Ο Γκάβιν Μιούλλερ με το τελευταίο του βιβλίο επιστρέφει στο ιστορικό κίνημα των λουδιτών για να ανασυνθέσει το υπόγειο ρεύμα μιας ιστορίας εργατικών αγώνων ενάντια στην εμπέδωση των σχέσεων εξουσίας στους χώρους εργασίας με όχημα την τεχνολογική καινοτομία. Φωτίζει έτσι τον απωθημένο λουδισμό των καθημερινών κινημάτων αντίστασης στην εκμηχάνιση, την αυτοματοποίηση και την κυβερνοποίηση που αντηχεί μέχρι τις μέρες μας, παροτρύνοντάς μας να αναμετρηθούμε με την αναδιοργάνωση του εργασιακού και του ελεύθερου χρόνου, να φρενάρουμε την εντεινόμενη εκμετάλλευση, να διεκδικήσουμε εκ νέου τη γνώση και τον έλεγχο επί του προϊόντος και των συνθηκών της εργασίας μας, με άλλα λόγια να «σπάσουμε πράγματα στη δουλειά».
Απόσπασμα από το βιβλίο:
«Όπως έδειξα στα προηγούμενα κεφάλαια, τα εργατικά κινήματα των δύο προηγούμενων αιώνων είχαν συχνά μια τάση προς τον λουδισμό: Aντιλαμβάνονταν τις νέες μηχανές ως όπλα που χρησιμοποιούνταν εναντίον τους στον αγώνα για μια καλύτερη ζωή και ως τέτοιες τις αντιμετώπιζαν.
Οι διανοούμενοι και από τις δύο πλευρές της ταξικής πάλης συνήθως χαρακτήριζαν αυτή την οπτική κοντόφθαλμη ή κατάφωρα ανορθολογική. Οι μαρξιστές θεωρητικοί, παρά την πολιτική τους αφοσίωση στην εργατική τάξη, αντιλαμβάνονταν συχνά την καπιταλιστική ανάπτυξη της τεχνολογίας ως το μέσο τόσο για την επίτευξη της αφθονίας όσο και για τη δημιουργία ελεύθερου χρόνου, στόχοι που θα γίνονταν πραγματικότητα όταν οι μάζες θα έπαιρναν τελικά τα ηνία της κυβέρνησης και της βιομηχανίας. Αυτά τα επιχειρήματα συνεχίζουν να διατυπώνονται και σήμερα.
Για να φέρουμε δύο παραδείγματα: Η Λαϊκή Δημοκρατία της Walmart του Λη Φίλλιπς και του Μίκαλ Ροζβόρσκι βλέπει το εκπτωτικό πολυκατάστημα σαν μια προεικόνιση της σοσιαλιστικής εφοδιαστικής αλυσίδας, ενώ ο Πλήρως αυτοματοποιημένος κομμουνισμός της πολυτέλειας του Άαρον Μπαστάνι καταπιάνεται με κερδοσκοπικές τεχνολογίες όπως τα αυτοκίνητα χωρίς οδηγό ή οι εξορύξεις σε αστεροειδείς, προσθέτοντας ένα «κομμουνιστικό» συμπέρασμα στο τέλος. Και τα δύο έργα συνειδητά αυτοπλασάρονται ως έργα που αποκαθιστούν την πίστη σε έναν προοδευτικό αλλά πολιτικά ουδέτερο τεχνολογικό τελικό σκοπό, στους αντίποδες μιας «πριμιτιβιστικής» και μικρής κλίμακας αριστερής πολιτικής.
Αυτό που ισχυρίζομαι, και το οποίο στηρίζεται στην ιστορία της σκέψης και της δράσης που ξεδιπλώνεται στις προηγούμενες σελίδες, είναι ότι η ριζοσπαστική αριστερά μπορεί και πρέπει να προωθήσει μια πολιτική επιβραδυντισμού: μια πολιτική καθυστέρησης της αλλαγής, υπονόμευσης της τεχνολογικής προόδου και περιορισμού της αρπακτικότητας του κεφαλαίου, παράλληλα με την ανάπτυξη της οργάνωσης και την καλλιέργεια της μαχητικότητας.
Αν αφήσουμε τη Walmart ή την Amazon να καταπιούν τον πλανήτη, όχι μόνο θα εδραιώνονται τα εκμεταλλευτικά μοντέλα παραγωγής και διανομής, αλλά και θα διοχετεύονται πόροι σε αντιδραστικούς δισεκατομμυριούχους που χρησιμοποιούν τον πλούτο τους για να υπονομεύουν περαιτέρω τη σχετική θέση των εργαζομένων χρηματοδοτώντας συντηρητικούς σκοπούς, όπως η μείωση φόρων, η ιδιωτικοποίηση των σχολείων και η αντίθεση στον γάμο μεταξύ ομόφυλων ατόμων. Αν αφήσουμε την τεχνολογία να πάρει τον δρόμο της, το αποτέλεσμα δεν θα είναι μεγαλύτερη ισότητα αλλά περισσότερος αυταρχισμός, καθώς οι υπερπλούσιοι θα αφιερώνουν τους πόρους τους στη θωράκισή τους από κάθε λογοδοσία απέναντι σε μας τους υπόλοιπους: μετααποκαλυπτικά καταφύγια, στρατιωτικοποιημένα γιοτ, ιδιωτικά νησιά, ακόμα και αποδράσεις στο διάστημα.
Η πολιτική του επιβραδυντισμού δεν είναι το ίδιο πράγμα με την πολιτική του «αργού τρόπου ζωής», που είναι δημοφιλής σε τμήματα των πιο προνομιούχων: Δεν είναι «τρόποι ύπαρξης» που, όπως το θέτει ο Καρλ Ονορέ στο Εγκώμιο της βραδύτητας, το μανιφέστο του κινήματος, δίνουν έμφαση στην «ηρεμία, την προσοχή, τη δεκτικότητα, την ακινησία, τη διαίσθηση, το αβίαστο, την υπομονή, τον στοχασμό, την ποιότητα έναντι της ποσότητας».
Όσο ευχάριστη κι αν είναι η αισθητική της βραδύτητας, δεν μου αρκεί να στηρίξω το επιχείρημά μου στους ισχυρισμούς ότι ένας συγκεκριμένος ρυθμός ζωής είναι «πιο φυσικός, πιο ανθρώπινος», ούτε επιδιώκω, όπως ο Ονορέ, να δώσω στο καπιταλιστικό σύστημα «ανθρώπινο πρόσωπο». Το επιχείρημα υπέρ της επιβράδυνσης δεν βασίζεται στην ικανοποίηση της φύσης, ανθρώπινης ή άλλης, αλλά στην αναγνώριση των προκλήσεων που αντιμετωπίζουν οι στρατηγικές οργάνωσης της εργατικής τάξης.
Η διαρκής αναταραχή εξαιτίας της ανασύνθεσης και της αναδιοργάνωσης, κάτι που ο ερευνητής των μέσων επικοινωνίας Νικ Ντάυερ-Γουίδεφορντ αποκαλεί «ψηφιακή δίνη» του σύγχρονου καπιταλισμού, δεν αφήνει σχεδόν καθόλου χρόνο στις εργαζόμενες να σταθούν στα πόδια τους, πόσο μάλλον να αγωνιστούν. Ο επιβραδυντισμός δεν είναι η απόσυρση σ’ έναν πιο αργό ρυθμό ζωής αλλά η εκδήλωση ανταγωνισμού προς την πρόοδο των ελίτ, η οποία γίνεται εις βάρος των υπολοίπων. Είναι το φρένο έκτακτης ανάγκης του Βάλτερ Μπένγιαμιν. Είναι ο λοστός στα γρανάζια.
Με άλλα λόγια, το επιχείρημά μου δεν βασίζεται στον τρόπο ζωής, ούτε καν στην ηθική· βασίζεται στην πολιτική. Μια από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που έχουμε να αντιμετωπίσουμε στην αδύναμη και κατακερματισμένη αριστερά είναι πώς να συγκροτηθούμε σε τάξη – πώς να οργανώσουμε ανθρώπους από διαφορετικούς τομείς ώστε να κινητοποιηθούν με στόχο θεμελιώδεις κοινωνικές αλλαγές.
Και αυτό εξαιτίας των αλλαγών στην τεχνική σύνθεση του κεφαλαίου, οι οποίες δημιουργούν νέες προκλήσεις για την εργατική πολιτική: την αποσάθρωση των σταθερών θέσεων εργασίας, τη χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας για τον πολλαπλασιασμό των εργασιακών καθηκόντων, την εισαγωγή της επισφαλούς, κατά παραγγελία οικονομίας, την επανεπινόηση του τεϋλορισμού, την τεράστια οικονομική και ιδεολογική εξουσία των τεχνολογικών εταιρειών. Μέσω του λουδισμού μπορούμε να αμφισβητήσουμε ορισμένες από αυτές τις δυνάμεις και, όπως έκαναν οι εργάτριες του 19ου αιώνα, να αρχίσουμε να ανακαλύπτουμε τους κοινούς μας στόχους – και τους κοινούς μας εχθρούς.
Με αυτόν τον τρόπο, ο λουδισμός δεν συνιστά απλώς αντίθεση στις νέες μηχανές και τεχνολογίες, αλλά ένα σύνολο συγκεκριμένων πολιτικών κατευθύνσεων με θετικό περιεχόμενο. Καθώς εμπνέεται από τους αγώνες των εργαζομένων στο σημείο της παραγωγής, ο λουδισμός δίνει έμφαση στην αυτονομία: στην ελευθερία της συμπεριφοράς των εργαζομένων, στην ικανότητά τους να θέτουν τους κανόνες, στη συνέχεια και τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας.
Για τους λουδίτες ειδικότερα, οι νέες μηχανές αποτελούσαν άμεση απειλή, κι έτσι ο λουδισμός φέρει μια κριτική προσέγγιση της τεχνολογίας που δίνει ιδιαίτερη προσοχή στη σχέση της τεχνολογίας με την εργασιακή διαδικασία και τις συνθήκες εργασίας. Με άλλα λόγια, δεν βλέπει την τεχνολογία ως ουδέτερη αλλά ως πεδίο αγώνα. Ο λουδισμός απορρίπτει την παραγωγή για την παραγωγή: Ασκεί κριτική στην «αποδοτικότητα» ως τελικό σκοπό καθώς στην εργασία διακυβεύονται άλλες αξίες.
Ο λουδισμός μπορεί να γενικευτεί: Δεν συνιστά ατομική ηθική στάση, αλλά ένα πλήθος πρακτικών που μπορούν να πολλαπλασιαστούν και να οικοδομηθούν μέσα από τη συλλογική δράση. Τέλος, ο λουδισμός είναι συγκρουσιακός: Στρέφεται ενάντια στις υπάρχουσες καπιταλιστικές κοινωνικές σχέσεις, οι οποίες είναι δυνατόν να τερματιστούν μόνο μέσα από τον αγώνα, όχι μέσα από παραμέτρους όπως οι κρατικές μεταρρυθμίσεις, η αυξανόμενη υπεραφθονία των αγαθών ή μια καλύτερα σχεδιασμένη οικονομία».
Gavin Mueller
Σπάζοντας πράγματα στη δουλειά
Οι λουδίτες ήξεραν γιατί μισείς τη δουλειά σου
Μετάφραση: Γιώργος Καλαμπόκας – Αντώνης Φάρας
Εκτός Γραμμής, 2024
Σειρά: Συνδεσμολογίες
Σελίδες: 208 | ISBN: 978-618-84605-8-4 | Σχήμα: 14×20,7 cm
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου