Σάββατο 16 Αυγούστου 2025

Ουκρανία: Οι ΗΠΑ πληρώνονται για να μείνουν στον πόλεμο και η Γερμανία επανεξοπλίζεται


Tου Εμμανουήλ Μπέζα (*)

Η σύγκρουση Τραμπ-Ζελένσκι στο Οβάλ Γραφείο την 1η Μαρτίου σε ένα πρωτοφανές για τα διπλωματικά δεδομένα περιστατικό, σε συνδυασμό με το ρεπορτάζ του Μπαράκ Ραβίντ στις 22 Απριλίου στο Axios, το οποίο παρουσίασε το σχέδιο πρότασης Τραμπ για την πολιτική επίλυση του ουκρανικού ζητήματος, έδειξαν πως ο Τραμπ και το επιτελείο του βρίσκονταν πιο κοντά στη Μόσχα παρά στην Ουάσιγκτον και τις Βρυξέλλες. Από τότε, τα πράγματα άλλαξαν δραματικά.

Με το πολιτικό σύστημα της Ουάσιγκτον να μη θέλει να απεμπλακεί από τη σύγκρουση και με τη διακομματική συναίνεση στη Γερουσία λόγω της στρατηγικής αντίληψης για ανάσχεση της Ρωσίας μέσω της Ουκρανίας, οι Ευρωπαίοι πρόσφεραν στον Τραμπ το 5% στο ΝΑΤΟ -που επιθυμούσε- εισαγωγές δισεκατομμυρίων σε ενέργεια, αλλά και ασαφείς υποσχέσεις για επενδύσεις, με αντάλλαγμα τη συνέχιση της στήριξης των ΗΠΑ στην Ουκρανία.
Έτσι, από τη μία επανήλθε η προηγούμενη πολιτική των ΗΠΑ και από την άλλη, ο Τραμπ πήρε τα οικονομικά ανταλλάγματα που επιθυμούσε στα πλαίσια της οικονομικής πολιτικής μείωσης του υπέρογκου αμερικανικού χρέους και της παρουσίασης στην εκλογική του βάση της έμμεσης απεμπλοκής του από τον πόλεμο στην Ουκρανία.

Πολιτικό σύστημα («βαθύ κράτος») και Τραμπ βρήκαν τη συμβιβαστική λύση για τη συνέχιση του πολέμου στην Ουκρανία. Ο Τραμπ συνειδητοποίησε πως μπορεί να πληρώνεται για αυτά που προσφέρουν οι ΗΠΑ και όχι να τα πληρώνει. Το θύμα αυτού του συμβιβασμού είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η ενδεχόμενη συμφωνία μεταξύ Τραμπ και Πούτιν η οποία παρουσιάζεται τις τελευταίες ημέρες στον τύπο, δεν θα οδηγήσει σε συνολική πολιτική διευθέτηση του ουκρανικού ζητήματος αλλά στη διπλωματική αναγνώριση του «παγώματος» της σύγκρουσης στα σύνορα των τεσσάρων επαρχιών που η Ρωσία αναμένεται να καταλάβει πλήρως το επόμενο διάστημα. Ουσιαστικά, ο Τραμπ προσπαθεί να αποφύγει τη στρατιωτική διευθέτηση του ζητήματος από τη Ρωσία, η οποία θα αποτελούσε στρατηγική ήττα για τη Δύση και παρουσιάζει ως πολιτική συμφωνία επίλυσης αυτό το οποίο ήταν αναπόφευκτο να συμβεί στρατιωτικά. Τα ευρωπαϊκά σχέδια για την Ουκρανία παραμένουν ως έχουν.

Οι νέες δαπάνες της Ευρώπης

Με την Ευρώπη να έχει ήδη πληρώσει αρκετά γι’ αυτόν τον πόλεμο, στην εποχή Τραμπ θα πρέπει να πληρώσει και τον επιπλέον εξοπλισμό της Ουκρανίας, να αυξήσει ακόμη περισσότερο τις εισαγωγές ακριβής ενέργειας από τις ΗΠΑ, να δώσει περισσότερα στο ΝΑΤΟ απ’ ότι και ο ίδιος ο Τραμπ ζητούσε προεκλογικά και να πληρώσει περί το 12,5% μεσοσταθμικά περισσότερους δασμούς από πριν. Επιπλέον, σε περίπτωση που ο Τραμπ λάβει «μέτρα» κατά της Ινδίας για την αγορά ρωσικού πετρελαίου, θα πληρώσει ακριβότερα καύσιμα, καθώς η Ε.Ε. εισάγει καύσιμα αξίας 11,6 δις από την Ινδία, τα οποία αποτελούν το 12,9% των συνολικών εισαγωγών προϊόντων διύλισης πετρελαίου της Ένωσης. Η Ινδία με τη σειρά της εισάγει 48,6 δις αργού πετρελαίου από τη Ρωσία, το οποίο αποτελεί το 34,8% των εισαγωγών της αργού πετρελαίου, το βασικό εισακτέο προϊόν της χώρας.

Στην πράξη, όμως, οι Ευρωπαίοι δεν θα πληρώσουν για την περαιτέρω ενίσχυση της άμυνας της Ουκρανίας, αλλά για τη δική τους. Με τη Ρωσία να προελαύνει αργά αλλά σταθερά, η Ουκρανία χρειάζεται άμεσα παροχή στρατιωτικής βοήθειας σε τακτικά αντιαεροπορικά συστήματα και συστήματα αναχαίτισης πυραύλων για να ανακόψει τη Ρωσία από την πλήρη κατάληψη των τεσσάρων επαρχιών Λουγκάνσκ, Ντονιέτσκ, Ζαπορίζια και Χερσώνα, (από τις οποίες κατέχει, ολόκληρη την επαρχία του Λουγκάνσκ και τα ¾ περίπου σε κάθε μια από τις υπόλοιπες). Έτσι, οι Ευρωπαίοι θα πρέπει να προσφέρουν άμεσα τα δικά τους συστήματα στην Ουκρανία και να αναμένουν την παραγωγή νέων από τις ΗΠΑ, οι οποίες δεν σκοπεύουν να πειράξουν τα δικά τους αποθεματικά στα συγκεκριμένα οπλικά συστήματα. Σημειώνεται ότι τα συγκεκριμένα αποθεματικά των ΗΠΑ βρίσκονται στα όρια τις στρατηγικής υποβάθμισης εάν συνεχίσουν να μειώνονται στην τωρινή συχνότητα, κάτι το οποίο ήταν ήδη γνωστό από τα τέλη της θητείας Μπάιντεν.

Με τέσσερεις ευρωπαϊκές χώρες (Γαλλία, Ιταλία, Ουγγαρία και Τσεχία) να έχουν διαφωνήσει με το πλάνο και εκείνες που έχουν συμφωνήσει να καθυστερούν ή να παρέχουν εν τέλει στην Ουκρανία λιγότερα από όσα της είναι απαραίτητα, η Ρωσία έρχεται όλο και πιο κοντά στη στρατιωτική διευθέτηση του ζητήματος, κάτι το οποίο θα οδηγήσει σε στρατηγική ήττα της Δύσης και στο «πάγωμα» της εμπόλεμης ζώνης στη σύνορα των τεσσάρων προαναφερθέντων επαρχιών.

Η στρατιωτική βιομηχανία ενεργοποιείται

Ενώ οι Ευρωπαίοι ανησυχούν και προετοιμάζονται για την πιθανή επέκταση του πολεμικού μετώπου δυτικότερα στην Ευρώπη από τη Ρωσία, μέχρι το 2030, την ίδια στιγμή είναι έτοιμοι να εξαντλήσουν τα στρατηγικά αμυντικά τους αποθεματικά. Αυτή η αντίφαση δημιουργεί ερωτηματικά, καθώς οι παραλαβές από τις ΗΠΑ των νέων συστημάτων ενδεχομένως να καθυστερήσουν ακόμη και πέρα από το απαιτούμενο χρονικό πλαίσιο προετοιμασίας για την υποτιθέμενη «ρωσική εισβολή».

Στην πραγματικότητα, αυτό που επιδιώκει η Ευρώπη είναι να ενεργοποιήσει τη στρατιωτική βιομηχανία για να ανορθώσει την οικονομία της, η οποία χρειάζεται ταυτόχρονα βιομηχανική ανασυγκρότηση, στους κρίσιμους τομείς της ενεργειακής και ψηφιακής μετάβασης, και επενδυτικό ρευστό. Η Ευρώπη γνωρίζει πως η Ρωσία δεν θέλει να φτάσει δυτικότερα, ούτε μπορεί να το κάνει, παρόλα αυτά χρειάζεται ένα κεντρικό «στρατηγικό αφήγημα» για να δικαιολογήσει τις υπέρογκες κρατικές δαπάνες προς τη στρατιωτική βιομηχανία.
Η Ευρώπη πράγματι χρειάζεται αμυντική αναβάθμιση, παρόλα αυτά δημιουργούνται δύο σημαντικά ζητήματα για τον τρόπο που επιδιώκει να το κάνει. Πρώτον, αν είναι έτοιμη να επεκτείνει την εμπόλεμη ζώνη στην Ουκρανία δυτικότερα, για να μετουσιώσει το αφήγημα σε έμπρακτη πολιτική και να δώσει ουσιαστικό λόγο ύπαρξης στην αμυντικής της βιομηχανία. Για να το πούμε όμως πιο λαϊκά, όταν φτιαχτεί η βόμβα κάπου πρέπει να πέσει. Δεύτερον, τίθεται το εύλογο ερώτημα κατά πόσο ο επανεξοπλισμός της Γερμανίας, η οποία πρωτοστατεί στο εγχείρημα, 80 χρόνια μετά το τέλος του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, είναι αποδεκτός από τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη.

Στρατηγικές δυνατότητες για την Ένωση

Εάν η Ευρώπη, πρώτον, προχωρήσει στην εφαρμογή της συμφωνίας JCPOA με το Ιράν για τον έλεγχο των πυρηνικών, ή διαπραγματευτεί μία παρεμφερή, δεύτερον, προχωρήσει σε εμπορική συμφωνία με το Πεκίνο με την οποία θα μειώσει ορισμένους δασμούς και θα άρει ορισμένους περιορισμούς σε αντάλλαγμα τη μεγαλύτερη πρόσβαση των ευρωπαϊκών εταιρειών στην κινεζική οικονομία -η οποία αυξάνει με πολιτική βούληση τα καταναλωτικά της μοτίβα- και, τρίτον, αποδεχτεί κατάπαυση του πυρός με τους όρους της Ρωσίας ώστε να οδηγηθεί η επίλυση του «ουκρανικού» στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, ενδεχομένως να βρεθεί σε μια απρόσμενη γεωπολιτική θέση παγκοσμίως.

Εάν συμβούν αυτά, η Ευρώπη θα έχει αποκαταστήσει τις διπλωματικές σχέσεις της με τον μη δυτικό κόσμο, θα έχει εξασφαλίσει την ασφάλεια της από τα ανατολικά, θα έχει προσφέρει νέες οικονομικές προοπτικές στις επιχειρήσεις της, θα έχει οδηγήσει το «ουκρανικό» σε διευθέτηση με όρους Διεθνούς Δικαίου και όχι στρατιωτικής ισχύος και θα μπορεί να επικεντρωθεί στους κινδύνους που φέρει η Μέση Ανατολή και η Βόρεια Αφρική, από την πολεμική αστάθεια που σιγά σιγά την πλησιάζει μέχρι τις μεταναστευτικές ροές που την έχουν ήδη πλήξει βαθιά.

Η οικειοθελής απομάκρυνση των ΗΠΑ από τη Γηραιά Ήπειρο με την πρωτοβουλία Τραμπ, μπορεί να κεφαλαιοποιηθεί από ευρωπαϊκής μεριάς με τις παραπάνω κινήσεις και να αποτελέσει το πρώτο βήμα ώστε η Ευρωπαϊκή Ένωση να μετατραπεί από όχημα της εξωτερικής πολιτικής των ΗΠΑ και κομμάτι της Δύσης σε παγκόσμιο πόλο και βασικό εκπρόσωπο της Δύσης στο μη δυτικό κόσμο.

(*) Εμμανουήλ Μπέζας, Μηχανικός Ορυκτών Πόρων, Γεωπολιτικός Αναλυτής

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου