Από τη δεκαετία του ’70 οι πολυεθνικές ορυκτών καυσίμων «έσπρωχναν» στα μεγαλύτερα ΜΜΕ κείμενα με τα οποία αρνούνταν τις συνέπειες της κλιματικής κρίσης, θέτοντας ουσιαστικά τις βάσεις για την ολοκληρωτική καταστροφή του πλανήτη. Τα τελευταία χρόνια τα μεγαλύτερα ΜΜΕ γράφουν τα ίδια ακριβώς κείμενα και τα πουλάνε στις πολυεθνικές ορυκτών καυσίμων.
Την περασμένη εβδομάδα ερευνητές και δημοσιογράφοι από τέσσερα ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης (The Intercept, The Nation, Drilled και DeSmog) εξέτασαν τα advertorial, τις διαφημίσεις αλλά και τα συνέδρια που διοργάνωσαν την περίοδο 2020-2023 επτά μέσα ενημέρωσης τα οποία, σύμφωνα με δημοσκοπήσεις των τελευταίων χρόνων, θεωρούνται τα πιο αξιόπιστα στον κόσμο (Bloomberg, Economist, Financial Times, New York Times, Politico, Reuters και Washington Post).
Το τρομακτικό συμπέρασμα της έρευνας δεν ήταν μόνο ότι τα συγκεκριμένα μέσα προωθούν τα μηνύματα των πιο ρυπογόνων βιομηχανιών του πλανήτη αλλά ότι πληρώνονται για να παράγουν αυτά τα μηνύματα.
Τα επτά ΜΜΕ διαθέτουν «θυγατρικές», γνωστές ως brand studios, οι οποίες παράγουν περιεχόμενο ή διοργανώνουν εκδηλώσεις για λογαριασμό της βιομηχανίας ορυκτών καυσίμων, και όχι μόνο. To Reuters παραδείγματος χάριν διαθέτει τη διαφημιστική εταιρεία Reuters Plus, η οποία μεταξύ άλλων δραστηριοτήτων έχει δημιουργήσει το podcast «Powered by How» για λογαριασμό της Aramco, της κρατικής εταιρείας πετρελαίου και φυσικού αερίου της Σαουδικής Αραβίας. Παράλληλα, η εταιρεία Reuters Events διοργανώνει συνέδρια (τα οποία συντονίζουν δημοσιογράφοι του Reuters) στα οποία φέρνει σε επαφή στελέχη των μεγαλύτερων βιομηχανιών ορυκτών καυσίμων με αξιωματούχους κυβερνήσεων και διεθνών οργανισμών. Αυτό ακριβώς έχει αναλάβει να κάνει και στην 28η Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για την κλιματική αλλαγή (COP28) λειτουργώντας ουσιαστικά ως μεσάζων ανάμεσα σε λομπίστες και πολιτικούς.
Τα περισσότερα από τα ΜΜΕ που διαθέτουν brand studios δηλώνουν ότι αυτά λειτουργούν εντελώς ανεξάρτητα από τους δημοσιογράφους των ίδιων ομίλων, οι οποίοι δεν επηρεάζονται από τα δεκάδες εκατομμύρια δολάρια που εισρέουν στα ταμεία της ίδιας ουσιαστικά επιχείρησης. Αυτό το επιχείρημα βέβαια δεν φαίνεται να το πιστεύουν ούτε οι ίδιοι.
Στην πρώτη σελίδα του Reuters Plus παραδείγματος χάριν διαβάζουμε ότι η εταιρεία «συνδυάζει το κύρος της μεγαλύτερης αίθουσας σύνταξης στον κόσμο με τις δεξιότητες και τις ικανότητες ενός δημιουργικού πρακτορείου». Με πανομοιότυπο τρόπο η εταιρεία WP Creative Group (το «δημιουργικό» παραμάγαζο της Washington Post) εξηγεί ότι «εφαρμόζει τις βραβευμένες ερευνητικές ικανότητες της εφημερίδας… για την παραγωγή αλλά και τη διανομή ιστοριών με πολυμέσα». Τα brand studios δηλαδή πουλάνε το δημοσιογραφικό κύρος αλλά και ένα έτοιμο αναγνωστικό κοινό σε όποιον προσφέρει τα περισσότερα χρήματα, ενώ διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους ότι δεν είναι τίποτα περισσότερο από διαφημιστικές εταιρείες — και το κάνουν με την πειστικότητα που διακρίνει έναν οίκο ανοχής όταν διαφημίζεται σαν ινστιτούτο αισθητικής.
Οι τρόποι με τους οποίους τα επτά ΜΜΕ προσφέρουν τις υπηρεσίες τους και πληρώνονται από τη βιομηχανία άνθρακα είναι συχνά τόσο δαιδαλώδεις ώστε χάνεται η διάκριση ανάμεσα στο δημοσιογραφικό κείμενο, το advertorial και τη διαφήμιση. Όπως εξηγεί το The Intercept, «μόνο το 2022 η Exxon Mobil χορήγησε 100 εκδόσεις του newsletter της Washington Post, η οποία με τη σειρά της παρουσίασε στην ηλεκτρονική της σελίδα σειρά από editorial για λογαριασμό του American Petroleum Institute – του πανίσχυρου λόμπι των μεγαλύτερων πετρελαϊκών κολοσσών».
Οι Financial Times δημιούργησαν και φιλοξένησαν στο σάιτ τους αρκετές multimedia σελίδες για λογαριασμό εταιρειών ενέργειας όπως η Aramco και η Equinor, ενώ το Politico, τα τελευταία τρία χρόνια, δημοσίευσε 50 native ads (advertorial που εμπλέκονται με το δημοσιογραφικό περιεχόμενο για να παραπλανήσουν τον αναγνώστη) για το λόμπι American Petroleum Institute.
Ομολογουμένως τα περισσότερα από αυτά τα μέσα παρουσίασαν την ίδια περίοδο και εξαιρετικές δημοσιογραφικές έρευνες που αμφισβητούσαν τα fake news της βιομηχανίας ορυκτών καυσίμων – όσο αδιανόητο και αν ακούγεται αυτό για τα ελληνικά δεδομένα όπου όταν μια εταιρεία περάσει από το λογιστήριο ενός μέσου ενημέρωσης συνήθως αποκτά απόλυτη ασυλία.
Σε κάθε περίπτωση, όταν μια εφημερίδα σαν τους New York Times λαμβάνει σε μια τριετία 20 εκατομμύρια δολάρια από ρυπογόνες βιομηχανίες – τα 13 από τα οποία προέρχονται από τη σαουδαραβική Aramco – γίνεται όλο και πιο δύσκολο να πείσει το κοινό της για τη δημοσιογραφική της ακεραιότητα. Γιατί η γυναίκα του Καίσαρα δεν αρκεί να είναι τίμια και να δείχνει τίμια. Θα πρέπει επίσης να μην πληρώνεται για να γράφει επιστολές για λογαριασμό του Βρούτου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου