Ομιλία στην εκδήλωση που διοργάνωσε η Νέα Διεθνιστική Αριστερά – ΝΕΔΑ (κυπριακό τμήμα του ISp) και το DIEM25 στο Μελτέμι Λευκωσίας, στις 9 Ιουλίου 2024 με τίτλο:
Voices of Resistance against fascism and partition
How did we get here?
What are the conclusions for today?
Καλησπέρα σύντροφοι και συντρόφισσες, ιδιαίτερα Τουρκοκύπριοι από το Βορρά. Θέλω να ευχαριστήσω τη NEDA και το Diem25 για την πρόσκληση και να τονίσω πόσο ιδιαίτερα χαρούμενος είμαι που βρίσκομαι εδώ.
Ο τίτλος της σημερινής εκδήλωσης, θέτει ορισμένα ερωτήματα και κύρια «Πώς φτάσαμε ως εδώ;». Πώς φτάσαμε στο στρατιωτικό πραξικόπημα, την τουρκική εισβολή και τη διχοτόμηση του νησιού το 1974; Θα μπορούσε να αποφευχθεί; Ποια είναι τα μαθήματα για σήμερα;
Αυτά είναι απαραίτητα ερωτήματα που πρέπει να προσπαθήσουμε να απαντήσουμε. Εάν δεν το κάνουμε, δεν θα μπορέσουμε να χαράξουμε μια πορεία προς τα εμπρός, με στόχο την εδραίωση διαρκούς ειρήνης στο νησί και αρμονικών σχέσεων μεταξύ των δύο βασικών (αλλά και των άλλων) κοινοτήτων – Ελληνοκυπρίων (Ε/Κ) και Τουρκοκυπρίων (Τ/Κ). Δεν θα μπορέσουμε να συμβάλουμε στη λύση της μόνιμα εκρηκτικής κατάστασης στις σχέσεις των «μητέρων πατρίδων», Ελλάδας και Τουρκίας, που κάθε λίγα χρόνια αντιμετωπίζουν νέες κρίσεις στις σχέσεις τους, νέες στρατιωτικές εντάσεις και απειλές πολέμου.
Ως μια σύντομη παρέκκλιση από το Κυπριακό καθ’ αυτό, ας δούμε μερικά από τα επιπλέον ζητήματα που προκαλούν εντάσεις μεταξύ των τριών χωρών, θέματα όπως:
Η εξόρυξη φυσικού αερίου στη ΝΑ Μεσόγειο.
Οι 150 ακατοίκητοι βράχοι στο Αιγαίο που θεωρούνται ότι έχουν ασαφές ή αμφιλεγόμενο καθεστώς.
Η κατανομή του εναέριου χώρου, του βυθού και της θάλασσας του Αιγαίου.
Εξαιτίας τέτοιων διαφορών υπάρχει μια τρελή κούρσα εξοπλισμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας και τακτικές απειλές πολεμικών επεισοδίων.
Ας θέσουμε όμως ένα βασικό ερώτημα. Έχουν κάποιες από αυτές τις διαφορές οποιαδήποτε σχέση με τις ανάγκες, τα συμφέροντα και τη ζωή των ανθρώπων των λαϊκών στρωμάτων σε κάποια από τις τρεις χώρες;
Η απάντηση είναι ένα πολύ δυνατό «Όχι». Έχουν όμως τα πάντα να κάνουν με τα ανταγωνιστικά συμφέροντα των κυρίαρχων καπιταλιστικών τάξεων στην Ελλάδα, την Τουρκία και την Κύπρο, για οικονομική ισχύ, γεωπολιτικές και στρατηγικές θέσεις, επέκταση στα Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή, κοκ.
Ο χαρακτήρας αυτών των συγκρούσεων, επομένως, είναι ταξικός – είναι μια σύγκρουση μεταξύ των συμφερόντων των κυρίαρχων τάξεων. Το ίδιο συμβαίνει και με την εξέλιξη, ιστορικά, του εθνικού προβλήματος στην Κύπρο.
50 χρόνια μετά το πραξικόπημα, τον πόλεμο και τη διχοτόμηση, οι κυβερνήσεις και στις δύο πλευρές δεν είναι σε θέση να βρουν λύση στο πρόβλημα – και δεν διαφαίνεται καμία θετική εξέλιξη στον ορίζοντα. Πρέπει να θέσουμε το ερώτημα «γιατί». Και να προσπαθήσουμε να το απαντήσουμε, όχι με επιφανειακό τρόπο, αλλά αναζητώντας τις ρίζες του σημερινού αδιεξόδου.
Θεωρητικά, οι δύο κοινότητες θα μπορούσαν να έχουν ζήσει μαζί όπως συνέβαινε πριν από τη δεκαετία του 1950. Η ίδρυση της ΕΟΚΑ το 1955 σήμαινε ότι η πρωτοβουλία ήταν στα χέρια των εθνικιστών – αρχικά στους Ε/Κ και στη συνέχεια και στις δύο πλευρές. Η ΕΟΚΑ είχε στην πολιτική της ηγεσία έναν θρησκευτικό ηγέτη, τον αρχιεπίσκοπο της Κύπρου Μακάριο, και στην στρατιωτική ηγεσία έναν ακροδεξιό, εθνικιστή, τον Γρίβα. Αυτά τα δύο άτομα είχαν την εντύπωση ότι μπορούσαν να καθορίσουν τις εξελίξεις στο νησί, ιδιαίτερα την Ένωση με την Ελλάδα, χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τον ρόλο, τα συμφέροντα και τη δύναμη της Τουρκίας.
Στον περιορισμένο χρόνο αυτής της εισαγωγής, δεν θα επιχειρήσω να μπω στην ιστορία των γεγονότων, σε οποιαδήποτε λεπτομέρεια, θα θεωρήσω ότι το μεγαλύτερο μέρος της είναι γνωστό. Θα επικεντρωθώ σε ορισμένα γεγονότα που πιστεύω ότι έχουν ιδιαίτερη σημασία και σε πέντε κεντρικά πολιτικά σημεία/διδάγματα από την ιστορία.
Εθνικισμός
Πρέπει να μάθουμε από την ιστορία, αλλά η άρχουσα τάξη δεν θα γράψει ποτέ την ιστορία όπως είναι στην πραγματικότητα. Πάντα θα την διαστρεβλώνει.
Για το λόγο αυτό, είναι πολύ σημαντικό ότι την προηγούμενη περίοδο, από την πλευρά των Ε/Κ, αναπτύχθηκε (και συνεχίζει να αναπτύσσεται) μια σοβαρή έρευνα στην ιστορία του τι πραγματικά συνέβη και στα γεγονότα που οδήγησαν στο 1974, από προοδευτικούς, αριστερούς δημοσιογράφους και συγγραφείς, σε ντοκιμαντέρ και βιβλία. Κάνουν πρωτοποριακή δουλειά, ανακαλύπτουν τα γεγονότα και καθιερώνουν την πραγματική ιστορία – ιδιαίτερα για τον ρόλο των Ε/Κ εθνικιστών, τις δολοφονίες Τ/Κ, τους ομαδικούς τάφους κ.λπ. Προσφέρουν μεγάλη υπηρεσία στην ανάγκη αντιμετώπισης της προπαγάνδας της Ε/Κ άρχουσας τάξης, ότι δηλαδή οι Ε/Κ είναι τα αθώα θύματα της βάρβαρης τουρκικής εισβολής.
Η συμβολή τους είναι καταλυτική, ιδιαίτερα γιατί η ευθύνη των Ε/Κ αριστερών είναι πρώτα και κύρια να αποκαλύψουν τα εγκλήματα της Ε/Κ άρχουσας τάξης και των Ε/Κ εθνικιστών. Αυτό μας φέρνει στο πρώτο σημείο που θέλω να τονίσω:
Σημείο Πρώτο:
Όποτε οι εθνικιστές είχαν το πάνω χέρι, το τελικό αποτέλεσμα ήταν καταστροφή για τον λαό. Το κάνουν πάντα στο όνομα του έθνους, στο όνομα της πατρίδας, αλλά το έθνος, με την έννοια της πλειοψηφίας του πληθυσμού, πληρώνει πολύ ακριβό τίμημα στο όνομα του πατριωτισμό τους. Φυσικά όμως ο «εθνικισμός» και ο «πατριωτισμός» δεν πέφτουν από τον ουρανό, είναι η ιδεολογία της κυρίαρχης καπιταλιστικής τάξης. Η ιδεολογία της εργατικής τάξης και των καταπιεσμένων είναι ο «διεθνισμός» οι εργαζόμενοι έχουν κοινά συμφέροντα ανεξάρτητα από καταγωγή, χρώμα ή γλώσσα.
Θα μπορούσε να υπήρχε μια εναλλακτική ιστορική πορεία;
Στη δεκαετία του 1960 είχαμε την κατάρρευση του Συντάγματος, συγκρούσεις, απειλές εισβολής από Τουρκία, χωρισμό των δύο κοινοτήτων με τους Τ/Κ να ζουν σε θύλακες, δολοφονίες με κύριο θύμα τους Τ/Κ.
Θα μπορούσαν όλα αυτά να είχαν αποφευχθεί; Η απάντηση είναι «ναι», αν υπήρχε μια δύναμη που θα πάλευε ενάντια στους εθνικιστές έχοντας ως στόχο τον κοινό αγώνα των δύο κοινοτήτων. Μια δύναμη που να εκπροσωπεί τα συμφέροντα των εργαζομένων, των φτωχών αγροτών, των καταπιεσμένων, που δεν είχαν τίποτα να κερδίσουν από τις δολοφονίες και τους διαχωρισμούς.
Αυτό το πολιτικό κόμμα όντως υπήρχε, ήταν το ΑΚΕΛ. Αλλά επέλεξε τον ρόλο του ουραγού στην κυβέρνηση του Μακαρίου.
Το ΑΚΕΛ ήταν το παλαιότερο και καλύτερα οργανωμένο κόμμα, το κόμμα που στο παρελθόν ένωσε και τις δύο κοινότητες στις γραμμές του καθώς και στην ΠΕΟ, την πιο σημαντική συνδικαλιστική οργάνωση. Το ΑΚΕΛ επέλεξε να γίνει ουρά στην κυβέρνηση του Μακαρίου στο όνομα της υποστήριξης της «προοδευτικής αστικής τάξης», που υποτίθεται ότι εκπροσωπούσε ο Μακάριος, ενάντια στα αντιδραστικά εθνικιστικά στοιχεία που ήταν σε στενή συνεργασία με το ελληνικό στρατιωτικό καθεστώς μετά το 1967.
Δεν αναζητούμε αποδιοπομπαίους τράγους από το μακρινό παρελθόν. Προσπαθούμε να διαπιστώσουμε εάν υπήρχε εναλλακτική ιστορική γραμμή εξέλιξης των πραγμάτων. Το γεγονός είναι ότι το ΑΚΕΛ θα μπορούσε να παίξει διαφορετικό ρόλο. Να κινητοποιήσει την εργατική τάξη και στις δύο πλευρές ενάντια στους εθνικιστές. Αλλά αυτό θα σήμαινε σύγκρουση με την άρχουσα τάξη. Κι αυτό θα έθετε το ζήτημα της εξουσίας.
Το ΑΚΕΛ αρνήθηκε να εγείρει μια τέτοια προοπτική παρότι αυτοαποκαλείται Κομμουνιστικό Κόμμα. Το ΑΚΕΛ υποστήριξε έναν εθνικιστή αρχιεπίσκοπο, ο οποίος έβλεπε τον εαυτό του να εκπροσωπεί μόνο τους Ε/Κ και όχι ολόκληρο τον κυπριακό λαό. Ο Μακάριος πάντα ξεκινούσε τις ομιλίες με την φράση «Ελληνικέ Κυπριακέ Λαέ» και όχι απευθυνόμενος στον «λαό της Κύπρου», και σε όλη του τη ζωή ως πρόεδρος δεν επισκέφτηκε ποτέ ένα τουρκικό χωριό.
Το ΑΚΕΛ ήταν το μόνο κόμμα που δεν είχε ένοπλη πολιτοφυλακή τη δεκαετία του 1960 και μέχρι την εισβολή του 1974 (ούτε και μετά βέβαια), παρά το γεγονός ότι όλες οι άλλες πολιτικές δυνάμεις είχαν. Οι Ε/Κ εθνικιστές, οι Τ/Κ εθνικιστές είχαν τις δικές τους πολιτοφυλακές, ο Μακάριος είχε μια δύναμη υπό τον προσωπικό του έλεγχο, που λεγόταν Εφεδρικό, το Σοσιαλιστικό Κόμμα, ΕΔΕΚ, είχε τη δική του πολιτοφυλακή… Σε ένα πλαίσιο που όλοι οπλίζονταν μέχρι τα δόντια και προετοιμαζόντουσαν για τις επερχόμενες συγκρούσεις, το πιο δυνατό και πιο οργανωμένο κόμμα του νησιού επέλεξε να μένει παθητικό.
Λίγες μέρες πριν το στρατιωτικό πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου, το ΑΚΕΛ πήγε στον Μακάριο και πρόσφερε 3.000 άνδρες για να τους εξοπλίσει ο Μακάριος για να αμυνθούν απέναντι στο ενδεχόμενο πραξικοπήματος. Ο Μακάριος είπε ότι… δεν ήταν απαραίτητο. Αυτό είναι αρκετά αποκαλυπτικό για το πόσο διορατικός ήταν ο Μακάριος… Αλλά είναι επίσης αποκαλυπτικό για τον ρόλο που έβλεπε η ηγεσία του ΑΚΕΛ για τον εαυτό της: ένας υπάκουος σύμμαχος στην υπηρεσία του Μακαρίου. Αυτό μας φέρνει σε ένα δεύτερο σημαντικό συμπέρασμα.
Σημείο δύο:
Το ΑΚΕΛ, θεωρητικά, θα μπορούσε να είχε καθορίσει μια διαφορετική πορεία εξέλιξης των πραγμάτων –τουλάχιστο μπορούσε να είχε προσπαθήσει– μακριά από εθνικισμούς και διακοινοτικές συγκρούσεις, αν είχε διαφορετική προσέγγιση. Αλλά αυτό είχε ως απαραίτητη προϋπόθεση να συγκρουστεί με τον καπιταλισμό και τον ιμπεριαλισμό. Το επιχείρημα του ΑΚΕΛ είναι ότι η διεθνής ισορροπία δυνάμεων δεν επέτρεπε τέτοιες περιπέτειες. Εάν οι δεκαετίες του 1960 και του 1970, που αντιπροσώπευαν το απόγειο της Αποικιακής Επανάστασης (οι εξεγέρσεις στον αποικιακό κόσμο ενάντια στις μεγάλες δυνάμεις) δεν αντιπροσώπευαν μια ευνοϊκή ισορροπία δυνάμεων, τότε δεν θα υπάρξει ποτέ ευνοϊκή περίοδος.
Από τις στάχτες του πολέμου, η ελπίδα της επανάστασης
Η εισβολή και ο πόλεμος δημιούργησαν μια εκρηκτική κατάσταση με επαναστατικά χαρακτηριστικά στις γραμμές της Ε/Κ κοινότητας. Την κοινωνία χαρακτήριζε η οργή ενάντια στην Ακροδεξιά, τους «πατριώτες», την ελληνική Χούντα, και τις ΗΠΑ.
Αυτές οι συνθήκες επέτρεψαν σε ένα μικρό να μετατραπεί σε μαζικό κόμμα, με μεγάλη απήχηση, σε διάστημα μερικών μηνών. Αυτό ήταν το Σοσιαλιστικό Κόμμα, ΕΔΕΚ.
Μην κοιτάτε την ΕΔΕΚ σήμερα – που είναι ένα αηδιαστικό, εθνικιστικό, ρατσιστικό κόμμα. Η σημερινή ΕΔΕΚ δεν έχει καμία σχέση με την ΕΔΕΚ της δεκαετίας του 1970.
Το κόμμα αυτό ξεκίνησε ως κόμμα του κέντρου τη δεκαετία του 1960, αλλά κινήθηκε προς τα αριστερά λόγω της μαχητικής του στάσης ενάντια στην ελληνική χούντα και της αποφασιστικής πάλης του ενάντια στη νεοφασιστική, εθνικιστική ΕΟΚΑ Β’. Η ΕΔΕΚ είχε ένοπλες πολιτοφυλακές και στενούς δεσμούς με το παλαιστινιακό κίνημα και άλλα κινήματα στην περιοχή. Λόγω της μαχητικής της στάσης προσέλκυσε μια γενιά νέων μαρξιστών, που έψαχναν να βρουν δρόμο προς τα εμπρός και που ώθησαν το κόμμα προς τα αριστερά.
Η νεολαία του κόμματος, ΕΔΕΝ, βασιζόταν σε ξεκάθαρα μαρξιστική ανάλυση και στις ιδέες του επαναστατικού σοσιαλισμού.
Θα δώσω ένα παράδειγμα από προσωπική εμπειρία ως μαθητής εκείνης της εποχής, που αντανακλούσε ακριβώς την ριζοσπαστική δυναμική που αναπτυσσόταν στην κοινωνία. Το παράδειγμα της δημιουργίας της «Νεολαίας Δώρου Λοΐζου».
Στις αρχές του Οκτώβρη, όταν επιστρέψαμε από τα βουνά όπου οι οικογένειές μας είχαν καταφύγει για να ξεφύγουν από τον πόλεμο, 5 από εμάς, μαθητές, μέλη της Νεολαίας του κόμματος, συναντηθήκαμε σε ένα μικρό δωμάτιο στα κεντρικά γραφεία του κόμματος και πήραμε την απόφαση να προχωρήσουμε στη δημιουργία μιας σχολικής μαθητικής οργάνωσης με το όνομα του Δώρου Λοΐζου, του καθηγητή που είχαν δολοφονήσει οι φασίστες της ΕΟΚΑ Β στις 30 Αυγούστου, δηλαδή λίγες εβδομάδες πριν.
Σαν πρώτο βήμα προς τα έξω, σαν Νεολαία Δώρου Λοΐζου, αποφασίσαμε να προχωρήσουμε στη διοργάνωση μιας μαζικής διαμαρτυρίας και συγκαλέσαμε συνάντηση εκπροσώπων των μαθητών από διάφορα σχολεία της Λευκωσίας. Η συνάντηση ήταν μεγάλη, αλλά ήταν διχασμένη. Από τη μια ήταν οι αριστεροί (εμείς) που θέλαμε να διαδηλώσουμε ενάντια στην εισβολή αλλά και ενάντια στην ελληνική επέμβαση, το πραξικόπημα και τις φασιστικές συμμορίες και τον βρετανικό και αμερικάνικο ιμπεριαλισμό. Κι από την άλλη τους ακροδεξιούς που θέλανε να διαδηλώσουν μόνο ενάντια στην Τουρκία.
Έτσι, το «κίνημα» διασπάστηκε και προκηρύχθηκαν δύο διαδηλώσεις, στις 28 Οκτωβρίου, νομίζω. Το μέγεθος των δύο διαδηλώσεων επρόκειτο να αποτελέσει ένα πραγματικό μέτρημα δυνάμεων. Το αποτέλεσμα ήταν μια τεράστια νίκη για μας και μια τεράστια ήττα για τους φασίστες και τους εθνικιστές. Καταφέραμε να φέρουμε όλα τα σχολεία της Λευκωσίας, πολλές χιλιάδες μαθητών, στη δική μας διαδήλωση. Οι εθνικιστές συγκέντρωσαν περίπου 150 άτομα και πήγαν στην ελληνική πρεσβεία για να ζητήσουν προστασία, φωνάζοντας τα κύρια συνθήματα των ακροδεξιών εκείνης της εποχής «Ελλάς, Ελλάς, σκέπασε κι εμάς» και «Η Κύπρος είναι ελληνική».
Η Νεολαία Δώρου Λοΐζου πολύ σύντομα είχε πυρήνες, πολύ συχνά δεκάδων μελών, σε κάθε σχολείο σε κάθε πόλη. Μπορούσε να καλέσει διαδηλώσεις σε εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα – π.χ. η συντονιστική επιτροπή μπορούσε να αποφασίσει το βράδυ ότι θα έπρεπε να κάνουμε διαδήλωση την επόμενη μέρα και την επόμενη μέρα τα σχολεία ήταν στους δρόμους – πηγαίναμε στο σχολείο και μαζεύαμε τους μαθητές πριν μπούμε στις τάξεις, ή σε μερικές περιπτώσεις τους καλούσαμε να βγουν από τις τάξεις αν είχαν ήδη μπει.
Αυτή ήταν μια περίοδος κατά την οποία υπήρχε η αίσθηση της τεράστιας δύναμης του κινήματος και της πολύ μεγάλης αισιοδοξίας – ας θυμηθούμε ότι ήταν η εποχή της πορτογαλικής επανάστασης, της ισπανικής επανάστασης και της Αποικιακής Επανάστασης που μαινόταν σε όλο τον πλανήτη, από την Παλαιστίνη μέχρι το Βιετνάμ, σε όλη την Αφρική, την Ασία και τη Λατινική Αμερική.
Από τις στάχτες του πολέμου αναδυόταν η ελπίδα της επανάστασης και ενός νέου σοσιαλιστικού κόσμου.
Αυτό δεν κράτησε πολύ βέβαια αλλά για ένα με δύο χρόνια η αναταραχή ήταν διάχυτη και το αγωνιστικό φρόνημα πολύ ψηλό. Παράλληλα, αναπτυσσόταν μια τεράστια μάχη στο εσωτερικό του κόμματος, σχετικά με την κατεύθυνσή του. Η ηγεσία του κόμματος κινήθηκε προς τα δεξιά. Ομοίως με το ΑΚΕΛ πριν, συνθηκολόγησε με τον Μακάριο.
Η εφημερίδα της Νεολαίας του κόμματος απαγορεύτηκε και η συντακτική της επιτροπή διαγράφηκε το 1980. Η αριστερή αντιπολίτευση έλεγχε τη Νεολαία (ΕΔΕΝ) αλλά και επαρχιακές οργανώσεις όπως της επαρχίας Λεμεσού ενώ είχε πολύ ισχυρή παρουσία σε όλες τις περιοχές. Μετά την εκδίωξη της αριστερής του πτέρυγας, το κόμμα κατέρρευσε και στη συνέχεια εκφυλίστηκε στη σημερινή εθνικιστική-ρατσιστική σκιά του παλιού του εαυτού.
Σημείο τρία:
Την περίοδο μετά το πραξικόπημα και τον πόλεμο, η Αριστερά δοκιμάστηκε ξανά σε μια άλλη ιστορική συγκυρία. Αυτή τη φορά όχι (μόνο) το ΑΚΕΛ, αλλά το Σοσιαλιστικό Κόμμα ΕΔΕΚ. Αντικειμενικά υπήρχαν οι δυνατότητες για τη δημιουργία ενός μαζικού κόμματος που να έχει σαν στόχο την πάλη για τον σοσιαλισμό. Αυτή η ιστορική ευκαιρία χάθηκε – για άλλη μια φορά.
Μήπως όμως προέκυψε κάτι θετικό σ’ αυτή τη συγκυρία; Ναι, κατ’ αρχήν η εμπειρία του πώς ένα κόμμα μπορεί να αποκτήσει μαζικές διαστάσεις και να βρεθεί σε θέση να ηγηθεί των μαζικών κινημάτων με εξαιρετική ταχύτητα, δεδομένων των κατάλληλων αντικειμενικών συνθηκών. Και δεύτερον αυτές οι συζητήσεις και αντιπαραθέσεις έθεσαν τις βάσεις για την ανάπτυξη της μαρξιστικής, ταξικής προσέγγισης του εθνικού ζητήματος που βλέπουμε σήμερα να χαρακτηρίζει μια σειρά από αντικαπιταλιστικές αριστερές οργανώσεις στην Κύπρο.
“People have the power”
Για 30 χρόνια μετά το 1974 οι δύο κοινότητες ζούσαν χωριστά χωρίς καμία σχέση/επικοινωνία μεταξύ τους. Και τότε ήρθε το 2004.
Ήταν η εποχή της εξέγερσης του Τ/Κ πληθυσμού. Στην πραγματικότητα, αυτή η έκρηξη ήταν μόνο η πρώτη, γιατί μετά το 2004 είδαμε τους Τ/Κ να ξεσηκώνονται ξανά και ξανά, όχι μόνο ενάντια στο Τ/Κ καθεστώς, αλλά και ενάντια στην Άγκυρα.
Το 2004 είχαμε μια εκπληκτική εξέγερση των Τ/Κ, με στόχο τη λύση του εθνικού προβλήματος. Η λύση δεν ήρθε ποτέ, αλλά η εξέγερση των Τ/Κ πέτυχε αυτό που φαινόταν αδύνατο: το άνοιγμα των συνόρων. Οι Τουρκοκύπριοι σύντροφοι Αλί (κάτω)
και Μουνούρ (πάνω), εκπροσωπώντας την
οργάνωση Bağımsızlık Yolu (Δρόμος της Ανεξαρτησίας)
Σημείο τέσσερα:
Ο λαός έχει τη δύναμη – όλοι εδώ γνωρίζουν το τραγούδι “People have the power”, αλλά έχει σημασία να γνωρίζουμε πως αυτό δεν είναι μόνο λόγια. Αν τα εργατικά και λαϊκά στρώματα κινηθούν σαν μια γροθιά, δεν υπάρχει δύναμη που μπορεί να τα σταματήσει. Αυτή η τεράστια δύναμη, κινήθηκε προς την κατεύθυνση της πίεσης προς τους κυβερνώντες, δηλαδή τους εκπροσώπους της άρχουσας τάξης, να έρθουν σε συμφωνία. Δεν κατάφερε να επιτύχει λύση, αλλά κατάφερε να ρίξει το “Τείχος”. Το ερώτημα είναι πώς μπορούμε να οικοδομήσουμε παρόμοια κινήματα στο μέλλον, τα οποία θα μπορούν να φτάσουν μέχρι το τέλος του δρόμου.
Πώς προχωράμε
Αν οι κυρίαρχες τάξεις ήταν σε θέση να βρουν μια λύση, όχι μόνο θα την αποδεχόμασταν, αλλά και θα την υποστηρίζαμε. Αλλά τα γεγονότα δείχνουν προς την εντελώς αντίθετη κατεύθυνση. Έχουν αποτύχει, μετά από 50 χρόνια και ατελείωτες διαπραγματεύσεις, να καταλήξουν σε οποιαδήποτε λύση και σήμερα βρίσκονται πιο μακριά από ποτέ.
Οι λόγοι είναι συγκεκριμένοι. Η άρχουσα τάξη των Ε/Κ δεν έχει κανένα λόγο να δεχτεί μια λύση, εκτός αν είναι σε θέση μέσω αυτής να έχει τον έλεγχο του Βορρά. Έχουμε βάσιμους λόγους να πιστεύουμε ότι η άρχουσα τάξη των Ε/Κ έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αυτό είναι αδύνατο, γι’ αυτό δεν ενδιαφέρεται για λύση, είναι καλά όπως είναι.
Η Τ/Κ άρχουσα τάξη από την άλλη πλευρά δεν θα εγκαταλείψει το ανεξάρτητο καθεστώς της από την Ε/Κ άρχουσα τάξη για χάρη μιας λύσης όπως την θέλει η Ε/Κ πλευρά, λόγω του κινδύνου να καταβροχθιστεί από τους πολύ ισχυρότερους Ε/Κ καπιταλιστές.
Έτσι, έχουμε αδιέξοδο – αυτό δεν είναι απλώς μια θεωρητική υπόθεση, αλλά βασίζεται στην πραγματικότητα των τελευταίων 50 ετών.
Γεγονός είναι ότι μόνο οι δυνάμεις που εκπροσωπούν τα λαϊκά στρώματα μπορούν πραγματικά να σημειώσουν πρόοδο στην επίλυση του προβλήματος. Αλλά αυτή η προοπτική φαίνεται εντελώς απομακρυσμένη από το γεγονός ότι τόσο το ΑΚΕΛ όσο και το CTP (σ.σ.: αντίστοιχο με το ΑΚΕΛ αριστερό κόμμα στη Βόρεια Κύπρο) ήταν στην εξουσία στο Νότο και στο Βορρά αντίστοιχα και δεν σημειώθηκε καμία πρόοδος.
Επομένως, δεν αρκεί να έχουμε την Αριστερά στην εξουσία. Είναι κρίσιμο να ξεκαθαρίσουμε τι είδους Αριστερά είναι στην εξουσία, τι είδους αριστερό κόμμα χρειάζεται η κοινωνία.
Χρειαζόμαστε αριστερά κόμματα (ή κόμματα των εργαζομένων) που στα πλαίσια ενός φιλολαϊκού, ταξικού, ανατρεπτικού προγράμματος:
Αποδέχονται ότι μια λύση μπορεί να βασιστεί μόνο στην πολιτική ισότητα των δύο κοινοτήτων (αυτό αφορά κατά κύριο λόγο την Ε/Κ πλευρά).
Δεν θα ακολουθούν τη γραμμή που αποφασίζουν οι αντίστοιχες «μητέρες πατρίδες», αλλά θα είναι έτοιμα να συγκρουστούν με τις άρχουσες τάξεις στην Ελλάδα και την Τουρκία, απευθυνόμενοι στους Έλληνες και Τούρκους εργαζόμενους.
Θα σέβεται το δικαίωμα αυτοδιάθεσης της Τ/Κ κοινότητας, η οποία αποτελεί τη μειονότητα.
Φυσικά, οποιαδήποτε τέτοια προσέγγιση θα σημαίνει μετωπική σύγκρουση με τις φασιστικές συμμορίες, με τους εθνικιστές και με τις άρχουσες τάξεις, και στις δύο πλευρές.
Ποιος θα πάρει μια τέτοια τολμηρή, επαναστατική θέση; Σίγουρα όχι το ΑΚΕΛ στο Νότο ή το CTP στον Βορρά.
Αυτό μας φέρνει στο τελευταίο σημείο.
Σημείο πέντε:
Τελευταίο σημείο. Χρειαζόμαστε μια μαζική αντικαπιταλιστική/διεθνιστική Αριστερά, στηριγμένη στη μαρξιστική ιδεολογία και στις δύο πλευρές του νησιού.
Αυτό δεν είναι εύκολο. Εξακολουθούμε να αντιμετωπίζουμε δύσκολες στιγμές ως οργανώσεις της επαναστατικής Αριστεράς. Αντιμετωπίζουμε έναν μακρύ κύκλο υποχώρησης που ξεκίνησε με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης γύρω στο 1990 και συνεχίζεται ακόμα. Αλλά δεν υπάρχει άλλος δρόμος.
Το καθήκον που έχουμε μπροστά μας, μετά από τέτοιες συζητήσεις για το εθνικό πρόβλημα ή για άλλα ζητήματα, είναι να καθίσουμε στη συνέχεια γύρω από ένα τραπέζι και να συζητήσουμε πώς μπορούμε να ξαναχτίσουμε τις δυνάμεις της επαναστατικής Αριστεράς, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο.
Σας ευχαριστώ συντρόφισσες και σύντροφοι.
xekinima.org
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου