Τρίτη 18 Ιουνίου 2024

Σύνοδος κορυφής του ΝΑΤΟ: «Πολεμικό συμβούλιο» με ατζέντα – φωτιά για τους λαούς

alt.gr
Η 75η Σύνοδος Κορυφής του ΝΑΤΟ στις 9 – 11 Ιούλη στην Ουάσιγκτον και οι αποφάσεις της θα αποτελέσουν ορόσημο για τις εξελίξεις στο πολεμικό μέτωπο με τη Ρωσία και όχι μόνο. Ενόψει της Συνόδου των 32, πλέον, κρατών – μελών, μια σειρά αναλυτές, κρατικοί αξιωματούχοι και «δεξαμενές σκέψης» αναλύουν τις προτεραιότητες που θα πρέπει να θέσει το ΝΑΤΟ στον ανταγωνισμό που οξύνεται με τα αντίπαλα ιμπεριαλιστικά κέντρα.

Ας δούμε ενδεικτικά μερικές τέτοιες αναλύσεις, οι οποίες συγκλίνουν σε δύο βασικές παραδοχές: Οτι η σύγκρουση στην Ουκρανία βρίσκεται σε ανεπίστρεπτη τροχιά κλιμάκωσης, με τον κίνδυνο ανά πάσα στιγμή να γενικευτεί, και ότι η οικονομία της Ευρώπης γίνεται ολοένα και περισσότερο πολεμική, γεγονός που από μόνο του φέρνει πιο κοντά το ενδεχόμενο ενός γενικευμένου πολέμου.

Μιλώντας στην έδρα του ΝΑΤΟ ο σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ, Τζέικ Σάλιβαν, ανέφερε ότι κύριο θέμα συζήτησης στη Σύνοδο Κορυφής θα είναι η κοινή υποστήριξη της συμμαχίας προς την Ουκρανία. Θα απασχολήσει επίσης η κατανομή των οικονομικών βαρών ανάμεσα στα κράτη – μέλη, με τις ΗΠΑ να ζητούν την εκπλήρωση της υποχρέωσης όλων των συμμάχων να δαπανούν το 2% του ΑΕΠ σε εξοπλισμούς που είναι αναγκαίοι για τα σχέδια του ΝΑΤΟ.

Θέμα συζήτησης θα αποτελέσει ακόμα το πώς θα ενεργοποιηθεί η αμυντική βιομηχανική βάση, προκειμένου να αυξηθεί η παραγωγή κρίσιμων ικανοτήτων, με τον Σάλιβαν να σημειώνει: «Δεν πρόκειται μόνο για τους αριθμούς, αλλά και για τους τύπους των στρατιωτικών δυνατοτήτων στους οποίους πρέπει να επενδύσουμε. Διότι αυτός ο αγώνας τα τελευταία δύο χρόνια μας δίδαξε την εξελισσόμενη φύση της τεχνολογίας και του πολέμου, και το ΝΑΤΟ πρέπει να παραμείνει στην αιχμή του δόρατος από αυτήν την άποψη». Τόνισε τέλος πως το ΝΑΤΟ έχει αρχίσει να εμβαθύνει τους δεσμούς του με τους εταίρους του στον Ινδο-Ειρηνικό.1

Σε ανάλυσή της η «RAND Corporation», μία από τις πιο επιδραστικές «δεξαμενές σκέψης» των ΗΠΑ, επισημαίνει ότι η Σύνοδος θα πρέπει να εστιάσει στις εξής προτεραιότητες: 1) Στην ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών στις στρατιωτικές δυνατότητες, 2) στην εμπλοκή νέων παραγόντων πέραν του παραδοσιακού κρατικοκεντρικού στρατιωτικού μοντέλου, 3) στην αύξηση της ικανότητας του ΝΑΤΟ για επιχειρήσεις σε πολλαπλά μέτωπα, και 4) στην προσθήκη νέων πόρων για την υποστήριξη αυτών των αλλαγών.2

«Οι σύμμαχοι του ΝΑΤΟ αντιμετωπίζουν έναν επακόλουθο στρατιωτικό αντίπαλο στη Ρωσία, πιθανότατα μακροπρόθεσμα», αναφέρει το κείμενο της RAND. Συγκεκριμένα, τονίζει: «Το πιο κρίσιμο είναι ότι η Σύνοδος Κορυφής θα πρέπει να διασφαλίσει ότι οι απαιτήσεις για νέες τεχνολογίες θα συμπεριληφθούν στους νέους στόχους δυνατοτήτων της Διαδικασίας Αμυντικού Σχεδιασμού του ΝΑΤΟ (NDPP), που θα ξεκινήσουν αργότερα φέτος».

Υποστηρίζει ακόμα ότι το ΝΑΤΟ θα πρέπει να καθιερώσει μια «συστημική προσέγγιση για να συμπληρώσει το παραδοσιακό στρατιωτικό μοντέλο που καθοδηγείται από το κράτος με προσεγγίσεις του ιδιωτικού τομέα, δίνοντας προτεραιότητα στη δέσμευση του ιδιωτικού τομέα για κρίσιμες επιχειρησιακές δραστηριότητες σε καιρό πολέμου».

Τέλος, σημειώνεται πως «η αύξηση των δαπανών είναι σημαντική και ο καταμερισμός των βαρών θα αποτελέσει βασικό θέμα στη Σύνοδο Κορυφής της Ουάσιγκτον. Καθώς το 2023 μόνο 11 από τα 31 κράτη – μέλη έπιασαν τον στόχο για δαπάνες ύψους 2% του ΑΕΠ, η Σύνοδος Κορυφής θα πρέπει να αυξήσει αυτόν τον στόχο και να συμφωνήσει σε έναν στόχο 2,5%».

Στο επίκεντρο το ζήτημα ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ

«Το βασικό ερώτημα που πλανάται στον αέρα είναι: Θα προσκληθεί η Ουκρανία να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ σε αυτήν τη Σύνοδο Κορυφής; Αυτήν τη στιγμή υπάρχει μια επικίνδυνη αποσύνδεση μεταξύ των προσδοκιών της Ουκρανίας και της Συμμαχίας», σημειώνει σε ανάλυσή της η επίσης αμερικανική «Woodrow Wilson International Center for Scholars».3

Και προσθέτει: «Για πολλούς εντός της Συμμαχίας, υπάρχει ανησυχία για το χρονοδιάγραμμα ένταξης στο ΝΑΤΟ και το κατά πόσο η συνεχιζόμενη σύγκρουση θα καταβάλει τις χώρες τους. Μετά τη Σύνοδο Κορυφής του Βίλνιους, υπήρχε μια διάχυτη αίσθηση απογοήτευσης στους Ουκρανούς. Οι φιλοδοξίες τους να ενταχθούν στη Συμμαχία εμποδίστηκαν, κυρίως από τις ΗΠΑ και τη Γερμανία.

Η Σύνοδος Κορυφής προσφέρει μια νέα ευκαιρία στο ΝΑΤΟ να το ξανασκεφτεί. Η πρόσκληση για ένταξη δεν σημαίνει ότι η Ουκρανία θα είναι στο ΝΑΤΟ αύριο – η διαδικασία μπορεί να διαρκέσει χρόνια (…) Για ορισμένους Ευρωπαίους, η Σύνοδος Κορυφής της Ουάσιγκτον θεωρείται ενδεχομένως η τελευταία ευκαιρία για την ενίσχυση των διατλαντικών σχέσεων. Η αμερικανική βοήθεια στον τομέα της ασφάλειας παραμένει απαραίτητη για την ευρωπαϊκή άμυνα. Αλλά η επίθεση της Ρωσίας στην Ουκρανία ανέδειξε γιατί η Ευρώπη πρέπει να κάνει περισσότερα για την αποτελεσματική αποτροπή».

Το «Κέντρο Μελετών Ευρωπαϊκής Πολιτικής» (CEPS), από την πλευρά του, υποστηρίζει ότι το ΝΑΤΟ πρέπει να στείλει από την Ουάσιγκτον «ένα ισχυρό μήνυμα υποστήριξης στην Ουκρανία» και «για να βρεθεί η σωστή ισορροπία θα πρέπει να παραχωρήσει στην Ουκρανία καθεστώς παρατηρητή, συμπεριλαμβανομένης της πρόσκλησης να δημιουργήσει μια αποστολή στο αρχηγείο του ΝΑΤΟ και να συμμετέχει στις συνεδριάσεις του Βορειοατλαντικού Συμβουλίου».4
Ο «ελέφαντας στο δωμάτιο» είναι η Ευρώπη

Το «Center for Strategic and International Studies» (CSIS), που θεωρείται στον ευρωατλαντικό χώρο «η κορυφαία δεξαμενή σκέψης για την άμυνα και την εθνική ασφάλεια», εκτιμά ότι η Σύνοδος Κορυφής πρέπει να επικεντρωθεί στην Ευρώπη. «Ο λόγος είναι απλός: Υπάρχει πόλεμος στην Ευρώπη, αλλά η ήπειρος δεν μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό της χωρίς τις ΗΠΑ. Η κατάσταση δεν είναι πλέον βιώσιμη», αναφέρει σε ανάλυσή του.5

Προσθέτει δε το CSIS ότι στις αμερικανικές εκλογές θα αναμετρηθούν «η εξωστρέφεια του σημερινού Προέδρου Τζόζεφ Μπάιντεν με τον απομονωτισμό του πρώην Προέδρου Ντόναλντ Τραμπ. Ο τελευταίος βρίσκει απήχηση σε μια νέα γενιά Αμερικανών πολιτικών ηγετών, που είναι λιγότερο δεμένοι με την Ευρώπη και δυσκολεύονται να κατανοήσουν γιατί μια πλούσια ήπειρος χρειάζεται τα δολάρια των Αμερικανών φορολογουμένων για να αμυνθεί».

Στο στρατιωτικό μέτωπο, από την άλλη, «η ικανότητα των Ηνωμένων Πολιτειών να υπερασπιστούν την Ευρώπη θα περιορίζεται όλο και περισσότερο από την ανάγκη να αντιμετωπίσουν την Κίνα. Οι Ηνωμένες Πολιτείες στρέφονται προς την Ασία είτε η Ευρώπη ενισχύσει την άμυνά της είτε όχι».

Συνεχίζοντας, το CSIS εκτιμά ότι παρά την αύξηση των αμυντικών δαπανών των ευρωπαϊκών κρατών – μελών του ΝΑΤΟ μετά το ξέσπασμα του πολέμου, «η μείωση της ευρωπαϊκής εξάρτησης από τις αμυντικές δυνατότητες των ΗΠΑ θα απαιτήσει πολλά περισσότερα από οριακές αυξήσεις στις αμυντικές δαπάνες. Βαθύτερα διαρθρωτικά ζητήματα μαστίζουν την ευρωπαϊκή άμυνα, όπως η βαθιά έλλειψη συνεργασίας, η ανεπαρκής βιομηχανική ικανότητα και η αδυναμία μετατροπής των αυξανόμενων δαπανών σε αξιόμαχες δυνάμεις».
«Σύννεφα» στις ευρωατλαντικές σχέσεις

Σε άρθρο με τίτλο «Ο διαφαινόμενος κίνδυνος της διατλαντικής διχόνοιας», το «Georgetown Journal of International Affairs» αναφέρει πως «η τρομερή επιτυχία των ΗΠΑ και των συμμάχων τους να επιτύχουν ενότητα και συνοχή μετά την ολοκληρωτική εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία έχει τεθεί σε κίνδυνο, καθώς η κόπωση, οι διαφωνίες μεταξύ των συμμάχων και η μακρά σκιά του Ντόναλντ Τραμπ έχουν αρχίσει να εμφανίζονται».

Τονίζει ακόμα ότι στη Σύνοδο πρέπει να ληφθούν συγκεκριμένα μέτρα, «όπως η ενημέρωση του κοινού για τους κινδύνους μιας ρωσικής νίκης στην Ουκρανία, η ενίσχυση των γραμμών επικοινωνίας των Ευρωπαίων με την Ουάσιγκτον και η αποκατάσταση των γαλλογερμανικών σχέσεων, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η αυξανόμενη διατλαντική διχόνοια».

Ιδιαίτερα για τις γαλλογερμανικές σχέσεις υπογραμμίζει: «Τα κατεστημένα εξωτερικής πολιτικής τόσο στη Γαλλία όσο και στη Γερμανία (…) δεν πρέπει να επιτρέψουν να εκτροχιαστεί η γαλλογερμανική σχέση, ίσως μια από τις σημαντικότερες σχέσεις στον κόσμο. Η ενίσχυση του “τριγώνου της Βαϊμάρης”, συμμαχίας μεταξύ Γαλλίας, Γερμανίας και Πολωνίας, θα μπορούσε επίσης να μειώσει τις τριβές στις διμερείς γαλλογερμανικές σχέσεις».6

Το «Κέντρο Διπλωματίας και Στρατηγικής Ασφάλειας» της Σχολής Διακυβέρνησης των Βρυξελλών επισημαίνει από τη μεριά του ότι το διακύβευμα της Συνόδου είναι η ευρωπαϊκή ασφάλεια και κατ’ επέκταση η ικανότητα των ΗΠΑ να αντιμετωπίσουν με επιτυχία την Κίνα.

«Η Σύνοδος Κορυφής παρέχει την ευκαιρία να τονιστεί περαιτέρω ότι οι Ευρωπαίοι πρέπει να αναλάβουν μεγαλύτερο μέρος του αμυντικού βάρους στο ΝΑΤΟ», σημειώνει και προσθέτει: «Οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι πρέπει να επενδύσουν συλλογικά τουλάχιστον 300 – 400 δισ. ευρώ ετησίως στην άμυνα (…) Εκτός από την αύξηση των επενδύσεων, η Ευρώπη πρέπει να απελευθερώσει το πλήρες δυναμικό της αμυντικής βιομηχανικής της βάσης. Πρέπει να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια για την άρση των γραφειοκρατικών αγκυλώσεων που εμποδίζουν τη θέση της βιομηχανίας σε πραγματική “πολεμική βάση”, και οι κυβερνήσεις πρέπει να παρέχουν στη βιομηχανία συμβάσεις και μακροπρόθεσμη ζήτηση.

(…) Είναι καιρός οι Ευρωπαίοι να αναλάβουν μεγαλύτερο μέρος του αμυντικού βάρους και να διασφαλίσουν ότι η αμυντική βιομηχανική βάση είναι κατάλληλη για μια εποχή ανταγωνισμού και πολέμου».7
Η νότια πτέρυγα του ΝΑΤΟ

Ανάμεσα στα θέματα που θα κυριαρχήσουν στην ατζέντα της Συνόδου, το «Γερμανικό Συμβούλιο Εξωτερικών Σχέσεων» υπογραμμίζει τη σημασία της νότιας πτέρυγας του ΝΑΤΟ, για την οποία σημειώνει: «Εδώ και χρόνια υπάρχει ένα χάσμα Ανατολής – Νότου στη Συμμαχία. Ενώ οι Βορειοευρωπαίοι και οι Ανατολικοευρωπαίοι επισημαίνουν τη ρωσική απειλή ως τον πρωταρχικό τομέα δράσης της Συμμαχίας, οι νότιοι γείτονες, όπως η Ιταλία, η Ισπανία, η Ελλάδα, η Τουρκία και η Γαλλία, φοβούνται ότι αφιερώνονται υπερβολικά πολλοί πόροι στην ανατολική πλευρά και ότι η αντίληψη της απειλής τους στον Νότο δεν εκτιμάται επαρκώς.

(…) Ωστόσο, η απειλή από τη Ρωσία είναι στρατιωτική και μπορεί να αντιμετωπιστεί κυρίως με στρατιωτικά μέσα (…) Αυτή είναι η βασική αρμοδιότητα του ΝΑΤΟ. Αντίθετα, οι απειλές από τον Νότο, όπως η τρομοκρατία ή η μετανάστευση, είναι πρωτίστως κοινωνικοοικονομικά προβλήματα, για τα οποία το ΝΑΤΟ μπορεί στην καλύτερη περίπτωση να παράσχει υποστήριξη».8

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου