνώση και διάθεση να το εφαρμόσουν όπως προστάζει η συναδελφική αλληλεγγύη, η χρηστή διοίκηση και η πίστη στη βελτίωση των υφισταμένων μέσω της πειθαρχικής διερεύνησης, ακόμα και αν εν τέλει δεν επιβληθεί πειθαρχική ποινή.

*Παναγιώτης Χατζηγεωργίου, Δικηγόρος Θεσσαλονίκης

Δικηγορικό Γραφείο Κωνσταντίνου Μορτόπουλου & Συνεργατών

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου