Σάββατο 12 Ιουνίου 2021

Αφγανιστάν: Συνέχιση του πολέμου με άλλα μέσα


Αφγανιστάν: Συνέχιση του πολέμου με άλλα μέσα
ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΟΥΒΑΡΔΑΣ
PhD© Διεθνολόγος-Πολιτικός Επιστήμονας
Στις 29 Φεβρουαρίου του 2020 στη Ντόχα του Κατάρ, η τότε Αμερικανική διοίκηση υπό το Ντ. Τραμπ και το αυτοαποκαλούμενο Ισλαμικό Εμιράτο του Αφγανιστάν, γνωστό ως οι Ταλιμπάν, υπέγραψαν συμφωνία 4 σημείων, τα οποία προβλέπουν:

1) Την απόσυρση από την Αφγανική επικράτεια όλων των Αμερικανικών και άλλων ξένων συμμαχικών τους στρατευμάτων, συμπεριλαμβανομένου όλου του μη διπλωματικού προσωπικού, των εργολάβων ιδιωτικής ασφάλειας, των εκπαιδευτών, των συμβούλων και του βοηθητικού προσωπικού, σε διάστημα 14 μηνών (έως το Μάιο του 2021).

2) Τη δέσμευση των Ταλιμπάν να αποτρέπουν τη χρήση του Αφγανικού εδάφους από άτομα ή οργανώσεις, συμπεριλαμβανομένης της Αλ – Κάιντα, για να απειλήσουν τα συμφέροντα των ΗΠΑ και των συμμάχων τους.

3) Τη συμμετοχή των Ταλιμπάν στις ενδό-Αφγανικές διαπραγματεύσεις/διάλογο μαζί με τις άλλες Αφγανικές παρατάξεις, με σημείο εκκίνησης τους τη 10η Μάρτη 2020.

4) Ότι αντικείμενο του ενδό-Αφγανικού διαλόγου θα είναι η επίτευξη εκεχειρίας και η συγκρότηση κοινών μηχανισμών εφαρμογής της, όπως και η συμφωνία πάνω σε έναν οδικό πολιτικό χάρτη για το μέλλον της χώρας.

Η νέα Αμερικανική διοίκηση υπό το Τζ. Μπάιντεν φαίνεται να προβληματίζεται με ορισμένες πτυχές αυτής της συμφωνίας, γεγονός που αποτυπώνεται και στην καθυστέρηση της υλοποίησης της Αμερικανικής δέσμευσης από μέρους της. Ωστόσο μάλλον δείχνει να συμμερίζεται την ουσία της, δηλαδή την απαγκίστρωση των στρατιωτικών δυνάμεων των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν. Άλλωστε μία τέτοια εξέλιξη είναι συμβατή με τη γενικότερη αναδιάταξη που επιχειρεί η Ουάσιγκτον στις δυνάμεις της στην Ευρασία, προκειμένου να εξυπηρετήσει τις προτεραιότητες της εξωτερικής της πολιτικής. Συνακόλουθα από την 1η Μάη του 2021, η Αμερικανική κυβέρνηση και μαζί της το ΝΑΤΟ προχωρούν στη γοργή απομάκρυνση του στρατιωτικού τους προσωπικού από το Αφγανιστάν, θέτοντας ως στόχο την ολοκλήρωση της διαδικασίας μέχρι την 11η Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους. Μάλιστα το συγκεκριμένο γεγονός εκτυλίσσεται παρότι έχει παγώσει ο ενδό-Αφγανικός διάλογος και οι Ταλιμπάν συνεχίζουν τις επιθέσεις τους και την κατάληψη νέων περιοχών.

Εφόσον η όλη διαδικασία τελεσφορήσει τότε ο πιο μεγάλος πόλεμος στην ιστορία των ΗΠΑ θα φτάσει στο τέλος του. Το αποτέλεσμα αυτής της ιμπεριαλιστικής επέμβασης, η οποία ξεκίνησε το 2001 με αφορμή τις τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου και αποτέλεσε την αρχή αυτού που οι Αμερικανικές κυβερνήσεις αποκάλεσαν πόλεμο κατά της τρομοκρατίας, είναι ιδιαίτερα βαρύ για το λαό του Αφγανιστάν. Οι Αφγανοί νεκροί άμαχοι υπολογίζονται σε 47.245, οι στρατιώτες και αστυνομικοί σε 66.000-69.000 και οι αντιπολιτευόμενοι αντάρτες σε τουλάχιστον 72.000, ενώ δεν είναι δυνατό να υπολογιστούν οι νεκροί από τις ασθένειες και τις ελλείψεις σε νερό, φαγητό και υποδομές. Παράλληλα οι εκτοπισμένοι Αφγανοί στο εσωτερικό και στο εξωτερικό πιθανολογούνται σε 6.100.000. 
Από την άλλη μεριά οι ΗΠΑ δαπάνησαν γύρω στα 800 δις. δολάρια για να υποστηρίξουν αυτή την επιλογή, ενώ οι νεκροί στρατιώτες τους καταγράφονται σε 2.312 και οι τραυματίες τους σε 20.666.

Ωστόσο η ολοκλήρωση της απόσυρσης των Αμερικανό-Νατοϊκών δυνάμεων δε σημαίνει ότι η Ουάσιγκτον έχασε το ενδιαφέρον της για τη χώρα της Κεντρικής Ασίας. Το Αφγανιστάν παραμένει σημαντικό για τις ΗΠΑ, καθώς είναι εξαιρετικά σπουδαίο για την ισορροπία ισχύος στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα, τουλάχιστον για τρεις λόγους.
Βρίσκεται κοντά ή εν το μέσω διαδρόμων των τριών μεγάλων project οικονομικής διασύνδεσης της Ευρασίας: 
Α) Νοτίως και βορείως της επικράτειας του διέρχονται δύο διάδρομοι της Κινεζικής “Πρωτοβουλίας Belt and Road” (Ανατολή-Δύση), αυτοί είναι “ο Δρόμος του μεταξιού” στο βορρά και ο “διάδρομος Πακιστάν-Κίνα” στο νότο. 
Β) Κοντά από την επικράτεια του περνά ο “Διεθνής Διάδρομος Μεταφορών Βορράς-Νότος” (Ρωσία-Ιράν-Ινδία) της Ρωσικής πρωτοβουλίας “Για μια μεγάλη Ευρασία”. 
Γ) Εγγύς στη βόρεια άκρη του είναι η διαδρομή “Τουρκμενιστάν-Ουζμπεκιστάν-Κιργισία”, η μία από της δύο διαδρομές, της Τουρκικής πρωτοβουλίας “Ο Μεσαίος Διάδρομος” (Τουρκία-Κίνα). Μάλιστα το Τουρκικό project συνδέεται και με το ίδιο το Αφγανιστάν μέσω του διαδρόμου/παράδρομου “Lapis Lazuli” (Τουρκία-Αφγανιστάν).

2.Είναι τοποθετημένο μεταξύ της ζώνης των χωρών που είναι παραγωγοί υδρογονανθράκων και της ζώνης των χωρών που είναι καταναλωτές, συνορεύοντας ταυτόχρονα με το Ιράν, έναν εν δυνάμει πολύ μεγάλο παραγωγό, αλλά και με την Κίνα, κορυφαίο καταναλωτή. Ως εκ τούτου δε μπορεί παρά να βρίσκεται κοντά ή να αποτελεί μέρος στα σχεδία υλοποίησης project διαμετακόμισης υδρογονανθράκων από τη Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ασία προς τον Ινδοειρηνικό.

3.Διαθέτει πολύ σημαντικό ορυκτό πλούτο, με την αξία των αποθεμάτων του να υπολογίζεται σε 1 τρις. δολάρια.

Συνακόλουθα οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν να ασχολούνται με το Αφγανιστάν, εφόσον επιθυμούν να διατηρήσουν την πρωτοκαθεδρία τους στον ιμπεριαλιστικό κόσμο. Απλώς ο τρόπος που θα το πράττουν θα συμβαδίζει περισσότερο με τις προτεραιότητες της πολιτικής τους. Δηλαδή με την ανάσχεσης της Ρωσίας στην Αν. Ευρώπη και της Κίνας στον Ινδό-Ειρηνικό ωκεανό, αλλά και με την επίτευξη μίας λειτουργικής σχέσης με το Ιράν, στόχοι που αν υλοποιηθούν μπορούν να υπονομεύσουν σε σημαντικό βαθμό τη συνεργασία που αναπτύσσουν μεταξύ τους αυτές οι δυνάμεις. Στις προτεραιότητες των ΗΠΑ δε περιλαμβάνεται η συνέχιση της στρατιωτικής τους παρουσίας στο Αφγανιστάν πιθανά για δύο λόγους. 
1) Γιατί δείχνουν να επείγονται περισσότερο για τη συγκέντρωση επαρκούς ισχύος σε Αν. Ευρώπη και Ινδοειρηνικό. 
2) Γιατί η προοπτική μιας τελικής στρατιωτικής επικράτησης του Αφγανικού κράτους επί των Ταλιμπάν φαντάζει πλέον απίθανη, έστω και με τη βοήθεια των 14.000 Αμερικανών στρατιωτών που υπολογίζεται ότι βρισκόταν στη χώρα το 2019.

Η διαμόρφωση μιας τέτοιας προοπτικής αφορά την εκτεταμένη διαφθορά και τις αντιλαϊκές πολιτικές της Αφγανικής κυβέρνησης που βρίσκονται σε πλήρη αναντιστοιχία με τις σύγχρονες ανάγκες της Αφγανικής κοινωνίας, γεγονός που βρίσκει έκφραση και στο χαμηλό αξιόμαχο των Αφγανικών ενόπλων δυνάμεων. Αντίστοιχα απορρέει από τις διαμάχες που υπάρχουν στο εσωτερικό του «νόμιμου» Αφγανικού πολιτικού συστήματος, οι οποίες τροφοδοτούνται από τα ιδιαίτερα συμφέροντα προσώπων ή ομάδων της Αφγανικής άρχουσας/αστικής τάξης και των διάφορων θρησκευτικών, φυλετικών και εθνοτικών ελίτ που βρίσκονται γύρω της, και οι οποίες υπονομεύουν την πολιτική και στρατιωτική αποτελεσματικότητα των θεσμών του Αφγανικού κράτους.

Πρόσθετα όμως σχετίζεται και με την δραστηριότητα στο Αφγανιστάν άλλων ιμπεριαλιστικών κέντρων, ιδίως γειτονικών, όπως η Ρωσία, η Κίνα, το Ιράν και το Πακιστάν, η οποία περισσότερο ή λιγότερο συνειδητά συνέβαλλε στην αντοχή των Ταλιμπάν. Άλλωστε για τη Ρωσία, την Κίνα και το Ιράν, δυνάμεις ανταγωνιστικές προς τις ΗΠΑ, ένα ισχυρό Αφγανιστάν που θα βρίσκεται υπό την απόλυτη επιρροή των ΗΠΑ, είναι μία προοπτική εξίσου αποκρουστική, με αυτήν της επικράτησης των Ταλιμπάν. Οι τελευταίοι ως εξτρεμιστική Σουνιτική Ισλαμική οργάνωση, αναγνωρίζονται ως παράγοντας αποσταθεροποίησης απ’ αυτές τις δυνάμεις, καθώς μπορούν να προκαλέσουν την κινητοποίηση αντίστοιχων ομάδων σε ευαίσθητες γι’ αυτές περιοχές, όπως είναι οι χώρες της Κεντρικής Ασίας για τη Ρωσία, η επαρχία Ξιν-Γιανγκ για την Κίνα και η επαρχία Σιστάν-Μπαλουχιστάν για το Ιράν. Μάλιστα γι’ αυτό το λόγο Μόσχα, Πεκίνο και Τεχεράνη έδειξαν σημαντική ανοχή στην στρατιωτική παρουσία της Ουάσιγκτον στη χώρα τα προηγούμενα χρόνια.

Σε αυτά τα πλαίσια η από εδώ και πέρα παρέμβαση των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν θα μπορούσε να εξυπηρετήσει τις προτεραιότητες της εξωτερικής τους πολιτικής, εφόσον διασφαλίσει ότι η χώρα της κεντρικής Ασίας δε θα τεθεί στη σφαίρα επιρροής κάποιας από τις ανταγωνίστριες τους δυνάμεις στην περιοχή (Κίνα, Ρωσία, Ιράν), αλλά και αν λειτουργήσει ως καταλύτης για την εκδήλωση τριβών μεταξύ αυτών των δυνάμεων, και άρα ως παράγοντας μόχλευσης της εξελισσόμενης ευρασιατικής συνεννόησης. Δεν πρέπει να λησμονείται ότι η αντιμετώπιση των ΗΠΑ αποτελεί ίσως τον παράγοντα που δίνει τη μεγαλύτερη ώθηση σε αυτή τη συνεννόηση, μεταξύ κατά τα άλλα παραδοσιακά ανταγωνιστικών κρατών. Συνεπώς η αποχώρηση των Αμερικανικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν, της μόνης χώρας στην Κεντρική Ασία που διατηρούν στρατιωτική παρουσία μετά το κλείσιμο και της Αμερικανικής βάσης στο Μανάς της Κιργισίας στον απόηχο της ήττας των “φιλοδυτικών” Πορτοκαλί «επαναστάσεων», προκαλεί Ρωσία, Κίνα και Ιράν να προωθήσουν τις ιδιαίτερες ατζέντες τους, δίχως να λαμβάνουν υπόψιν στον ίδιο βαθμό με νωρίτερα ο ένας/μία, τον/την άλλον/άλλη.

Για την προώθηση μίας αντίστοιχης ατζέντας η Ουάσιγκτον μπορεί να αξιοποιήσει την επιρροή της στην Αφγανική κυβέρνηση. Συγκεκριμένα μπορεί να χρησιμοποιήσει την οικονομική της ισχύ για να κατευθύνει τη στάση της Αφγανικής κυβέρνησης στον ενδό-Αφγανικό διάλογο και να ελέγξει τις γενικότερες επιλογές της, επιδεικνύοντας της ως “καρότο” την οικονομική συνεργασία και ως “μαστίγιο” την απειλή διακοπής αυτής. Παράλληλα οι ΗΠΑ μπορούν να επωφεληθούν με αντίστοιχο τρόπο και από το γεγονός ότι αποτελούν συνομιλητές των Ταλιμπάν. Σε αυτή την περίπτωση ως “καρότο” μπορεί να λειτουργήσουν οι υποχωρήσεις που μπορούν να εξασφαλίσουν από την Αφγανική κυβέρνηση, ένεκα της επιρροής που της ασκούν, ενώ το “μαστίγιο” θα μπορούσε να είναι η απειλή ή και η περιστασιακή χρήση βίας. Μάλιστα η δυνατότητα προβολής κάποιου βαθμού στρατιωτικής ισχύος στο Αφγανιστάν και στο μέλλον απασχολεί ήδη την Αμερικανική διοίκηση. Έτσι Αμερικανοί αξιωματούχοι συζητούν με Πακιστανούς ομολόγους τους την εξεύρεση μίας φόρμουλας που θα επιτρέψει κάτι τέτοιο, ενώ σύμφωνα με δημοσιεύματα το θέμα έχει τεθεί και στις κυβερνήσεις των άλλων χωρών της Κεντρικής Ασίας. Τέλος και σε συνάρτηση με το προηγούμενο ζήτημα ο Λευκός Οίκος μπορεί να επιχειρήσει να επωφεληθεί από τις επιδιώξεις που έχουν στο Αφγανιστάν σύμμαχοι ή συνεργάτες του.

Ένας απ’ αυτούς είναι το Πακιστάν, το οποίο όμως τα τελευταία χρόνια έχει στραφεί προς την Κίνα. Για το Ισλαμαμπάντ η απόκτηση επιρροής στο Αφγανιστάν, πέραν του άμεσου οικονομικού οφέλους για τους επιχειρηματικούς ομίλους της χώρας, σχετίζεται με τρεις επιπλέον στόχους:
 Α) Την αναγνώριση της γραμμής “Ντουράντ” από την Καμπούλ ως μεταξύ τους σύνορο. 
Β) Τη διαχείριση τζιχαντιστικών στοιχείων στους κόλπους των Ταλιμπάν, αλλά και οργανώσεων όπως η Αλ – Κάιντα και το Ισλαμικό Κράτος, τα οποία εκλαμβάνονται ως απειλές για την εσωτερική του σταθερότητα. 
Γ) Την ένωση του με τις υπόλοιπες χώρες της Κεντρικής Ασίας. Το Πακιστάν διαθέτει σημαντικά ερείσματα στους κόλπους των Ταλιμπάν, με τους οποίους δεν ήρθε ποτέ σε εκτεταμένη αντιπαράθεση και γι’ αυτό το λόγο θεωρείται παράγοντας κλειδί για τις εξελίξεις στη χώρα.

Μία άλλη περίπτωση είναι η Ινδία. Το Νέο Δελχί όλο και πιο συχνά βρίσκεται αναμεμειγμένο στις Αφγανικές υποθέσεις, εξέλιξη που μεταξύ άλλων σχετίζεται και με τις αντίστοιχες κινήσεις του Πακιστάν, με το οποίο παραδοσιακά διατηρεί σχέσεις ανταγωνισμού. Η Ινδική κυβέρνηση ασκεί επιρροή κυρίως στην Αφγανική κυβέρνηση.

Τέλος υπάρχει και η Τουρκία, χώρα μέλος του ΝΑΤΟ, η οποία δηλώνει ότι προτίθεται να παραμείνει στο Αφγανιστάν. Μάλιστα υπό όρους προτείνει να αναλάβει και την περιφρούρηση του διεθνούς αεροδρομίου της χώρας, πρόταση που φαίνεται να ευχαριστεί και να δέχεται να κουβεντιάσει η Ουάσιγκτον. 
Οι επιδιώξεις της Άγκυρας στη χώρα της Κεντρικής Ασίας σχετίζονται: 
Α) Με την προώθηση του project “Ο Μεσαίος Διάδρομος”. 
Β) Με την περεταίρω μορφοποίηση ενός διακριτού συνασπισμού κρατών στον οποίο η ίδια θα έχει πρωταγωνιστικό ρόλο, η οποία προωθείται μέσω της αναβάθμισης της συνεργασίας των χωρών της Κεντρικής Ασίας με το Αφγανιστάν και το Πακιστάν, με την ίδια σε ρόλο μεσάζοντα. 
Γ) Με την απόκτηση ευκολότερης πρόσβασης πάνω στα δίκτυα κάθε είδους λαθρεμπορίας και ιδιαίτερα του οπίου -κορυφαίος παραγωγός οπίου είναι το Αφγανιστάν. 
Δ) Με την αναβάθμιση του κύρους της απέναντι στις μεγάλες δυνάμεις, εφόσον επιτύχει να θέσει υπό την αιγίδα της τις ενδό-Αφγανικές διαπραγματεύσεις. Σε αυτά τα πλαίσια αξιοποιεί τις καλές της σχέσεις με την Αφγανική κυβέρνηση, αλλά και το κύρος που διαθέτει στους κόλπους των Ταλιμπάν.

Ανεξάρτητα από το αν και σε ποιο βαθμό τελικά συνεργασθούν όλοι αυτοί οι παράγοντες με τις ΗΠΑ, οι ιδιαίτεροι σχεδιασμοί όλων για το Αφγανιστάν θα παραμείνουν. Εκεί όμως θα συναντηθούν με τους σχεδιασμούς της Κίνας, της Ρωσίας και του Ιράν. Συγκεκριμένα με την επιδίωξη του Πεκίνου για την απόκτηση πολύτιμων μετάλλων, με την επιθυμία Πεκίνου και Τεχεράνης να εμβαθύνουν την ενεργειακή τους συνεργασία, με το στόχο Πεκίνου και Μόσχας να ολοκληρώσουν την οικονομική διασύνδεση της Ευρασίας, με τον κοινό στόχο και των τριών δυνάμεων να καταστήσουν διαχειρίσιμες τις Σουνιτικές εξτρεμιστικές οργανώσεις. Σε αυτή την κατεύθυνση Ρωσία και Ιράν έχουν διαφυλάξει ορισμένες παραδοσιακές τους προσβάσεις στην Αφγανική κυβέρνηση, κυρίως σε Σιίτες και Χαζάρους αξιωματούχους η Τεχεράνη, και σε Ουζμπέκους και Τατζίκους αξιωματούχους η Μόσχα. Παράλληλα όμως έχουν αποκτήσει και ορισμένη “επικοινωνία” με τους Ταλιμπάν, την περίοδο που οι τελευταίοι κλιμάκωναν την αντιπαράθεση τους με τις ΗΠΑ και την Αφγανική κυβέρνηση. Αντίστοιχα για την Κίνα ιδιαίτερης σημασίας για την απόκτηση ερεισμάτων στη χώρα φαίνεται να είναι η στενή της σχέση με το Πακιστάν.

Τέλος ένας ακόμη παράγοντας που περιπλέκει την κατάσταση είναι η πίστη μεγάλης μερίδας Ταλιμπάν ότι η πλήρης στρατιωτική τους επικράτηση είναι εφικτή, εξέλιξη που καθιστά αβέβαιη την προσήλωση τους στην οποιαδήποτε διαδικασία πολιτικής διευθέτησης της σύγκρουσης.

Σε αυτά τα πλαίσια η ειρήνη στο Αφγανιστάν δε φαντάζει εύκολη υπόθεση ούτε και μετά από την απόσυρση των Αμερικανικών στρατευμάτων. Μία νέα περίοδος ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, μεταβατική και αβέβαιη, ξεκινάει στην Κεντρική Ασία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου