Τα δεδομένα που «προσγειώνουν» τις προσδοκίες για περαιτέρω γρήγορη μείωση της ανεργίας. Τα ποιοτικά στοιχεία, τα «αγκάθια» και ο ρόλος των διαρθρωτικών αλλαγών στην αγορά εργασίας.
Ενώ η αγορά εργασίας φαίνεται πως έχει ανακάμψει, με τα τελευταία στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής να δείχνουν ότι το τρίτο τρίμηνο του 2023 το ποσοστό ανεργίας «κλείδωσε» στο 10,8%, ενώ τον Οκτώβριο έσπασε και το φράγμα του 10%, πέφτοντας στο 9,6%, ο αριθμός των απασχολούμενων εξακολουθεί να παραμένει χαμηλότερος του 2009.
Αναλυτικά, όπως δείχνουν τα στοιχεία, χρειάστηκαν μόλις τέσσερα χρόνια, από το 2009 έως και τον Ιούλιο του 2013 για να φθάσει το ποσοστό ανεργίας στη χώρα μας από μονοψήφιο ποσοστό, στο δυσθεώρητο 28,1% και συνολικά 14 -δύσκολα- χρόνια, για να υποχωρήσει, μόλις τον φετινό Οκτώβριο στο 9,6%.
Μετά από μια μακρά περίοδο οικονομικής κρίσης και σκληρής δημοσιονομικής προσαρμογής, αλλά και μιας αδιανόητης υγειονομικής καταιγίδας που χτύπησε την παγκόσμια οικονομία, το εποχικά διορθωμένο ποσοστό ανεργίας στη χώρα μας, τον Οκτώβριο του 2023, ανήλθε σε 9,6% έναντι 11,8% τον Οκτώβριο του 2022 και του αναθεωρημένου προς τα άνω 10,3% τον φετινό Σεπτέμβριο. Η προηγούμενη φορά που είχε καταγραφεί μονοψήφιο ποσοστό ανεργίας και συγκεκριμένα 9,9%, ήταν τον Αύγουστο του 2009.
Όμως, και παρά τις θετικές εξελίξεις, οι οικονομολόγοι εκτιμούν πως «τώρα αρχίζουν τα δύσκολα» κι επισημαίνουν ότι για να συνεχιστεί η μείωση της ανεργίας χρειάζεται να αντιμετωπιστούν διαρθρωτικά προβλήματα της αγοράς εργασίας, όπως η χαμηλή συμμετοχή γυναικών και των νέων και η αναντιστοιχία δεξιοτήτων και ζήτησης. Κρούουν μάλιστα τον κώδωνα του κινδύνου, καθώς εκτιμούν ότι στο εξής, η μείωση της ανεργίας, θα γίνεται όλο και πιο δύσκολη και πλέον, θα είναι αναγκαίο να αρχίσει η αγορά εργασίας να ξεπερνά δομικά της προβλήματα.
Κάτι που φαίνεται άλλωστε και από τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, που δείχνουν ότι όσο το ποσοστό προσεγγίζει μονοψήφιο αριθμό, τόσο η αποκλιμάκωσή της γίνεται με πιο αργό ρυθμό. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ ήταν στο 11,3% τον Ιανουάριο, έπεσε σε μονοψήφιο αριθμό σε 10 μήνες. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν, που η κυβέρνηση και δη το οικονομικό επιτελείο, διατηρεί μεν την αισιοδοξία του ότι η πραγματικότητα θα ξεπεράσει προς το καλύτερο, τις εκτιμήσεις, κρατά, όμως, σε επίσημο επίπεδο χαμηλά τον πήχη. Έτσι, εκτιμά στον προϋπολογισμό του 2024 ότι σε ετήσια βάση, κατά το τρέχον έτος το ποσοστό ανεργίας θα κλείσει στο 11,2%, ενώ και το 2024, η υποχώρηση της ανεργίας εκτιμάται ότι θα είναι αργή, με αποτέλεσμα να μην υποχωρήσει στο τέλος του επόμενου έτους, κάτω από το 10,6%.
Η απασχόληση
Η εικόνα της απασχόλησης στη χώρα μας δεν αφήνει πολλά περιθώρια εφησυχασμού. Αφενός παραμένει σε χαμηλά επίπεδα, στα 4,257 εκατομμύρια άτομα, αφετέρου είναι σημαντικά μειωμένη, κατά περίπου 300.000 εργαζόμενους, σε σχέση με τον αριθμό των απασχολούμενων (4,551 εκατ.) κατά τον Αύγουστο του 2009. Γεγονός, που καταδεικνύει ότι το πρόβλημα στην αγορά εργασίας είναι πολυδιάστατο και απαιτούνται ουσιαστικά αναπτυξιακά μέτρα που θα οδηγήσουν στην δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, σε αύξηση των μισθών και βέβαια, σε αύξηση του εργατικού δυναμικού, επαναπατρίζοντας σημαντικό αριθμό εργαζόμενων που εγκατέλειψαν την χώρα.
Τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής είναι άλλωστε αποκαλυπτικά. Δείχνουν ότι οι απασχολούμενοι ανήλθαν τον Οκτώβριο σε 4.257.939 άτομα σημειώνοντας αύξηση κατά 145.353 εργαζόμενους σε σχέση τον Οκτώβριο του 2022 (+3,5%), αλλά και κατά 55.348 εργαζόμενους (+1,3%) σε σχέση με τον αμέσως προηγούμενο μήνα, Σεπτέμβριο.
Αυτό δείχνουν και τα πλέον πρόσφατα στοιχεία της Eurostat, για το ποσοστό απασχόλησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση κατά το πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους. Συγκεκριμένα, ενώ στην Ευρωζώνη παρατηρήθηκε αύξηση κατά 0,6% και στις χώρες της ΕΕ κατά 0,5%, η Ελλάδα συγκαταλέγεται σε μία από τις τέσσερις χώρες στις οποίες καταγράφηκε μείωση (-0,3%). Αλλά και τα στοιχεία του προϋπολογισμού, δείχνουν πως και τον επόμενο θα συνεχιστεί η σημαντική επιβράδυνση στον ρυθμό αύξησης των απασχολούμενων από το +2,5% το 2022, στο +1,4% το 2023 και στο μόλις +0,9% το 2024.
Οι ειδικοί, ξεκαθαρίζουν πως «τώρα αρχίζουν τα δύσκολα». Όπως επισημαίνει μάλιστα πρόσφατη έκθεση της Alpha Bank ΑΛΦΑ -0,03%, παρά την τάση δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας που υπαγορεύεται από την ισχυρή δυναμική των επενδύσεων, το ποσοστό της ανεργίας προσεγγίζει το φυσικό του επίπεδο, δηλαδή εκείνο που οφείλεται στη διαρθρωτική ανεργία και όχι σε διαταραχές του οικονομικού κύκλου.
Κάνει μάλιστα λόγο για «υποχρησιμοποίηση» του ανθρώπινου κεφαλαίου (ποσοστό «υποτονικότητας» ή Labour Market Slack) κι επισημαίνει ότι ορισμένα χαρακτηριστικά, όπως το χαμηλό ποσοστό συμμετοχής συγκεκριμένων ομάδων του πληθυσμού στο εργατικό δυναμικό, των νέων και των γυναικών, καθώς και η αναντιστοιχία των δεξιοτήτων του ανθρώπινου κεφαλαίου με τις απαιτούμενες από την αγορά εργασίας, είναι μερικοί από τους λόγους για τους οποίους η ανεργία στη χώρα μας παραμένει σε συγκριτικά υψηλό επίπεδο. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία, η «υποτονικότητα» της αγοράς εργασίας υποχώρησε στο 16,1%, το δεύτερο τρίμηνο του 2023, έναντι 17,3%, το πρώτο τρίμηνο και 18,4%, το δεύτερο τρίμηνο του 2022.
Και βέβαια, στα δομικά προβλήματα της εγχώριας αγοράς εργασίας, παραμένει το γεγονός ότι παρά την άνοδο της απασχόλησης και της αξιοποίησης του ανθρώπινου δυναμικού, αυξήθηκαν παράλληλα οι κενές θέσεις εργασίας στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα, ανήλθαν σε 37,1 χιλ., το δεύτερο τρίμηνο του 2023, έναντι 32,9 χιλ., το πρώτο τρίμηνο του έτους και 27,2 χιλ., το δεύτερο τρίμηνο του 2022, καταγράφοντας αύξηση κατά 36,2% σε ετήσια και 13% σε τριμηνιαία βάση, αντίστοιχα. Οι περισσότερες κενές θέσεις εντοπίζονται στο χονδρικό και λιανικό εμπόριο (18,6 χιλ.) και στην παροχή καταλύματος και εστίασης (10,7 χιλ.). Επιπλέον, το δεύτερο τρίμηνο του έτους, οι κενές θέσεις εργασίας αυξήθηκαν στο 1,6% επί των συνολικών θέσεων εργασίας, με το εν λόγω ποσοστό να διαμορφώνεται σε πολυετή υψηλά.
Αλλά και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της εγχώριας αγοράς εργασίας, όπως προκύπτουν από την χθεσινή δημοσίευση του Γ τριμήνου 2023, δείχνουν προς την ίδια κατεύθυνση.
Πολύ υψηλά ποσοστά ανεργίας παρατηρούνται στις γυναίκες, στα άτομα ηλικίας έως 24 ετών, στην Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας και στα άτομα που έχουν ολοκληρώσει έως λίγες τάξεις του Δημοτικού. Το μεγαλύτερο ποσοστό εργατικού δυναμικού παρατηρείται στους άνδρες, στα άτομα ηλικίας 30-44 ετών, στην Περιφέρεια Νοτίου Αιγαίου, στα άτομα που έχουν ολοκληρώσει μεταδευτεροβάθμια εκπαίδευση και στα άτομα ξένης ιθαγένειας.
Τα άτομα που δεν περιλαμβάνονται στο εργατικό δυναμικό, ή «άτομα εκτός του εργατικού δυναμικού», δηλαδή όσοι δεν εργάζονται ούτε αναζητούν εργασία, ανήλθαν σε 4.264.694. Ειδικότερα, τα άτομα εκτός του εργατικού δυναμικού κάτω των 75 ετών, ανέρχονται σε 3.032.538. Το ποσοστό τους μειώθηκε κατά 0,2% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο και κατά 0,9% σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους.
Κατά το Γ΄ τρίμηνο του 2023, το μεγαλύτερο ποσοστό των απασχολουμένων εργάζονται ως μισθωτοί (69,1%), ενώ σημαντικό είναι και το ποσοστό των αυτοαπασχολουμένων χωρίς προσωπικό (20,0%).
Το ποσοστό μερικής απασχόλησης ανέρχεται σε 6,6%, μειωμένο κατά 10,5% σε σχέση με το Β’ τρίμηνο του έτους, και κατά 8,8% σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό διάστημα. Αντίθετα, αυξήθηκαν οι θέσεις προσωρινής εργασία, με το ποσοστό πλέον να φθάνει το 8,1% (+5% σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο).
Τα επαγγέλματα που συγκεντρώνουν το μεγαλύτερο ποσοστό απασχολουμένων είναι η παροχή υπηρεσιών και πωλητές (22,6%) και οι επαγγελματίες (21,6%). Σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο, η μεγαλύτερη αύξηση παρατηρείται στους ειδικευμένους γεωργούς, κτηνοτρόφους, δασοκόμους και αλιείς (3,4%) ενώ η μεγαλύτερη μείωση παρατηρείται στους τεχνικούς και ασκούντες συναφή επαγγέλματα (2,6%).
Σε σχέση με το αντίστοιχο τρίμηνο του προηγούμενου έτους, η μεγαλύτερη αύξηση παρατηρείται στα ανώτερα διευθυντικά και διοικητικά στελέχη (8%) ενώ η μεγαλύτερη μείωση στους τεχνικούς και ασκούντες συναφή επαγγέλματα (3,6%).
Την ίδια ώρα, τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ δείχνουν πως ένας στους 5 εργαζόμενους εργάζεται πάνω από 48 ώρες την εβδομάδα. Συγκεκριμένα, το μεγαλύτερο ποσοστό των απασχολουμένων (49,2%) δηλώνει ότι εργάστηκε 40 – 47 ώρες την εβδομάδα αναφοράς, ενώ ένα σημαντικό ποσοστό (21,0%) δηλώνει ότι εργάστηκε 48 ή περισσότερες ώρες. Η πλειονότητα των απασχολουμένων (77,1%) δηλώνει ότι εργάστηκε τις συνήθεις ώρες κατά την εβδομάδα αναφοράς.
Τέλος, από τα στοιχεία της έρευνας προκύπτει ότι οι βασικοί λόγοι που σταμάτησαν οι άνεργοι να εργάζονται είναι είτε γιατί η εργασία τους ήταν περιορισμένης διάρκειας και τελείωσε (31,8%) είτε γιατί απολύθηκαν (16,4%). Το ποσοστό των ανέργων που δεν έχουν εργαστεί στο παρελθόν (νέοι άνεργοι) είναι 21,6%.
Η πλειονότητα των ανέργων (60,3%) αναζητά εργασία ένα έτος ή περισσότερο (μακροχρόνια άνεργοι).
euro2day.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου