NA TIΜΩΡΗΣΟΥΜΕ ΤΟΝ ΜΗΤΣΟΤΑΚΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΝΕΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΤΕΡΑΣΤΙΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΑ ΤΕΜΠΗ-ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ!
και ο θρήνος της μάνας!
"Γιέ μου , σπλάχνο των σπλάχνων
μου, καρδούλα της καρδιάς μου,
πουλάκι της φτωχής αυλής,
ανθέ της ερημιάς μου,
πως κλείσαν τα ματάκια σου
και δε θεωρείς που κλαίω
και δε σαλεύεις,δε γρικάς ,
τα που πικρά σου λέω;.
Πως μ' άφησες να σέρνομαι
και να πονώ μονάχη, χωρίς
γουλιά, σταλιά νερό και φώς
κι ανθό κι αστάχυ;
Γιέ μου ,ποια Μοίρα στόγραφε
και ποιά μου τόχε γράψει
τέτοιον καημό, τέτοια φωτιά
στα στήθεια μου ν' ανάψει;
Σήκω γλυκέ μου αργήσαμε '
Ψηλώνει ο ήλιος ' έλα, και
το φαγάκι σου έρημο θα κρύωσε
στην πιατέλα.
Πως θα γυρίσω μοναχή
στο εμραδιακό καλύβι;
Έπεσε η νύχτα στην αυγή και
το στρατί μου κρύβει.
Δεν έμενες , καρδούλα μου,
στ'ασπρο μικρούλη σπίτι,
να σ' έχω σαν αφέντη μου,
να σ'έχω σαν σπουργίτι.
Κι αν δεν λυγάω σε προσευχή ,
τα χέρια κι αν δεν πλέκω,
γιέ μου , το ξέρεις, πιο από πριν
τώρα κοντά σου στέκω.
Να 'χα τ' αθάνατο νερό ,
ψυχή καινούργια να'χα
να σούδινα,να ξύπναγες
για μια στιγμή μονάχα.
Ω, τι όμορφα σαν σμίγουνε ,
σαν αγαπιούνται οι ανθρώποι,
φεγγοβολάνε οι ουρανοί ,
μοσκοβολάνε οι τόποι.
Κι όπως περνάν , λεβέντηδες,
γεροί κι αδελφωμένοι, λέω
και θα κατακτήσουμε
τη γης ,την οικουμένη.
Κι οι λύκοι αποτραβήχτηκαν
και κρύφτηκαν στη τρούπα
- μαμούνια που τα σάρωσε
βαρειά του εργάτη η σκούπα.
Γιέ μου στ'αδέλφια σου τραβώ
και σμίγω την οργή μου,
σου πήρα το ντουφέκι σου -
κοιμήσου εσύ , πουλί μου".
Γ. Ρίτσος
μου, καρδούλα της καρδιάς μου,
πουλάκι της φτωχής αυλής,
ανθέ της ερημιάς μου,
πως κλείσαν τα ματάκια σου
και δε θεωρείς που κλαίω
και δε σαλεύεις,δε γρικάς ,
τα που πικρά σου λέω;.
Πως μ' άφησες να σέρνομαι
και να πονώ μονάχη, χωρίς
γουλιά, σταλιά νερό και φώς
κι ανθό κι αστάχυ;
Γιέ μου ,ποια Μοίρα στόγραφε
και ποιά μου τόχε γράψει
τέτοιον καημό, τέτοια φωτιά
στα στήθεια μου ν' ανάψει;
Σήκω γλυκέ μου αργήσαμε '
Ψηλώνει ο ήλιος ' έλα, και
το φαγάκι σου έρημο θα κρύωσε
στην πιατέλα.
Πως θα γυρίσω μοναχή
στο εμραδιακό καλύβι;
Έπεσε η νύχτα στην αυγή και
το στρατί μου κρύβει.
Δεν έμενες , καρδούλα μου,
στ'ασπρο μικρούλη σπίτι,
να σ' έχω σαν αφέντη μου,
να σ'έχω σαν σπουργίτι.
Κι αν δεν λυγάω σε προσευχή ,
τα χέρια κι αν δεν πλέκω,
γιέ μου , το ξέρεις, πιο από πριν
τώρα κοντά σου στέκω.
Να 'χα τ' αθάνατο νερό ,
ψυχή καινούργια να'χα
να σούδινα,να ξύπναγες
για μια στιγμή μονάχα.
Ω, τι όμορφα σαν σμίγουνε ,
σαν αγαπιούνται οι ανθρώποι,
φεγγοβολάνε οι ουρανοί ,
μοσκοβολάνε οι τόποι.
Κι όπως περνάν , λεβέντηδες,
γεροί κι αδελφωμένοι, λέω
και θα κατακτήσουμε
τη γης ,την οικουμένη.
Κι οι λύκοι αποτραβήχτηκαν
και κρύφτηκαν στη τρούπα
- μαμούνια που τα σάρωσε
βαρειά του εργάτη η σκούπα.
Γιέ μου στ'αδέλφια σου τραβώ
και σμίγω την οργή μου,
σου πήρα το ντουφέκι σου -
κοιμήσου εσύ , πουλί μου".
Γ. Ρίτσος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου