Η Παρασκευή (19/4) ξημέρωσε με μια είδηση να κάνει τον γύρο του κόσμου: Το Ισραήλ είχε υλοποιήσει την απειλή του, πλήττοντας τη νύχτα στόχους στο εσωτερικό του Ιράν, στο αεροδρόμιο της πόλης Ισφαχάν (όπου βρίσκεται και μεγάλο μέρος των πυρηνικών εγκαταστάσεων της χώρας) και στην Ταυρίδα. Μετά το πρώτο σοκ, ωστόσο, κάθε προσπάθεια να βρεθούν επίσημες πηγές που να επιβεβαιώνουν ή να διαψεύδουν την παραπάνω εξέλιξη έπεφτε στο κενό. Κι αυτό διότι όλες οι πληροφορίες προέρχονταν από «ανώνυμους» αξιωματούχους των δύο χωρών– τουλάχιστον μέχρι το μεσημέρι της ίδιας μέρας– ενώ τα ιρανικά και ισραηλινά ΜΜΕ διατηρούσαν ιδιαιτέρως χαμηλούς τόνους.
Αξίζει να σημειωθεί, μάλιστα, ότι η Τεχεράνη ισχυρίστηκε από την πρώτη στιγμή πως δεν υπήρξε επίθεση από το εξωτερικό και ότι, πιθανότατα, επρόκειτο για διείσδυση κάποιων «εχθρών του Ιράν» οι οποίοι επιχείρησαν να πλήξουν εγκαταστάσεις με μικρής εμβέλειας drones, χωρίς επιτυχία. Διαβεβαιώνοντας, παράλληλα, ότι υπό αυτό το πρίσμα, δεν υπάρχει ανάγκη ή σχέδιο απάντησης. Όσο για τους Αμερικανούς, διέρρεαν ότι το Ισραήλ τους είχε ενημερώσει προκαταβολικά, χωρίς όμως να διασφαλίσει τη συγκατάθεσή τους για το πλήγμα αυτό.
Τι συνέβη, λοιπόν; Μήπως κάτι που σχεδιάστηκε προσεκτικά και με τέτοιο τρόπο ώστε όλοι να είναι σε θέση να ισχυριστούν ότι είναι «νικητές»; Κι αν είναι έτσι, μπορούμε να ελπίζουμε ότι τα χειρότερα πέρασαν και ο συναγερμός έληξε, με την αποφασιστική παρέμβαση και των ΗΠΑ; Ασφαλώς και όχι! Οι βαθύτερες αιτίες των ανταγωνισμών και συγκρούσεων στη Μέση Ανατολή δεν έχουν εκλείψει, η γενοκτονική σφαγή των Παλαιστινίων συνεχίζεται, η ακροδεξιά-σιωνιστική κυβέρνηση του Ισραήλ εξακολουθεί να διψά για αίμα και εθνοκάθαρση (ο Μπεν-Γκβιρ χαρακτήρισε ήδη «αδύναμη» την απάντηση στο Ιράν) και το δάχτυλο όλων παραμένει στη σκανδάλη. Ό,τι και αν συνέβη την Παρασκευή, η πύλη του φρενοκομείου έχει ανοίξει
H επίθεση του Ιράν κατά του Ισραήλ, απάντηση στο πλήγμα που δέχθηκε το προξενείο του στη Δαμασκό, ήταν ελεγχόμενη και είχε προαναγγελθεί. To ίδιο και το νέο χτύπημα του Ισραήλ κατά του Ιράν, ξημερώματα Παρασκευής. Δεν θα είναι, όμως, έτσι πάντα…
Οσα έχουν συμβεί στη Μέση Ανατολή από τις αρχές Απριλίου και πρόκειται να συμβούν το επόμενο διάστημα έχουν ανοίξει μια νέα και πιο επικίνδυνη σελίδα, παραβιάζοντας μια κόκκινη γραμμή η οποία θεωρούνταν τα πολλά τελευταία χρόνια ως άγραφη εγγύηση ότι δεν θα ξεσπάσει ένας γενικευμένος πόλεμος. Αυτό, πλέον, δεν ισχύει. Η κλιμάκωση θεωρείται πια ως το πιθανότερο σενάριο, έστω και αν δεν γίνει άμεσα, ενώ σε περίπτωση που αυτό επιβεβαιωθεί, δεν θα έχουμε να κάνουμε με ένα πόλεμο δι’ αντιπροσώπων, όπως κυρίως συνέβαινε μέχρι σήμερα, αλλά με μια απευθείας σύρραξη μεταξύ κρατών. Και μάλιστα όχι μόνο δύο, όπως φάνηκε ήδη στα γεγονότα του περασμένου Σαββάτου, στα οποία ενεπλάκησαν άμεσα τουλάχιστον 10 χώρες και ακόμη περισσότερες έμμεσα – επιτρέποντας ακόμη και συγκρίσεις με τις δραματικές περιόδους των αραβοϊσραηλινών πολέμων (1948-’49, 1956, 1967, 1973).
Η αρχή έγινε με την πυραυλική επίθεση του Ισραήλ στο προξενείο του Ιράν στη Δαμασκό, την 1η του μήνα, η οποία τυπικά θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως πράξη κήρυξης πολέμου σε βάρος του. Σύμφωνα, άλλωστε, με το ισχύον διεθνές δίκαιο, τα κτίρια των διπλωματικών αποστολών όχι απλώς χαίρουν ασυλίας, αλλά αποτελούν έδαφος των χωρών των οποίων οι σημαίες κυματίζουν έξω από αυτά. Υπενθυμίζεται ότι η προηγούμενη ανάλογη περίπτωση ήταν πριν 25 ακριβώς χρόνια, όταν οι Αμερικανοί έπληξαν την πρεσβεία της Κίνας στο Βελιγράδι, στο πλαίσιο των βομβαρδισμών κατά της Σερβίας. Παρά το γεγονός ότι ισχυρίστηκαν πως επρόκειτο για λάθος, ουσιαστικά προκάλεσαν το Πεκίνο το οποίο τότε απέφυγε να απαντήσει, καθώς αισθανόταν ακόμη πολύ αδύναμο – προτιμώντας να βάλει ένα «αστερίσκο» στις διμερείς σχέσεις.
Τώρα, όμως, τα δεδομένα είναι διαφορετικά. Όχι μόνο το Ισραήλ δεν αρνήθηκε ότι χτύπησε εσκεμμένα το προξενείο του Ιράν, αλλά η Τεχεράνη σήκωσε το γάντι, θεωρώντας πως μετά και τις προηγούμενες «προσβολές» που έχει δεχθεί (δολοφονίες στρατιωτικών στελεχών και επιστημόνων του), κάθε διαφορετική στάση θα ισοδυναμούσε με συνθηκολόγηση, οδηγώντας και σε εσωτερική αποσταθεροποίηση του καθεστώτος. Έτσι, απάντησε εκτοξεύοντας εκατοντάδες πυραύλους και μη επανδρωμένα αεροσκάφη (drones) εναντίον στόχων εντός του ισραηλινού εδάφους. Από την πλευρά της, η κυβέρνηση Νετανιάχου διεμήνυσε άμεσα ότι θα προχωρήσει σε αντίποινα –κάτι που φαίνεται πως έγινε τα ξημερώματα της Παρασκευής– ενώ και το Ιράν έχει απειλήσει πως θα αντεπιτεθεί εκ νέου, χωρίς να περιοριστεί σε συμβολικά πλήγματα, τα οποία θα έχουν προαναγγελθεί όσον αφορά στον τρόπο και τον χρόνο.
Σε αυτό το φόντο παίρνουν θέση και οι τα πιο ισχυρά ιμπεριαλιστικά κέντρα, αναδεικνύοντας τη σημασία που αποδίδουν στην έκβαση της αναμέτρησης στη Μέση Ανατολή. ΗΠΑ και ΕΕ συνεχίζουν να τάσσονται ξεκάθαρα υπέρ του κράτους-τρομοκράτη Ισραήλ, όπως κάνουν από την πρώτη στιγμή που ξεκίνησε και η σφαγή στη Γάζα (παρά τις όποιες διαφοροποιήσεις ορισμένων ευρωπαϊκών κρατών, για συγκεκριμένους λόγους), φροντίζοντας να το εξοπλίζουν διαρκώς, να σηκώνουν αεροπλάνα και να ενεργοποιούν αντιαεροπορικά για να καταρρίψουν πυραύλους και drones, αλλά και επιβάλλοντας κυρώσεις σε βάρος του Ιράν, «χτυπώντας στην πλάτη» το Ισραήλ. Από την άλλη, Ρωσία και Κίνα γέρνουν σαφώς προς την πλευρά της Τεχεράνης, την οποία θεωρούν ως τον πλέον ισχυρό και αξιόπιστο εταίρο τους στην ευαίσθητη αυτή περιοχή.
ΗΠΑ και Μπάιντεν στηρίζουν το Ισραήλ, αλλά έχουν «στριμωχτεί»
Επισήμως, βεβαίως, τόσο οι μεν όσο και οι δε τάσσονται επισήμως κατά της κλιμάκωσης και ενός γενικευμένου πολέμου, θεωρώντας ότι το ρίσκο είναι πολύ μεγαλύτερο από το ενδεχόμενο όφελος που θα έχει ένα «ξεκαθάρισμα λογαριασμών» στη Βαβέλ της Μέσης Ανατολής. Ισχυρίζονται δε πως ακόμη και εάν αυτός ξεσπάσει, δεν πρόκειται να εμπλακούν ενεργά, όπως έκανε η Ουάσιγκτον που φέρεται να είχε ξεκαθαρίσει προς το Ισραήλ ότι δεν θα το συνδράμει εάν αποφάσιζε να επιτεθεί στο έδαφος του Ιράν. Η αλήθεια, ωστόσο, είναι πως για την ώρα δεν ελέγχουν τις εξελίξεις, ειδικά καθώς η Δύση δεν είναι διατεθειμένη να χρησιμοποιήσει τα πολιτικά και οικονομικά μέσα που αναμφίβολα διαθέτει (και το έχει αποδείξει στο μακρινό παρελθόν) για να επιβληθεί στον Νετανιάχου, ο οποίος δείχνει να κρατά το «κλειδί» και να έχει καταφέρει να εγκλωβίσει τους πάντες.
«Εάν το Ιράν πετύχει να εντείνει σημαντικά την επίθεσή του στο Ισραήλ, τότε οι ΗΠΑ είναι πιθανό να συρθούν στη σύγκρουση. Το Ισραήλ είναι ο ισχυρότερος σύμμαχός μας στη Μέση Ανατολή», έγραψε ο Τζο Μπάιντεν στη Wall Street Journal, παραδεχόμενος ότι βρίσκεται σε δύσκολη θέση – και καλώντας, ταυτόχρονα, το Κογκρέσο να εγκρίνει νέο πακέτο υπέρ του Ισραήλ, ύψους περίπου 30 δισ. δολαρίων. Την ίδια στιγμή, η Μόσχα έσπευσε να αναγνωρίσει το δικαίωμα του Ιράν στην αυτοάμυνα, ενώ έχει θέσει σε συναγερμό τις στρατιωτικές της δυνάμεις σε όλη την περιοχή (Συρία, Μεσόγειο, Ερυθρά Θάλασσα, Αφρική), γνωρίζοντας πως εάν ο πόλεμος ξεσπάσει, δεν θα έχει την πολυτέλεια να μείνει αμέτοχη. Όσο για την Κίνα, παρακολουθεί από μακρινή και σχετικά ασφαλή απόσταση όσα συμβαίνουν, έχοντας αποφασίσει πως η δική της «ζαριά» θα παιχτεί στον Ειρηνικό και τη νοτιοανατολική Ασία και γνωρίζοντας ότι όσο περισσότερα μέτωπα ανοίγουν τόσο περισσότερο διασπώνται οι δυνάμεις και η προσοχή των ΗΠΑ.
Απέναντι σε αυτή τη ρευστή και ασταθή εικόνα, η αστική τάξη και το πολιτικό σύστημα του Ισραήλ –ή, τουλάχιστον, ένα μεγάλο μέρος τους– δεν αποκλείεται να εκτιμούν πως είναι η κατάλληλη στιγμή ώστε να πετύχουν με «ένα σμπάρο» πολλά «τρυγόνια», αναγκάζοντας τους συμμάχους τους να τους στηρίξουν: Να εξολοθρεύσουν τη Χαμάς και να ανακαταλάβουν πλήρως τη Γάζα, να επεκτείνουν τους εβραϊκούς οικισμούς στα κατεχόμενα της Δυτικής Όχθης και την Ιερουσαλήμ σβήνοντας οριστικά τα σχέδια δημιουργίας κράτους της Παλαιστίνης, να καταφέρουν ένα συντριπτικό πλήγμα κατά της Χεζμπολάχ παίρνοντας και ρεβάνς για την ταπείνωση του 2006 και, πάνω από όλα, να εξαλείψουν την απειλή που αντιπροσωπεύει το Ιράν, το οποίο παραμένει ένας μεγάλος «παίκτης» με ισχυρή επιρροή σε όλη σχεδόν την περιοχή (Συρία, Ιράκ, Λίβανος, Υεμένη κ.λπ).
Σύντομα θα μάθουμε πιο πολλά.
Η μετέωρη στάση και η προδοσία των αραβικών καθεστώτων
Ιδιαιτέρως σημαντική –και, ενδεχομένως, καθοριστική– πλευρά των εξελίξεων είναι η στάση που τηρούν απέναντι στη σύγκρουση Ισραήλ και Ιράν τα αραβικά καθεστώτα της Μέσης Ανατολής. Αυτό που ίσως γνωρίζουν οι περισσότεροι είναι ότι ο βασιλιάς της Ιορδανίας, Αμπντάλα, «σήκωσε» το βράδυ του περασμένου Σαββάτου μαχητικά αεροσκάφη και ενεργοποίησε το αντιαεροπορικό σύστημα προκειμένου, μαζί με Αμερικανούς, Βρετανούς και Γάλλους, να καταρρίψουν τους πυραύλους και τα drones προτού φτάσουν στους στόχους τους. Πρόκειται για κινήσεις που, αναμφίβολα, εκθέτουν ακόμη περισσότερο ένα έτσι κι αλλιώς μισητό καθεστώς της χώρας στην οποία πολίτες είναι πάνω από 3 εκατομμύρια Παλαιστίνιοι (σε σύνολο πληθυσμού 11 εκατ.), ενώ υπάρχουν πολλοί ακόμη πρόσφυγες, τόσο από τα κατεχόμενα της Δυτικής Όχθης όσο και από τη Συρία.
Αυτό, όμως, που δεν θεωρείται τόσο γνωστό είναι η ουσιαστική βοήθεια την οποία πρόσφεραν στο Ισραήλ και άλλα αραβικά καθεστώτα, ανάμεσά τους και αυτά της Σαουδικής Αραβίας, των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, αλλά και της Αιγύπτου. Όπως αναφέρουν οι σχετικές πληροφορίες (που δεν έχουν διαψευστεί), αμφότερα φρόντισαν ώστε η κυβέρνηση του Νετανιάχου και η «συμμαχία των προθύμων» να λάβουν εγκαίρως κάθε δυνατή πληροφορία αναφορικά με την επίθεση του Ιράν, δίνοντας τις αναγκαίες συντεταγμένες για να καταρριφθούν οι πύραυλοι και τα drones. Ανταποκρίθηκαν, έτσι, στην πράξη στις πιέσεις που τους είχαν ασκήσει οι ΗΠΑ όλο το προηγούμενο διάστημα, με το επιχείρημα ότι ένας γενικευμένος πόλεμος δεν είναι προς το συμφέρον τους, όπως επίσης και ότι δεν πρέπει να κλείσουν τον δρόμο που είχε ανοίξει για να τα βρουν οριστικά με το Ισραήλ, δημιουργώντας μια νέα τάξη πραγμάτων στη Μέση Ανατολή.
Αυτό, βεβαίως, δεν σημαίνει πως η στάση αυτών των καθεστώτων είναι δεδομένη από εδώ και στο εξής. Είναι γνωστό, εξάλλου, ότι πρόσφατα Ιράν και Σ. Αραβία «συμφιλιώθηκαν» με την παρέμβαση της Κίνας, ενώ και οι δύο χώρες διατηρούν καλές σχέσεις με τη Ρωσία. Το σίγουρο, σε κάθε περίπτωση, είναι πως τα καθεστώτα αυτά (που στηρίζουν και χρηματοδοτούν την Παλαιστινιακή Αρχή) θα λάβουν τις οριστικές τους αποφάσεις με βάση το δικό τους συμφέρον και όχι τα ζητήματα που «συγκινούν» τους λαούς τους. Ανάμεσά τους, βεβαίως, και το Παλαιστινιακό, όπως αποδεικνύει η προκλητική αδιαφορία τους απέναντι στη σφαγή που συνεχίζεται στη Γάζα.
Με τον τρόπο αυτό, βεβαίως, αφήνουν ένα κενό το οποίο είναι φανερό πλέον ότι φιλοδοξεί να καλύψει η Τουρκία, διευρύνοντας τις κοινωνικές και πολιτικές της συμμαχίες στην περιοχή, όπως δείχνουν και οι πρόσφατες δηλώσεις και κινήσεις του Ταγίπ Ερντογάν.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν (20.4.24)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου