Γράφει ο Δημήτρης Σταυρόπουλος
Είναι ένα τραγούδι που σηματοδοτεί μια ολόκληρη εποχή.
Είναι ιστορία!
Έχει χιλιοτραγουδηθεί κορυφαίους καλλιτέχνες και από όλο τον λαό.
Η «Συννεφιασμένη Κυριακή», όπως κάθε τραγούδι θρύλος, έχει δημιουργήσει μία σειρά από ιστορίες σχετικά με τη δημιουργία της….
Εμπνεύστηκε μέσα στην μαυρίλα της κατοχής, τα μπλόκα, τους θανάτους, τον πόνο και τον φόβο…
Ο Βασίλης Τσιτσάνης τα περιγράφει όλα αυτά περίτεχνα και τραγικά ,με μια μόνο λέξη.
«Συννεφιά»…
Με αφορμή τα Χριστούγεννα που έρχονται, ας μεταφερθούμε στην Θεσσαλονίκη του 1943, να μάθουμε την ιστορία του λαϊκού αυτού έργου που θα τραγουδιέται από γενιά σε γενιά!
Ο Τσιτσάνης έχει διηγηθεί την ιστορία στον βιογράφο του Κώστα Χατζηδουλή («Βασίλης Τσιτσάνης, Η ζωή και το έργο μου», 1980) αλλά και στον Γιώργο Λιάνη:
«Κατά την περίοδο της κατοχής στη Θεσσαλονίκη εμπνεύστηκα και τη “Συννεφιασμένη Κυριακή”.
Και μου έδωσε την αφορμή ένα από τα τραγικά περιστατικά που συνέβαιναν τότε στον τόπο μας, με την πείνα, τη δυστυχία, το φόβο, την καταπίεση, τις συλλήψεις, τις εκτελέσεις.
Το κλίμα που μου ενέπνευσε τους στίχους, μου ενέπνευσε και τη μελωδία.
Βγήκε μέσα από τη “συννεφιά” της Κατοχής και την απελπισία που μας έδερνε όλους».
Ήταν εκείνα τα καταραμένα Χριστούγεννα της κατοχής.
Γύριζα από την ταβέρνα χαράματα και πάνω στο παγωμένο χιόνι ήταν ακόμη ζεστό το παγωμένο αίμα κάποιου σκοτωμένου παλικαριού έξω από το σπίτι μου».
Η «Συννεφιασμένη Κυριακή» λοιπόν άρχισε να γράφεται στη Θεσσαλονίκη τα Χριστούγεννα του 1943, αλλά ολοκληρώθηκε στα τέλη του 1948.
Όπως έχει αφηγηθεί ο Τσιτσάνης στον Κώστα Χατζηδουλή παιδεύτηκε πολύ:
«Την πιο μεγάλη κούραση και στενοχώρια μού έδωσε η “Συννεφιασμένη Κυριακή”, βασανίστηκα περίπου ένα χρόνο κυρίως ως προς τη μελωδία τού τρίτου στίχου.
Δεν μπορούσα να βρω μια επαναληπτική λέξη τρισύλλαβο.
Τελικά η λέξη βγήκε από το ίδιο το κείμενο: “που έχει πάντα συννεφιά – συννεφιά”.
Η υπογραμμισμένη λέξη είναι η ζητούμενη. Κάθε άλλη αντ’ αυτής ήταν αρνητική μουσικώς».
Στο τραγούδι συμβάλλει με ένα κουπλέ και ο Αλέκος Γκούβερης.
Η πρώτη εκτέλεση του τραγουδιού γίνεται το 1948 με τον Πρόδρομο Τσαουσάκη και τη Σωτηρία Μπέλλου.
Ο Τσαουσάκης, κατά λάθος, αντί να πει «πλακώνεις την καρδιά μου», όπως αρχικά είχε γραφτεί, τραγούδησε «ματώνεις την καρδιά μου».
Αυτό όμως άρεσε στον Τσιτσάνη και το κράτησε.
ΤΟ ΜΠΛΟΚΟ ΚΑΙ Η ΝΥΧΤΑ
Ως πιο έγκυρη εκδοχή φέρεται λοιπον,να είναι η ιστορία που ο ίδιος ο Τρικαλινός συνθέτης διηγείτο στις συνεντεύξεις του σχετικά με τη σύλληψη και τη σύνθεση του κομματιού…
«Θυμάμαι αποβραδίς είχε γίνει μπλόκο από τους Γερμανούς σ’ ένα κουτούκι και κανείς μας δεν ήξερε ποιος θα φύγει ζωντανός από μέσα.
Μ’ έβαλαν και έπαιζα μέχρι το πρωί.
Το χάραμα μας άφησαν να φύγουμε.
Έξω το χιόνι ήταν στρωμένο και όπως πήγαινα για το σπίτι είδα τόπους τόπους πηχτό κόκκινο αίμα.
Μέσα στο λίγο φως είδα το παλικάρι που ήταν σκοτωμένο.
Γύρισα σπίτι μου και έγραψα το τραγούδι. Ο πρώτος του τίτλος ήταν «Ματωμένη Κυριακή»» αφηγείται ο δημιουργός το 1972 στον Γιώργο Λιάνη και στο περιοδικό «Επίκαιρα»….
Έναν χρόνο αργότερα, στον Γιώργο Πηλιχό και στα «ΝΕΑ» δίνει περισσότερες λεπτομέρειες: «To ζοφερό κλίμα της Κατοχής που μου είχε εμπνεύσει τους στίχους του τραγουδιού μού ενέπνευσε και τη μουσική του…
Ήθελα να φωνάξω για τη μαύρη απελπισία που μας έδερνε όλους εκείνη την εποχή της Κατοχής, όλο για την απελπισία να μιλάνε οι νότες».
Μάλιστα την εκδοχή αυτή, στηρίζει ο συνθέτης και το 1979 σε μία τρίτη συνέντευξη με τον Χατζηδουλή, αναφέροντας:
«Κατά την περίοδο της κατοχής στη Θεσσαλονίκη εμπνεύστηκα και τη «Συννεφιασμένη Κυριακή».
Και μου έδωσε την αφορμή ένα από τα τραγικά περιστατικά που συνέβαιναν τότε στον τόπο μας, με την πείνα, τη δυστυχία, το φόβο, την καταπίεση, τις συλλήψεις, τις εκτελέσεις.
Το κλίμα που μου ενέπνευσε τους στίχους, μού ενέπνευσε και τη μελωδία.
Βγήκε μέσα από τη «συννεφιά» της κατοχής και την απελπισία που μας έδερνε όλους».
Η ΑΛΛΗ ΕΚΔΟΧΗ
Η δεύτερη εκδοχή, ήρθε κι ανέτρεψε τα δεδομένα το 1992, προερχόμενη από την Ρεμπέτικη Ανθολογία του Τάσου Σχορέλη, ο οποίος τονίζει πως η αλήθεια απέχει πολύ από την πιο πάνω ιστορία.
Συγκεκριμένα αναφέρει:
«Τους στίχους έγραψε το 1947 ο Αλέκος Γκούβερης.
Κάποια Κυριακή έχασε στο ποδόσφαιρο η Α.Ε. Λαρίσης κι ο Γκούβερης, φανατικός οπαδός της, έγραψε τους στίχους.
Ο Τσιτσάνης έκανε μια διόρθωση στον τρίτο στίχο του πρώτου τετράστιχου.
Ούτε κατοχές, ούτε σκοτωμένα παλικάρια»….
Αν και ο Βασίλης Τσιτσάνης δεν απάντησε στο δημοσίευμα του Σχορέλη, παρ’ όλα αυτά σε μετέπειτα συνέντευξη του στον Πάνο Γεραμάνη, παραδέχτηκε ότι οι στίχοι έγιναν σε συνεργασία με το φίλο του Αλέκο Γκούβερη από τη Λάρισα.
Τέλος στο αφιέρωμα του «Ταχυδρόμου» για τα εικοσάχρονα από το θάνατο του Τσιτσάνη, ο Χατζηδουλής δημοσίευσε μία σημαντική και διαφωτιστική «δήλωση» του Γκούβερη, γραμμένη στην Αθήνα στις 17.9.1947, σύμφωνα με την οποία ο ίδιος λέει: «Συνέβαλα στην αποπεράτωση των στίχων με την προσθήκη ενός και μόνο κουπλέ».
Στο ίδιο τεύχος ο Χατζηδουλής προσθέτει και ένα νέο στοιχείο, ότι η ποδοσφαιρική ομάδα Α.Ε. Λαρίσης είχε δημιουργηθεί αρκετά χρόνια μετά το γράψιμο της «Συννεφιασμένης Κυριακής»….
Κι επειδή, οι λεπτομέρειες και οι εκδοχές δεν σταματάνε μόνο στη σύλληψη και τη σύνθεση του τραγουδιού, πηγές αναφέρουν πως ο Βασίλης Τσιτσάνης εμπνεύστηκε τον τίτλο από κομμάτι “Gloomy Sunday” του Rezso Seress, κομμάτι το οποίο γράφτηκε το 1933, ενώ ο αρχικός τίτλος ήταν «Ματωμένη Κυριακή»….
Πληροφορίες
Ιλιάνα Κουλαφέτη
Ελληνικό, Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο Τάσος Σχορέλης, Ρεμπέτικη Ανθολογία, εκδόσεις Πλέθρον, Αθήνα, 1992 Σάκης Πάπιστας, Το στιχουργικό έργο του Λαϊκού δημιουργού Βασίλη Τσιτσάνη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου