Η έκφραση «Σουηδία γίναμε», θέλει να υπονοήσει μια ειρηνική και ήρεμη χώρα, την ελευθεριότητα στις ερωτικές σχέσεις, την αντιμετώπιση από το ζευγάρι του χωρισμού με «πολιτισμένο» τρόπο («θα μείνουμε φίλοι»...), την κοινωνική ανεκτικότητα γενικά.
Να όμως που οι εικόνες διαλύονται με πάταγο, κυρίως όσον αφορά την κοινωνική ανεκτικότητα. Η ειρηνική και ανεκτική Σουηδία του «επιτυχημένου» σοσιαλιστικού μοντέλου, η κοινωνία της …ισότητας, βρίσκεται στο έλεος των συμμοριών του υποκόσμου. Και το χειρότερο είναι οι ομαδικές προσχωρήσεις σε αυτές τις συμμορίες νέων ανθρώπων, οι οποίοι μέσω διαδικτύου ζητούν συμμετοχή σε δολοφονίες. Προχθές, Πέμπτη, μέσα σε μια μέρα δολοφονήθηκαν 3 άνθρωποι, ανεβάζοντας σε 12 τους νεκρούς του Σεπτεμβρίου.
Η αστυνομία είναι στους δρόμους, αλλά δεν φτάνει, λένε. Και ο πρωθυπουργός της χώρας Ουλφ Κρίστενσεν ανακοίνωσε πως θα καλέσει το στρατό να συνδράμει.
Η κλασική συνταγή των κυβερνώντων είναι η καταστολή. Τόσα χρόνια αντιμετωπίζουν την εντεινόμενη βία, παντού στον κόσμο με αύξηση της αστυνόμευσης, εξοπλισμούς και παρακολουθήσεις, ένταση της κρατικής βίας και το αποτέλεσμα είναι αυτό που βλέπουμε στην Ουψάλα και στις άλλες σουηδικές πόλεις. Το οποίο αποτέλεσμα αξιοποιείται τώρα, όπως και κάθε φορά, για να ληφθούν νέα μέτρα αστυνόμευσης, νέες προσλήψεις φρουρών, νέα όπλα καταστολής, νέες απαγορεύσεις, αλλαγές στο ποινικό δίκαιο για να περιλάβει νέα εγκλήματα κ.ο.κ.
Και για να γίνει ένα ακόμη βήμα πιο πέρα ο Κρίστενσεν δήλωσε πως πληρώνουν «την αφέλεια και την απερισκεψία που μας οδήγησε εδώ. Η αλόγιστη μετανάστευση και η αποτυχία ενσωμάτωσης μας οδήγησαν σε αυτή την κατάσταση».
Ο Κρίστενσεν ηγείται του κόμματος των Μετριοπαθών (της δεξιάς μετριοπάθειας) και σχημάτισε, έναν σχεδόν χρόνο πριν, κυβέρνηση μειοψηφίας με τους Χριστιανοδημοκράτες και τους Φιλελεύθερους, σε συνεργασία (ανεπίσημη, όπως λένε) με το ακροδεξιό κόμμα των Σουηδών Δημοκρατών, διάσπαση του ναζιστικού κινήματος της χώρας.
Πριν από αυτόν και για οχτώ χρόνια κυβερνούσαν οι Σοσιαλδημοκράτες, με τη γνωστή νεοφιλελεύθερη ατζέντα. Και οι δυο τάχθηκαν με τη «συμμαχία των προθύμων» στον πόλεμο της Ουκρανίας και έθεσαν υποψηφιότητα για την ένταξη στο ΝΑΤΟ.
Η σημερινή κατάσταση έχει ασφαλώς να κάνει με τη διακυβέρνηση, προηγούμενη και τωρινή.
Έχει να κάνει με το παρελθόν της χώρας που δεν είναι και τόσο άμεμπτο, ας πούμε τη συνεργασία με τους ναζί στη διάρκεια του πολέμου, ή στο πως ο νεοφασισμός και η βία υποφώσκουν δεκαετίες τώρα κάτω από την εικόνα του κοινωνικού κράτους (οι ανομολόγητες όψεις για τις οποίες μόνο η λογοτεχνία κάνει λόγο).
Έχει να κάνει με την παγκόσμια αναστάτωση, στην οποία περιλαμβάνονται και οι μεταναστευτικές ροές.
Αλλά εκπηγάζει και εκφράζει, το βαθύτερο αίσθημα ανασφάλειας που προκαλεί η γενικευμένη κρίση, ενός κόσμου που οδηγεί βίαια τους κατοίκους του σε μια κούρσα κέρδους, ανισότητας, βίας και περιθωριοποίησης. Ο βασιλιάς είναι γυμνός και απογυμνώνει τους κατοίκους του βασιλείου του, για να θεωρούν πως αυτό είναι το κανονικό.
Η συνακόλουθη βία των μηχανισμών του κράτους αναπαράγεται στους δρόμους και αναδιπλασιάζεται μέρα με τη μέρα. Το συνηθίσαμε. Κι εκείνοι που φωνάζουν ενάντια περισσότερο ως γραφικοί εκλαμβάνονται, στην καλύτερη περίπτωση ως ρομαντικοί εραστές, που τους θαυμάζουμε αλλά δεν τους ακολουθούμε!
Νομίζουμε πως το αίμα που ρέει ποτάμια κάθε βράδυ στις οθόνες μας δεν εκβάλλει πουθενά. Πως η βιαιότητα των νέων δεν έχει να κάνει με το μακελειό, σε πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό και αισθητικό πεδίο που διεξάγεται κάθε μέρα στη ζωή τους και στις αναπαραστάσεις της. Πως οι φτωχοί που πολλαπλασιάζονται θα βολευτούν με μερικά επιδόματα και κάποιες τηλεοπτικές εικόνες δολώματα.
Πως η ιερή αγανάχτηση του τηλεοπτικού προσωπικού που κραυγάζει για περισσότερη καταστολή και βία, είναι η μόνη απάντηση (μερικοί, οι πιο κουτοί συνήθως, δεν είναι από πληρωμή που φωνάζουν, το πιστεύουν).
Κοινωνίες χωρίς ιδέες, χωρίς όνειρα και προσδοκίες, χωρίς πεποιθήσεις, παραδίδονται στο φόβο και την επιβολή της δύναμης. Ο καπιταλισμός επικράτησε.
Οι νέοι άνθρωποι απαιτούν απαντήσεις στα ερωτήματά τους. Ποιος μπορεί να τις δώσει;
Κι όσο οι απαντήσεις δεν τους αρκούν, εκρήγνυνται, και βουλιάζουν στο πιο ορατό και πρόσφορο.
Είναι δύσκολο να θέλεις ν’ αλλάξεις τον κόσμο, όπως πιστέψαμε στη νεότητά μας, αλλά είναι ακόμη πιο δύσκολο να έχεις παραιτηθεί από αυτή την προσπάθεια. Και για σένα και για τους άλλους. Ο κόσμος έχει ανάγκη ν’ αλλάξει.
Και χρειάζεται να δουλέψουμε πολύ γι’ αυτό!
Δεν το βλέπω απίθανο να κάνουμε τους τροχονόμους και στην Λέσβο με κάθε τόσο και λιγάκι τα τροχαία
ΑπάντησηΔιαγραφή