Στη σημερινή μας παρέμβαση θα θίξουμε κάποια από τα ζητήματα που απασχολούν έντονα την πληγωμένη Θεσσαλία και την κοινή γνώμη γενικότερα σχετικά με τις πρόσφατες καταστροφικές πλημμύρες.
1. Η στρατηγική κατεύθυνση αντιμετώπισης του υδατικού προβλήματος.
Πριν δυο χρόνια ακριβώς η Επιτροπή Διεκδίκησης επίλυσης Υδατικού προβλήματος Θεσσαλίας (Ε.Δ.Υ.ΘΕ) υπέβαλε στον Πρόεδρο της Βουλής, στους αρμοδίους Υπουργούς και στις κοινοβουλευτικές ομάδες των πολιτικών κομμάτων μια ΑΝΑΦΟΡΑ για το υδατικό πρόβλημα της Θεσσαλίας.
Επειδή γνωρίζουμε πως η γενική εικόνα που επικρατεί στην κοινή γνώμη είναι πως για τη Θεσσαλία το μεγάλο πρόβλημα είναι το αρδευτικό, στην πρώτη κιόλας παράγραφο του κειμένου και στην προσπάθεια να αναιρέσουμε τη λανθασμένη αυτή εντύπωση αναφέρουμε πως «Τα νερά για τη Θεσσαλία αποτελούσαν ανέκαθεν το καθοριστικό στοιχείο για την ασφάλεια της ζωής και των περιουσιών των κατοίκων της», πως «κυρίαρχο πρόβλημα είναι η ΑΣΦΑΛΕΙΑ των κατοίκων της» και πως «Η κλιματική κρίση αναμφισβήτητα διαμορφώνει νέες, αποφασιστικής σημασίας, συνθήκες αβεβαιότητας και απειλών στη Θεσσαλία, που (συνίστανται σε) ακραία φαινόμενα, πολλές πλημμύρες, διαδοχικά έτη ξηρασίας…» κλπ.
Ουσιαστικά, αν και δεν είμαστε ειδικοί επιστήμονες στον τομέα της υδρολογίας και άλλων φαινομένων που συνδέονται με παρόμοιες φυσικές καταστροφές, επειδή βιώνουμε τα προβλήματα στην περιοχή μας, κρίναμε πως οφείλαμε να ζητήσουμε το θέμα των υδάτων να αντιμετωπιστεί με μια διαφορετική οπτική, με κυρίαρχο θέμα την ΑΣΦΑΛΕΙΑ.
Προφανώς δεν υπήρξαμε οι μόνοι που επισημάναμε αυτούς τους κινδύνους. Πολλοί επιστήμονες που εργάζονται σε Πανεπιστήμια, ερευνητικά ιδρύματα, μελετητικά γραφεία, επιστημονικά – τεχνικά επιμελητήρια και διαθέτουν εξειδικευμένη γνώση και εμπειρία στα θέματα αυτά, υπεύθυνα και με πολλούς τρόπους (δημοσιεύματα, συνέδρια, ημερίδες, υπομνήματα κλπ.) έχουν εδώ και δεκαετίες προσφέρει στα αρμόδια όργανα ό,τι τους ήταν αναγκαίο για να αφυπνιστούν και να ενεργήσουν έγκαιρα, προστατεύοντας τη ζωή και τις περιουσίες των πολιτών που (υποτίθεται) έχουν χρέος να υπηρετούν.
Δυστυχώς όμως ούτε αυτοί εισακούστηκαν. Ακόμη και σε περιπτώσεις που τα υπουργεία παρέλαβαν επίσημα και «θεσμοθέτησαν» με αποφάσεις τις μελέτες τους και τα «μέτρα» που πρότειναν οι ειδικοί (πχ. Σχέδια Διαχείρισης Λεκανών Απορροής Ποταμών – ΣΔΛΑΠ/2014 και 2017, Ειδικά Σχέδια Διαχείρισης Κινδύνων Πλημμυρών – ΣΔΚΠ/2018 κ.α.), όλα αυτά στην πράξη παρέμειναν ως επί το πλείστον αναξιοποίητα ή απλά αγνοήθηκαν.
Με άλλα λόγια η «ατζέντα» των συναρμόδιων Υπουργείων και της Περιφέρειας Θεσσαλίας στον τομέα των υδάτων, αντί της ασφάλειας συνέχισε να επικεντρώνεται σε πιο «πιασάρικα» ζητήματα («χιλιάδες έργα» γενικώς, εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ γενικώς, ανοχή και χρηματοδότηση σε πρόχειρες κατασκευές και μικροφράγματα μέσα στα ποτάμια οικοσυστήματα για εξυπηρέτηση αρδευτών, «δωρεάν» αρδεύσεις από τους ταμιευτήρες κλπ.).
Δυστυχώς το κυρίαρχο θέμα της ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ τέθηκε σε δεύτερη μοίρα.
Κατά την άποψη μας ο «υδατικός» σχεδιασμός θα έπρεπε να έχει ως γνώμονα τα έργα και τις δράσεις που συνδέονται με την αντιμετώπιση των δυο βασικών απειλών της Θεσσαλίας, δηλαδή τις ΠΛΗΜΜΥΡΕΣ και την παρατεταμένη ΞΗΡΑΣΙΑ.
Με βάση αυτές τις απειλές πρέπει να εκπονηθούν στο εξής οι νέοι σχεδιασμοί και επάνω σε αυτές να «κτιστεί» το σύστημα υδατικών έργων και υποδομών.
Ας ελπίσουμε ότι το δραματικό μάθημα από το καταστροφικό πέρασμα του «Daniel» από την περιοχή μας θα οδηγήσει σε μια νέα στρατηγική αντίληψη για τα νερά της Θεσσαλίας.
2. Η κακοκαιρία «Daniel».
Η διάρκεια και τα πρωτόγνωρα ύψη των βροχοπτώσεων αναμφίβολα κατατάσσουν τον «Daniel» στα εξαιρετικά ακραία και σπάνια φαινόμενα στα πλαίσια της κλιματικής αστάθειας που βιώνουμε.
Όμως κατά την άποψη μας όλα αυτά ΔΕΝ θα έπρεπε με κανένα τρόπο να αιφνιδιάσουν τα όργανα του κράτους και της Αυτοδιοίκησης και να βρεθούν ανέτοιμοι στην αντιμετώπιση του. Και να γιατί:
Οι συζητήσεις και τα μέτρα για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης εδώ και πολλά χρόνια βρίσκονται στην πρώτη γραμμή ενδιαφέροντος της παγκόσμιας κοινότητας, της ΕΕ και φυσικά των ελληνικών κυβερνήσεων.
Εξάλλου αλλεπάλληλα έντονα φυσικά φαινόμενα, με ανθρώπινες απώλειες και άλλες καταστροφές, συνέβησαν τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας, άφησαν βαθύ αποτύπωμα στην κοινωνία και καθόρισαν σε σημαντικό βαθμό ακόμη και τις πολιτικές εξελίξεις.
Ειδικά η επέλαση του «Ιανού» το 2020 στη Θεσσαλία δεν έχει ξεχαστεί ούτε από τους Έλληνες πολίτες ούτε, κυρίως, από τους Θεσσαλούς που βίωσαν τις συνέπειες του.
Είναι συνεπώς ΑΔΙΚΑΙΟΛΟΓΗΤΟ να υπάρξει από τους αρμόδιους τέτοια έλλειψη προετοιμασίας, συντονισμού και επιτελικής λειτουργίας των αντίστοιχων μηχανισμών πρόληψης και προστασίας, σαν αυτή που βιώσαμε τις ημέρες αυτές.
Αλλά ούτε η ένταση των φαινομένων, ούτε βεβαίως και τα όσα κυκλοφορούν για φαινόμενα που επαναλαμβάνονται «κάθε χίλια χρόνια» ή άλλα παρόμοια, μπορούν να αποτελούν άλλοθι στην αποτυχία αντιμετώπισης τους.
Όπως από καιρό επισημαίνουν οι ειδικοί, τα τελευταία χρόνια η συχνότητα εμφάνισης έντονων φαινομένων έχει αυξηθεί κατακόρυφα και πλέον η συχνότητα εμφάνισης δεν μπορεί να «χωρέσει» σε στατιστικές, αλγόριθμους και μετρήσεις πιθανοτήτων με βάση στοιχεία του παρελθόντος (στα οποία σημειωτέον η χώρα μας διαθέτει περιορισμένες χρονοσειρές μετρήσεων και όχι αξιόλογης χωρικής πυκνότητας).
Και όπως ανέφερε σε πρόσφατη συνέντευξη του ο γνωστός περιβαλλοντολόγος Ζήσης Αργυρόπουλος, από το 1982 έξι (6) κυκλώνες έχουν χτυπήσει την Ελλάδα και από αυτούς οι πέντε (5) εμφανίστηκαν από το 2016 έως σήμερα…
3. Η αντιμετώπιση του φαινομένου.
Πολλοί εκφράζουν επιφυλάξεις εάν θα μπορούσαμε να αντιμετωπίσουμε επιτυχώς ένα τέτοιο ακραίο φαινόμενο σαν αυτό του «Daniel». Για εμάς πάντως είναι βέβαιο πως αρκετές από τις συνέπειες που υπέστη η Θεσσαλία θα μπορούσαν σε σημαντικό βαθμό να έχουν αποφευχθεί, με την προϋπόθεση φυσικά πως θα είχαν γίνει πράξη όλες ή έστω ένα σημαντικό μέρος από τις κατά καιρούς υποσχέσεις των πολιτικών με βάση τις προτάσεις των επιστημόνων. Συγκεκριμένα:
– Εδώ και χρόνια και σίγουρα μετά την πανθομολογούμενη αποτυχία των αρμόδιων και της πολιτικής προστασίας το 2021 απέναντι στον Ιανό (Καρδίτσα, Μουζάκι κλπ.) όλοι συνειδητοποίησαν την ανάγκη καταγραφής και επανεξέτασης των διαθέσιμων υποδομών για αντιμετώπιση παρόμοιων φαινομένων.
Είχαν συνεπώς οι αρμόδιοι την υποχρέωση για εκπόνηση μελέτης ολοκληρωμένης αντιπλημμυρικής προστασίας της ΛΑΠ Πηνειού με πρόσφατα και κατά το δυνατόν έγκυρα μετεωρολογικά στοιχεία και κυρίως με βάση επικαιροποιημένα σενάρια ακραίων φαινομένων.
Δυστυχώς κάτι τέτοιο ΔΕΝ υπήρξε. Επιπλέον όφειλαν, με βάση εμπειρίες προγενέστερων πλημμυρών, να αναζητήσουν τον προσδιορισμό των πιο ευπαθών περιοχών και να επεξεργαστούν σχέδια για εξειδικευμένες παρεμβάσεις σε αυτά, κάτι που επίσης δεν έγινε.
[Σημ.: Η περίπτωση της Μεταμόρφωσης και των άλλων γειτονικών χωριών που χάθηκαν κάτω από τεράστιους όγκους νερού ανήκει σε αυτή την κατηγορία. Καλώς έπραξε ο κ. πρωθυπουργός που στις Βρυξέλλες, αναζητώντας οικονομική ενίσχυση, έδειξε τη φωτογραφία των πλημμυρισμένων χωριών για να ευαισθητοποιήσει τους εταίρους μας. Όφειλε όμως παράλληλα να γνωρίζει και να έχει ενημερώσει τον ελληνικό λαό πως αυτοί οι οικισμοί το 1994 είχαν ζήσει και πάλι την ίδια καταστροφή (εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν drones για να αποτυπώσουν τις βυθισμένες στέγες τους…). Και είναι πραγματικά ΑΝΕΠΙΤΡΕΠΤΟ που όλα αυτά τα χρόνια ούτε η κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη ούτε και οι προηγούμενες φρόντισαν να εκπονηθεί κάποιο ειδικό σχέδιο προστασίας για τις περιοχές αυτές ώστε να μην ξαναζήσουν οι κάτοικοι αυτές τις τεράστιες καταστροφές].
– Σε ότι αφορά στον σχεδιασμό, η «μάχη» αποτροπής καταστροφών από πλημμύρες αρχίζει πάντοτε στα βουνά, με την ανάσχεση των πλημμυρικών ροών στα ορεινά, εκεί δηλαδή που συγκεντρώνονται μεγάλοι όγκοι νερού και θα έπρεπε να έχουν γίνει οι αντίστοιχες παρεμβάσεις – εδώ και πολλά χρόνια – ώστε να υπάρξει συγκράτηση σημαντικού μέρους αυτών των υδάτων, ΠΡΙΝ από την ενίσχυση του πλημμυρικού κύματος.
Όπως είχαμε επισημάνει και στην ΑΝΑΦΟΡΑ της Ε.Δ.Υ.ΘΕ προς τη Βουλή και τα κόμματα, «μέγιστη και κρίσιμης σημασίας αναμένεται να είναι η συμβολή ταμιευτήρων νερού περιμετρικά της Θεσσαλίας (Σκοπιά Φαρσάλων, περιοχή Ελασσόνας, Νεοχώρι, Πύλη Τρικάλων, Μουζάκι κλπ.) που θα συγκρατούν τα νερά κατά τη διάρκεια των πλημμυρών και κατά την κρίσιμη στιγμή θα αποτρέπουν να προστίθενται μεγάλες ποσότητες νερού μεταφερόμενες από τα ημιορεινά, περιορίζοντας με τον τρόπο αυτό αποφασιστικά την καταστροφική τους δράση».
Ας σημειωθεί πως σύμφωνα με το εγκεκριμένο από το 2017 ΣΔΛΑΠ ο συνολικός όγκος υδάτων με αυτούς τους ταμιευτήρες, οι οποίοι σημειωτέον προτείνονται στο Σχέδιο αυτό, ανέρχεται σε περίπου 150 εκατ. κ. μ. νερού (!).
[Σημαντικά επίσης θα είναι τα έργα ορεινής υδρονομίας (με αντίστοιχες παρεμβάσεις στις δασικές περιοχές), καθώς και μικρά φράγματα σε επιλεγμένες θέσεις].
Πρέπει να γίνει κατανοητό πως αυτοί οι αξιόλογου όγκου ταμιευτήρες που αναφέραμε είναι έργα ΠΟΛΛΑΠΛΟΥ ΣΚΟΠΟΥ δεδομένου πως, εκτός από τον καθοριστικό αντιπλημμυρικό τους χαρακτήρα, προσφέρουν τη δυνατότητα ασφαλούς υδροδότησης πόλεων και οικισμών με υγιεινό νερό από επιφανειακές ταμιεύσεις (και όχι από επιβαρυντικές οικολογικά και δαπανηρές αντλήσεις υπόγειων υδάτων), τη δυνατότητα παραγωγής υδροηλεκτρικής ενέργειας, την εξασφάλιση αρδεύσεων στις γύρω περιοχές, τη δημιουργία αποθεμάτων νερού για οικολογική αποκατάσταση υδάτινων οικοσυστημάτων κ.ο.κ.
Και εδώ με θλίψη θα επισημάνουμε πως μετά τον πόλεμο ένα μόνο τέτοιο τυπικό έργο πολλαπλού σκοπού έχει υλοποιηθεί στη ΛΑΠ Πηνειού, αυτό του Σμοκόβου που παραδόθηκε σε χρήση το 2003 (προσφέροντας μεταξύ άλλων στους Σοφάδες προστασία από πλημμύρες). Πέραν αυτού ουδέν (!).
Όσο για την κατασκευή του φράγματος Μουζακίου που υποσχέθηκε ο πρωθυπουργός κ. Μητσοτάκης μετά τον Ιανό, αυτή ξεχάστηκε εντελώς και κανείς κυβερνητικός παράγοντας δεν την επανέφερε στο προσκήνιο. Ας ελπίσουμε πως δεν θα έχει την ίδια τύχη η αντίστοιχη υπόσχεση για το πολύ σημαντικό φράγμα Σκοπιάς Φαρσάλων επί του ποταμού Ενιπέα, που στο τέλος της προηγουμένης κυβερνητικής θητείας δρομολογήθηκε με τη σχετική διαγωνιστική διαδικασία.
Για όλους αυτούς τους λόγους και για να σταματήσει πλέον η ντροπιαστική επικοινωνιακή εξαπάτηση των Θεσσαλών, οφείλουν οι τοπικοί παράγοντες άμεσα να ΑΠΑΙΤΗΣΟΥΝ και να ΕΠΙΒΑΛΛΟΥΝ την υλοποίηση όλων των περιφερειακών αντιπλημμυρικών ταμιευτήρων που αναφέραμε.
Εκεί θα κριθεί και η δική τους αξιοπιστία και κατά πόσο αγωνιστικά θα στηρίξουν τα αιτήματα αυτά, την κρίσιμη αυτή περίοδο που ζητούν από τους πολίτες την εκλογική τους στήριξη.
– Τέλος να επισημάνουμε πως απέναντι στον ακραίο «Daniel» εμφατική ήταν η απουσία κατάλληλων δομών–μηχανισμού με έμπειρο προσωπικό και σύγχρονο τεχνολογικό-ψηφιακό εξοπλισμό για τον υπολογισμό των χαρακτηριστικών του πλημμυρικού φαινομένου (όγκος υδάτων, ταχύτητα ροής, ύψος νερού στους ποταμούς, χρόνοι μεταφοράς νερού ανάμεσα στις διάφορες περιοχές και την αυτόματη επεξεργασία-προσαρμογή των διαφόρων σεναρίων ενεργειών για την προστασία των κατοίκων κλπ.). Όλα τα παραπάνω, έχουν στις περισσότερες περιπτώσεις κρίσιμη σημασία για τους πληττόμενους αλλά και για τον μηχανισμό της πολιτικής προστασίας.
Και στην περίπτωση αυτή οι αρμόδιοι (κεντρικά και τοπικά) δεν κατάφεραν (εκτός του 112) να «παντρέψουν» έγκαιρα, την προετοιμασία, την οργάνωση και τα επιτεύγματα της επιστήμης με την εφαρμογή τους την ώρα της δύσκολης μάχης..…
Συμπερασματικά, και σε αυτή τη δοκιμασία της Θεσσαλίας περισσότερα ακούσαμε για «θεομηνίες» και «ακραία» φαινόμενα και πολύ λιγότερα παρατηρήσαμε στην αναγκαία αξιοποίηση κατάλληλων επιστημονικών εργαλείων, τον σωστό σχεδιασμό και την υιοθέτηση των «βέλτιστων» πρακτικών που εφαρμόζονται διεθνώς στην αντιμετώπιση παρόμοιων καταστάσεων.
Την άποψη μας αυτή την θέτουμε στην κρίση των αναγνωστών, παράλληλα όμως κάνουμε έκκληση στους πολιτικούς και αυτοδιοικητικούς μας εκπροσώπους, ακόμη και εάν θεωρούν την κρίση μας αυστηρή ή/και άδικη, από εδώ και στο εξής ΝΑ ΜΗΝ ΑΓΝΟΗΣΟΥΝ ξανά τις προτάσεις και επισημάνσεις των επιστημόνων και των συλλογικοτήτων τους.
[Σε επόμενο σημείωμα θα αναφερθούμε στην συμπεριφορά των κάθε είδους συστημάτων προστασίας στις πόλεις της Θεσσαλίας, στην «επόμενη ημέρα» μετά την καταστροφή, καθώς και σε διάφορες αιτιάσεις που υποβολιμαία συνδέουν τον ποταμό Αχελώο με τα πλημμυρικά φαινόμενα που βιώσαμε].
*Γκούμας Κώστας, γεωπόνος, πρ. Δ/ντής Εγγείων Βελτιώσεων, πρ. πρόεδρος ΓΕΩΤΕΕ/Κεντρικής Ελλάδας, μέλος Ε.Δ.Υ.ΘΕ,
*Μπαρμπούτης Τάσος, πολιτικός μηχανικός, μέλος ΔΣ ΕΘΕΜ, πρ. γραμματέας ΤΕΕ/ΚΔΘ, μέλος Ε.Δ.Υ.ΘΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου