O πρώτος γύρος των προεδρικών και βουλευτικών εκλογών επιβεβαίωσε τις προβλέψεις ότι η αναμέτρηση θα κριθεί σε επαναληπτικό γύρο μεταξύ της Γιανέτ Χάρα του κυβερνώντος συνασπισμού «Ενότητα για τη Χιλή» και του Αντόνιο Καστ του ακροδεξιού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος. Η Χάρα, προερχόμενη από το Κομμουνιστικό Κόμμα, έλαβε το 26,7% των ψήφων, ο Καστ έφτασε το 24,1% και ο επαναληπτικός γύρος θα διεξαχθεί στις 14 Δεκεμβρίου. Την τρίτη θέση με 19,6% κατέλαβε ο Φράνκο Παρίζι, εμφανιζόμενος ως ο «Μιλέι της Χιλής», διοχετεύοντας την ψήφο κατά του κατεστημένου σε μια πρόταση ακραίου νεοφιλελευθερισμού «υπεράνω του δίπολου Δεξιάς-Αριστεράς». Στην τέταρτη θέση βρέθηκε ο Γιοχάνες Κάιζερ, της φασιστικής ακροδεξιάς, με 13,9%.
Ο μεγαλύτερος χαμένος ήταν η Έβελιν Ματέι, η οποία έφτασε μόλις το 12,5%, επιβεβαιώνοντας την κατάρρευση της παραδοσιακής Χριστιανοδημοκρατίας, βασικού εκφραστή της Δεξιάς στην μετα-Πινοσέτ εποχή. Αποδεικνύοντας έτσι ότι το κεφάλαιο δεν έχει κανένα δισταγμό να στραφεί στην ακροδεξιά και τον φασισμό, ειδικά σε χώρες όπου οι κοινωνικές αντιθέσεις και οι λαϊκές εξεγέρσεις δημιουργούν συνθήκες κινδύνου για το σύστημα συνολικά.
Το κεφάλαιο παίρνει ρεβάνς μέσω της Δεξιάς και Ακροδεξιάς, έξι χρόνια μετά τη λαϊκή εξέγερση
Μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων, οι Κάιζερ και Ματέι δήλωσαν δημόσια την στήριξη τους Καστ, ενώ ο Παρίζι δεν έδωσε γραμμή στους ψηφοφόρους του. Από την πλευρά της, η Χάρα απηύθυνε έκκληση για ενότητα και για «προστασία της δημοκρατίας».
Υπενθυμίζεται πως μόλις έξι χρόνια πριν, η Χιλή γνώρισε μια παλλαϊκή εξέγερση και, στον αντίκτυπο της, ο απερχόμενος σήμερα πρόεδρος, Γκάμπριελ Μπόριτς δήλωνε ότι η κυβέρνησή του θα ήταν ο «τάφος του νεοφιλελευθερισμού». Τελικά, η θητεία του θα αποτυπώσει την αποτυχία αλλαγής ακόμα και του χουντικού συντάγματος Πινοσέτ, καθιστώντας την δεξιά (σε όλες τις εκδοχές της) πιο ισχυρή από ποτέ. Η αιτία είναι ότι ο Μπόριτς γύρισε την πλάτη στα λαϊκά αιτήματα που προέκυψαν από την εξέγερση του Οκτωβρίου 2019, ακολουθώντας μια αντεργατική και κατασταλτική πολιτική, αντί να κινηθεί προς αλλαγές που εγγυώνται την πρόσβαση σε βασικά δικαιώματα όπως η υγεία, η εκπαίδευση και η στέγαση. Θέσπισε μια μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος που εμβαθύνει τα κέρδη των ιδιωτικών ταμείων, εφαρμόζοντας «αμνηστία» για τις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες υγείας που χρέωναν τους πελάτες τους ό,τι ήθελαν. Ψήφισε κατασταλτικούς νόμους, ποινικοποιώντας καταλήψεις δημόσιων χώρων. Πρακτικά, το δίλημμα «φασισμός ή δημοκρατία» αποδείχθηκε προπέτασμα καπνού για τις αντεργατικές πολιτικές της κυβέρνησης Μπόριτς και τις προσπάθειές της να καταστείλει τα κοινωνικά κινήματα.
Οι εκλογές της Κυριακής ήταν οι πρώτες με υποχρεωτική ψήφο, με αποτέλεσμα να μετέχει το 83,95%, σε σύγκριση με το 47% στον πρώτο γύρο του 2021. Η υποχρεωτική ψήφος θεσπίστηκε ως μια προσπάθεια αντιμετώπισης της κρίσης του πολιτικού συστήματος, επιδιώκοντας την αποκατάσταση της νομιμότητάς του απέναντι στη θεμελιώδη πρόκληση που έθεσε η εξέγερση του 2019. Εκατομμύρια άνθρωποι οι οποίοι δεν ψήφιζαν και ήταν για δεκαετίες πλήρως αμέτοχοι σε οποιαδήποτε συλλογική δράση, διοχέτευσαν την δυσαρέσκεια τους στο ευρύ δεξιό μπλοκ. Ο Καστ αναδείχθηκε ως ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης, εκτοπίζοντας την Ματέι, που εκπροσωπούσε την λαομίσητη παραδοσιακή δεξιά η οποία δεν συνήλθε ποτέ από την εξέγερση. Οι Κάιζερ και Παρίζι ενίσχυσαν την κανιβαλική νεοφιλελεύθερη ατζέντα. Αν και δεν πέρασαν στον δεύτερο γύρο καθόρισαν την αντιδραστική μετατόπιση ολόκληρου του πολιτικού πλαισίου.
Η υποψηφιότητα της Χάρα καμιά σχέση δεν έχει με τον κομμουνισμό και η προβολή των εκλογών ως μάχη ανάμεσα σε μια κομμουνίστρια κι ένα ακροδεξιό είναι αφελής. Το ΚΚ Χιλής συμμετείχε επανειλημμένα σε σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις στην μετα-Πινοσέτ εποχή κι έγινε βασικός παράγοντας της σταθεροποίησης του συστήματος όταν αυτό κινδύνεψε από την εξέγερση. Η επικράτησή της στις προκριματικές εκλογές του κυβερνητικού Μετώπου δεν ήταν «στροφή προς τα αριστερά». Η ίδια, στην προεκλογική εκστρατεία, αποκήρυξε την κομμουνιστική της ταυτότητα θεωρώντας ότι ένα κεντρώο προφίλ θα της έδινε ελπίδες.
Η πραγματική τομή είχε γίνει ήδη από την απόρριψη του «προοδευτικού συντάγματος» το 2022 σε δημοψήφισμα στο οποίο μόλις το 38% ψήφισε υπέρ, με την δεξιά να κερδίζει 60% στις εκλογές για το Συνταγματικό Συμβούλιο. Στη Χιλή του Μπόριτς δεν ηττήθηκε η «Κεντροαριστερά» ή άλλες λατινοαμερικανικές εκδοχές, όπως ο περονισμός. Ήταν το πεδίο δοκιμής της «προοδευτικής» διαχείρισης, με μια «κομμουνίστρια» να σηματοδοτεί την αποκήρυξη της ταξικής πάλης και της προοπτικής κοινωνικής απελευθέρωσης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου