Ε λοιπόν, επειδή μας έχουν πρήξει με τον ηρωικό Στρατό τους και τις Μεγάλες τις Ιδέες τους που συνέβαλαν στην Καταστροφή τόσων λαών, εμείς ως ΔΙΚΤΥΟ ΣΠΑΡΤΑΚΟΣ θα συμφωνήσουμε απόλυτα με τον Τάσο τον Κωστόπουλο, συναγωνιστή για τον οποίο τρέφουμε μεγάλη εκτίμηση και σεβασμό, και θα προτείνουμε την ανάγνωση αυτού του ιστορικού εξαιρετικού βιβλίου.
Το πραγματικό πρόσωπο ενός απωθημένου πολέμου
Τάσος Κωστόπουλος ΕΦΣΥΝ
Ένα εξαιρετικό βιβλίο για τη μικρασιατική εκστρατεία όπως τη βίωσαν οι Ελληνες φαντάροι
Μια επέτειος μπορεί να τιμηθεί με πολύ διαφορετικούς τρόπους. Η φετινή εκατονταετηρίδα της Μικρασιατικής καταστροφής τροφοδοτεί λ.χ. μια πλειάδα προσεγγίσεων από τα ΜΜΕ και την εγχώρια επιστημονική κοινότητα. Κάποιοι την αξιοποιούν για να υπενθυμίσουν το προαιώνιο, τάχα μου, μίσος που χωρίζει Ελληνες και Τούρκους· κάποιοι άλλοι τη βλέπουν σαν ευκαιρία γεωπολιτικού προβληματισμού, διερευνώντας μέσω σεναρίων «εναλλακτικής Ιστορίας» την πιθανότητα να είχε βγει τελικά η Ελλάδα νικήτρια από εκείνη τη σύρραξη.
Αλλοι πάλι, οι περισσότεροι, επικεντρώνονται στην προσφυγιά εκείνων των χρόνων − είτε για να τονίσουν τη διαχρονικότητα του προσφυγικού δράματος και την αναγκαιότητα της έμπρακτης αλληλεγγύης προς όλους όσοι ξεσπιτώνονται από πολέμους και κάθε λογής διωγμούς, είτε ως πολλοστή επιβεβαίωση μιας ιδιαίτερης κοινής ταυτότητας των απογόνων των προσφύγων του 1922, με ποικίλα και αντιφατικά μεταξύ τους κοινωνικοπολιτικά συμφραζόμενα.
Το βιβλίο «Ελληνες στρατιώτες και μικρασιατική εκστρατεία. Πτυχές μιας οδυνηρής εμπειρίας» που κυκλοφόρησε τον περασμένο μήνα από το Βιβλιοπωλείο της Εστίας, έργο συλλογικό με επιστημονικό υπεύθυνο τον ερευνητή του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών Δημήτρη Καμούζη και συνεπιμελητές τούς Αλέξανδρο Μακρή και Χαράλαμπο Μηνασίδη, παρεμβαίνει σ’ αυτή την άτυπη δημόσια συζήτηση από μια ριζικά διαφορετική οπτική γωνία: την προσέγγιση του τριετούς μικρασιατικού πολέμου (του μεγαλύτερου, αιματηρότερου και καταστροφικότερου που διεξήγαγε ποτέ το ελληνικό κράτος) όχι με την αφ’ υψηλού ματιά του «εθνικού» ιστορικού αλλά από «τα κάτω», ως ανασύσταση της συλλογικής εμπειρίας των ανθρώπων που εκόντες άκοντες επιφορτίστηκαν με τη διεξαγωγή του. Διευρύνοντας μια προβληματική που κατατέθηκε για πρώτη φορά δημόσια πριν από 15 χρόνια, στον απόηχο της γνωστής αντιπαράθεσης για το βραχύβιο εγχειρίδιο της Στ΄ Δημοτικού, τα δώδεκα κεφάλαια του βιβλίου εξετάζουν ποικίλες συμπληρωματικές πτυχές εκείνης της απωθημένης σύρραξης.
Αποτυπώσεις της βίας
Πόλεμος σημαίνει βία –και οποιαδήποτε μελέτη της πολεμικής εμπειρίας που σέβεται τον εαυτό της δεν είναι δυνατό παρά να ξεκινήσει μ’ αυτό ακριβώς το καθοριστικό ειδοποιό χαρακτηριστικό του. Στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου, το μόνο που δεν αντλεί το υλικό του πρωτίστως από αυτοβιογραφικά κείμενα Ελλήνων πολεμιστών, ο Δημήτρης Καμούζης και ο Γιώργος Γιαννακόπουλος εξετάζουν τη δράση του ελληνικού στρατού μέσα από το υπηρεσιακό βλέμμα των εντολοδόχων του: των Βρετανών πολιτικών, διπλωματών και στρατιωτικών που είχαν επιφορτιστεί με την επίβλεψη και άμεση καθοδήγηση της ελληνικής εξόρμησης.
«Ξύπνα βρε Μουσταφά Κεμάλ και κοίτα με το κιάλι, να δεις τα χανουμάκια σου που τα ’χουν οι φαντάροι» | Τραγούδι Ελληνορθόδοξων αγρεργατριών της Μικράς Ασίας, τραγουδιόταν επιδεικτικά μπροστά στις Τουρκάλες συναδέλφισσές τους στη διάρκεια της ελληνικής κατοχής (μαρτυρία της Αγλαΐας Κόντου από τη Μαινεμένη)
Πληροφορούμαστε έτσι πως η δομική αδυναμία του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος ν’ ανταποκριθεί στον ρόλο που του είχε ανατεθεί, μιας δύναμης ικανής να επιβάλει μιαν αποικιακού τύπου «ειρήνευση» πάνω στις τοπικές κοινωνίες, διατηρώντας θεωρητικά απόσταση από τα μίση και τις αντιπαραθέσεις τους, έγινε αντιληπτή σχεδόν αμέσως μετά την επεισοδιακή απόβαση του 1919 και την αιματοχυσία που ακολούθησε, τόσο στην ίδια την πρωτεύουσα της Ιωνίας όσο και στην ενδοχώρα της. Αντιμέτωπες με μια ένοπλη αντίσταση που υποστηριζόταν λιγότερο ή περισσότερο ενεργά από την πλειοψηφία του τοπικού πληθυσμού, καθώς οι ελληνορθόδοξοι Μικρασιάτες μειοψηφούσαν αισθητά έναντι των Τουρκομουσουλμάνων σχεδόν παντού έξω από τη Σμύρνη και το Αϊβαλί, οι ελληνικές μονάδες κατέφυγαν ήδη από το καλοκαίρι του 1919 στις συνήθεις πρακτικές ενός στρατού κατοχής, με αποτέλεσμα έναν όλο κι αιματηρότερο φαύλο κύκλο βιαιοτήτων, αντεκδικήσεων και αντιποίνων. Η αυξανόμενη απογοήτευση των Βρετανών προϊσταμένων τους αποτυπώνεται ευκρινώς στους σχετικούς υπηρεσιακούς φακέλους, με τη «σοφία» της ανάθεσης της αστυνόμευσης της περιοχής στα στρατεύματα του Βενιζέλου ν’ αμφισβητείται ήδη από πολύ νωρίς· ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα αποδεικνύεται εδώ η πλήρης συμπόρευση του Αμερικανού προξένου Τζορτζ Χόρτον (γνωστού κυρίως για το μεταγενέστερο, άκρως τουρκοφάγο πόνημά του «Η κατάρα της Ασίας») με όσα οι υπόλοιποι συνάδελφοί του καταλόγιζαν το 1919 στα ελληνικά στρατεύματα. Το πιο ενδιαφέρον τμήμα του κεφαλαίου αφορά, ωστόσο, την τύχη των δυο διασυμμαχικών εκθέσεων για τις εκατέρωθεν βιαιότητες στη Σμύρνη και τα περίχωρά της (1919) και την περιοχή Νικομήδειας-Γιάλοβας (1921).
Σε αντίθεση με τα κυρίαρχα στη χώρα μας στερεότυπα περί εγγενούς «ανθελληνισμού» των Μεγάλων Δυνάμεων εκείνα τα χρόνια, η πρώτη κρατήθηκε απόρρητη μέχρι το 1946 (όταν δημοσιεύθηκε σε συλλογή διπλωματικών εγγράφων των ΗΠΑ), προκειμένου οι διαπιστώσεις της να μη λειτουργήσουν αρνητικά για την ελληνική στρατιωτική παρουσία στην περιοχή, καθώς οι Σύμμαχοι δεν διέθεταν εναλλακτική λύση αστυνόμευσής της. Η δεύτερη έκθεση γνώρισε, απεναντίας, άφθονη δημοσιότητα εξαρχής· όχι μόνο λόγω μιας κάποιας ψύχρανσης της αγγλικής διπλωματίας απέναντι στην (αντιβενιζελική, πλέον) Αθήνα, αλλά και επειδή η αντικειμενική πραγματικότητα επί του εδάφους ήταν αδύνατο πια ν’ αποκρυβεί: την αρχική «αστυνομική» λειτουργία του εκστρατευτικού σώματος διαδέχθηκε μετά τη Συνθήκη των Σεβρών η εθνοκάθαρση στα μουλωχτά (προκειμένου ν’ ανατραπούν οι πληθυσμιακές ισορροπίες μέχρι το προβλεπόμενο δημοψήφισμα του 1925 για την αυτοδιάθεση της κατεχόμενης ζώνης) και, από το καλοκαίρι του 1921, μια πολιτική απροκάλυπτης και συστηματικής καταστροφής.
Μια ειδικότερη εκδοχή αυτής της βίας αναλύεται σε επόμενο κεφάλαιο από τη Σοφία Τατίδου, υποψήφια διδάκτορα στο ΑΠΘ: οι βιασμοί μουσουλμανίδων από Ελληνες στρατιώτες κι αξιωματικούς. Βασισμένο κυρίως σε ημερολόγια κι απομνημονεύματα μελών του εκστρατευτικού σώματος, αλλά και στις αναμνήσεις επώνυμων Μικρασιατισσών, το κείμενό της μελετά τη διάπραξη των συγκεκριμένων εγκλημάτων στο γενικότερο φόντο των ποικιλόμορφων έμφυλων σχέσεων στρατού και τοπικής κοινωνίας.
Πολλαπλά ενδιαφέρουσα αποδεικνύεται εδώ η ανακάλυψη ενός σκωπτικού τραγουδιού, με το οποίο κάποιες ελληνορθόδοξες αγρεργάτριες των μικρασιατικών παραλίων κορόιδευαν τις μουσουλμάνες ομόλογές τους πριν από την καταστροφή: «Ξύπνα βρε Μουσταφά Κεμάλ και κοίτα με το κιάλι, να δεις τα χανουμάκια σου που τα ’χουν οι φαντάροι». Ενδιαφέρουσα, όχι μόνο επειδή αποκαλύπτει πως η εθνοθρησκευτική αντιπαλότητα μπορεί να οδηγήσει σε θετική νοηματοδότηση της σεξουαλικής βίας ακόμη κι από μερίδα του γυναικείου πληθυσμού, αλλά και λόγω του εντοπισμού της συγκεκριμένης πληροφορίας στο αρχείο προφορικής ιστορίας του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών: μολονότι αποσπάσματα της ίδιας μαρτυρίας έχουν δημοσιευθεί από το 1980 στη γνωστή συλλογή του ΚΜΣ («Εξοδος», τ.Α΄, σ.63-65), το επίμαχο τμήμα κρίθηκε τότε εθνικά επιβεβλημένο ν’ απαλειφθεί.
Εκδοχές της στράτευσης
Ακόμη πιο παραγνωρισμένες από τον κυρίαρχο λόγο περί μικρασιατικού πολέμου υπήρξαν οι πτυχές του που μελετά στο δικό του κείμενο ο Αναστάσιος Ζωγράφος. Ο λόγος για τις αποκλίνουσες μορφές ατομικής αποφυγής του πολέμου που εκφράστηκαν στην Ελλάδα της εποχής με μαζικές λιποταξίες, ακόμη μαζικότερη ανυποταξία αλλά και το απλό «κουραμπιεδιλίκι» −η αποφυγή, τουτέστιν, του μετώπου με αξιοποίηση προσωπικών ή οικογενειακών βυσμάτων. Οι παράγοντες που επικαθόρισαν αυτές τις συμπεριφορές διερευνώνται με βάση πρωτογενείς πηγές, ενίοτε εξαιρετικά διαφωτιστικές για τη συνύπαρξη μεγαλόστομου διακηρυκτικού πατριωτισμού κι ανομολόγητης ατομικής τακτοποίησης.
Σ’ ένα από τα αποκαλυπτικότερα σημεία του κεφαλαίου (σ.97-98), η επιφανής νοσηλεύτρια Αγγελική Φικιώρη επιτιμά λ.χ. αφ’ υψηλού τα ξαδέρφια της, που ζήτησαν να χρησιμοποιήσει τις διασυνδέσεις της στη στρατιωτική διοίκηση για ν’ απομακρύνει τους αδερφούς τους από το μέτωπο («θεωρώ πάρα πολύ μεγάλη ντροπή ένας Φικιώρης να θέλει να κρυφτεί, είναι ατιμία για μένα»), για να δεχτεί τελικά τη φαρμακερή υπενθύμιση της μητέρας ενός απ’ αυτούς, πως η ίδια δεν είχε καθόλου ντραπεί να κάνει ακριβώς το ίδιο για στενότερους συγγενείς της: «Εις τους παρελθόντας δυο πολέμους και εις τον νυν δεν εδυσκολευθήκατε καθόλου να βολέψετε τους υιούς του αδελφού σας Ιωάννου. Τώρα δε με τον ανήλικον και νεοσύλλεκτον μονογενή μου, ευπαθούς πατρός, θέλετε να δοξάσετε την οικογένειαν»...
Ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις για τα κοινωνικά συμφραζόμενα της πολεμικής εμπειρίας συναντάμε και στο κείμενο της Μαργαρίτας Δαλεζίου για τον τρόπο με τον οποίο αποτυπώνονται τα σωματοποιημένα βιώματα στα ημερολόγια αξιωματικών και φαντάρων, ιδίως όσον αφορά το υλικό και κοινωνικό χάσμα που χώριζε στην πράξη τούς μεν από τους δε. Ο επιμελητής της στήλης αισθάνεται δε ιδιαίτερη ικανοποίηση από το γεγονός ότι, στο σημείο αυτό, τα συμπεράσματα της συγγραφέως (σ.215) επαναλαμβάνουν σχεδόν κατά λέξη παλιότερες δικές του διαπιστώσεις («Πόλεμος και εθνοκάθαρση», Αθήνα 2007, σ.17), έστω και δίχως την οφειλόμενη βιβλιογραφική αναφορά. Από κει και πέρα, αξιοσημείωτες είναι οι επισημάνσεις του ίδιου κεφαλαίου για το πώς οι μαχητές αποτύπωναν στο χαρτί πτυχές της καθημερινότητάς τους όπως η σωματική καταπόνηση, η αντιμετώπιση της πείνας, ο φόβος ή το πένθος, αλλά και για το άτυπο συλλογικό ταμπού της καταγραφής του φόνου ως προσωπικής εμπειρίας.
Σύγχρονες με τα γεγονότα, αλλά με διαφορετικό αποδέκτη από τον «αντικειμενικοποιημένο εαυτό» των συντακτών των ημερολογίων, ήταν επίσης οι επιστολές που αντάλλασσαν ουκ ολίγα μέλη του εκστρατευτικού σώματος με τις εικονικές «αδελφές» τους του Συνδέσμου Αδελφή του Στρατιώτου· σωματείου που υφίστατο από το 1918 για την ψυχολογική στήριξη των πολεμιστών. Μελετώντας το αρχείο δυο τέτοιων εθελοντριών (Νεφέλη και Γεωργία Δεσποτοπούλου) που διέσωσε κι αξιοποίησε ο δημοσιογράφος Φώντας Λάδης, ο Παναγιώτης Γρηγορίου σκιαγραφεί τα λεπτά όρια μεταξύ γραπτού λόγου και υπόρρητων συνδηλώσεων και τις κατά καιρούς διαρρήξεις τους, αλλά και τη σταδιακή μεταβολή της ψυχολογίας των πολεμιστών καθ’ οδόν προς (και μετά) την κατάρρευση του μετώπου.
Σ’ ένα διαφορετικό επίπεδο, ο Χαράλαμπος Μηνασίδης διερευνά τις πολλαπλές στάσεις των Ρωμιών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας απέναντι στην εκστρατεία, από την εθελοντική ή αναγκαστική κατάταξη στο εκστρατευτικό σώμα ή την ένταξη σε παραστρατιωτικές μονάδες μέχρι την πολύμορφη αποφυγή κάθε εμπλοκής (ανυποταξία, λιποταξία, αξιοποίηση κοινωνικών διασυνδέσεων, φυγή στο εξωτερικό), η μαζικότητα της οποίας προκαλούσε συχνά την οργή των Ελλαδιτών φαντάρων.
Τελικό συμπέρασμά του είναι πως οι επιλογές των επιμέρους Ρωμιών καθορίστηκαν «από μια σειρά παραγόντων όπως η πολιτική και εθνική τους συνείδηση, […] οι έως τότε αρνητικές, κατά το πλείστον, εμπειρίες τους, η αντίληψή τους για τον πόλεμο, η προσωπική και οικογενειακή τους κατάσταση και η ρευστότητα των ανδρικών προτύπων εν μέσω πολέμου» (μαχητές του έθνους ή προστάτες της οικογένειάς τους;), ακόμη κι από παράγοντες κοινούς για όλους τους στρατευμένους, όπως «η απουσία κράτους πρόνοιας» για τη στοιχειώδη διασφάλιση των οικογενειών τους (σ.115).
Σαφώς πιο ανώδυνο είναι το αντικείμενο του κεφαλαίου που υπογράφει ο Ανδρέας Μπαλτάς, με θέμα την οργάνωση αθλητικών δραστηριοτήτων και άλλων μορφών ψυχαγωγίας στο μέτωπο.
Οταν τελειώσει ο πόλεμος μη με ξεχάσεις...
Τα πέντε τελευταία κεφάλαια του βιβλίου αναδεικνύουν τα συντρίμμια εκείνα της μικρασιατικής εκστρατείας που συνήθως επισκιάζονται από το μαζικότερο (και ορατότερο) δράμα των προσφύγων. Ο Γιάννης Στογιαννίδης επικεντρώνεται στο ζήτημα των φυματικών βετεράνων, ο Γιάννης Γκλαβίνας σκιαγραφεί τη μοίρα των αιχμαλώτων κι ο Κώστας Παλούκης εξιστορεί τις μεσοπολεμικές κινητοποιήσεις των αναπήρων πολέμου. Ο Αλέξανδρος Μακρής ιχνηλατεί τη δημόσια εικόνα των παλιών πολεμιστών κατά τον Μεσοπόλεμο, όπως αυτή αποτυπώθηκε στις αφηγήσεις όσων απ’ αυτούς κατέκτησαν κάποιου είδους βήμα (από την αντιπολεμική / αυτοβιογραφική λογοτεχνία μέχρι τις αντιπολεμικές σελίδες του «Ριζοσπάστη»), στις επίσημες κρατικές εκδόσεις και τελετές αλλά και στο λογοτεχνικό έργο όσων έζησαν τον πόλεμο και τις συνέπειές του από κάποια ασφαλή απόσταση.
Ο Γιώργος Χρανιώτης ανατέμνει, τέλος, την ανάδυση ενός ισχυρού αντιμιλιταριστικού ρεύματος μεταξύ 1922 και 1925, με σπονδυλική στήλη τις φιλοκομμουνιστικές Ενώσεις Παλαιών Πολεμιστών και Θυμάτων Στρατού. Αμεσο προϊόν της απονομιμοποίησης του πολέμου που επέφεραν τα τραυματικά βιώματα της μικρασιατικής εκστρατείας, της διαπίστωσης του κοινωνικού χάσματος που χώριζε τους απλούς φαντάρους από τους επαγγελματίες αξιωματικούς κι όσους απέκτησαν θώκους και περιουσίες χάρη στο χυμένο αίμα των άλλων, αλλά και της συνειδητοποίησης της μεταχείρισης που η πατρίδα επιφύλαξε σ’ όσους έφαγαν τα νιάτα και την υγεία τους στα χαρακώματα, το αντιμιλιταριστικό αυτό ρεύμα συνδέθηκε με το εργατικό κίνημα και τις αγροτικές κινητοποιήσεις της δεκαετίας του 1920, για να συντριβεί αμείλικτα από την κρατική καταστολή επί Πάγκαλου –με χαρακτηριστικότερο δείγμα τον θεσμικό αποκλεισμό των μελών των παλαιοπολεμιστικών ενώσεων από ευεργετήματα όπως η διανομή μοναστηριακών κτημάτων.
Οι πανταχού παρούσες τραγικές συνέπειες της στρατιωτικής ήττας για τους ελληνορθόδοξους πληθυσμούς των μικρασιατικών παραλίων λειτουργούσαν, άλλωστε, υπονομευτικά για τον «καθαρό» αντιμιλιταρισμό. Οταν η απειλή ενός νέου πολέμου απομακρύνθηκε προσωρινά από τον ορίζοντα, αυτός ο τελευταίος δεν άργησε έτσι να παραχωρήσει τη θέση του σε μια κουλτούρα εθνικής άμυνας, ποιοτικά διαφορετικής από τον επιθετικό μεγαλοϊδεατισμό του παρελθόντος, η κοινωνική εμβέλεια της οποίας έγινε ευρύτερα αντιληπτή μόνο κατά τη δεκαετία του ’40.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου