Κυριακή 8 Δεκεμβρίου 2024

Η Ευρώπη του κεφαλαίου σε κρίση – Να η ευκαιρία!

Γιώργος Παυλόπουλος

Η ανατροπή της κυβέρνησης στη Γαλλία ήρθε να προστεθεί στην προκήρυξη πρόωρων εκλογών στη Γερμανία

Στη Γαλλία, η κυβέρνηση μειοψηφίας των Μακρόν-Μπαρνιέ ανατράπηκε αυτή την εβδομάδα μετά την υπερψήφιση της πρότασης μομφής στο κοινοβούλιο. Έχοντας, μάλιστα, καταγραφεί ανεξίτηλα στη συλλογική συνείδηση της κοινωνικής πλειοψηφίας όχι μόνο ως αντιλαϊκή, αλλά και ως αντιδημοκρατική, καθώς επιχείρησε για μια ακόμη φορά να εφαρμόσει τη συνταγματική διάταξη που επιτρέπει την παράκαμψη της βουλής, ακόμη και για ζητήματα τόσο σοβαρά όπως ο προϋπολογισμός. Με βάση το σύνταγμα, όμως, η χώρα δεν μπορεί να οδηγηθεί εκ νέου σε πρόωρες εκλογές προτού περάσει ένας τουλάχιστον χρόνος από τις προηγούμενες, στα τέλη Ιουνίου, κάτι που σημαίνει πως η πολιτική κρίση θα συνεχιστεί και θα βαθύνει – ειδικά καθώς ο πρόεδρός της αρνείται να παραιτηθεί.

Στη Γερμανία, επίσης, όπου η κυβέρνηση έχασε τη δεδηλωμένη μετά το διαζύγιο που επήλθε πριν μερικές εβδομάδες με τον ένα από τους τρεις εταίρους, έχουν ήδη προκηρυχθεί πρόωρες εκλογές για τις 23 Φεβρουαρίου. Οι περισσότεροι, ωστόσο, εκτιμούν ότι και ο νέος συνασπισμός που θα προκύψει από αυτές, πιθανότατα (αλλά όχι σίγουρα) με τη συνεργασία των δύο παραδοσιακών κομμάτων, θα είναι από τους πιο αδύναμους που έχει γνωρίσει μεταπολεμικά η χώρα.

Στην Ιταλία, την ίδια στιγμή, την τρίτη μεγαλύτερη χώρα της ΕΕ και της ευρωζώνης, έχουν αρχίσει ήδη τα «όργανα» ανάμεσα στους δύο κυβερνητικούς εταίρους της Μελόνι, με τον καθένα να προσπαθεί να τραβήξει το «χαλί» κάτω από τα πόδια του άλλου. Στο δε Ηνωμένο Βασίλειο, που αν και εκτός ΕΕ συνεχίζει να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην Ευρώπη, η κυβέρνηση των Εργατικών μοιάζει να έχει εξαντλήσει από πολύ νωρίς την όποια περίοδο χάριτος της είχαν αναγνωρίσει οι ψηφοφόροι μετά τις εκλογές του περασμένου Ιουλίου.

Η αλήθεια είναι ότι δεν χρειάζεται να ψάξει κανείς ιδιαιτέρως για να ανακαλύψει πως οι σοβαρές πολιτικές αναταράξεις και στις τέσσερις παραπάνω χώρες (και όχι μόνο σε αυτές) εκτυλίσσονται πάνω στον ίδιο καμβά: την αδυναμία των οικονομιών τους να «απογειωθούν», καθώς δεν έχουν καταφέρει να απαλλαγούν από τα βαρίδια τα οποία έχουν φορτωθεί μετά τις αλλεπάλληλες κρίσεις των τελευταίων ετών. Βαρίδια τα οποία, σε συνδυασμό με την όξυνση του παγκόσμιου ανταγωνισμού, τόσο με την «εχθρό» Κίνα όσο και με τις «φίλες και συμμάχους» Ηνωμένες Πολιτείες, απειλούν να παρασύρουν τον ευρωπαϊκό καπιταλισμό στον πάτο.

Σκηνικό κυβερνητικής αστάθειας, «βαλτώματος» της οικονομίας και όξυνσης του ανταγωνισμού

Έτσι, ενόψει και της επικείμενης (στις 20 Ιανουαρίου) ανάληψης της προεδρίας των ΗΠΑ από τον Τραμπ, στα ευρωπαϊκά επιτελεία – πολιτικά, οικονομικά και επιχειρηματικά – έχει σημάνει συναγερμός. Η συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης που κάνουν τα οδηγεί στο συμπέρασμα πως δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο και πρέπει να αναληφθεί άμεσα αποφασιστική δράση, καθώς σύντομα μπορεί να είναι πολύ αργά για να σωθεί η παρτίδα.

Το πρόβλημα είναι πως, για την ώρα τουλάχιστον, δεν φαίνεται να έχει διαμορφωθεί ένα ενιαίο σχέδιο για την απάντηση που πρέπει να δοθεί και για τον τρόπο με τον οποίο θα τεθεί σε εφαρμογή. Οι Βρυξέλλες σηκώνουν ήδη απειλητικά τον βούρδουλα της δημοσιονομικής πειθαρχίας, θεωρώντας ότι μόνο έτσι μπορεί τελικά να διασφαλιστεί η αναγκαία ανταγωνιστικότητα, ώστε να αυξηθεί και η κερδοφορία. Το Βερολίνο, από την πλευρά του, αν και σε ευρωπαϊκό επίπεδο στηρίζει την παραπάνω γραμμή για τους «άλλους», στο εσωτερικό κινείται σε κατεύθυνση απόκλισης από αυτήν, καθώς διαμορφώνεται διακομματικό μέτωπο για την αναθεώρηση του συνταγματικά κατοχυρωμένου «φρένου χρέους», ώστε να βρεθούν τα «καύσιμα» που έχει αδήριτη ανάγκη το γερμανικό κεφάλαιο.

Στο Παρίσι, τέλος, η απόπειρα της κυβέρνησης Μακρόν-Μπαρνιέ να γίνει το «καλό παιδί» ΕΕ και αγορών, με τσεκούρωμα των δημόσιων και κοινωνικών δαπανών, πάγωμα των μισθών και επιτάχυνση της εφαρμογής της αντιδραστικής μεταρρύθμισης στο ασφαλιστικό-συνταξιοδοτικό, ώστε να μειωθούν ταχέως έλλειμμα και δημόσιο χρέος, την οδήγησε στα βράχια. Η Ακροδεξιά της Λεπέν και οι κεντροαριστερές συνιστώσες του Νέου Λαϊκού Μετώπου αναγκάστηκαν να την ανατρέψουν, καθώς έπιασαν τον οργισμένο παλμό της κοινωνίας και κατάλαβαν ότι εάν δεν βρει πολιτική έκφραση, θα απειλήσει να τους σαρώσει όλους μαζί.

Τα παραπάνω, ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν οδηγούν στο συμπέρασμα πως οι διάφορες τάσεις στο αστικό πολιτικό σύστημα έπαψαν να έχουν βαθιά συμφωνία στο πιο σημαντικό: ότι ο μοναδικός δρόμος για να ξεπεραστεί η κρίση είναι η «βουτιά» στην πιο εντατική και ολόπλευρη εκμετάλλευση της εργατικής τάξης, είτε πρόκειται για χειρώνακτες είτε για διανοούμενους, είτε για ντόπιους είτε για μετανάστες. Με την επιβολή ενός νέου γύρου βίαιης αναδιανομής πλούτου υπέρ των «πάνω», που θα συνοδεύεται από σάρωμα κατακτήσεων, ελευθεριών και δικαιωμάτων.

Αυτός, άλλωστε, είναι και ο λόγος που έκανε τόσο την Λεπέν όσο και τους Γάλλους Σοσιαλιστές να υπόσχονται, λίγο μετά την υπερψήφιση της πρότασης μομφής, ότι θα τηρήσουν «υπεύθυνη στάση» για το καλό της χώρας, βάζοντας πλάτη στη νέα κυβέρνηση για την ψήφιση ενός ενδιάμεσου προϋπολογισμού. Ο ίδιος λόγος τους κάνει να ενώνονται πίσω από την ανάγκη αύξησης των πολεμικών δαπανών και στροφής στην πολεμική οικονομία, μια και το φάντασμα του πολέμου αποτελεί αποδεδειγμένα το πιο αποτελεσματικό μέσο για τη χειραγώγηση των λαών.

Το ερώτημα που τίθεται αφορά στη στάση την οποία οφείλουν να στηρίξουν και να προωθήσουν αποφασιστικά σε αυτή τη συγκυρία όσοι θέλουν να συγκαταλέγονται στο στρατόπεδο των αντικαπιταλιστών, των επαναστατών και των κομμουνιστών. Θα αναπαράγουν, έστω και με αριστερές και δήθεν ριζοσπαστικές φιοριτούρες, το αφήγημα της υπεύθυνης δύναμης διακυβέρνησης και της ανάγκης εξόδου από την κρίση ή θα επιχειρήσουν να βαθύνουν τις ρωγμές και τις πληγές στο σώμα του ευρωπαϊκού καπιταλισμού, υπηρετώντας τη γραμμή της ρήξης και της ανατροπής μέχρι το τέλος;

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πριν στο φύλλο 7-8 Δεκεμβρίου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου