Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2025

Πώς έγιναν οι Πράσινοι η κινητήρια δύναμη του γερμανικού μιλιταρισμού;

Πώς έγιναν οι Πράσινοι η κινητήρια δύναμη του γερμανικού μιλιταρισμού;

Η σταθερότητα ήταν μια από τις μεγαλύτερες αρετές της Γερμανίας. Όχι πια. Μια πολιτική κρίση προκάλεσε πρόωρες ομοσπονδιακές εκλογές στις 23 Φεβρουαρίου. Επιπλέον, η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης βρίσκεται σε ύφεση εδώ και δύο χρόνια. Η γερμανική βιομηχανία έχει πληγεί από την εκτίναξη του ενεργειακού κόστους μετά τις κυρώσεις της ΕΕ κατά της Ρωσίας. Μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι, όπως η Volkswagen, σχεδιάζουν την περικοπή δεκάδων χιλιάδων θέσεων εργασίας- οι πτωχεύσεις επιχειρήσεων βρίσκονται στο υψηλότερο επίπεδο από την οικονομική κρίση του 2008, και η αποβιομηχάνιση ελλοχεύει. Τον περασμένο Νοέμβριο, ο κυβερνητικός συνασπισμός του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD), των Πρασίνων (Die Grünen) και του φιλελεύθερου Ελεύθερου Δημοκρατικού Κόμματος (FDP) κατέρρευσε λόγω των διαφωνιών για τον προϋπολογισμό του 2025.

Η πληρωμή για τις παραδόσεις όπλων στην Ουκρανία αποτέλεσε βασικό παράγοντα. Το τεράστιο κόστος του επανεξοπλισμού της ίδιας της Γερμανίας επιβάρυνε και άλλο την οικονομία. Από το 2022, όταν ο καγκελάριος Όλαφ Σολτς υποσχέθηκε ένα ειδικό ταμείο ύψους 100 δισεκατομμυρίων ευρώ για πέντε χρόνια για την ενίσχυση των ενόπλων δυνάμεων, οι Πράσινοι, το SPD και η Χριστιανοδημοκρατική Ένωση (CDU) πρότειναν επιπλέον άλλα 300 δισεκατομμύρια ευρώ, ξεχωριστά από το τακτικό κονδύλι του προϋπολογισμού για την άμυνα (Der Spiegel, 16 Φεβρουαρίου 2024). Το γεγονός ότι οι χώρες του ΝΑΤΟ διαθέτουν ήδη 10 φορές μεγαλύτερο στρατιωτικό προϋπολογισμό από αυτόν της Ρωσίας δεν υπεισέρχεται στη συζήτηση.

Όλα τα κόμματα, εκτός από την αριστερή Συμμαχία Die Linke και τη Συμμαχία Σάρα Βάγκενκνεχτ, συμφωνούν ότι απαιτείται επανεξοπλισμός πρωτοφανούς κλίμακας, αλλά διαφωνούν ως προς τον τρόπο χρηματοδότησης. Το CDU, η ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) και το FDP προτείνουν δραστικές περικοπές κοινωνικών δαπανών, ενώ το SPD και οι Πράσινοι τάσσονται υπέρ της αύξησης του δανεισμού -αν και δεν έχουν αποκλείσει μια συμμαχία υπέρ της λιτότητας με το CDU, ο ηγέτης του οποίου, Φρίντριχ Μερτς, λέει ότι η Γερμανία πρέπει «να τολμήσει να γίνει πιο καπιταλιστική». Ο πολιτικός επιστήμονας Κρίστοφ Μπάτερβεγκε φοβάται ότι μετά τις εκλογές θα υπάρξει «κατά μέτωπο επίθεση στο κράτος πρόνοιας».

Ο νέος μιλιταρισμός της Γερμανίας, αδιανόητος πριν από λίγα χρόνια, συνέπεσε με μια ριζική αλλαγή στην πολιτική κουλτούρα της. Στις προεκλογικές αφίσες του SPD, ο υπουργός Άμυνας Μπόρις Πιστόριους (SPD), ο οποίος έχει ζητήσει έναν στρατό «έτοιμο για πόλεμο μέχρι το 2029», ποζάρει με πολεμικό εξοπλισμό, με το όπλο στο χέρι – μια θεαματική στροφή για το κόμμα του οποίου η πολιτική της ύφεσης και της προσέγγισης με τη Σοβιετική Ένωση χάρισε κάποτε στον καγκελάριο Βίλι Μπραντ το Νόμπελ Ειρήνης.

Όπλα, όπλα και άλλα όπλα

Αλλά κανένα κόμμα δεν έχει αλλάξει περισσότερο από τους Πράσινους. Ιδρύθηκαν το 1980 ως αντιπολεμικό κόμμα, αλλά τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει ένθερμοι και πολεμοχαρείς υποστηρικτές του επανεξοπλισμού. Ο Άντον Χόφρεϊτερ, ο οποίος για πολλά χρόνια ήταν πρόεδρος της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματος στην Μπούντεσταγκ, ζητά συνεχώς «όπλα, όπλα και άλλα όπλα» και επικρίνει την άρνηση του SPD να στείλει στην Ουκρανία πυραύλους κρουζ Taurus μεγάλου βεληνεκούς.

Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας για τις ομοσπονδιακές εκλογές του 2021, οι Πράσινοι επέμειναν ότι δεν πρέπει να παρέχονται όπλα σε εμπόλεμους κατά τη διάρκεια συγκρούσεων- μόλις ένα χρόνο αργότερα, η υπουργός Εξωτερικών Αναλένα Μπέρμποκ (Πράσινοι) με μια δήλωσή της έφερε στο φως τη νέα διγλωσσία του κομματος: «Οι αποστολές όπλων βοηθούν να σωθούν ζωές», δήλωσε στην Süddeutsche Zeitung τον Σεπτέμβριο του 2022. Ο προκάτοχός της, Γιόσκα Φίσερ, κάλεσε έκτοτε την ΕΕ να αναπτύξει το δικό της πυρηνικό οπλοστάσιο, μια ιδέα που υποστηρίζεται από δήθεν προοδευτικούς δημοσιογράφους όπως η Ουλρίκε Χέρμαν της Τaz.

Σε ενδιαφέρει




Οι Πράσινοι, μαζί με τους εταίρους τους στον συνασπισμό και τα δύο μεγαλύτερα κόμματα της αντιπολίτευσης, το CDU και το AfD, υποστηρίζουν επίσης τους πολέμους του Ισραήλ στη Μέση Ανατολή. Ως ο μεγαλύτερος προμηθευτής όπλων στο Τελ Αβίβ μετά τις Ηνωμένες Πολιτείες, η Γερμανία προστατεύει το Ισραήλ οικονομικά και διπλωματικά.

Ενώ η ομοσπονδιακή κυβέρνηση αυτοπροβάλλεται ως αποφασιστικός υπερασπιστής του διεθνούς δικαίου στην Ουκρανία, το αγνοεί όταν πρόκειται για το Ισραήλ, βοηθώντας το να διαπράξει εγκλήματα πολέμου που η Διεθνής Αμνηστία και το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων χαρακτηρίζουν ως γενοκτονία. Ούτε η Μπέρμποκ, ούτε ο υπουργός Οικονομίας και αντικαγκελάριος Ρόμπερτ Χάμπεκ (επίσης υποψήφιος καγκελάριος των Πρασίνων), αμφισβήτησαν τις αποστολές όπλων ή ζήτησαν από το Ισραήλ να τερματίσει την επίθεσή του στη Γάζα.

Μια στρατιωτική απόχρωση του πράσινου

Η στροφή σε μια σαφώς στρατιωτική απόχρωση του πράσινου σοκάρει τους λίγους ακτιβιστές του κόμματος που θυμούνται το ιδρυτικό μανιφέστο του 1980: «Η οικολογική εξωτερική πολιτική είναι η πολιτική της μη βίας…. Μη βία δεν σημαίνει παράδοση, αλλά εγγύηση της ειρήνης και της ζωής με πολιτικά και όχι στρατιωτικά μέσα…. Η ανάπτυξη της πολιτικής διακυβέρνησης που βασίζεται στην κατευθυντήρια αξία της ειρήνης πρέπει να συμβαδίζει με την άμεση έναρξη της διάλυσης των στρατιωτικών μπλοκ, ιδίως του ΝΑΤΟ και του Συμφώνου της Βαρσοβίας». Στα μέσα του Ψυχρού Πολέμου, ζητούσε «τη διάλυση της γερμανικής βιομηχανίας όπλων και τη μετατροπή της σε ειρηνική παραγωγή».

Σημαντικό σημείο καμπής στη μετατροπή των Πρασίνων σε κόμμα πολέμου ήταν η σύγκρουση στο Κοσσυφοπέδιο. Την άνοιξη του 1999, ο συνασπισμός SPD-Πράσινων, με επικεφαλής τον Γκέρχαρντ Σρέντερ (SPD) και τον υπουργό Εξωτερικών Γιόσκα Φίσερ (Πράσινοι), αποφάσισε ότι η Γερμανία θα συμμετείχε στους βομβαρδισμούς του ΝΑΤΟ κατά της Σερβίας, χωρίς την υποστήριξη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Αυτό παραβίαζε τον καταστατικό χάρτη του ΟΗΕ, τη συμφωνία Δύο Συν Τέσσερις και το γερμανικό Σύνταγμα, το οποίο απαγορεύει τους επιθετικούς πολέμους.

Στο συνέδριο του κόμματος το 1999, ο Φίσερ δικαιολόγησε την απόφαση αυτή με τις λέξεις: «Ποτέ ξανά Άουσβιτς, ποτέ ξανά γενοκτονία». Η σύγκριση του εμφύλιου πολέμου στο Κοσσυφοπέδιο με το Άουσβιτς προκάλεσε διαμαρτυρίες από επιζώντες του Ολοκαυτώματος, οι οποίοι τη χαρακτήρισαν «ντροπιαστική», αλλά συνέβαλε στην εξασφάλιση της έγκρισης του κόμματος για τη συμμετοχή της Γερμανίας στην εκστρατεία του ΝΑΤΟ. Η σύγκριση των αντιπάλων της Δύσης με τον Χίτλερ και την εξόντωση των Εβραίων, προκειμένου να νομιμοποιηθούν οι στρατιωτικές επεμβάσεις, αποτελεί έκτοτε μέρος του ρεπερτορίου των Πρασίνων. Τον Απρίλιο του 2022, ο πρώην υπουργός Περιβάλλοντος Γιούργκεν Τρίτιν παραλλήλισε τη σφαγή των Ουκρανών πολιτών από τα ρωσικά στρατεύματα στη Μπούχα (περίπου διακοσίων σύμφωνα με τον ΟΗΕ,) με τις θηριωδίες που διέπραξαν τα τάγματα θανάτου των SS, τα οποία εκτέλεσαν εκατοντάδες χιλιάδες Εβραίους στην Ανατολική Ευρώπη.

Με την πάροδο των ετών, η εξωτερική πολιτική των Πρασίνων ευθυγραμμίστηκε σταδιακά με εκείνη των αμερικανών νεοσυντηρητικών. Η προώθηση των «δυτικών αξιών», αν χρειαστεί και μέσω στρατιωτικής επέμβασης, έχει υποστηριχθεί από φιλονατοϊκές δεξαμενές σκέψης, στα μέλη των οποίων περιλαμβάνονται επιφανείς Πράσινοι. Η Μπέρμποκ, η οποία δηλώνει ότι εμπνέεται από την πρώην υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ Μαντλίν Ολμπράιτ, ήταν συνεργάτιδα του German Marshall Fund των ΗΠΑ, ενώ τα περισσότερα υψηλόβαθμα στελέχη του κόμματος τα τελευταία 20 χρόνια, όπως η Κλαούντια Ροθ, η Κάτριν Γκέρινγκ-Έκαρντ, ο Τζεμ Οζντεμίρ, ο Ράινχαρντ Μπούτικοφερ και ο Ομίντ Νουριπούρ, υπήρξαν μέλη της Ατλαντικής Γέφυρας (Atlantik-Bruecke), ενός δικτύου τραπεζιτών, στρατιωτικών στρατηγών, δημοσιογράφων και πολιτικών που στοχεύει στην ενίσχυση των γερμανοαμερικανικών σχέσεων.

Από την πλευρά των ΗΠΑ, η συνένωση των ηγετών των Πρασίνων ήταν μια μεγάλη επιτυχία: Το κόμμα που κάποτε υποστήριζε τη διάλυση του ΝΑΤΟ, τώρα κάνει εκστρατεία για τη διεύρυνσή του και τη στρατιωτικοποίηση της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής. Στην αντιπαράθεση με την Κίνα, οι Πράσινοι έχουν επίσης ευθυγραμμιστεί με τα γεράκια των ΗΠΑ. Η μετατόπιση αυτή έχει προκαλέσει χάσμα ανάμεσα στον κύκλο των περιβαλλοντικών ακτιβιστών, που εξακολουθούν να βρίσκονται κοντά στους Πράσινους, και το κίνημα ειρήνης- οι στενές σχέσεις τους ήταν κάποτε η πηγή της δύναμης του κινήματος.

Μια βασική φιγούρα αυτής της μετατόπισης είναι ο Ραλφ Φουκς, πρώην μαοϊκός, μετέπειτα συνδιευθυντής επί δύο δεκαετίες του Ιδρύματος Χάινριχ Μπελ (συνδεδεμένο με τους Πράσινους). Τώρα είναι διευθυντής του Κέντρου για τη Φιλελεύθερη Νεοτερικότητα, μιας δεξαμενής σκέψης στο Βερολίνο που στοχεύει στην υπεράσπιση των «φιλελεύθερων δημοκρατιών» έναντι των «αυταρχικών καθεστώτων» μέσω του επανεξοπλισμού και του ατλαντισμού. Αυτή η υποτιθέμενη μη κυβερνητική οργάνωση χρηματοδοτείται σε μεγάλο βαθμό από το γερμανικό κράτος.

Ξεχάστε τον ειρηνισμό και τον αντικαπιταλισμό.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1980, ο Φουκς και ο πολιτικός ακτιβιστής Ντάνιελ Κον-Μπεντίτ ήταν και οι δύο μέλη μιας παράταξης που προσπαθούσε να μεταστρέψει τους Πράσινους από τον αντικαπιταλισμό και τον ειρηνισμό. Το 1998, ωστόσο, το μανιφέστο των ομοσπονδιακών εκλογών των Πρασίνων εξακολουθούσε να ζητά «μια πανευρωπαϊκή τάξη ειρήνης και ασφάλειας», η οποία θα μπορούσε «να αντικαταστήσει το ΝΑΤΟ και να παράσχει τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον πλήρη αφοπλισμό». Αυτές οι προεκλογικές υποσχέσεις εξαφανίστηκαν οριστικά αφού οι Πράσινοι εντάχθηκαν στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση και ψήφισαν υπέρ του πολέμου στο Κοσσυφοπέδιο.

Ο άλλος σημαντικός παράγοντας πίσω από την αλλαγή είναι η δημογραφική αλλαγή μεταξύ των ψηφοφόρων του κόμματος. Οι διαφωνούντες της δεκαετίας του 1970 έγιναν οι εύπορες, αστικές και μορφωμένες τάξεις της δεκαετίας του 1990, όπου το κόμμα βρίσκει τώρα τους υποστηρικτές του. Περίπου το 78% των ψηφοφόρων των Πρασίνων δηλώνουν ότι είναι υπέρ της συνέχισης των παραδόσεων όπλων στην Ουκρανία, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο κόμμα, αλλά μόνο το 9% θα ήταν έτοιμο να πάρει τα όπλα για να υπερασπιστεί τη χώρα του. Η καταπολέμηση της Ρωσίας μέχρι τον τελευταίο Ουκρανό είναι η απάντησή τους στο σχέδιο της στρατιωτικής δέσμευσης στο όνομα των «δυτικών αξιών».

Από τον Φεβρουάριο του 2022, οι θέσεις των Πρασίνων για την εξωτερική πολιτική είναι από τις πιο μιλιταριστικές της Γερμανίας. Αμέσως μετά την εισβολή στην Ουκρανία, η Μπέρμποκ, όπως και πολλοί δυτικοί πολιτικοί, δήλωσε ότι πρέπει να ληφθούν μέτρα για να «καταστραφεί η Ρωσία». Στις 6 Απριλίου 2022, ο Γιούργκεν Τρίτιν δήλωσε στην Μπούντεσταγκ: «Στέλνουμε τη Ρωσία του Βλάντιμιρ του Τρομερού πίσω στη δεκαετία του 1960» και πρότεινε να συνεχιστούν οι κυρώσεις ακόμη και μετά το τέλος του πολέμου.

Αντίστοιχα, οι Πράσινοι αντιτάχθηκαν σε όλες τις προσπάθειες για εξεύρεση διπλωματικής λύσης, ακόμη και αφού οι αρχηγοί των επιτελείων των ΗΠΑ και της Ουκρανίας παραδέχθηκαν ότι βρίσκονταν μπροστά σε στρατιωτικό αδιέξοδο. Ωστόσο, η στρατηγική της αποδυνάμωσης της Μόσχας και της μόνιμης αποδέσμευσης της ΕΕ από τη Ρωσία έχει ένα τίμημα για τη Γερμανία: την απειλή της βιομηχανικής παρακμής. Τυχόν δασμοί που θα επιβληθούν από την κυβέρνηση Τραμπ είναι βέβαιο ότι θα επιδεινώσουν την κατάσταση, όπως και η αυξανόμενη αποσύνδεση της Γερμανίας από την Κίνα. Το Βερολίνο βρίσκεται όλο και περισσότερο απομονωμένο μεταξύ των μεγάλων μπλοκ.

Αν και τα μέλη του κόμματος διπλασιάστηκαν μεταξύ 2017 και 2024, το ποσοστό των Πρασίνων στις εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου τον Ιούνιο του 2024 μειώθηκε σχεδόν στο μισό, στο 11,6%, έναντι 20,5% το 2019. Οι απώλειές τους ήταν μεγαλύτερες μεταξύ των νέων ψηφοφόρων. Και το Σεπτέμβριο, το κόμμα υπέστη μια περαιτέρω ήττα στις κοινοβουλευτικές εκλογές στα πρώην ανατολικογερμανικά κρατίδια της Θουριγγίας, του Βρανδεμβούργου και της Σαξονίας, χάνοντας όλες τις έδρες του στις κυβερνήσεις των κρατιδίων.

Στη Θουριγγία και το Βρανδεμβούργο, το ποσοστό των Πρασίνων δεν έφτασε καν το όριο του 5% για την επανείσοδο στα κοινοβούλια. Οι εθνικοί ηγέτες του κόμματος, Όμιντ Νουριπούρ και Ρικάρντα Λανγκ, ανακοίνωσαν ότι θα παραιτηθούν στο συνέδριο του κόμματος τον Νοέμβριο. Οι ηγέτες και ολόκληρη η εκτελεστική επιτροπή της οργάνωσης της νεολαίας παραιτήθηκαν επίσης και μάλιστα εγκατέλειψαν το κόμμα, επειδή αυτό έπαιρνε μια κατεύθυνση ασύμβατη με τα ιδανικά τους.

Ωστόσο, η εθνική ηγεσία δεν δείχνει κανένα σημάδι αλλαγής πορείας. Ο Ρόμπερτ Χάμπεκ ζήτησε να δαπανά η Γερμανία το 3,5% του ΑΕΠ της για την άμυνα, αφιερώνοντας ένα σημαντικό κομμάτι του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού στον πιο περιβαλλοντικά επιζήμιο τομέα της οικονομίας. Η ιδέα της τοποθέτησης της Γερμανίας και της ΕΕ ως δύναμης ειρήνης μεταξύ των αντίπαλων μπλοκ στη νέα γεωπολιτική πραγματικότητα δεν αναφέρεται καν.

*Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην Monde Diplomatique και ο περιοδικό Nation. Μεταφράστηκε και αναδημοσιεύτηκε στο info-war.gr με άδεια του συγγραφέα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου