Μετάφραση: Ανδρέας Κοσιάρης
Το πιο βρώμικο μυστικό της Ευρώπης — ένα που την αποτρέπει από τη σοβαρή και γρήγορη αντιμετώπιση της κλιματικής εκτάκτου ανάγκης — δεν συζητείται αυτή την εβδομάδα στην COP27, τη συνδιάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για την κλιματική αλλαγή που φιλοξενείται στην Αίγυπτο.
Η αναφορά στη Συνθήκη για τον Χάρτη Ενέργειας θα αποκάλυπτε πόσο μακριά βρίσκονται τα δυτικά κράτη, οι μεγαλύτεροι ρυπαντές αερίων του θερμοκηπίου, από το να είναι σε θέση να περικόψουν τις εκπομπές άνθρακα στο μισό μέχρι το 2030. Μια τέτοια αποτυχία θα έθετε τον κόσμο σε πορεία για καταστροφική παγκόσμια υπερθέρμανση πάνω από τους 1,5 °C.
Οποιεσδήποτε μεγαλεπήβολες δηλώσεις κι αν εκδώσουν καθώς το συνέδριο στο Σαρμ ελ-Σεΐχ ολοκληρώνεται αυτή την εβδομάδα, στην πραγματικότητα τα Ευρωπαϊκά κράτη ουσιαστικά έχουν δέσει τα χέρια τους για το προβλέψιμο μέλλον επικυρώνοντας τη Συνθήκη αυτή πίσω στη δεκαετία του 1990. Εάν προσπαθήσουν να περικόψουν τις εκπομπές, θα θέσουν στους εαυτούς τους ένα τεράστιο οικονομικό βάρος.
Η Ευρώπη θα προτιμούσε να μην παραδεχτεί ότι έθεσε εαυτόν δέσμιο των υπερεθνικών εταιρειών ενέργειας. Οι εταιρείες μπορούν να εκβιάζουν τα κράτη-μέλη (της Συνθήκης) για αποζημιώσεις, αποθαρρύνοντας τις ευρωπαϊκές προσπάθειες για σημαντική αλλαγή των ενεργειακών πολιτικών για τουλάχιστον τις επόμενες δύο δεκαετίες.
Οι όροι της Συνθήκης βοηθούν να εξηγηθεί το γιατί, παρά τα χρόνια κλιματικών δεσμεύσεων, οι τελευταίες έρευνες δείχνουν πως οι εκπομπές ορυκτών καυσίμων θα φτάσουν σε ύψη-ρεκόρ μέχρι το τέλος του έτους.
Ο Αντόνιο Γκουτέρες, γενικός γραμματέας του ΟΗΕ, είπε στους ηγέτες του πλανήτη στην COP27: «Είμαστε σε μία λεωφόρο προς την κλιματική κόλαση με το πόδι στο γκάζι. Ο πλανήτης μας φτάνει γρήγορα σε σημεία καμπής που θα κάνουν το κλιματικό χάος μη αναστρέψιμο».
Η Συνθήκη για τον Χάρτη Ενέργειας είναι ένας από τους κύριους παράγοντες που προωθούν την Ευρώπη σε αυτή τη λεωφόρο.
Η επιπλέον αποθάρρυνση της Ευρώπης από τη δημόσια αναφορά στα προβλήματα με τη Συνθήκη Ενέργειας, προέρχεται από το γεγονός ότι θα τόνιζε τις εντάσεις για την ενεργειακή πολιτική με τη Ρωσία, που βρίσκονται στη ρίζα του τρέχοντος πολέμου στην Ουκρανία.
Θα μπορούσε ακόμα να δώσει ένα κρίσιμο κομμάτι του παζλ στην προσπάθεια κατανόησης του ποιος βρέθηκε πίσω από το σαμποτάζ στους δύο αγωγούς του Nord Stream που παρείχαν ρωσικό αέριο απευθείας στη Γερμανία — και γιατί. Οι αγωγοί ανατινάχτηκαν από άγνωστους τον Οκτώβριο.
Αντ’ αυτού, συνεχίζει να υπάρχει μία συνωμοσία σιωπής για τη Συνθήκη Ενέργειας και τις επιπτώσεις της. Η αποτυχία προώθησης της κατάργησής της στην COP27 θα υπονομεύσει οποιεσδήποτε δηλώσεις προόδου για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης.
Κρυφά δικαστήρια
Η Συνθήκη για τον Χάρτη Ενέργειας δημιουργήθηκε λίγο μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991. Οι εταιρείες ενέργειας πίεσαν για την υιοθέτησή της για να σιγουρέψουν τις μακροχρόνιες επενδύσεις τους στην εκμετάλλευση των πηγών ορυκτών καυσίμων στην πρώην Σοβιετική Ένωση, στην περίπτωση που τα νέα ανεξάρτητα κράτη θα επιθυμούσαν αργότερα να θέσουν τις βιομηχανίες τους ξανά υπό δημόσια ιδιοκτησία.
Δόθηκε στις εταιρείες το δικαίωμα να μηνύσουν οποιοδήποτε μέλος της Συνθήκης που θα άλλαζε την ενεργειακή του πολιτική με τρόπο που θα ζημίωνε τα κέρδη τους. Ακόμα κι αν τα κράτη αποχωρήσουν από τη Συνθήκη, μία ρήτρα λήξης τα κάνει υπεύθυνα για αιτήματα ζημίας για επιπλέον 20 χρόνια. Οι ακροάσεις των αιτημάτων γίνονται μυστικά σε ειδικά διεθνή δικαστήρια.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση και μεμονωμένα τα κράτη-μέλη της, συμπεριλαμβανόμενου του ΗΒ, είναι ανάμεσα στα περισσότερα από 50 κράτη που έχουν επικυρώσει τη Συνθήκη. Έχει υπάρξει αυξανόμενη ανησυχία στην Ευρώπη, βέβαια, για την επίδρασή της στα σχέδια της ηπείρου για μια πράσινη μετάβαση. Η Ιταλία αποχώρησε το 2015 και, σε μία μεγάλη εξέλιξη, η Γερμανία ανακοίνωσε την περασμένη εβδομάδα ότι επιθυμεί επίσης να αποχωρήσει. Η Ισπανία, η Γαλλία, η Πολωνία και η Ολλανδία έχουν επίσης απειλήσει να ακολουθήσουν.
Στα υπόλοιπα μέλη της Συνθήκης ανήκουν η Τουρκία, η Ιαπωνία και κράτη της Κεντρικής Ασίας.
Παρά τα προφανή της μειονεκτήματα, η Συνθήκη προωθείται επιθετικά στην Αφρική, τη Μέση Ανατολή, τη Λατινική Αμερική και την Ασία, με την υπόσχεση νέων επενδύσεων ενέργειας. Από τη στιγμή που αυτές οι χώρες γίνουν μέλη της Συνθήκης, θα γίνει πολύ δυσκολότερο να μειωθούν εκεί οι εκπομπές άνθρακα.
Οι ΗΠΑ είναι παρατηρητής στη Συνθήκη, αλλά δεν υπόκεινται στους όρους της. Η Ρωσία την έχει υπογράψει αλλά δεν την επικύρωσε ποτέ — εντούτοις οι διαιτητές σε ένα ειδικό δικαστήριο αποφάνθηκαν ότι υπόκειται σε αυτήν.
Αγωγές αποζημίωσης
Παρά το γεγονός πως η Συνθήκη αποτελεί την κληρονομιά της έλλειψης εμπιστοσύνης που προερχόταν από τον Ψυχρό Πόλεμο, οι εταιρείες ενέργειας έχουν βρει νέες χρήσεις για αυτήν τα τελευταία χρόνια, ως εργαλείο για να εμποδίσουν τις «πράσινες» προσπάθειες της Ευρώπης. Τα κράτη αντιμετωπίζουν ένα άγριο δίλημμα: είτε υποκύπτουν στο εταιρικό μπούλινγκ και εμμένουν με τα ορυκτά καύσιμα, ή αντιμετωπίζουν τεράστιες αγωγές αποζημίωσης, που αποτιμούνται σε εκατοντάδες δισεκατομμύρια λίρες, διότι μετακινήθηκαν προς ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Ακόμα και η κίνηση προς τις ΑΠΕ από την Ευρώπη ενέχει τεράστια ρίσκα υπό τη Συνθήκη, καθώς η επιστήμη γύρω από την πράσινη ενέργεια συνεχώς εξελίσσεται και οι ρυθμίσεις αλλάζουν μαζί της. Οποιαδήποτε αλλαγή στην ενεργειακή πολιτική ρισκάρει την ενεργοποίηση ενός κύματος αγωγών αποζημίωσης.
Εάν, για παράδειγμα, ο πρώην ηγέτης των Εργατικών της Βρετανίας Τζέρεμι Κόρμπιν είχε κερδίσει τις γενικές εκλογές του 2019, η κυβέρνησή του θα μπορούσε να βρεθεί αντιμέτωπη με μια σειρά συντριπτικών αιτημάτων ζημίας, εάν εφάρμοζε την προγραμματική της δέσμευση για εθνικοποίηση του τομέα ενέργειας του ΗΒ.
Παρομοίως, τα κράτη θα μπορούσαν να μηνυθούν εάν προσπαθήσουν να μειώσουν την ενεργειακή φτώχεια ή να επιβάλλουν φόρους στα έκτακτα κέρδη της ενέργειας.
Οι ανησυχίες για τη δυνατότητα της Ευρώπης να φτάσει τους στόχους που τέθηκαν στη Συμφωνία του Παρισιού το 2015 — που σχεδιάστηκαν ώστε να περιορίσουν την υπερθέρμανση στους 1,5 °C — έχουν μεγαλώσει καθώς οι εταιρείες ορυκτών καυσίμων έχουν κερδίσει μια σειρά από νίκες στα ειδικά δικαστήρια της Συνθήκης.
Ανάμεσα στις χώρες που έχουν χτυπηθεί περισσότερο είναι η Ισπανία, που ήδη αντιμετωπίζει αιτήματα ζημίας 10 δισ. ευρώ. Η Ολλανδία έχει ρισκάρει μια νομική αντίδραση για τα σχέδιά της να καταργήσει σταδιακά το κάρβουνο. Και η Ιταλία, ακόμα κι αν βρίσκεται εκτός της Συνθήκης, έχει μηνυθεί υπό τη ρήτρα λήξης για την απαγόρευση εξόρυξης αερίου και πετρελαίου στην Αδριατική. Τον Αύγουστο, ένα ειδικό δικαστήριο επιδίκασε αποζημιώσεις 210 εκατ. λιρών στη βρετανική εταιρεία πετρελαίου Rockhopper, για τις «πράσινες» κινήσεις της Ιταλίας.
Η Ρωσία βρίσκεται αντιμέτωπη με μια σειρά από υποθέσεις που θα μπορούσαν να της κοστίσουν 50 δισ. δολάρια — το αντίστοιχο του ΑΕΠ της Σλοβενίας.
Μια μελέτη από το 2020 υπολόγισε πως οι συνολικές επενδύσεις ενέργειας που προστατεύονται από τη Συνθήκη φτάνουν περίπου στο ύψος των 1,3 τρισ. ευρώ — πολύ πάνω από τα 630 δισ. δολάρια που υπολογίζεται ότι έχουν επενδυθεί παγκοσμίως στην κλιματική δράση το 2020. Οι πιθανές αιτήσεις αποζημίωσης θα συνεχίσουν να μεγαλώνουν υπό τη Συνθήκη, και οι ζημίες θα πρέπει να πληρωθούν επιπρόσθετα στα όποια έξοδα για ΑΠΕ.
Θα ήταν δύσκολο να αρνηθεί κανείς ότι αυτά τα αστρονομικά ποσά αποζημίωσης δημιουργούν ένα αποφασιστικό «ρυθμιστικό πάγωμα», αποθαρρύνοντας τις κυβερνήσεις από τη σταδιακή κατάργηση των ορυκτών καυσίμων και την αλλαγή σε ανανεώσιμες υπό τον φόβο των μηνύσεων.
Οι εταιρείες ενέργειας σπεύδουν να γεμίσουν το κενό. Νέα έρευνα βρήκε πως επεκτείνουν μαζικά την εξερεύνηση πρόσθετων πηγών ορυκτών καυσίμων, ξοδεύοντας 160 δισ. δολα΄ρια τα τελευταία δύο χρόνια.
Ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας έχει προειδοποιήσει πως ο πλανήτης δεν μπορεί να αποφύγει την κλιματική καταστροφή εάν δεν υπάρξει αναστολή του ανοίγματος νέων πηγών πετρελαίου και αερίου.
Αυτό μπορεί να εξηγήσει γιατί υπάρχει αριθμός-ρεκόρ εκπροσώπων του λόμπι των ορυκτών καυσίμων στην COP27 — περισσότεροι από τις συνδυασμένες αποστολές των 10 κρατών που αντιμετωπίζουν τη μεγαλύτερη επίδραση της κλιματικής έκτακτης ανάγκης.
Πολύ λίγα, πολύ αργά
Τον Ιούνιο, μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου προέτρεψαν την Κομισιόν, το κοντινότερο σε κυβέρνηση όργανο που διαθέτει η Ευρώπη, να αποχωρήσει από τη Συνθήκη Ενέργειας ώστε να κράτη-μέλη της ΕΕ να μπορέσουν να πραγματοποιήσουν αλλαγές στις ενεργειακές τους πολιτικές που θα συμβαδίζουν με τις δεσμεύσεις τους υπό τη Συμφωνία του Παρισιού.
Τον περασμένο μήνα ο ΟΗΕ προειδοποίησε πως, ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι τα εκβιομηχανισμένα κράτη θα τηρήσουν τις δεσμεύσεις τους για περικοπή εκπομπών, ο κόσμος οδεύει προς μια αύξηση θερμοκρασιών κατά 2,5 °C και μια καταστροφική κλιματική κατάρρευση.
Όμως η αποχώρηση από τη Συνθήκη θα άφηνε τα μέλη της ΕΕ ανοιχτά σε νομικές ενέργειες για ζημιές για τις επόμενες δύο δεκαετίες.
Η Κομισιόν έχει αντ’ αυτού προτείνει μεταρρυθμίσεις που θα συζητηθούν στο συνέδριο της Συνθήκης για τον Χάρτη Ενέργειας που πρόκειται να διεξαχθεί αργότερα αυτόν τον μήνα στη Μογγολία. Οι αλλαγές στη Συνθήκη είναι σχεδιασμένες για να καθησυχάσουν χώρες όπως η Γερμανία που αντιδρούν ολοένα και περισσότερο σε αυτήν.
Η πρόταση θα επέτρεπε στα κράτη-μέλη της ΕΕ να αποκλείσουν από τη συνθήκη κάθε νέα επένδυση σε ορυκτά καύσιμα. Θα μπορούσαν επίσης να μειώσουν την ευθύνη τους για τις υπάρχουσες επενδύσει στα 10 έτη ή «το αργότερο έως το 2040».
Οι κλιματικοί ακτιβιστές προειδοποιούν πως η δράση της ΕΕ είναι πολύ λίγη, πολύ αργά. Οι αλλαγές στη Συνθήκη απαιτούν ομοφωνία και στο παρελθόν έχουν πάρει χρόνια για να ολοκληρωθούν. Και οι ακτιβιστές προειδοποιούν επίσης πως το πλάνο των Βρυξελλών, ακόμα κι αν τελικά συμφωνηθεί, θα επιτρέψει στους επενδυτές να στήσουν γραφεία σε άλλες δικαιοδοσίες, όπως της Βρετανίας ή της Ελβετίας, από όπου θα μπορούν να ξεκινήσουν νέα αιτήματα αποζημιώσεων.
Η Κορνέλια Μάαρφιλντ, της οργάνωσης Climate Action Network Europe, δήλωσε στο Energy Monitor αυτόν τον μήνα: «Είναι απίστευτο πως η ΕΕ συμφώνησε να κλειδώσει την προστασία των ορυκτών για τουλάχιστον μία ακόμα δεκαετία. Αυτό σημαίνει πως οι χώρες θα συνεχίσουν να ξοδεύουν χρήματα των φορολογούμενων στην αποζημίωση των εταιρειών ορυκτών καυσίμων αντί να καταπολεμήσουν την κλιματική αλλαγή και να μετακινηθούν σε ένα ανανεώσιμο σύστημα ενέργειας».
Προειδοποίησε επίσης πως η μεταρρύθμιση της Συνθήκης θα άφηνε την Ευρώπη και άλλα μέλη της ακόμα εκτεθειμένα σε αγωγές αποζημίωσης για άλλες ρυπαντικές, μη-ορυκτές πηγές ενέργειας, όπως το υδρογόνο και η βιομάζα.
Οι οργανώσεις κλιματικής δράσης απαιτούν μια συντονισμένη μαζική αποχώρηση από τη Συνθήκη, που ουσιαστικά θα την καθιστούσε άκυρη — δεν φαίνεται να υπάρχει τέτοια διάθεση από τους Ευρωπαίους ηγέτες.
Ενεργειακός πόλεμος
Τα προβλήματα με την ενεργειακή πολιτική της Ευρώπης έχουν ενταθεί επίσης από τον τρέχοντα πόλεμο στην Ουκρανία. Αυτός έχει στείλει στα ύψη τις τιμές ενέργειας — όπως και τα κέρδη της βιομηχανίας ενέργειας. Έχει κάνει επίσης την Ευρώπη να αναζητά εναγωνίως νέες πηγές ενέργειας, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται αποστολές υπεράφθονου αμερικανικού υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG), αποτέλεσμα της αύξησης της εξόρυξης με υδραυλική ρωγμάτωση (fracking). Τέτοιες αποστολές έχουν υπερδιπλασιαστεί το τελευταίο έτος.
Μια νέα έκθεση 50 οργανώσεων σημειώνει ότι οι εταιρείες ορυκτών καυσίμων είναι «χαρούμενες να εκμεταλλευτούν» το χάος στην παγκόσμια αγορά ενέργειας που έχει προκληθεί από τον πόλεμο, διοχετεύοντας τα κέρδη τους στην υδραυλική ρωγμάτωση και σε νέες εγκαταστάσεις για την εξαγωγή υγροποιημένου φυσικού αερίου.
Η μεταστροφή αυτής της ευημερίας των ορυκτών καυσίμων θα κατέληγε πιθανότατα σε νέες αγωγές αποζημίωσης υπό τη Συνθήκη Ενέργειας τα επόμενα χρόνια.
Ο γενικός γραμματέας της Συνθήκης για τον Χάρτη Ενέργειας έχει αναφερθεί στον πόλεμο στην Ουκρανία ως έναν λόγο γιατί οι χώρες της ΕΕ θα πρέπει να μην αποχωρήσουν από αυτήν, ισχυριζόμενος ότι μια τέτοια κίνηση θα προσέθετε στην ενεργειακή ανασφάλεια της Ευρώπης καθώς θα ανταγωνιζόταν τους εναλλακτικούς στη Ρωσία παρόχους ορυκτών καυσίμων, όπως το Αζερμπαϊτζάν.
Στην πραγματικότητα, όμως, η Συνθήκη είναι βαθιά συνδεδεμένη με τις ρίζες του πολέμου και τις συνεχιζόμενες επιπτώσεις του — όλες τους καταστροφικές για το περιβάλλον.
Στη δεκαετία του 2000, η συνθήκη παρείχε το φόντο σε έναν ενεργειακό πόλεμο μεταξύ της Ρωσίας και της Ουκρανίας, καθώς οι δύο οικονομίες συνέχιζαν να δυσκολεύονται στον απόηχο της κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης.
Η Μόσχα είχε εξαγριωθεί από την αποτυχία του Κιέβου να αποπληρώσει τα χρέη του στις παροχές αερίου, και το κατηγορούσε επίσης για κλοπή αερίου κατά τη μεταφορά του προς την Ευρώπη, τον μεγαλύτερο πελάτη της Ρωσίας. Ως απάντηση, η Ρωσία έκλεισε δύο φορές την παροχή μέσω του δικτύου της στην Ουκρανία, τη δεύτερη φορά — στις αρχές του 2009 — στερώντας το αέριο και από την Ευρώπη. Ο αποκλεισμός ήρθε κατά τη διάρκεια ενός από τους πιο κρύους χειμώνες της Ευρώπης.
Οι επενδυτές στον ρωσικό γίγαντα αερίου Gazprom και την εθνική υπηρεσία κοινής ωφέλειας της Ουκρανίας Naftogaz ξόδεψαν χρόνια σε διάφορες διαμάχες στα ειδικά δικαστήρια. Ήταν η αποτυχία της Συνθήκης να επιλύσει αυτές τις διαφορές που οδήγησε τη Μόσχα να αποχωρήσει από τη Συνθήκη το 2009.
Αυτές οι εντάσεις επιδείνωσαν τον διχασμό ανάμεσα στους Ουκρανούς πολιτικούς που κοιτούσαν προς τη Μόσχα για ασφάλεια, συμπεριλαμβανόμενης της ενεργειακής ασφάλειας, και σε αυτούς που προτιμούσαν να συμμαχήσουν με την ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Εν τέλει αυτός ο διχασμός, και ο Ουκρανικός εμφύλιος που προκάλεσε, πυροδότησε την εισβολή της Ρωσίας και συνέβαλε στην απόφαση των ΗΠΑ και της Ευρώπης να αναμειχθούν ευθέως στον πόλεμο προμηθεύοντας όπλα στην Ουκρανία.
Εκρήξεις αγωγών
Οι ευρωπαϊκές ανησυχίες για την ασφάλεια των προμηθειών αερίου από τη Ρωσία μέσω της Ουκρανίας οδήγησαν στην κατασκευή δύο αγωγών — Nord Stream 1 και 2 — από τη Ρωσία απευθείας στη Γερμανία μέσω της Βαλτικής Θάλασσας. Ο πρώτος άνοιξε το 2011, ενώ ο δεύτερος ολοκληρώθηκε το 2021.
Όμως αυτό απλά παραμέρισε τα προβλήματα που προκαλούνται από τη Συνθήκη Ενέργειας για επόμενο χρονικό διάστημα. Καθώς η Δύση ενέτεινε την εχθρικότητά της προς τη Ρωσία, ειδικά έπειτα από την εισβολή στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο, η Γερμανία βρέθηκε παγιδευμένη στη μέση.
Εάν αποδεχόταν το ρωσικό αέριο μέσω του Nord Stream για οικιακή θέρμανση και βιομηχανική χρήση, ρίσκαρε να έρθει σε σύγκρουση με το πρόγραμμα κυρώσεων της Δύσης. Όμως αν υπαναχωρούσε στη συμφωνία για τους αγωγούς, θα μπορούσε να μηνυθεί υπό τους όρους της Συνθήκης από τις Ευρωπαϊκές εταιρείες που έχουν επενδύσει στο πρόγραμμα.
Όπως σημείωσε η πρώην υπουργός Περιβάλλοντος της Γερμανίας, Σβένγια Σούλτσε, τον περασμένο Φεβρουάριο για το πρόβλημα της χώρας της: «Ρισκάρουμε επίσης να καταλήξουμε σε διεθνή ειδικά δικαστήρια με αιτήματα αποζημίωσης εάν σταματήσουμε το πρόγραμμα». Αντίθετα, η Γερμανία προσπάθησε να αγοράσει χρόνο καθυστερώντας την έγκριση του Nord Stream 2.
Το δίλημμα του Βερολίνου για το πώς να προχωρήσει επιλύθηκε επιτέλους όταν μια σειρά εκρήξεων δημιούργησε τρύπες και στους δύο αγωγούς. Η Ρωσία έχει αποκλειστεί από τις έρευνες, ενώ η Γερμανία, η Σουηδία και η Δανία έχουν κρατήσει μέχρι στιγμής μυστικά τα ευρήματά τους.
Η Σουηδία έχει πει πως δεν μπορεί επίσημα να μοιραστεί πληροφορίες από την έρευνά της λόγω «εθνικής ασφάλειας».
Όλα αυτά θα έπρεπε να είναι λόγος βαθιάς ανησυχίας. Η Συνθήκη Ενέργειας δεν δρα μονάχα ως μεγάλο αντικίνητρο στο πολυπόθητο «πράσινο new deal», αλλά επίσης βοηθά στη διαιώνιση των ίδιων ενεργειακών συγκρούσεων και πολέμων που έχουν υποσκάψει την πρόοδο προς τη διεθνή συνεργασία που είναι απαραίτητη για την περικοπή των εκπομπών.
Οι ειδικοί συμφωνούν πως ο πλανήτης είναι στο απόλυτο χείλος ενός κλιματικού γκρεμού αν δεν παρθεί άμεση δράση για την περικοπή εκπομπών. Κι όμως, η νομική αρχιτεκτονική της ενεργειακής ρύθμισης γεννά την καχυποψία και τον ανταγωνισμό, βάζοντας το ένα κράτος αντιμέτωπο με το άλλο — και αντιμέτωπα με το μέλλον της ανθρωπότητας.
Εκπληκτικό άρθρο. Εξηγεί πολλά.
ΑπάντησηΔιαγραφή