Η πληθωριστική έκρηξη που ξεκίνησε το 2021 περιορίζει δραματικά το λαϊκό εισόδημα. Ισοδυναμεί περίπου με τις μισθολογικές μειώσεις του πρώτου μνημονίου.
Βέβαια στην ελληνική μπανανία ελάχιστα συζητείται πώς ξεκίνησε η αύξηση του πληθωρισμού. Η κυβέρνηση την αποδίδει σε εξωτερικούς παράγοντες (ουκρανικό), απαλλάσσοντας τον εαυτό της από ευθύνες. Η συστημική αντιπολίτευση την αποδίδει στην κυβερνητική πολιτική (παραγνωρίζοντας τα βαθιά συστημικά αίτιά του).
Πίσω από αυτό το θέατρο σκιών οι εργαζόμενοι πρέπει να αναρωτηθούν ποια είναι τα αίτια αυτής της επιδρομής στις συνθήκες διαβίωσής τους, ποιοι ωφελούνται, ποιοι τους εμπαίζουν και πώς πρέπει να αντιδράσουν.
Στα ορθόδοξα οικονομικά συντηρητικές και «προοδευτικές» εκδοχές τους απλώς σκιαμαχούν για το εάν ο πληθωρισμός οφείλεται σε υπερβάλλουσα ζήτηση ή προσφορά και κυρίως τον θεωρούν νομισματικό φαινόμενο. Αντιθέτως, ο «παράνομος κόσμος» της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας τονίζει εξαιρετικά ρεαλιστικά ότι η αναντιστοιχία επιπέδου τιμών και πραγματικής οικονομίας (δηλαδή ο πληθωρισμός) ξεκινά από αλλαγές στη δεύτερη και δεν είναι απλώς νομισματικό φαινόμενο.
Οι κυρίαρχες σήμερα νεοσυντηρητικές απόψεις πολύ θα ήθελαν να μπορούσαν να αποδώσουν τον πληθωρισμό σε υπερβάλλουσες μισθολογικές αυξήσεις. Ομως αυτό πουθενά δεν επιβεβαιώνεται εμπειρικά.
Στην ελληνική περίπτωση ο πληθωρισμός αυξήθηκε από το δεύτερο ήμισυ του 2021. Πολύ πριν από το ουκρανικό ο γενικός δείκτης έφτασε τον Δεκέμβριο του 2021 το 5,1% και ο δομικός δείκτης (εξαιρούμενης της ενέργειας και των τροφίμων) το 1%. Η ιδιωτική κατανάλωση δεν παρουσίασε καμιά αλματώδη αύξηση (λόγω αυξανόμενων εισοδηματικών ανισοτήτων και φτώχειας των λαϊκών στρωμάτων) και απλώς επέστρεψε στα προπανδημικά επίπεδα. Επίσης, η αύξηση του μέσου μηνιαίου μισθού στο διάστημα 2018-21 δεν ξεπέρασε το 2%.
Ούτε η εναλλακτική ορθόδοξη υπόθεση ότι ο πληθωρισμός οφείλεται σε μποτιλιαρίσματα της προσφοράς (λόγω αδυναμίας της παραγωγής να επιστρέψει στα προ πανδημίας επίπεδα) ισχύει. Ο πληθωρισμός εμφανίστηκε όταν οι καραντίνες αποσύρθηκαν και η παραγωγή επανερχόταν στα προηγούμενα επίπεδα.
Η συστημική ρίζα του πληθωρισμού είναι η αδυναμία του καπιταλισμού να αυξήσει ραγδαία τον οικονομικό πλούτο. Αυτό αποτυπώνεται στη μακροχρόνια τάση πτώσης της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Στην προσπάθεια αντιρρόπησης της τάσης αυτής όλες οι συστημικές παραλλαγές διαχείρισής του (σοσιαλφιλελεύθερες και νεοφιλελεύθερες) προσφεύγουν και σε αναδιανεμητικά μέτρα για την ενίσχυση της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Ο πληθωρισμός είναι τέτοιο μέτρο, καθώς μειώνει τους πραγματικούς μισθούς και μπορεί να αυξήσει τα περιθώρια κέρδους.
Μετά την πανδημία στις περισσότερες δυτικές οικονομίες υιοθετήθηκε πολιτική πληθωρισμού κερδών.
Δηλαδή διευκολύνθηκαν οι επιχειρήσεις να αυξήσουν τα περιθώρια κέρδους τους μέσω της αύξησης των τιμών. Το ζήτημα αυτό συζητείται πολύ στο εξωτερικό (ΗΠΑ, Γαλλία, ΕΕ) αλλά καθόλου στην Ελλάδα. Ενδεικτικά, σε πρόσφατη ομιλία της Γερμανίδας Ιζαμπέλ Σνάμπελ (EKT) επισημάνθηκε ότι το μεγαλύτερο τμήμα του πληθωρισμού οφείλεται σε αύξηση του περιθωρίου κέρδους. Στην Ελλάδα η ΝΔ υπερθεμάτισε στην πολιτική αυτή. Αυτή η κουτοπόνηρη στρατηγική έσκαψε μόνη της τον λάκκο της όταν ξέσπασε το ουκρανικό, το οποίο ενίσχυσε και πολλαπλασίασε τις πληθωριστικές τάσεις.
Οι κυβερνητικές πολιτικές φιλοδωρημάτων («καλάθι νοικοκυριού» κ.λπ.) δεν λύνουν το πρόβλημα επιβίωσης των εργαζομένων, καθώς μάλιστα ο πληθωρισμός δεν πρόκειται να εξαφανιστεί εύκολα (παρά τις επίσημες εικοτολογίες). Οι εργαζόμενοι πρέπει να διεκδικήσουν πραγματικές αυξήσεις που να καλύπτουν τις εισοδηματικές τους απώλειες και τιμαριθμική αναπροσαρμογή των μισθών.
*Ο Σταύρος Μαυρουδέας είναι καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου