Στη διάρκεια της κατοχής οι στρατιώτες της Βερμαχτ και τα αιμοβόρα τάγματα των SS, προκάλεσαν απίστευτο πόνο στους Έλληνες με συλλήψεις, εκτελέσεις, βασανισμούς, αντίποινα, εμπρησμούς και κάθε άλλη θηριωδία, για να λυγίσουν το φρόνημα τους.
Ωστόσο, μια αποσιωπημένη πλευρά της ιστορίας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στη χώρα μας είναι οι Γερμανοί αντιφασίστες που έδρασαν μέσα στις τάξεις των κατακτητών.
Συγκρότησαν αντιφασιστικούς πυρήνες, πραγματοποίησαν προπαγανδιστικές δράσεις εναντίον της χιτλερικής Γερμανίας, αυτομόλησαν στον ΕΛΑΣ και διοργάνωσαν εξεγέρσεις στα ναζιστικά στρατόπεδα.
Σύμφωνα με έρευνες, οι Γερμανοί αντιφασίστες που αυτομόλησαν στον ΕΛΑΣ καθ’ όλη τη διάρκεια της Κατοχής, και κατά την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων από την Ελλάδα, ανήλθαν στους χίλιους.
Άλλοι 200 στρατιώτες συνελήφθησαν κατά την απόπειρα αυτομόλησης και εκτελέστηκαν από τη Βέρμαχτ ή τα SS. Ωστόσο, ο αριθμός των εκτελεσθέντων είναι άγνωστος, καθώς πολλοί δολοφονήθηκαν χωρίς δίκη, με συνοπτικές διαδικασίες, είτε από τους Γερμανούς αξιωματικούς είτε από τους Έλληνες συνεργάτες τους.
ΤΑ ΤΑΓΜΑΤΑ 999
Στην Ελλάδα, οι περισσότερες περιπτώσεις αυτόμολων που πέρασαν στην εαμική αντίσταση εκδηλώθηκαν στα τάγματα 999 των εν αναστολή καταδίκων. Τα τάγματα αυτά συγκροτήθηκαν το 1941 με εγκύκλιο του γερμανικού Υπουργείου Εσωτερικών, η οποία προέβλεπε την ένταξη σε αυτά των «ανάξιων να υπηρετήσουν», υπό τη διοίκηση φανατικών ναζί αξιωματικών.
Μέχρι το 1941, οι εν λόγω χαρακτηρισθέντες απαγορεύονταν να εκπληρώσουν τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις.
Ανάμεσά τους συγκαταλέγονταν όσοι είχαν φυλακιστεί, είχαν στερηθεί τα πολιτικά τους δικαιώματα, είχαν απολέσει «την τιμή να υπηρετήσουν» με απόφαση του στρατοδικείου ή είχαν τιμωρηθεί για αντικρατικές ενέργειες. Επρόκειτο για ένα συνονθύλευμα από επικίνδυνους εγκληματίες, μικροπαραβάτες (παραδείγματος χάριν, πλαστογράφους, κλέφτες, κλεπταποδόχους, καταχραστές, επίορκους, καθώς και άτομα που είχαν υποπέσει σε σεξουαλικά παραπτώματα), αλλά και αντιπάλους του καθεστώτος, όπως κομμουνιστές, συνδικαλιστές κλπ., ακόμη και μάρτυρες του Ιεχωβά.
Τα τάγματα 999 εκπαιδεύονταν στο στρατόπεδο Χούμπεργκ στη Βυρτεμβέργη και αργότερα στο Χέερενταλς του Βελγίου.
Η αξιοποίησή τους διεπόταν από την αντίληψη ότι πρέπει να χρησιμοποιηθούν ως «τροφή για τα κανόνια» ή σε επιχειρήσεις που ήταν δαπανηρές αλλά όχι απαιτητικές (παραδείγματος χάριν, στάλθηκαν στο βορειοδυτικό τμήμα της Πελοποννήσου, γύρω από την Αμαλιάδα, όπου είχε εκδηλωθεί επιδημία ελονοσίας).
Κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων είχαν σημαντικές απώλειες, ενώ μετά τη συνθηκολόγηση των στρατευμάτων του Άξονα στη Βόρεια Αφρική, στις 13 Μαΐου 1943, η μεραρχία αναδιοργανώθηκε και κατανεμήθηκε στην Ελλάδα και συγκεκριμένα στην Κρήτη, στη Ζάκυνθο, στην Πελοπόννησο, στη Θεσσαλία και στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου (Ρόδο, Κάρπαθο).
Στην κατεχόμενη Ελλάδα αξιοποιήθηκαν αρχικά για την κατασκευή οχυρωματικών έργων, την περιφρούρηση ακτών, αεροδρομίων και σιδηροδρομικών γραμμών.
Κάποιοι προωθήθηκαν και στις τάξεις των SS.
Γενικότερα χρησιμοποιήθηκαν σε περιοχές που υπήρχε κίνδυνος απόβασης του εχθρού και οι μετακινήσεις τους ήταν συχνές.
Οι ναζί αξιωματικοί δεν εμπιστεύονταν τα τάγματα 999.
Ενδεικτικά, ο λοχαγός Κράους, διοικητής του 3ου Τάγματος Πεζικού 999 που στρατοπέδευε στην Κυπαρισσία, σε επικοινωνία του με τον Καρλ φον Λε Σουίρ, διοικητή της 117ης Μεραρχίας Κυνηγών, κατήγγειλε τους στρατιώτες του τάγματος για αναξιοπιστία και μειωμένη μάχιμη ικανότητα, ενώ ανέφερε ότι δεν έπρεπε να έχουν στρατολογηθεί λόγω του αμαυρωμένου ποινικού μητρώου τους, της κακής φυσικής τους κατάστασης, της προχωρημένης ηλικίας, της ασταθούς κατάστασης της υγείας τους (τύφος, ίκτερος, ελονοσία), που είχε επιβαρυνθεί λόγω πολυετούς φυλάκισης, και της έλλειψης πειθαρχίας (συχνή ανυπακοή σε ανωτέρους, απειλές κατά προϊσταμένων, λιποταξίες, παραμέληση σκοπιάς κλπ.).
Τελικά αποφασίστηκε «τα επικίνδυνα και άχρηστα στοιχεία των ταγμάτων» να σταλούν στη Γερμανία.
Μάλιστα, σύμφωνα με μαρτυρίες, η μετακίνηση 120 στρατιωτών συντελέστηκε σαν να επρόκειτο για μεταφορά αιχμαλώτων πολέμου.
Για την επιστροφή τους στη Γερμανία σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε επίσης η αύξηση των κρουσμάτων λιποταξίας. Πράγματι, το φαινόμενο προσλάμβανε μαζικά χαρακτηριστικά: το πρώτο εξάμηνο του 1944, κατά το οποίο στάθμευαν στην Πελοπόννησο, λιποτάκτησαν 72 Γερμανοί, 35 Ιταλοί και 166 Καυκάσιοι στρατιώτες, καταφεύγοντας ως εθελοντές βοηθοί στους αντάρτες.
ΟΙ ΠΥΡΗΝΕΣ ΣΤΗΝ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟ
Στην Πελοπόννησο, Γερμανοί αντιφασίστες στρατιώτες υπήρχαν στα τάγματα 999 της Αμαλιάδας, της Καλαμάτας-Μεσσήνης-Πύργου-Κυπαρισσίας και του Γυθείου.
Οι ίδιοι συχνά εκμεταλλεύονταν τις επισκέψεις τους στα ελληνικά καφενεία και παρείχαν πληροφορίες στους αντάρτες για τις διευθύνσεις των αξιωματικών τους, τον οπλισμό και το μέγεθος των μονάδων και τους μελλοντικούς σχεδιασμούς τους.
Χάρη σε αυτές τις πληροφορίες δεν συνελήφθησαν οι άνδρες του χωριού Γεράκι, στη διάρκεια μιας επιχείρησης αντιποίνων της Βέρμαχτ.
Παράλληλα, εφοδίασαν με δύο ασυρμάτους τον ΕΛΑΣ Πελοποννήσου εκπαιδεύοντας τους νεαρούς ελασίτες στη χρήση τους, ενώ τους τροφοδότησαν και με πυρομαχικά.
Οι Γερμανοί αντιφασίστες του τάγματος 999 στην Αμαλιάδα είχαν την πιο έντονη δράση.
Ήδη από τον Ιούλιο του 1943 απεργάζονταν σχέδια για γενικευμένη αυτομόληση στον ΕΛΑΣ, σε συνεννόηση με στρατιώτες από ιταλικές μονάδες. Ωστόσο, η ενέργεια προδόθηκε και ο επικεφαλής κομμουνιστής Φραντς Τσέρνυ, που ανέλαβε την πλήρη ευθύνη, εκτελέστηκε στην Άνω Μανωλάδα.
Παρ’ όλα αυτά, η δράση των αντιφασιστών του συγκεκριμένου τάγματος συνεχίστηκε.
Στις 4 Απριλίου του 1944, οι Βρετανοί σύνδεσμοι εκπόνησαν ένα σχέδιο υποστήριξης, με σκοπό την ενίσχυση της ανταρσίας των γερμανικών μονάδων στην Πελοπόννησο και κατά πάσα πιθανότητα και αυτών της Κρήτης και της Ρόδου.
Με βάση το βρετανικό σχέδιο οι αντιφασίστες Γερμανοί στασιαστές θα έπρεπε να εξολοθρεύσουν τους αξιωματικούς τους, να καταστρέψουν τα αεροπλάνα στο αεροδρόμιο του Άραξου, να ανατινάξουν δρόμους και σιδηροδρομικές γραμμές ώστε να μην είναι εύκολο να επέμβουν οι μονάδες της 117ης Μεραρχίας Κυνηγών πριν από την αποχώρησή τους, και στη συνέχεια να ταξιδέψουν με φορτηγά στο ακρωτήρι Κατάκολο, όπου θα τους παραλάμβανε βρετανικό αντιτορπιλικό και θα τους μετέφερε στο Μπάρι της Ιταλίας.
Τα σχέδια για γενικευμένη εξέγερση ματαιώθηκαν όταν έξι συμμετέχοντες στη συνωμοσία συνελήφθησαν λόγω ενός φυλλαδίου (με τίτλο «Συντεταγμένο από Γερμανούς στρατιώτες που βρίσκονται κοντά στους αντάρτες») που βρέθηκε στο κατάλυμά τους και καλούσε σε αυτομόληση.
Πέρα από την αντιφασιστική δράση των ταγμάτων 999 στην Πελοπόννησο, αντίστοιχη δραστηριότητα αναπτύχθηκε και στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου οι αυτομολήσεις ξεκίνησαν ήδη από την Αθήνα και τον Πειραιά, κατά τη μετακίνησή τους.
Χαρακτηριστική περίπτωση ο Γκέρχαρντ Ράινχαρτ, που ήλθε σε επαφή με το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ και ανέβηκε στο βουνό.
Στη Σάμο και στη Μυτιλήνη οι αντιφασιστικοί πυρήνες στα τάγματα 999 ήταν ισχυροί.
Ο ΕΛΑΣ Σάμου υποστηριζόμενος από αυτούς αφόπλισε μια μονάδα Ιταλών μελανοχιτώνων που πολεμούσαν στο πλευρό των Γερμανών, επιτρέποντας στους Άγγλους να αποβιβαστούν στο νησί χωρίς αντίσταση τον Σεπτέμβριο του 1943.
Στη Λήμνο ο αντιφασιστικός πυρήνας αντιστάθηκε και απέτρεψε την καταστροφή της μονάδας παραγωγής ηλεκτρισμού του νησιού.
Κατά την εκκένωση του νησιού από τους Γερμανούς τον Οκτώβριο του 1944 ο κατοπινός ιστορικός του εργατικού κινήματος και καθηγητής του Πανεπιστημίου του Μάρμπουργκ Βόλφγκανγκ Αμπεντροτ αυτομόλησε μαζί με άλλους πέντε στρατιώτες στον ΕΛΑΣ, και από εκεί μεταφέρθηκαν στη Λέσβο, όπου έδρασαν στον προπαγανδιστικό μηχανισμό που απευθυνόταν στη γερμανική φρουρά.
Στον Βόλο, οι αντιφασιστικοί πυρήνες σχεδίαζαν την πραγματοποίηση εξέγερσης, όπως στην Πελοπόννησο, ωστόσο το σχέδιο προδόθηκε και οι στασιαστές αυτομόλησαν ομαδικά στον ΕΛΑΣ για να σωθούν.
Μάλιστα σύστησαν την Αντιφασιστική Επιτροπή Βόλου και Περιχώρων, εκδίδοντας προκηρύξεις.
Παράλληλα, στο πλαίσιο του ΕΛΑΣ συγκρότησαν μια διμοιρία με διοικητή τον Λούντβιχ Γκεμ.
Στην περιοχή Λάρισας-Βόλου δρούσαν επίσης διάφορες ομάδες με ποικίλη δράση. Για παράδειγμα, στο 54ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ οι Γερμανοί αντάρτες εξέδιδαν την εφημερίδα «Die Wahrheit» («Η Αλήθεια»).
Λίγο πριν από την απελευθέρωση, το καλοκαίρι του 1944, περισσότεροι από 600 Γερμανοί αντιφασίστες είχαν ενταχθεί στον ΕΛΑΣ.
ΠΟΙΑ ΗΤΑΝ Η ΤΥΧΗ ΤΟΥΣ
Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, η τύχη των Γερμανών αντιφασιστών του ΕΛΑΣ κρίθηκε από τους Συμμάχους.
Οι Βρετανοί απαίτησαν την παράδοση των Γερμανών μαχητών ή αιχμαλώτων που βρίσκονταν στην αντιστασιακή οργάνωση.
Ο ΕΛΑΣ όμως δεν εκπλήρωσε άμεσα το αίτημα, αντίθετα προσέφερε δύο δυνατότητες στους Γερμανούς αντιφασίστες: να παραδοθούν στους Άγγλους ή να οδηγηθούν στα σύνορα και να διαφύγουν στη Γιουγκοσλαβία και στη Βουλγαρία.
Οι περισσότεροι παραδόθηκαν τελικά στους Βρετανούς και μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδα αιχμαλώτων στην Αίγυπτο, όπου αντιμετώπισαν δυσμενή μεταχείριση λόγω των πολιτικών φρονημάτων τους.
Αντίθετα, μια μικρή μειοψηφία προωθήθηκε στη Γιουγκοσλαβία (50 άτομα), στη Βουλγαρία (40 άτομα) και ορισμένοι στην Αλβανία.
Οι δύο πρώτες ομάδες αξιοποιήθηκαν ως προπαγανδιστές σε στρατόπεδα Γερμανών αιχμαλώτων στη Βουλγαρία και στην Ουκρανία, ενώ η τρίτη εντάχθηκε στον Εθνικοαπελευθερωτικό Στρατό Αλβανίας.
Οι λιποτάκτες και αυτόμολοι της Βέρμαχτ δεν αναγνωρίζονταν στη Γερμανία ως αντιστασιακοί μέχρι το 2002, όταν το γερμανικό Κοινοβούλιο τους αποκατέστησε.
Ήδη από τη δεκαετία του 1980 είχαν καταβληθεί προσπάθειες στη Δυτική Γερμανία να αναγνωριστεί η αντιστασιακή, αντιφασιστική δράση τους. Στο πλαίσιο αυτό, ειρηνιστικές ομάδες απαίτησαν την ανέγερση μνημείων για όσους αρνήθηκαν να υπηρετήσουν στη Βέρμαχτ.
Το πρώτο μνημείο για τους αυτόμολους του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ανεγέρθη στην εκκλησία της Βρέμης το 1986, προκαλώντας αντιδράσεις από τον Τύπο και στελέχη της κυβέρνησης, και αναδεικνύοντας ότι η δράση των αυτόμολων και λιποτακτών της Βέρμαχτ αποτελούσε για τη σύγχρονη Γερμανία αυτολογοκριμένη μνήμη.
Πηγές
Νατάσα Κεφαλληνου
e.prologos.gr
toperiodiko.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου