του Ανδρέα Κοσιάρη
Ο σάλος για την είδηση ότι μεγάλη αλυσίδα σούπερ-μάρκετ έβαλε «αντικλεπτικά» μεταξύ άλλων και σε προϊόντα βρεφικού γάλακτος, μας δίνει μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να κοιτάξουμε την Ιστορία των «σούπερ-μάρκετ» και πώς αυτή συνδέεται με το μεγάλο κεφάλαιο και τον αντικομμουνισμό.
Όπως πολλές καπιταλιστικές ιστορίες, έτσι και αυτή ξεκινά από τη «Μέκκα» του οικονομικο-πολιτικού αυτού συστήματος, τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής. Έως τις αρχές του 20ού αιώνα, η έννοια του «σούπερ-μάρκετ», δηλαδή ενός μεγάλου καταστήματος με ράφια γεμάτα προϊόντα όπου ο πελάτης μπορούσε να περπατήσει και να διαλέξει μόνος του αυτά που επιθυμούσε να αγοράσει, δεν υπήρχε.
Μέχρι την εποχή εκείνη, κυριαρχούσαν στην αγορά τα παντοπωλεία, τα οποία ήταν στην πλειοψηφία τους ανεξάρτητα. Εκεί, τα προϊόντα βρίσκονταν πίσω από τον πάγκο του καταστηματάρχη-παντοπώλη, του οποίου η γνώση των προϊόντων ήταν καίρια για τον πελάτη. Οι παντοπώλες διατηρούσαν έτσι ενός είδους επαγγελματικό στάτους — μπορεί να μην ήταν τεχνίτες, όμως η λεπτομερής και βαθιά γνώση για τα προϊόντα που πουλούσαν τους προσέφερε σημαντική εξειδίκευση. Οι πελάτες ζητούσαν τις συμβουλές του παντοπώλη για μια σειρά καταναλωτικών ζητημάτων. Οι τιμές δεν ήταν αναρτημένες, ούτε καν επί της ουσίας συγκεκριμένες, και το «παζάρεμά» τους μεταξύ πελάτη και παντοπώλη έδινε και έπαιρνε. Ακόμα και στις πρώιμες αλυσίδες παντοπωλείων, υπό την ιδιοκτησία μιας μεγάλης εταιρείας, το προσωπικό όφειλε να είναι εξειδικευμένο.
Ο κύριος Σώντερς και οι πελάτες-γουρούνια
Κάπου εδώ, στην ιστορία μας μπαίνει ο Κλάρενς Σώντερς, ο δημιουργός του πρώτου σούπερ-μάρκετ. Γεννήθηκε το 1881 στην πολιτεία της Βιρτζίνια, γιος ενός μαχητή της ηττημένης Συνομοσπονδίας στον Αμερικανικό Εμφύλιο.
Ο Σώντερς δούλεψε από τα 14 χρόνια του σε παντοπωλεία, ανελισσόμενος σε διάφορες θέσεις και φτάνοντας στη δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνα να εργάζεται για την αλυσίδα χονδρεμπορικών παντοπωλείων Shanks, Phillips & Co στο Μέμφις του Τενεσί.
Στο Μέμφις, μία πόλη που τον καιρό εκείνο άκμαζε ως σημαντικό εμπορικό σταυροδρόμι μεταξύ Βορρά και Νότου, ανατολικών ακτών και κεντρικών πολιτειών των ΗΠΑ, αποφάσισε τον Σεπτέμβριο του 1916 να ανοίξει το δικό του κατάστημα, πραγματοποιώντας μια «εμπορική επανάσταση» που θα διαμόρφωνε το τοπίο της κατανάλωσης μέχρι και σήμερα. Για πρώτη φορά, οι πελάτες δεν θα χρειάζονταν τη βοήθεια του παντοπώλη για να κάνουν τις αγορές τους, αλλά θα μπορούσαν μόνοι τους να περιδιαβαίνουν τους διαδρόμους, να κοιτούν τα ράφια και να διαλέγουν τα προϊόντα που ήθελαν να αγοράσουν.
Σύμφωνα με τον συγγραφέα Μπέντζαμιν Λορρ, στο βιβλίο του «The Secret Life of Groceries», η ιδέα για το νέο είδος καταστήματος ήρθε στον Σώντερς όταν, ταξιδεύοντας με το τρένο, είδε σε ένα χωράφι μια ομάδα από γουρούνια να τρέχουν και να συνωστίζονται για να φάνε από μία ταΐστρα. Όπως αναφέρει ο Λορρ, ο Σώντερς φαντάστηκε τα γουρούνια ως καταναλωτές, αναγκασμένους να συνωστιστούν για να περάσουν από μία είσοδο ώστε να περιεργαστούν «προσυσκευασμένα προϊόντα επωνυμίας (…) που δεν απαιτούσαν τη σύσταση από έναν υπάλληλο».
Η ιστορία δεν είναι επιβεβαιωμένη, αν και στην ιστοσελίδα της αλυσίδας που δημιούργησε ο Σώντερς, και η οποία λειτουργεί μέχρι σήμερα υπό εταιρική ιδιοκτησία, γίνεται αναφορά σε αυτήν. Το όνομα που επέλεξε ο Σώντερς για το νέο του κατάστημα, έμοιαζε φτιαγμένο για να υπονοεί ακριβώς το «ηθικό δίδαγμα» αυτής της ιστορίας. Το κατάστημα ονομάστηκε «Piggly Wiggly» — σε πολύ ελεύθερη μετάφραση, «Το Λικνιστό Γουρούνι».
Το «Piggly Wiggly» έδινε για πρώτη φορά την εικόνα της μαζικής, τυποποιημένης κατανάλωσης βασικών ειδών. Το κατάστημα αγόραζε τα προϊόντα του από μεγάλους χονδρέμπορους, όπως οι πρώην εργοδότες του Σώντερς, Shanks, Phillips & Co — μπορούσε έτσι να έχει χαμηλότερες τιμές από τα ανταγωνιστικά παντοπωλεία. Το «σούπερ-μάρκετ» επίσης μείωνε το εργατικό κόστος, αφού οι υπάλληλοι δεν χρειαζόταν πλέον να έχουν κάποια ιδιαίτερη γνώση για τα προϊόντα που πουλούσε το κατάστημα. Δουλειά τους ήταν μονάχα να γεμίζουν τα ράφια — ο συγγραφέας Μάικ Φρίμαν γράφει πως ήταν δασκαλεμένοι «να αρνούνται ευγενικά να επιλέξουν εμπορεύματα για τους επισκέπτες». Η εξαφάνιση της εξειδίκευσης των υπαλλήλων σήμαινε αυτόματα και χαμηλότερους μισθούς.
Αντίστοιχα, εξαφανίστηκε ουσιαστικά και η έννοια του παζαρέματος. Οι τιμές ήταν πλέον αναρτημένες και ήταν αυτές που ήταν. Εάν θεωρούσες την τιμή άδικη, δεν υπήρχε κανείς υπεύθυνος για να τη συζητήσεις — οι εργαζόμενοι ήταν απλοί υπάλληλοι χωρίς ευθύνες για τη διαμόρφωση τιμών.
Όμως το νέο υπερκατάστημα έκανε για πρώτη φορά δυνατή και την έννοια της κλοπής προϊόντων, αγγλιστί «shoplifting». Μέχρι τότε, τα προϊόντα βρίσκονταν πίσω από τον πάγκο του παντοπώλη, και η κλοπή ήταν δυνατή μόνο με την έννοια της ληστείας. Στο «Piggly Wiggly» για πρώτη φορά, τα προϊόντα βρίσκονταν σε ράφια σε κοινή θέα, όπου ο κάθε πελάτης μπορούσε να τα πάρει και να τα κρύψει στα ρούχα ή στην τσάντα του/της. Ένα ρίσκο που ο Σώντερς προέβλεψε, σχεδιάζοντας το κατάστημά του με τουρνικέ, ξεχωριστές εισόδους και εξόδους, αλλά και περίφραξη. Όπως σημειώνει ο Λορρ στο βιβλίο του, το Piggly Wiggly «έφερνε στον νου αυλή φυλακής», παρά κατάστημα τροφίμων. Όμως για τους πελάτες, το να είναι εγκλωβισμένοι σαν ζώα φάρμας ή σαν εγκληματίες ήταν, φαίνεται, ένα μικρό τίμημα για την «ελευθερία» του να πιάνουν, να αξιολογούν και να επιλέγουν μόνοι τους τα προϊόντα.
Η κυριαρχία του μεγάλου κεφαλαίου στην αγορά βασικών αγαθών
Πέρα όμως από μία ιδεολογική δήλωση για το τι είναι ο καταναλωτής, το νέο είδος καταστήματος επέβαλλε και μια νέα ιδεολογία στο τι είναι η αγορά βασικών αγαθών. Η επιτυχία του «σούπερ-μάρκετ» γιγάντωσε την κυριαρχία του μεγάλου κεφαλαίου στην αγορά βασικών προϊόντων, που είχε ξεκινήσει λίγα χρόνια πριν με τις αλυσίδες παντοπωλείων. Μέσα σε λιγότερο από μία δεκαετία, ο Σώντερς είχε ανοίξει περί τα 1.500 καταστήματα «Piggly Wiggly», ενώ άλλες μεγάλες εταιρείες έσπευσαν να μπουν κι αυτές στο νέο κερδοφόρο είδος.
Όλη αυτή η ανάπτυξη ήρθε με λεφτά από τη Γουολ Στριτ και από τη φούσκα του «laissez faire» καπιταλισμού. Όταν στις αρχές της δεκαετίας του 1930 ήρθε η κατάρρευση αυτής της φούσκας και η Μεγάλη Ύφεση, το κεφάλαιο βρήκε ευκαιρία για να επεκταθεί ακόμα περισσότερο. Ήδη πριν από το κραχ, ο Σώντερς είχε χάσει την ιδιοκτησία των καταστημάτων του, έπειτα από μία απόπειρα σορταρίσματος των μετοχών της «Piggly Wiggly» από την επενδυτική Merril Lynch και άλλους κερδοσκόπους του Χρηματιστηρίου. Ο Σώντερς είχε προσπαθήσει να αμυνθεί δανειζόμενος τεράστια ποσά για να αγοράσει τις μετοχές της εταιρείας του, ανεβάζοντας την τιμή τους. Όταν όμως ήρθε η ώρα να αποπληρώσει τα δανεικά, ο Σώντερς είχε ξεμείνει και αναγκάστηκε να παραδώσει τις μετοχές και μεγάλο μέρος από την περιουσία του στους πιστωτές του.
Προσπάθησε να κάνει ένα νέο ξεκίνημα δημιουργώντας μια νέα αλυσίδα, όμως η Μεγάλη Ύφεση τον ανάγκασε να χρεοκοπήσει. Εν τω μεταξύ οι αλυσίδες υπό την ιδιοκτησία μεγάλων κεφαλαιακών εταιρειών ανθούσαν. Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1930, τα «Piggly Wiggly» αριθμούσαν περίπου 2.500 καταστήματα — η εταιρεία Kroger, που υπάρχει μέχρι σήμερα, λειτουργούσε πάνω από 5.000 καταστήματα, ενώ ο «βασιλιάς» Α&P (που έκλεισε μόλις πριν από έξι χρόνια, το 2015), κάτι σαν το Walmart της εποχής, είχε περισσότερα από 15.000.
Οι μεγάλες εταιρείες εφάρμοζαν υπερσυγκεντρωτική ιδιοκτησία σε όλη την αγορά βασικών ειδών, από τη χονδρεμπορία και τις μεταφορές μέχρι την τελική λιανική πώληση. Την ίδια ώρα, οι φτωχοποιημένοι Αμερικανοί της Μεγάλης Ύφεσης έψαχναν τρόπους να αντιδράσουν.
Συνεταιρισμοί και αντικομμουνιστική υστερία
Ο τρόπος αντίδρασης ήταν ένα εκδημοκρατισμένο είδος κατανάλωσης: τα συνεταιριστικά καταστήματα. Αρχής γενομένης τη δεκαετία του 1930, άνθρωποι της εργατικής τάξης συνενώνονταν για τη δημιουργία καταστημάτων, όπου μοιράζονταν το κόστος και την αναγκαία εργασία για τη λειτουργία τους και επανεπένδυαν τα κέρδη στις κοινότητές τους.
Πρωτοπόροι σε αυτά τα νέα εγχειρήματα ήταν οι μαύροι Αμερικανοί, πολλοί από τους οποίους δεν επιτρεπόταν να ψωνίζουν στα καταστήματα του αμερικανικού Νότου ή ήταν θύματα ρατσιστικής μεταχείρισης στα καταστήματα του αμερικανικού Βορρά.
Μαύροι σοσιαλιστές ακτιβιστές ήταν πρωτοπόροι σε αυτές τις προσπάθειες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η Έλλα Μπέικερ, που αργότερα θα πρωτοστατούσε μαζί με τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ Τζούνιορ στη μάχη για τα πολιτικά δικαιώματα. Η Μπέικερ ήταν διευθύντρια της Young Negroes Cooperative League, μιας προσπάθειας προώθησης και αλληλοστήριξης συνεργατικών συνεταιρισμών μαύρων Αμερικανών. Σε συνέντευξή της το 1935 δήλωνε τα εξής: «Το χώμα και όλοι οι πόροι του θα ανακτηθούν από τους νόμιμους ιδιοκτήτες τους — τις εργαζόμενες μάζες του πλανήτη».
Μέχρι το 1944, περίπου 1,5 εκατομμύριο Αμερικανοί συμμετείχαν σε καταναλωτικούς συνεταιρισμούς, προσφέροντας μια εναλλακτική στην κυριαρχία των αλυσίδων σούπερ-μάρκετ. Αναμενόμενα, ο κίνδυνος απώλειας κέρδους, αλλά και τα ιδεολογικά συγκείμενα αυτόν των επιχειρημάτων, θορύβησαν την αμερικανική αστική τάξη.
Υπό την πίεση των μεγάλων εταιρειών, έφτασε να ασχοληθεί με τους καταναλωτικούς συνεταιρισμούς και η Επιτροπή Αντιαμερικανικών Δραστηριοτήτων του Κογκρέσου, υπό τον γερουσιαστή ΜακΚάρθι. Όπως και τα συνδικάτα, οι αντιφασιστικές οργανώσεις και οι ομάδες πολιτικών δικαιωμάτων, έτσι και οι συνεταιρισμοί χαρακτηρίστηκαν ως «κομμουνιστικός δάκτυλος» που επιχειρούσε «να δυσφημήσει την ελεύθερη επιχειρηματικότητα στις Ηνωμένες Πολιτείες». Με θεμιτά και αθέμιτα μέσα, η προπαγάνδα του «Κόκκινου Τρόμου» έπεισε πολλούς Αμερικανούς να αποστασιοποιηθούν από τους συνεταιρισμούς. Και η άρχουσα τάξη ξεκίνησε να εξάγει το μοντέλο των σούπερ-μάρκετ στον υπόλοιπο «ελεύθερο κόσμο».
Σούπερ-μάρκετ υπό την αιγίδα του Στέιτ Ντιπάρτμεντ
Εν μέσω του πολέμου κατά των συνεταιρισμών στις ΗΠΑ, ξεκίνησε και η «εξαγωγή» του μοντέλου των σούπερ-μάρκετ στην Ευρώπη. Εκεί, η γειτνίαση με τα κομμουνιστικά κράτη και η ισχύς των κομμουνιστικών κινημάτων παρουσίαζε μία σημαντική απειλή στην επικράτηση του καπιταλισμού και στα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου. Έτσι, μαζί με όλα τα άλλα «όπλα» της δεκαετίας του 1950, την εξαγωγή της έννοιας του σούπερ-μάρκετ ανέλαβε το Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
Το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ χρηματοδότησε το άνοιγμα καταστημάτων-μοντέλων, ώστε να αποδείξει την «ανωτε΄ροτητα» του καπιταλισμού στο «γέμισμα των κοιλιών» των καταναλωτών. Η ακαδημαϊκός Τρέισι Ντόιτς περιγράφει μία τέτοια «περιοδεία» όπου στους καταναλωτές σε χώρες της Νότιας και Ανατολικής Ευρώπης «προσφέρθηκαν παραδείγματα (…) διαδρόμων ταμείων, ψυγείων για αγροτικά προϊόντα και κατεψυγμένα τρόφιμα και (…) κονσερβοποιημένα αγαθά σε πύργους που αψηφούσαν τη βαρύτητα».
Η εξαγωγή ήταν επιτυχημένη και γρήγορα οι μεγάλοι επιχειρηματίες όπως ο Νέλσον Ροκφέλλερ ακολούθησαν στα βήματα του αμερικανικού κράτους, ανοίγοντας σούπερ-μάρκετ στην αντίπερα όχθη του Ατλαντικού. Όπως εξηγούσε και πάλι η Ντόιτς: «Η αντιληπτή δύναμη των σούπερ-μάρκετ να παρασύρουν τους ανθρώπους (μακριά) από τον κομμουνισμό, προώθησε την κατασκευή πραγματικών σούπερ-μάρκετ από αμερικανικές εταιρείες στην Ευρώπη».
Η βοήθεια του κράτους και τα αντικλεπτικά
Μπορούμε να δούμε, έτσι, πώς σε όλη την Ιστορία των σούπερ-μάρκετ, το μεγάλο κεφάλαιο έχει από πίσω του τη βοήθεια του κράτους που τόσο καμώνεται ότι μισεί. Είτε πρόκειται για την έλλειψη κανονισμών που επέτρεψε τη δημιουργία τους, είτε τον ιδεολογικό πόλεμο ενάντια σε ανταγωνιστικά συνεργατικά μοντέλα, είτε εν τέλει στην εξαγωγή της ίδιας της έννοιας στον υπόλοιπο κόσμο, το αμερικανικό κράτος στήριζε πάντοτε την κυριαρχία του κεφαλαίου στην αγορά βασικών προϊόντων.
Φτάνοντας μέχρι το σήμερα, όπου ακόμα και στην ελληνική μικρογραφία του κρατικοδίαιτου καπιταλισμού, το κράτος ενισχύει την κυριαρχία του κεφαλαίου στον χώρο των βασικών αγαθών, είτε πρόκειται για το ντόπιο μεγάλο κεφάλαιο, είτε για αλυσίδες καταστημάτων εξαγορασμένες από ξένους ομίλους.
Το περιβόητο «καλάθι του νοικοκυριού» δεν είναι παρά ένας ακόμη τέτοιος μηχανισμός ενίσχυσης κυριαρχίας, όπου το κράτος παρεμβαίνει όχι υπέρ του πολίτη, αλλά προπαγανδιστικά υπέρ των μεγάλων αλυσίδων, επιτρέποντάς τους να πλασάρουν τις ήδη υπάρχουσες «προσφορές» με την «κοινωνική σφραγίδα» του κράτους.
Στο πλαίσιο αυτό τα «αντικλεπτικά», την ύπαρξη των οποίων δικαιολόγησε ο υπ. Ανάπτυξης, δεν είναι μία άμυνα «απέναντι στην απώλεια περιουσίας» (κατά Άδωνι) — είναι μία επίθεση. Το κόστος της κλοπής εμπορευμάτων από τα σούπερ-μάρκετ είναι μηδαμινό για αλυσίδες με κέρδη δεκάδων ή και εκατοντάδων εκατομμυρίων — είναι πιθανό να είναι μικρότερο και από το κόστος της υιοθέτησης «αντικλεπτικών» μηχανισμών. Ο «κίνδυνος» δεν είναι το να κλέψει μία μητέρα πανάκριβο βρεφικό γάλα για το παιδί της — είναι το να κανονικοποιηθεί η αντίληψη ότι το κέρδος από την πώληση βασικών για την επιβίωση αγαθών είναι κάτι το κακό.
Εξ ου και οι αλυσίδες προτιμούν να καταστρέψουν προϊόντα που δεν πωλούν, από το να τα διαθέσουν δωρεάν — ή από το να τα κλέψετε, πόσο μάλλον να τα απαλλοτριώσετε και να τα μοιράσετε δωρεάν σε αυτούς που το έχουν ανάγκη. Στις αμερικανικές αλυσίδες σούπερ-μάρκετ, το προσωπικό ασφαλείας έχει εντολές που προσομοιάζουν με αυτές αμυντικών ιταλικής ομάδας ποδοσφαίρου — δεν περνάει τίποτα. Κι αν στην προσπάθεια να σταματήσεις τον «κλέφτη», τα προϊόντα που πήγε να κλέψει καταστραφούν, δεν πειράζει. Σημασία έχει να μη βγει το προϊόν χωρίς το συνδεδεμένο με αυτό κέρδος.
infowar.gr
Τα γουρούνια δεν μπορούν να έχουν επιλογές — φτάνει μόνο να νομίζουν ότι τις έχουν και να βολτάρουν στους διαδρόμους-ταΐστρες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου