Κυριακή 8 Φεβρουαρίου 2009

Απολογισμός εκδήλωσης της Αντιπολεμικής Διεθνιστικής Κίνησης ΓΙΑ ΤΙΣ ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ (05/12/2008)

ΚΑΛΕΣΜΑ

Έντονη ανησυχία και οργή επικρατεί σε κάθε εργαζόμενο. Μια κυβέρνηση βουτηγμένη στα σκάνδαλα και μια αντιπολίτευση με ανάλογο συνένοχο παρελθόν, όταν δεν εφαρμόζουν από κοινού την αντιλαϊκή πολιτική, εφορμούν προπαγανδιστικά μαζί με τους εκπροσώπους του ΣΕΒ-ΕΒΕΑ, τους γραφειοκράτες της Ε.Ε., τα παπαγαλάκια των ΜΜΕ, την ακροδεξιά του ΛΑΟΣ και την κρατική συνδικαλιστική γραφειοκρατία της ΠΑΣΚΕ-ΔΑΚΕ για να μας πείσουν ότι πρέπει οι εργαζόμενοι να πληρώσουν την κρίση τους.

Ακόμη χειρότερα εκμεταλλεύονται την καπιταλιστική κρίση, υπερτονίζοντας τις συνέπειες αυτής, για να επιβάλλουν την αφαίρεση των τελευταίων εργασιακών δικαιωμάτων: ασφάλιση, ωράριο εργασίας, εργασιακές σχέσεις, αργίες και επιδόματα πρέπει να καταργηθούν. Διαλύουν και τις τελευταίες νησίδες Δωρεάν Δημόσιας Παιδείας-Υγείας και Ιδιωτικοποιούν, Εμπορευματοποιούν τα πάντα, ακόμα και τα σκουπίδια…Επιδοτούν τους εργοδότες-τραπεζίτες-βιομήχανους, απολύουν τους εργάτες ή απειλούν με ελαστικές εργασιακές σχέσεις.

Στην ολομέτωπη επίθεση τους η εργατική τάξη μετρά δολοφονημένους εργάτες στα εργοτάξια της μαύρης εργασίας, ωμή εκμετάλλευση των ξένων εργατών, απάνθρωπη καταπίεση των μεταναστών και διαχρονικό καθεστώς πολιτών Β΄ Κατηγορίας για τους μειονοτικούς πληθυσμούς.

Ο εθνικιστικός πυρετός του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού υπαρκτός στη διεκδίκηση περιφερειακού ιμπεριαλιστικού ρόλου, συχνά προσχηματικός για να καλουπωθεί η «εθνική ενότητα» και να απαιτηθούν θυσίες των άγρια φορολογούμενων εργαζόμενων για αγορές όπλων 25 δις ευρώ. Ταυτόχρονα ελληνικός και τουρκικός στρατός έχουν αγαστή συνεργασία στο ΝΑΤΟ, συμμετέχουν στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-Ε.Ε.-ΕΥΡΩΣΤΡΑΤΟΥ-ΟΗΕ.



Τολμώντας να ανοίξουμε την συζήτηση για το ακανθώδες ζήτημα των μειονοτήτων στην Ελλάδα, προχωράμε σε ανοικτή εκδήλωση την Παρασκευή 5/12/2008, στις 7:00 μ.μ. στο ΜΑΧ, με θέμα:

ΜΕΙΟΝΟΤΗΤΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ: «ΙΧΝΗΛΑΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ. ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΜΙΑ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΔΙΕΘΝΙΣΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ»

Ομιλητές:

* ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ ΤΑΣΟΣ: Ερευνητής, μέλος δημοσιογραφικής ομάδας «ΙΟΣ» Κ.ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
* ΜΟΛΛΑ ΧΟΥΛΙΑ: Αγωνίστρια των ΕΑΑΚ Αλεξανδρούπολης, Πομακικής Καταγωγής
* ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ: Μέλος ΔΣ Συλλόγου Δασκάλων Νηπιαγωγών Ροδόπης
* ΣΓΑΤΖΟΣ ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ: Εκπαιδευτικός, Δρ. Κοινωνικής Ανθρωπολογίας,

Μέλος της Αντιπολεμικής Διεθνιστικής Κίνησης

* ΜΕΤOΙΚΙΔΗΣ ΣΑΒΒΑΣ: Δάσκαλος από την Ξάνθη.



Επιδιώκοντας τον ανοικτό δημόσιο διάλογο με όλες τις συνιστώσες του αντικαπιταλιστικού-αντιμπεριαλιστικού-αντιπολεμικού-εργατικού-φοιτητικού κινήματος απευθύναμε ανοικτός κάλεσμα στα εργατικά, φοιτητικά σχήματα, στις κινήσεις πόλης και στις εξής οργανώσεις συλλογικότητες:

ΑΡΑΝ-ΑΡΑΣ-ΜΕΡΑ-ΝΑΡ-ΝΚΑ-ΕΕΚ-ΕΚΚΕ-ΟΙΚΟΛΟΓΟΙ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΟΙ-ΔΙΚΤΥΟ ΓΙΑ ΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ-ΑΝΤΙΕΘΝΙΚΙΣΤΙΚΗ ΑΝΤΙΜΙΛΙΤΑΡΙΣΤΙΚΗ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ, ΜΛ ΚΚΕ, ΚΚΕ ΜΛ, ΟΚΔΕ ΣΠΑΡΤΑΚΟΣ, ΟΚΔΕ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΑΛΗ, ΑΝΤΙΕΞΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ, ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ, ΣΥΜΜΑΧΙΑ ΣΤΑΜΑΤΗΣΤΕ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ.

ΣΑΒΒΑΣ ΜΕΤΟΙΚΙΔΗΣ
Δάσκαλος από Ξάνθη.


Μειονότητα της Θράκης : Ανάμεσα στη Σκύλα του εθνικισμού και του θρησκευτικού σκοταδισμού και τη Χάρυβδη του αστικού εκσυγχρονισμού

Α) Τι είναι η μειονότητα.

Ο τίτλος «Μειονότητα της Θράκης» ή «Μουσουλμανική Μειονότητα» κρύβει ένα πολύπλοκο και πολυδιάστατο σώμα ανθρώπων με πολύ μεγάλες διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό του.
Κατ’ αρχή βλέποντας τη μειονότητα με εθνοτικά, γλωσσικά και πολιτισμικά κριτήρια υπάρχουν Τούρκοι, Πομάκοι, Τσιγγάνοι και κάποιοι νέγροι στα πεδινά της Ξάνθης.
Με βάση τη θρησκεία συναντάμε παραδοσιακούς Σουνίτες, αλλά και έναν σημαντικό αριθμό Αλεβιτών.
Χωροταξικά επίσης υπάρχουν σημαντικές διαφορές ανάμεσα στους κατοίκους των πόλεων, των πεδινών χωριών και των ορεινών οικισμών.
Αλλά και στον ίδιο χώρο, π.χ. στο βουνό, συναντάμε μεγάλες διαφορές νοοτροπίας και αντιλήψεων.
Για παράδειγμα στα ορεινά του νομού Ροδόπης στα όρια με το νομό Έβρου και τη Βουλγαρία υπάρχουν χωριά Σουνιτών, τα χωριά της περιοχής του Κέχρου, όπου έζησα 5 χρόνια ως δάσκαλος, με πολύ συντηρητική νοοτροπία όπου οι γυναίκες, αν τους απευθύνεις το λόγο στρέφουν το βλέμμα αλλού ή το βάζουν στα πόδια, οι άντρες δεν πίνουν αλκοόλ, τουλάχιστον δημόσια και πολλά κορίτσια, ακόμη και σήμερα, μετά το δημοτικό δεν έχουν πρόσβαση στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Στα 10 χιλιόμετρα από τα συγκεκριμένα χωριά υπάρχει ένα χωριό Αλεβιτών, η Χλόη, όπου ισχύουν ακριβώς τα αντίθετα και φυσικά υπάρχει αμοιβαία εχθρότητα και καχυποψία.
Όταν λοιπόν μιλάμε για μειονότητα της Θράκης καλό είναι να έχουμε αυτά στο μυαλό μας, για να αποφύγουμε απλοϊκές ή μηχανιστικές προσεγγίσεις.


Β) Ταξική διάρθρωση της Μειονότητας

Αν στην εποχή μας η κοινωνική κινητικότητα προς τα πάνω μειώνεται δραματικά και το χάσμα ανάμεσα σε φτωχούς και πλούσιους διευρύνεται για τη μέση ελληνική κοινωνία, για τη μειονότητα αυτό ήταν πάντα ο κανόνας. Στη μειονότητα το να γεννηθείς σε μία φτωχή αγροτική ή εργατική οικογένεια σημαίνει ότι κατά 90% θα γίνεις αγρότης ή εργάτης αντίστοιχα. Βέβαια, για να μην είμαστε άδικοι, η ποσόστωση, σύμφωνα με την οποία το 0,5% των εισακτέων των ελληνικών πανεπιστημίων προέρχεται από τη μειονότητα μέσα από ξεχωριστές εξετάσεις, άνοιξε κάποιους δρόμους σε ένα ποσοστό νέων, που όμως είναι πολύ μικρό. Επιπλέον κι εδώ τις περισσότερες πιθανότητες να περάσουν σε κάποια καλή σχολή έχουν τα παιδιά γιατρών, δικηγόρων ή παραγόντων της μειονότητας κι αυτό όχι μόνο γιατί ξεκινάνε από διαφορετικές αφετηρίες σε σχέση με τα παιδιά των αγροτών ή των εργατών, αλλά και γιατί, σύμφωνα με ψιθύρους που κυκλοφορούν ευρέως, η εισαγωγή ενός παιδιού από τη μειονότητα σε κάποια καλή πανεπιστημιακή σχολή μπορεί να είναι και αποτέλεσμα συναλλαγών και ρουσφετιού. Άλλωστε για τα παιδιά της φτωχολογιάς ακόμη και το λύκειο ή και το γυμνάσιο σε σημαντικό ποσοστό είναι απλησίαστο. Δεν είναι τυχαίο ότι η Ξάνθη και η Ροδόπη είναι στις πρώτες θέσεις πανελλαδικά όσον αφορά τη σχολική διαρροή.

Η πλειοψηφία των κατοίκων του ορεινού όγκου είναι φτωχοί αγρότες, καπνοπαραγωγοί κυρίως ή κτηνοτρόφοι που συμπληρώνουν το εισόδημά τους με περιστασιακές εργασίες ως υλοτόμοι, οικοδόμοι ή περιοδικοί μετανάστες σε δύσκολες δουλειές στην Αθήνα ή το εξωτερικό (Γερμανία, Ολλανδία κλπ). Στα αστικά κέντρα αντίστοιχα η πλειοψηφία είναι εργάτες στις οικοδομές, σε εργοστάσια (αυτοί θεωρούνται και προνομιούχοι γιατί έχουν σταθερό μεροκάματο) και μικρέμποροι, ενώ υπάρχει κι ένα μεγάλο ποσοστό περιθωριοποιημένων και εξαθλιωμένων που ζουν σε παραγκομαχαλάδες.
Από την άλλη στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας βρίσκονται γιατροί, δικηγόροι, δημοσιογράφοι και παράγοντες της μειονότητας που κινούνται σ’ ένα πλέγμα στενών σχέσεων τόσο με το τουρκικό προξενείο της Κομοτηνής όσο και με το ελληνικό πολιτικό κατεστημένο, λειτουργούν ως τοποτηρητές, κομματάρχες και χειραγωγοί της μειονότητας, αξιοποιούν ευρωπαϊκά κονδύλια και εκμεταλλεύονται άγρια τον κοσμάκη πατώντας στην αγραμματοσύνη, την υποταγή που καλλιεργεί η θρησκεία, το δέος απέναντι στην Τουρκία και το φόβο απέναντι στο ελληνικό κράτος και τις υπηρεσίες του.

Για να γίνει πιο σαφές αυτό θ’ αναφέρω κάποια παραδείγματα. Υπάρχουν φήμες για μεγάλες αμοιβές που δίνει το προξενείο σε διάφορους, «οργανικούς» ας τους ονομάσουμε, διανοούμενους για να προωθούν τον τουρκικό εθνικισμό. Υπάρχουν μεγαλογιατροί που έχουν εξασφαλισμένη πελατεία στην Κομοτηνή κι έχουν κάνει τεράστιες περιουσίες, γιατί το νοσοκομείο Κομοτηνής είναι σε άθλια κατάσταση και παρά το ότι έχει πεθάνει κόσμος για ασήμαντες αιτίες, δεν έχει γίνει ποτέ τίποτα για τη βελτίωση των υπηρεσιών του. Υπάρχουν πρόεδροι κοινοτήτων κι άλλοι παρατρεχάμενοι που για να διεκπεραιώσουν τα χαρτιά κάποιου χωρικού προκειμένου να πάρει την επιδότηση που δικαιούται για τα ζώα του, απαιτούν και παίρνουν μπαξίσι που συνήθως αντιπροσωπεύει ένα σημαντικό ποσοστό της επιδότησης. Βέβαια στο φαγοπότι αυτό συμμετέχουν και Έλληνες είτε πρόκειται για γραμματείς δήμων και κοινοτήτων, είτε για στελέχη δημόσιων υπηρεσιών, είτε για πολιτικούς παράγοντες. Και φυσικά όλοι αυτοί είτε πρόκειται για Τούρκους, είτε για Έλληνες έχουν κάθε συμφέρον να παραμένει η πλειοψηφία του κόσμου πειθήνια, αγράμματη και φοβισμένη. Γι’ αυτό και πολλές φορές ως δάσκαλος άκουγα τη φράση : «τι θες να μάθεις στα πομάκια γράμματα, ν’ ανοίξουν τα μάτια τους; Ας’ τους καλά είναι έτσι».

Γ) Πλευρές του εθνικισμού

Γ1. Ο ελληνικός εθνικισμός


Η επίσημη πολιτική του ελληνικού κράτους απέναντι στη μειονότητα από τη δεκαετία του ’90, επηρεασμένη από τη σχετική ύφεση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, είναι πολιτική κοινωνικής και πολιτικής ενσωμάτωσης. Σίγουρα η σημερινή κατάσταση στη Θράκη απέχει από την εποχή της μπάρας. Εξακολουθούν, όμως, να υφίστανται άλλες, αθέατες, «μπάρες». Η πλειοψηφία του χριστιανικού πληθυσμού αναπαράγει εθνικιστικά και ρατσιστικά στερεότυπα, κυρίως στην Κομοτηνή που είναι κυριολεκτικά διχοτομημένη πόλη. Ο χαρακτηρισμός «τα Πομάκια» που χρησιμοποιούν ευρέως οι Έλληνες υποδηλώνει αμόρφωτούς υπάνθρωπους, για να μην πω για τις αναφορές στους «γύφτους» και την αντιμετώπιση αυτών των ανθρώπων που θεωρούνται εξ ορισμού κλέφτες και εγκληματίες. Μέχρι πριν λίγα χρόνια σε καφετέρια της Ξάνθης υπήρχε πινακίδα που απαγόρευε την είσοδο σε κυρίες με μαντίλα.

Σε επίπεδο κρατικού μηχανισμού είναι έντονη η παρουσία της ΕΥΠ και άλλων «ευαγών» υπηρεσιών που απασχολούν μια στρατιά έμμισθων και άμισθων ρουφιάνων. Επαγγελματίες, όπως καφετζήδες, περιπτεράδες και ταξιτζήδες, που θα αρνηθούν να «συνεργαστούν» με τις προαναφερόμενες υπηρεσίες, αντιμετωπίζουν πολλά προβλήματα. Επίσης ακούγονται φήμες για δασκάλους που συμπληρώνουν το εισόδημά τους με «μαύρα» χρήματα από τις ίδιες υπηρεσίες.

Στελέχη δημόσιων και νομαρχιακών υπηρεσιών ακολουθούν προσωπικές πολιτικές κόντρα πολλές φορές στην επίσημη πολιτική του ελληνικού κράτους. Όταν εγώ ήμουν δάσκαλος πάνω δουλεύαμε πιλοτικά τα νέα βιβλία του προγράμματος Φραγκουδάκη. Ενώ λοιπόν μια χρονιά (2000 ή 2001 ανά θυμάμαι καλά) από το πρόγραμμα μας είχαν ενημερώσει ότι είχαν έρθει τα βιβλία στα γραφεία εκπαίδευσης, αυτά κατά περίεργο τρόπο είχαν εξαφανιστεί. Τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου μας ενημέρωσαν από το γραφείο μας ότι σε μια αποθήκη είχαν βρεθεί κάποια βιβλία και, αν θέλαμε, να πάμε να τα πάρουμε. Άλλο παράδειγμα : προϊστάμενος γραφείου εκπαίδευσης έδειχνε ιδιαίτερη ελαστικότητα στο θέμα της καθημερινής παρουσίας των Χριστιανών δασκάλων στα σχολεία του ορεινού όγκου, ειδικά με κάποιους «κολλητούς» του. Δήλωνε, όμως, πως την 25η Μαρτίου, για να δικαιολογηθεί δάσκαλος να λείπει απ’ το σχολείο του πρέπει να σέρνεται.

Στα παραπάνω να προσθέσω και διάφορους φορείς, ΜΚΟ, σωματεία και ιδιώτες, που σε συμφωνία με το υπουργείο εξωτερικών από την εποχή που υπουργός ήταν ο Γιωργάκης Παπανδρέου, κάνουν «εξωτερική» πολιτική στη Θράκη. Στον τομέα αυτό ξεχωριστή θέση κατέχουν ο επιχειρηματίας Εμφιετζόγλου, το μεταμοντέρνο εθνικιστικό έντυπο «Αντιφωνητής» και το γνωστό δίκτυο 21.

Τέλος σαν χρυσή εφεδρεία υπάρχουν εν υπνώσει διάφορες παρακρατικές, ακροδεξιές γκρούπες, όπως τα «Γεράκια της Θράκης», για την περίπτωση που οξυνθούν τα πράγματα.
Ο ελληνικός εθνικισμός κάνει επίσης αισθητή την παρουσία του και σε συμβολικό επίπεδο.
Η Κομοτηνή είναι ίσως η μοναδική πόλη που η έδρα μιας ολόκληρης ταξιαρχίας στρατού δεσπόζει στο κέντρο της πόλης 100 μέτρα από την κεντρική πλατεία, ενώ τα στρατόπεδα είναι στις παρυφές της πόλης, εκεί που τελειώνουν οι τουρκομαχαλάδες. Σκεφτείτε ακόμη ένα σκηνικό από ταινία του Αγγελόπουλου : Στο κέντρο της Κομοτηνής υπάρχει το ηρώο της πόλης όπου δεσπόζει το «σπαθί», ένα φαραωνικό κατάλοιπο της χούντας, που περιλαμβάνει μια τεράστια μαρμάρινη στήλη ύψους 15 – 20 μέτρων με ένα ανάγλυφο σπαθί χαραγμένο πάνω. Κάθε Κυριακή απόγευμα φτάνει στρατιωτικό άγημα και μπάντα και υπό τους ήχους του εθνικού ύμνου γίνεται υποστολή σημαίας. Όλα τα αυτοκίνητα που κινούνται στους γύρω δρόμους σταματούν εκείνη τη στιγμή και οι επιβάτες, καθώς και οι πεζοί που βρίσκονται τριγύρω, στέκονται προσοχή!

Γ2. Ο τουρκικός εθνικισμός


Ο Λένιν ισχυριζόταν ότι ο εθνικισμός των μειονοτικών ομάδων είναι αμυντικός. Στην περίπτωση της Θράκης ο τουρκικός εθνικισμός ανταγωνίζεται στα ίσα τον ελληνικό και έχει ως προπύργιό του το τουρκικό προξενείο της Κομοτηνής. Όπως ανέφερα και πιο πριν το προξενείο της Κομοτηνής χρηματοδοτεί μια στρατιά από δημοσιογράφους, παράγοντες και «οργανικούς» διανοούμενους για να προωθούν τον τουρκικό εθνικισμό. Επειδή, όμως, η μειονότητα στη Θράκη δεν είναι ομοιογενής και υπάρχουν οι Πομάκοι και οι τσιγγάνοι με πολύ διαφορετική κουλτούρα, γλώσσα και συνήθειες από τους Τούρκους, το προξενείο προάγει εκτός από την αγάπη για τη μαμά - Τουρκία και το δέος ή το φόβο απέναντι στη χώρα αυτή. Την περίοδο των νατοϊκών βομβαρδισμών της Γιουγκοσλαβίας, το 1999, πολλοί κάτοικοι του χωριού όπου υπηρετούσα μου εκφράζανε το θαυμασμό τους για τους 11 Τούρκους πιλότους που βρίσκονταν εκεί και ισχυρίζονταν ότι οι Αμερικάνοι δεν τους άφηναν να βομβαρδίσουν τη Γιουγκοσλαβία, γιατί θα το «κάνουν όλο χώμα» (εννοώντας προφανώς ότι θα την ισοπεδώσουν). Στην προσπάθειά μου να αντιτάξω λογικά επιχειρήματα λέγοντας ότι εκατοντάδες νατοϊκά αεροπλάνα που βομβαρδίζουν καθημερινά δεν την «έκαναν χώμα» τη Γιουγκοσλαβία, οι 11 Τούρκοι πιλότοι θα την κάνουν; λάμβανα την αποστομωτική απάντηση ότι τους Τούρκους πιλότους τους φοβούνται ακόμη κι οι Αμερικάνοι. Μπορεί αυτού του είδους η προπαγάνδα να μας φαίνεται χοντροκομμένη, αλλά στη Θράκη κάνει τη δουλειά της. Άλλο παράδειγμα. Σε εκδήλωση του ΚΚΕ για τη μειονοτική εκπαίδευση διάφοροι Τούρκοι δημοσιογράφοι και παράγοντες ισχυρίζονταν ότι οι Μουσουλμάνοι (κυρίως Πομάκοι από τα ορεινά) που έχουν τελειώσει την ΕΠΑΘ (Ειδική Παιδαγωγική Ακαδημία Θεσσαλονίκης) και διδάσκουν στα μειονοτικά σχολεία είναι αγράμματοι ή στην καλύτερη περίπτωση ελλιπώς καταρτισμένοι και ζητούσαν να μην προσλαμβάνονται στα σχολεία και στη θέση τους να έρχονται αποκλειστικά μετακλητοί δάσκαλοι από την Τουρκία. Σας πληροφορώ ότι μέσα στην αίθουσα βρίσκονταν δεκάδες μειονοτικοί δάσκαλοι και δεν τόλμησε ούτε ένας να ψελλίσει έστω μια διαμαρτυρία. Και βέβαια αυτό είναι μια πρόοδος, γιατί όχι πολύ παλιότερα οι ίδιοι παράγοντες ισχυρίζονταν ότι όλοι οι μειονοτικοί δάσκαλοι της ΕΠΑΘ ήταν είτε ψυχασθενείς, είτε πράκτορες της ΕΥΠ. Επίσης κυκλοφορούν διάφορα φαιδρά επιχειρήματα του τύπου : «Αφού δεν υπάρχει Πομακιστάν να διεκδικήσει τους Πομάκους, αυτοί δικαιωματικά ανήκουν στην Τουρκία και είναι Τούρκοι». Και σε περίπτωση που κάποιοι μειονοτικοί δεν πειστούν κυκλοφορεί το ακλόνητο επιχείρημα που λέει ότι σ’ έναν ενδεχόμενο ελληνοτουρκικό πόλεμο η κατάκτηση τη Θράκης από τον τουρκικό στρατό είναι ζήτημα ωρών ή ημερών, οπότε «έχετε τα καλά μαζί μας, γιατί ποτέ δεν ξέρετε τι μπορεί να συμβεί».

Η θρησκεία επίσης παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στην καθημερινότητα των μειονοτικών της Θράκης. Ο λόγος του ιμάμη στα χωριά αποτελεί θέσφατο για το σύνολο των κατοίκων, ενώ σε ζητήματα διαζυγίου ή άλλες αστικές διαφορές το λόγο δεν έχουν τα αστικά δικαστήρια, αλλά ο μουφτής, που είναι το αντίστοιχο του μητροπολίτη για τους Μουσουλμάνους μιας και υπερισχύει το Ισλαμικό δίκαιο. Κι εδώ βέβαια πρέπει να έχουμε υπόψη τις διαφορές που ανέφερα στην αρχή. Η επιρροή της θρησκείας είναι πολύ έντονη στους σουνίτες ορεσιβίους, λιγότερη στους Αλεβίτες και ακόμη λιγότερη στους μορφωμένους αστούς Κεμαλιστές.
Σημαντικό επίσης ζήτημα, πέρα από την επίσημη πολιτική του προξενείου και των μουφτήδων, είναι και ο ρατσισμός που αναπαράγεται στο εσωτερικό της μειονότητας. Οι καταπιεσμένοι δεν αναπτύσσουν εξ ορισμού σχέσεις αλληλεγγύης με άλλους καταπιεσμένους, αλλά πολλές φορές το ρατσισμό που υφίστανται τον αναπαράγουν σε άλλες ομάδες που θεωρούν πιο αδύναμες από αυτούς. Στη Θράκη αυτό στο επίπεδο των καθημερινών ανθρώπων μεταφράζεται : Τούρκοι ενάντια σε Πομάκους και Τσιγγάνους, Πομάκοι ενάντια σε Τσιγγάνους, μόνιμα εγκατεστημένοι Τσιγγάνοι ενάντια σε σκηνίτες Τσιγγάνους κι όλοι μαζί ενάντια στους μετανάστες.

Δ) Αστικοποίηση : Οι κοινότητες των Μουσουλμάνων σε μετάβαση

Από τη δεκαετία του ’90 με τη διάνοιξη και την ασφαλτόστρωση δρόμων στα ορεινά, την έκρηξη της ιδιωτικής τηλεόρασης σε Ελλάδα και Τουρκία και τα πρότυπα που αυτή καλλιεργεί και την αντιαγροτική πολιτική της Ε.Ε. με τη συνεχή μείωση της τιμής του καπνού και την ραγδαία αύξηση του κόστους των καλλιεργειών, υπάρχει ένα αυξανόμενο ρεύμα εσωτερικής μετανάστευσης από τα χωριά στις πόλεις. Αντίστοιχα μέσα στις πόλεις οι παραδοσιακοί τουρκομαχαλάδες με τα χαμηλά σπίτια και τους πέτρινους μαντρότοιχους συρρικνώνονται δίνοντας τη θέση τους σε πολυκατοικίες αμφίβολης αισθητικής. Σε μια πόλη σαν την Κομοτηνή που δεν έχει ρυμοτομικό σχέδιο και διαπερνιέται από ένα λαβύρινθο από δρομάκια, στενά σοκάκια και πολλούς αδιέξοδους δρόμους, η τάση αυτή γεννά γειτονιές τέρατα, όπου κυριαρχεί το μπετόν, το κιτς και τα δορυφορικά πιάτα. Έτσι οι κοινότητες των Μουσουλμάνων, ειδικά των ορεσίβιων και των κατοίκων των φτωχών αστικών μαχαλάδων, βρίσκονται από τη μια να χάνουν τους παραδοσιακούς δεσμούς αλληλεγγύης και συνοχής που τους εξασφάλιζαν μια στοιχειώδη ασφάλεια και μια αίσθηση ταυτότητας και από την άλλη δεν μπορούν εύκολα να ενταχθούν στο σύγχρονο κοινωνικό γίγνεσθαι, αφού η ανεργία και ο λειτουργικός αναλφαβητισμός κυριαρχούν. Δεν είμαι από αυτούς που ισχυρίζονται ότι οι παραδοσιακές κοινότητες των Μουσουλμάνων ήταν ιδανικές και πρέπει να διατηρηθούν με κάθε τρόπο. Ακόμη και αυτοί που εξακολουθούν να ζουν στα ορεινά λειτουργούν σε μεγάλο βαθμό ή προσπαθούν να λειτουργήσουν σαν αστοί. Ο καταναλωτισμός και ο ατομισμός είναι τα κυρίαρχα πρότυπα στη νεολαία και τα ψυχοφάρμακα διακινούνται σε σακούλες σούπερ μάρκετ, ειδικά στις γυναίκες. Αυξάνεται το ποσοστό αυτών που θέλουν να έχουν σχολεία για τα παιδιά τους, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και σταθερή δουλειά με μισθό και ασφάλιση. Όμως η ραγδαία αποβιομηχάνιση με τα εργοστάσια και τις βιοτεχνίες που φεύγουν στη Βουλγαρία, η διασπάθιση των κονδυλίων που προορίζονται για τη Θράκη από διάφορους επιτήδειους παράγοντες και παραγοντίσκους καθώς και τα υψηλά ποσοστά αναλφαβητισμού κάνουν την κατάσταση για τους φτωχούς Μουσουλμάνους της Θράκης ασφυκτική και αδιέξοδη.

Ε) Υπάρχουν δυνατότητες παρέμβασης στη μειονότητα από τη σκοπιά ενός εργατικού διεθνιστικού κινήματος;

Οποιαδήποτε παρέμβαση στη μειονότητα συναντά την καχυποψία, η οποία έχει γίνει δεύτερη φύση για τους Μουσουλμάνους της Θράκης μετά από δεκαετίες καταπίεσης και ελέγχου. Το δυσκολότερο στη Θράκη δεν είναι τι να πεις, αλλά πώς να πείσεις ότι δεν είσαι πράκτορας ή ότι, τέλος πάντων, δεν υποκρύπτεις συμφέροντα πίσω απ’ αυτά που λες.
Την περίοδο που ήμουν δάσκαλος στη Ροδόπη εκδίδαμε μαζί με τρεις άλλους συναδέλφους (δύο «Χριστιανούς» κι έναν «Μουσουλμάνο») ένα δίγλωσσο συνδικαλιστικό έντυπο, τη «Ρωγμή- cak» και παρεμβαίναμε στον τοπικό σύλλογο δασκάλων και στα σεμινάρια του Προγράμματος Εκπαίδευσης Μουσουλμανόπαιδων (πιο σύντομα Πρόγραμμα Φραγκουδάκη) που τα παρακολουθούσαν και Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι δάσκαλοι. Πολλοί Μουσουλμάνοι συνάδελφοι μας χτυπούσαν την πλάτη φιλικά, όταν δεν τους έβλεπαν αδιάκριτα μάτια, και μας προσπερνούσαν αδιάφορα όταν υπήρχαν κι άλλοι κοντά. Πολλοί μας κατήγγειλαν πολλά και διάφορα, αλλά κανείς δεν δεχόταν να γράψει το παραμικρό στο έντυπό μας, έστω και με ψευδώνυμο, έστω κι αν του εγγυόμασταν ότι θα αναλαμβάναμε εμείς την ευθύνη. Φυσικά είναι περιττό να αναφέρω πως κυκλοφόρησαν φήμες ότι ήμασταν πράκτορες είτε του προξενείου, είτε της ΕΥΠ. Μετά από 5 χρόνια στη Ροδόπη ένας Κεμαλιστής Τούρκος δάσκαλος μου είπε πως αυτός και άλλοι Μουσουλμάνοι συνάδελφοι διαφωνούν με τα περισσότερα απ’ όσα λέω, αλλά κατέληξαν στο συμπέρασμα πως είμαι ο Σάββας και δεν παίζω το παιχνίδι κανενός άλλου.
Αντίστοιχα στο χωριό που δίδασκα, ειδικά μετά τον πρώτο χρόνο που είχα μια σύγκρουση με τον Πρόεδρο και το Χριστιανό γραμματέα της κοινότητας, ερχόταν πολλές φορές οι χωρικοί και μου έλεγαν διάφορα. Για το μπαξίσι που κρατά ο γραμματέας από τις επιδοτήσεις τους, μέχρι για τις κεραίες κινητής τηλεφωνίας που είχαν εγκαταστήσει μέσα στις αυλές τους. Όσες φορές προσπάθησα να τους πείσω να κάνουν κάτι, έστω μια καταγγελία στον τοπικό τύπο ή ένα κείμενο υπογραφών, μου απαντούσαν έντρομοι πως αυτό είναι αδύνατο και πως η ζωή τους στο χωριό θα γίνει αβίωτη μετά και μου πρότειναν να το κάνω εγώ γι’ αυτούς.
Το σημαντικότερο, όμως, πρόβλημα για οποιαδήποτε παρέμβαση στη Θράκη είναι, κατά τη γνώμη μου, ότι η κυρίαρχη ταυτότητα των ανθρώπων αυτών είναι η ταυτότητα του μειονοτικού, που σε συνδυασμό με το φόβο και την καχυποψία τούς περιχαρακώνει. Πρώτα μιλάς στο Μουσουλμάνο της Θράκης και μετά στον εργάτη. Βέβαια αυτό με την αστικοποίηση που επέρχεται ραγδαία τείνει να αμβλυνθεί, αλλά παραμένει ακόμη σοβαρό εμπόδιο για οποιαδήποτε παρέμβαση. Πολλές φορές, όταν προκηρύσσονταν απεργία της ΑΔΕΔΥ, προτείναμε σε Μουσουλμάνους συναδέλφους να απεργήσουν. Πάντα η απάντησή τους ήταν ότι αυτό αφορά τους Χριστιανούς δημόσιους υπαλλήλους κι ότι οι ίδιοι δεν μπορούν να απεργήσουν. Στη Ροδόπη υπάρχουν δύο σύλλογοι δασκάλων, ο ένας των «Χριστιανών» που ανήκει στη ΔΟΕ και έχει τίτλο «Οι τρεις Ιεράρχες» (!!!!!!) κι ένας των Μουσουλμάνων αποφοίτων της ΕΠΑΘ που απ’ όσο γνωρίζω δεν ανήκει στη ΔΟΕ, οπότε και δεν καλύπτονται τα μέλη του συνδικαλιστικά από το Β’/βάθμιο συνδικαλιστικό όργανο των δασκάλων. Το καταστατικό μάλιστα του χριστιανικού Συλλόγου αναφέρει πως μέλη του γίνονται όλοι οι εκπ/κοί της Ροδόπης ανεξάρτητα από φυλή και φύλο, αλλά δεν αναφέρει τη θρησκεία. Προτείναμε, λοιπόν, σε κάποιους Μουσουλμάνους συναδέλφους να κάνουν αίτηση εγγραφής στο χριστιανικό σύλλογο, ώστε να ασκηθεί μια πίεση για ν’ αλλάξει το καταστατικό του και να ανοίξει ο διάλογος για έναν κοινό σύλλογο. Αίτηση δεν έκανε ούτε ένας!
Εδώ θέλω πάλι να επανέλθω στην αρχική μου παρατήρηση για τις διαφοροποιήσεις που υπάρχουν στο εσωτερικό της μειονότητας. Ο συντηρητισμός και η περιχαράκωση που περιέγραψα αφορά κυρίως το νομό Ροδόπης που δίνει και τον στίγμα της μειονότητας μιας και στο νομό Ροδόπης κατοικεί ο μεγαλύτερος πληθυσμός. Στην Ξάνθη τα πράγματα είναι αρκετά καλύτερα, γι’ αυτό και όποιες συλλογικότητες έχουν συγκροτημένη και σταθερή παρουσία, έχουν πρόσβαση στη μειονότητα, έστω και μειοψηφική.




Αριστείδης Σγατζός
Δάσκαλος, Δρ. Κοινωνικής Ανθρωπολογίας
Μέλος της Αντιπολεμικής Διεθνιστικής Κίνησης Μυτιλήνης

Αν και οι περισσότεροι μελετητές των μειονοτήτων παραδέχονται το σχεσιακό χαρακτήρα μιας μειονότητας σε σχέση με ένα πλειονοτικό πληθυσμό και το αναγκαίο συμφραζόμενο ύπαρξης ενός εθνικού κράτους μέσα στο οποίο συνυπάρχουν αυτοί οι πληθυσμοί εντούτοις σπάνια αποφεύγουν την υποστασιοποίηση της «μειονότητας». Ο Chaliand τονίζει: «Ξεκινώντας από την ίδια τη λέξη θα πρέπει να παραδεχθούμε πως μιλάμε για ένα πληθυσμό που μειοψηφεί σε σχέση με ένα άλλο πληθυσμό με εθνοτικά, γλωσσικά ή θρησκευτικά κριτήρια μέσα σε ένα κράτος. Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό είναι η ίδια η μειονότητα να αναγνωρίζει στον εαυτό της, μέσα από την έκφραση της συλλογικής της θέλησης την διαφοροποίηση της και τη θέληση να επιβιώσει σαν τέτοια ζητώντας de facto και de jure ισότητα με την πλειοψηφία του πληθυσμού» (Chaliand 1989 : 7). Μπορούμε να χωρίσουμε τις μειονότητες σε εκούσιες / κατ’ επιλογή μειονότητες και σε ακούσιες / κατ’ επιβολή μειονότητες. Στην πρώτη κατηγορία τοποθετούνται οι μετανάστες και γενικά οι άνθρωποι που έχουν μεταβεί λίγο ή πολύ οικειοθελώς σε μια άλλη κοινωνία αναζητώντας καλύτερες οικονομικές δυνατότητες και / ή μεγαλύτερη πολιτική ελευθερία. Στη δεύτερη κατηγορία είναι άνθρωποι που εντάχθηκαν σε ένα κοινωνικό σχηματισμό μέσω δουλείας, κατάκτησης, αποικιοποίησης ή αναγκαστικής εργασίας. Η υποεπιτροπή του ΟΗΕ για τα ανθρώπινα δικαιώματα στην έκθεση που υπέβαλε τον Ιούνιο του 1977 προτείνει τον εξής ορισμό για την έννοια της μειονότητας:: « Ομάδα αριθμητικά μικρότερη από το υπόλοιπο του πληθυσμού ενός κράτους, που δεν κατέχει εξέχουσα θέση και τα μέλη της – που έχουν πολιτικά δικαιώματα – φέρουν εθνικά, πολιτιστικά και γλωσσικά στοιχεία που τους ξεχωρίζουν από το λοιπό πληθυσμό – έστω και σιωπηρά – αλλά νιώθουν αλληλέγγυα για την διατήρηση των πολιτιστικών στοιχείων, της παραδοσιακής θρησκείας και της γλώσσας της ομάδας τους».(Ντούσιας 1997: 27).

Τα ζητήματα που αφορούν τις μειονότητες και ιδιαίτερα της εθνικές μειονότητες εμφανίζουν δυσχέρεια και πολυπλοκότητα τόσο σε επιστημονικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο. «Είναι θέματα που προκαλούν πολιτικές εντάσεις. Παράλληλα η εξέτασή τους απαιτεί μια διεπιστημονική προσέγγιση αρκετά σύνθετη η οποία δεν ξεφεύγει πολλές φορές από την υπεράσπιση της "ημέτερης" θέσης για την κάθε μειονότητα. Αυτό το μείζον πρόβλημα οφείλεται στην πολλαπλή πίεση που δέχονται οι ερευνητές τόσο από άποψη ιδεολογική (υποταγή της έρευνας σε εθνικές προφάνειες) όσο και από θεσμική άποψη δεδομένου ότι τα συμπεράσματα της έρευνας τους επιδέχονται άμεση πολιτική αξιοποίηση» (Δημούλης 1997 : 121-122). Γενικά οι προσεγγίσεις στα θέματα των μειονοτήτων δεν καταφέρνουν τις περισσότερες φορές να ξεφύγουν από ένα επιφανειακά ασυμβίβαστο δίπολο. Αυτό της αφομοίωσης της μειονότητας (αφομοιωτισμός) και αυτό της διαφύλαξης της μειονοτικής ταυτότητας ως ισότιμης με την πλειονοτική (φιλομειονοτισμός). Ο αφομοιωτισμός εμφανίζεται ως η πιο ρεαλιστική και ειρηνική έκφραση της εθνικιστικής οργάνωσης των κρατών ενώ ο φιλομειονοτισμός συνιστά μια καθολικευτική έκφραση της τάσης αναπαραγωγής των εθνικών κοινοτήτων ως πρωταρχικών υποκειμένων της πολιτικής. Πρόκειται για δυο απαντήσεις που κινούνται στον φαύλο κύκλο του εθνικισμού, είτε προέρχονται από την καταπιέζουσα είτε από την καταπιεζόμενη ομάδα. Η ίδια η παραδοχή μιας καθολικής μειονοτικής ταυτότητας στο εσωτερικό της δεν ομογενοποιεί - πολλές φορές βίαια - τις ιδιαίτερες ταυτότητες των επιμέρους τμημάτων της; (ο.π.: 150-151 και Fenet 1989: 12).

Ας δούμε ως παράδειγμα την περίπτωση της Θράκης. Εδώ η αντίθεση, το δίπολο μειονότητα / πλειονότητα – αναδεικνύεται σε μια ταυτότητα που “καταβροχθίζει” επιμέρους νοήματα που παράγονται από τις σχέσεις των υποκειμένων. Με τη συγκεκριμένη θεώρηση αυτή η αντίθεση οργανώνει τις σχέσεις, άρα και το νόημα, όλων των πλευρών της κοινωνικής ζωής. Δεν θεωρώ λοιπόν τυχαία ότι πολλές φορές ακόμη και στη βιβλιογραφία που μιλάει για κατασκευή των μειονοτήτων και μειονοτικοποιήση κοινοτήτων, γίνεται αναφορά σε «μέλος / μέλη» της μειονότητας - μια μεταφορά που μας παραπέμπει σε έναν οργανισμό (Τρουμπέτα 2001: 18 - 20).
Όσο έζησα στην Κομοτηνή δεν γνώρισα μέλη ενός «οργανισμού» τέτοιου τύπου. Αντίθετα, γνώρισα ανθρώπους που ήταν μέλη συλλόγων, συνδικαλιστικών σωματείων, κομμάτων, fun club ποδοσφαιρικών ομάδων. Γνώρισα ανθρώπους που σχετίζονται πολιτικά, εργασιακά, εκπαιδευτικά, σεξουαλικά, φιλικά. Παρ’ όλα αυτά μέσα σε αυτές τις ποικίλες και πολλές φορές αλληλοσυγκρουόμενες ερμηνείες, ηγεμονεύει - αφού προβάλλεται ως κεντρικό αναλυτικό εργαλείο - η ερμηνεία του δίπολου, πλειονότητας / μειονότητας.

Προσπαθώντας να ερμηνεύσουμε αυτό το ζήτημα είναι ανάγκη να δούμε ιστορικά πως προέκυψε αυτή η διχοτομία. Η ενσωμάτωση της Θράκης στο ελληνικό εθνικό κράτος, ολοκληρώθηκε με τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και του ελληνοτουρκικού πολέμου που ακολούθησε. Με τη συνθήκη της Λοζάννης αναγνωρίσθηκε επίσημα η ύπαρξη στην περιοχή της Θράκης, μουσουλμανικής μειονότητας με δικαιώματα ανάλογα με εκείνα των χριστιανικών μειονοτήτων του νεοσύστατου Τουρκικού κράτους (Εργαστήριο Ευρωπαϊκών Σπουδών, 1993: 18-21 και 95) Βέβαια η Ελλάδα και η Τουρκία αυτοπροσδιορίζονται ως εθνικά κράτη εκπληρώνοντας την παράμετρο της κυριαρχίας στον ορισμό του έθνους από τον Άντερσον ο οποίος στις “Φαντασιακές Κοινότητες” ορίζει το έθνος «ως μια ανθρώπινη κοινότητα που φαντάζεται τον εαυτό της ως πολιτική κοινότητα, εγγενώς οριοθετημένη και ταυτόχρονα κυρίαρχη» (1997: 26). Απ’ την άλλη είναι γνωστό ότι στη φάση γένεσης των βαλκανικών εθνικισμών, δημιουργίας (Βουλγαρία) ή επέκτασης (Ελλάδα) των εθνικών κρατών, η εθνικοποίηση της θρησκείας έπαιξε μεγάλο ρόλο (Kitromilides 1990: 51-59). Σ’ αυτό λοιπόν το ιστορικό πλαίσιο, στο επίπεδο του ηγεμονικού εθνικού λόγου που έχει ενσωματώσει την θρησκεία ως συστατικό στοιχείο της εθνικής ταυτότητας, δεν μπορεί να ενταχθεί στον εθνικό κορμό μια θρησκευτικά προσδιορισμένη (μέσα από ένα νομικό κείμενο) μειονότητα. Πολύ περισσότερο δε στο βαθμό που η ύπαρξή της συνδέεται ιστορικά, νομικά και πολιτικά με ένα άλλο εθνικό κράτος. Παρόλα αυτά βρίσκεται στα όρια της κυριαρχίας του έθνους - κράτους, άρα η μειονότητα αναδεικνύεται ως ο φαντασιακός εθνικά “άλλος” μέσα στα όρια κυριαρχίας του εθνικού φαντασιακού “εγώ” (Τρουμπέτα 2001β: 186)

Στη Θράκη οι κυρίαρχες ερμηνείες συμπεριφορών, απόψων, θέσεων ακολουθούν αυτή την οριζόντια κοινωνικά σχέση ή τουλάχιστον αυτή η οριζόντια σχέση προηγείται ερμηνευτικά δημιουργώντας ένα ιεραρχικό σχήμα όπου, παρ’ όλη τη διαπλοκή των επιμέρους ταυτοτήτων, σε τελική ανάλυση πρώτα “είναι” κανείς μειονοτικός - εθνικά “άλλος” και μετά εργάτης / άντρας / δάσκαλος / φιλελεύθερος κ.ο.κ. Πέρα λοιπόν από τους “αντικειμενικούς” παράγοντες χαρακτηρισμού ενός πληθυσμού ως μειονότητας, η μειονοτικότητα αναπαράγεται καθημερινά μέσα από το λόγο και τη δράση των υποκειμένων ως μια διαφορετική κοινωνική κατηγορία (Zdzislaw 1993: 213). Για να μιλήσω για το δικό μου εργασιακό χώρο, την εκπαίδευση, στο αντιληπτικό πεδίο του προϊσταμένου ή του πλειονοτικού δασκάλου, μια εκπαιδευτική πρωτοβουλία ενός μειονοτικού δασκάλου -όπως για παράδειγμα το να μοιράσει στα παιδιά ένα φυλλάδιο με πληροφορίες – ερμηνεύεται ως ενέργεια πρώτα - πρώτα μειονοτικού και μετά δασκάλου.

Από την άλλη μεριά, και για τους ανθρώπους που τα στοιχεία της ταυτότητάς τους επιτρέπουν την “ένταξή” τους στο μειονοτικό πληθυσμό (ντόπιοι μουσουλμάνοι ) υπάρχει πλήρης αποδοχή αυτής της διχοτομίας αφού «…οι μειονότητες ορίζονται από το βλέμμα που οι κυρίαρχες ομάδες έχουν γι αυτούς…» (Τσιμπιρίδου, 2000:38): δηλαδή ορίζονται ως “άλλοι” και ερμηνεύουν συμπεριφορές, στάσεις, σχέσεις με βάση αυτή την ετερότητα. Μας μαθαίνουν δηλαδή να είμαστε μειονοτικοί ή πλειονοτικοί, μας μαθαίνουν να καθορίζουμε την ταυτότητά μας με βάση αυτή την παράμετρο, μας μαθαίνουν να είμαστε πάνω από όλα Έλληνες ή Τούρκοι ή Βούλγαροι. Μέσα από την θεωρητικοπρακτική μας δραστηριότητα συγκροτούμε την υποκειμενικότητά μας εντασσόμενοι στα ηγεμονικά συναινετικά πλαίσια.

Κι εδώ νομίζω μπορούμε να ανιχνεύσουμε και την εργατική διεθνιστική απάντηση στα μειονοτικά ζητήματα, μια απάντηση που σπάει το φαύλο κύκλο αφομειωτισμού και φιλομειονοτισμού, σπάει το εθνικιστικό πλαίσιο ερμηνείας του κόσμου, ένα πλαίσιο που βολεύει και στις δυο εκδοχές του τους κυρίαρχους σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, ένα πλαίσιο που εν τέλει υποτάσσει τους εργαζόμενους στην αστική κυριαρχία και εμπλέκει καθημερινά την περιοχή μας στα γεωπολιτικά παιχνίδια του ιμπεριαλισμού. Χωρίς να αδιαφορούμε για ζητήματα περιστολής και καταπάτησης δικαιωμάτων, - αντίθετα να πρωτοστατούμε στην επίλυσή τους-, η ανάδειξη των κοινών στοιχείων ταυτότητας είναι αυτή που θα οδηγήσει σε μια εναλλακτική ηγεμονία στην περιοχή. Κι όταν λέμε κοινών στοιχείων δεν εννοούμε παρά την ταξική ταυτότητα των υποκειμένων. Αν όμως όπως λέει κι ο Μαρξ η θεωρητικοπρακτική μας δραστηριότητα είναι αυτή που διαμορφώνει την υποκειμενικότητά μας, αν μαθαίνοντας τον κόσμο κατασκευάζουμε και τον εαυτό μας τότε μόνο η δράση με στόχο την εναλλακτική ηγεμονία μπορεί να δώσει εργατική διεθνιστική λύση. Πρακτικά να κάνουμε στη Θράκη αυτά που υποτίθεται κάνουμε στην υπόλοιπη Ελλάδα, με άλλη ένταση όμως και ποιοτικά διαφορετική απαιτητικότητα. Να στήνουμε και να ενισχύουμε σωματεία, σχήματα, κινήσεις και συσπειρώσεις, να οργανώνουμε τους ανθρώπους με κριτήριο τη θέση τους στην παραγωγή κι όχι με το αν είναι άνδρες ή γυναίκες, χριστιανοί ή μουσουλμάνοι, Έλληνες ή Τούρκοι. Είναι δυνατόν για παράδειγμα να υπάρχουν δυο πρωτοβάθμια σωματεία στην εκπαίδευση με βάση το θρήσκευμα των εργαζομένων σε αυτήν; Η επιτυχία μιας απεργίας στην Ξάνθη ή την Κομοτηνή πρέπει να αξιολογείται και με κριτήριο το παραπάνω ζητούμενο. Ο καθορισμός πλαισίων αιτημάτων πρέπει να λαμβάνει συνεχώς υπόψη την ανάγκη να καλύπτουν όλους τους εργαζόμενους της περιοχής. Εργαλεία σε αυτήν την κατεύθυνση θα βρούμε πολλά το ζήτημα είναι να το διακηρύξουμε, να το τολμήσουμε, να αποφασίσουμε ότι η αριστερά είναι αυτή που θα το κάνει κι όχι το κράτος. Κι εδώ τίθεται ένα ζήτημα που δε νομίζω ότι αφορά αποκλειστικά τις περιοχές όπου τίθεται ζήτημα μειονότητας. Ο σχεδιασμός, η συγκρότηση κι η εφαρμογή θεσμών – δε μ’ αρέσει η λέξη αλλά αποδίδει σε μεγάλο βαθμό αυτό που εννοώ – εργατικής πολιτικής, πρωτόλειων μορφών ενός δεύτερου παράλληλου πολιτισμού μέσα στους οποίους η δράση κι οι σχέσεις των υποκειμένων που συμμετέχουν θα οδηγούν στην ανάδειξη της ταξικής ταυτότητας ως ηγεμονικής και τον διεθνισμό όχι ως διακήρυξη γραμμένη σε μπροσούρες και συνθήματα αλλά ως καθημερινή στάση ζωής.



Στέφανος Μακρυγιάννης.
Δάσκαλος Ροδόπης
μέλλος των
ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΩΝ ΑΥΤΟΝΟΜΩΝ ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΩΝ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΙΚΩΝ
ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΩΝ ΣΥΣΠΕΙΡΩΣΕΩΝ Π.Ε.



Η εκμετάλλευση και η εργασία σήμερα στη Θράκη.

Αρχικά να κάνω ξεκάθαρο πως δεν μιλάω ειδικά και μόνο για τη μειονότητα. Η παρουσία της αποτελεί σοβαρό στοιχείο διαμόρφωσης της εκμετάλλευσης (μορφών και έντασης) ολόκληρης της εργατικής τάξης από το κεφάλαιο στην περιοχή.
Στην περιοχή της Θράκης η ανεργία αγγίζει το 20%, ενώ επιπλέον σημαντικό τμήμα των εργαζομένων υποαπασχολείται. Τα μεροκάματα είναι χαμηλά με αποκορύφωμα την αμοιβή ενός εργάτη γης : 23-25 ευρώ την ημέρα, όσο δηλαδή των κολασμένων μεταναστών εργατών γης στη Μανωλάδα. Οι Βιομηχανικές περιοχές – ζώνες βρίσκονται σε παρακμή. Οι επιδοτήσεις της Ε.Ε έγιναν κέρδη και τώρα που τελείωσαν τα εργοστάσια κλείνουν (ΛΑΝΑΡΑΣ, ΖΑΧΑΡΗ). Ταυτόχρονα το αναμενόμενο τέλος των επιδοτήσεων της αγροτικής παραγωγής το 2013 κυριολεκτικά πρόκειται να καταστρέψει κομμάτι μικροαγροτών που καλλιεργούν κυρίως καπνά και βαμβάκι.

Η εργοδοσία και το κεφάλαιο όπως είναι φυσικό βρίσκονται σε προνομιακό πεδίο.
Οι θέσεις εργασίας πουλιούνται στη μειονότητα με αντάλλαγμα είτε ψήφο (της οικογένειας ολόκληρης) είτε απλά με επαχθείς όρους εργασίας. Δεν είναι σπάνιο φαινόμενο να εξαγοράζεται με 2 μεροκάματα (50 ευρώ) η ψήφος μιας ολόκληρης οικογένειας ή εναλλακτικά με ένα σακί αλεύρι.

Η μειονότητα παίζεται ως όπλο κόντρα στην πλειονότητα (και το αντίστροφο) για να επιβληθούν συγκεκριμένες εργασιακές σχέσεις (ή να χειροτερέψουν οι όροι που ισχύουν στις υπάρχουσες). Η ύπαρξη κέρδους των εταιριών γίνεται (υπόγεια πάντα) «εθνικός στόχος» για τους ιθύνοντες και των δύο εθνικισμών.

Τυχόν διεκδικήσεις από την εργοδοσία αποφεύγονται με επικλήσεις στην πλαστή ¨ενότητα¨ της μειονότητας ή της πλειονότητας (ανάλογα τον εργοδότη) κόντρα στον εθνικό κίνδυνο που προέρχεται από τον άλλο εθνικισμό. Ειδικά στην περίπτωση των αγροτικών εργασιών οι αμοιβές παραμένουν χαμηλές με το φόβο ότι οι ¨άλλοι¨ θα πάρουν τις δουλειές.
Οι εργοδότες της πλειονότητας απειλούν τους εργαζόμενούς τους με ανεργία και προσφορά των θέσεών τους σε φτηνούς εργάτες της μειονότητας ενώ οι εργοδότες από τη μειονότητα μπορούν (και το κάνουν σε εμπορικές επιχειρήσεις) να μεταφέρουν την έδρα τους στην άλλη μεριά των συνόρων στην Τουρκία στην πάμπτωχη περιοχή της Κεσσάνης.

Άγρια είναι η εκμετάλλευση του περιβάλλοντος με προοπτικές να γίνει οριακή για τη ζωή γεωγραφικών τμημάτων της Θράκης. ( χρυσωρυχεία, αγωγοί, ανεμογεννήτριες, ΘΗΣ, πεδία βολής μέχρι και πυρηνικό εργοστάσιο). Μάλιστα αυτή η ¨ανάπτυξη¨ προβάλλεται ως σωτήρια για την εργατική τάξη λόγω των θέσεων εργασίας που τη συνοδεύουν. Δεν είναι καθόλου τυχαίο πως πολλά από τα σχέδια αυτά τοποθετούνται σε περιοχές χωριών της μειονότητας με την στόχευση της μικρότερης αντίστασης από τον τοπικό πληθυσμό, που όμως δεν πετυχαίνει πάντα.

Οι εμπορικές σχέσεις και η τραπεζική οικονομία που ελέγχονται απόλυτα από τμήματα του κεφαλαίου προερχόμενα και από τους δύο συγκρουόμενους εθνικισμούς χρησιμοποιούνται σαν εργαλεία όξυνσης και της σύγκρουσης των κοινοτήτων. Και οι δύο εθνικισμοί στοχεύουν στην ομηρία τμημάτων της εργατικής τάξης και των αγροτών μέσω δανείων: Η διαμάχη είναι στο ποιος θα ελέγχει οικονομικά το μεγαλύτερο τμήμα εργαζομένων. Έτσι από τη μια υπάρχουν τα κάθε λογής προγράμματα και από την άλλη η πρόσφατη σχετικά παρουσία τουρκικής τράπεζας με ¨προνομιακούς¨ όρους δανείων.



Το σημερινό εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα δεν μπορεί να απαντήσει.
Σε αυτό το σκηνικό το εργατικό κίνημα στην περιοχή είναι τελείως αποκομμένο από τον κόσμο της εργασίας. Καμιά επίσημη μορφή του δεν αντικατοπτρίζει τις τοπικές εργατικές ανάγκες και διεκδικήσεις. Είναι επιπλέον απογυμνωμένο από οποιαδήποτε μαζικότητα.
Ειδικότερα :
• Είναι διασπασμένο και υποχείριο των δύο εθνικισμών σε δύο επίπεδα:
1) Στο χώρο εργασίας όπου εργαζόμενοι ανταγωνίζονται μεταξύ τους για τη σχετική βελτίωση της θέσης τους μέσα στον ίδιο χώρο δουλειάς, σαν άτυπος συντεχνιακός (αλλά εθνικιστικός στην πραγματικότητα) ανταγωνισμός.
2) Σε επίπεδο σωματείων με χωριστά σωματεία ανά κοινότητα :
α) όπου τα κοινά εργατικά συμφέροντα θεωρούνται αντιπαραθετικά ή αλλιώς ότι η διεκδίκησή τους κρύβει ¨εθνικούς¨ στόχους.
β) όπου σωματεία αν και εργατικά στα χαρτιά, άτυπα προσδιορίζονται ως πλειονοτικά ή μειονοτικά βάση των προϋποθέσεων που βάζουν σε εργαζόμενο για την εγγραφή του η άλλων καταστατικών ρυθμίσεων.
• Συμμετέχει σε ένα βαθμό στην εκμετάλλευση (οι ηγεσίες) είτε λόγω απροσχημάτιστης εναλλαγής συνδικαλιστών από θέσεις σωματείου σε θέσεις εργοδοσίας και τούμπαλιν είτε μέσω άμεσων και ορατών προνομίων (θέσεις/αμοιβές/ ωράρια).
• Τεράστια ευθύνη για την κατάσταση αυτή του εργατικού κινήματος έχουν τα μεγάλα αστικά κόμματα του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ που αν και διηθούν και τις δύο κοινότητες λειτουργούν μεν ενωτικά στο εσωτερικό τους (εκλογές, διεκδίκηση εξουσίας) αλλά αντιπαραθετικά στο εξωτερικό τους αφού συχνά εφαρμόζονται και ατομικές τακτικές των συνδικαλιστών για την εξυπηρέτηση του πελατειακού τους δικτύου. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα την όξυνση της αντιπαράθεσης μεταξύ πλειονότητας μειονότητας. Είναι συχνό το φαινόμενο κομματάρχες της πλειονότητας ή της μειονότητας να φορτώνουν στην ¨άλλη¨ κοινότητα τη μη τήρηση υποσχέσεών τους για να μην αποκαλυφθεί η πολιτική πρόθεση του κόμματός τους.
• Η επίσημη αριστερά αν και προφανώς φιλικότερα διακείμενη στη μειονότητα δεν ξεφεύγει από δύο φόβους:
1) Μη χαρακτηριστεί εθνικός προδότης.
2) Μη γίνει υποχείριο του αντίπαλου τουρκικού εθνικισμού.
Αυτό την αναγκάζει να υιοθετεί συχνά θέσεις του ελληνικού εθνικισμού στο πιο ανθρώπινό τους. Δεν κάνει συγκεκριμένα βήματα πάντως για την συνεύρεση των εργαζομένων των δύο κοινοτήτων, ενώ άλλες φορές δεν ακουμπά καν ζητήματα που αφορούν τη μειονότητα. Έτσι σε Γενική Συνέλευση του συλλόγου δασκάλων μέλος του ΚΚΕ έκανε αναφορές (συγκινησιακά όχι αλυτρωτικά) στις χαμένες πατρίδες. Ταυτόχρονα καμιά πρωτοβουλία δεν έχει πάρει για παράδειγμα η επίσημη αριστερά για εγγραφή δασκάλων της μειονότητας (αποφοίτων της ΕΠΑΘ) στο σύλλογο δασκάλων που αναγνωρίζεται σαν πρωτοβάθμιο συνδικαλιστικό όργανο από τη ΔΟΕ.

Για την υπεράσπιση και τη διεύρυνση των εργατικών δικαιωμάτων
Είναι σαφές πως καμιά εκ της κορυφής ή εκ των έξω προσπάθεια για ένα νέο εργατικό κίνημα στην περιοχή δεν μπορεί να είναι επιτυχημένη αφού αμέσως θα συναντήσει την επιφυλακτικότητα και των δύο κοινοτήτων. Οι εργαζόμενοι της περιοχής (όπως και παντού άλλωστε) δεν χρειάζονται ¨σωτήρες¨ που θα τους βγάλουν από την δύσκολη θέση. Συνεπώς ουσιαστική παρέμβαση στο χώρο μπορεί να γίνει με ανθρώπους που θα ζουν και θα εργάζονται στην περιοχή σε μια λίγο πολύ μόνιμη βάση.

Σημαντικό βήμα θα ήταν η συνάντηση πλειονότητας και μειονότητας τόσο στα συλλογικά όργανα (σωματεία , συλλόγους) όσο και η υπέρβασή τους με αμεσοδημοκρατικές μορφές (συνελεύσεις) στο βαθμό που αυτά είναι τελείως ελεγχόμενα και εγκλωβισμένα είτε από το κεφάλαιο είτε από τους αντίπαλους εθνικισμούς.

Απαραίτητη προϋπόθεση όμως ασχέτως συσχετισμών δύναμης, ύπαρξης δομών και οργανωμένων συλλογικοτήτων είναι η μέχρι τέλους υπεράσπιση των εργασιακών δικαιωμάτων στο χώρο δουλειάς. Για να εξηγούμαστε: Με κανένα τρόπο δε γίνεται να σε εμπιστευτεί εργαζόμενος της άλλης κοινότητας όσο ωραία και αν διακηρυκτικά τα λες εάν εκεί που εργάζεσαι μαζί του δεν υπερασπιστείς τα εργατικά του δικαιώματα έστω και σε κόντρα με τους συναδέλφους του ¨δικού¨ σου εθνικού προσδιορισμού.

Τέτοια βήματα έχουν γίνει μερικά αλλά συναντούν τη λυσσαλέα αντίσταση και των δύο εθνικισμών και του κεφαλαίου φυσικά ενώ παραμένουν εξαιρετικά μειοψηφικά και αδύναμα. Αυτό που έχει γίνει δεν είναι τίποτα παραπάνω από το άνοιγμα διαύλων επικοινωνίας μεταξύ των εργαζομένων πλειονότητας και μειονότητας και ακόμα και αυτοί οι δίαυλοι αγγίζουν κυρίως αστικοποιημένα κομμάτια της μειονότητας.

Η εκπαίδευση της μειονότητας

Η εκπαίδευση της μειονότητας είναι διαφορετική σε πολλά επίπεδα.
• Τα σχολεία δεν είναι ακριβώς δημόσια αφού αποφασίζει η τοπική κοινότητα για την ίδρυσή τους Το πρόγραμμα είναι δίγλωσσο (ελληνικά και τουρκικά) με τα ελληνικά να χρησιμοποιούνται για τη διδασκαλία των μαθημάτων που θεωρούνται πως μπορούν να διαμορφώσουν εθνική συνείδηση.(Ελληνική γλώσσα, ιστορία, γεωγραφία, κοινωνική & πολιτική αγωγή).
• Τα σχολεία είναι σε συντριπτικό ποσοστό ολιγοθέσια και απομονωμένα το ένα από το άλλο ενώ λόγω αυτού η συνδιδασκαλία είναι κυρίαρχη μορφή διδασκαλίας στις αίθουσες.
• Υπάρχει μια άτυπη διπλή διοίκηση όπου ο Μουσουλμάνος Διευθυντής του Τουρκόγλωσσου προγράμματος και ο Υπ/ντης (συνήθως χριστιανός) του ελληνόγλωσσου προγράμματος έχουν ακριβώς την ίδια εξουσία στο σχολείο. Υπάρχει δηλαδή ένας μηχανισμός εξισορρόπησης της επιρροής των δύο εθνικισμών.
• Η προνομιακή μεταχείριση των δασκάλων στα μειονοτικά σχολεία είτε οικονομικά (επιδόματα 40-425 ευρώ / υπερωρίες λόγω ολιγοθέσιων σχολείων) είτε με άλλους τρόπους (άθροιση μορίων για μεταθέσεις με bonus) εξασφαλίζουν ένα σώμα εκπαιδευτικών λίγο πολύ υποταγμένο αφού έχει εξασφαλίσει κάποια «προνόμια».

Το εργατικό κίνημα στην Π.Ε εκπαίδευση στη μειονότητα:
Υπάρχουν 7 σύλλογοι (δύο από τη μειονότητα και 5 από την πλειονότητα). Οι 5 τελευταίοι είναι τα επίσημα κατά τόπους σωματεία που συμμετέχουν στη ΔΟΕ και σε μεγάλο βαθμό σε αυτά δε συμμετέχουν εκπαιδευτικοί της μειονότητας. Η συμμετοχή τους αποθαρρύνεται (το πιο light) έως απαγορεύεται από το καταστατικό .
Οι δύο σύλλογοι από τη μειονότητα αν και υποτίθεται ότι έχουν μορφωτικό/πολιτιστικό χαρακτήρα στην πραγματικότητα καλύπτουν το συνδικαλιστικό κενό αν και δεν μπορούν να εκφραστούν σε κεντρικό επίπεδο.
Το σύνολο των συλλόγων 5/2 δρουν συχνά αντιπαραθετικά μεταξύ τους και δεν έχουν συναντηθεί ποτέ σε καμία εργατική κινητοποίηση. Οι 2 επίσημα δεν συμμετέχουν σε κινητοποιήσεις της ΔΟΕ αν και μέλη τους το κάνουν καλυπτόμενα από τις αποφάσεις ομπρέλα των ομοσπονδιών. Πάντως η επικράτηση της αντιπαράθεσης των δύο εθνικισμών αντί αυτής κεφαλαίου/εργασίας οδηγεί σε πολύ μικρή συμμετοχή των εκπαιδευτικών (στη Ροδόπη κυρίως) σε εργατικούς αγώνες.

Οι εθνικισμοί και το κεφάλαιο στην εκπαίδευση της περιοχής
Η εκπαίδευση της μειονότητας ακριβώς και λόγω της μικρής συμμετοχή σε εργατικούς / εκπαιδευτικούς αγώνες είναι ο δοκιμαστικός σωλήνας όπου δοκιμάζονται νέες δομές/ εργασιακές σχέσεις/ στην εκπαίδευση
Εδώ πρωτοεφαρμόζονται οι αυξήσεις ωραρίων, γίνονται τα πιλοτικά βήματα της αξιολόγησης, ενώ δοκιμάζεται και ένα μοντέλο σχολείου με τεράστιο ποσοστό ελαστικής εργασίας (40% ωρομίσθιοι).
Μορφωτικά δοκιμάζεται το μοντέλο της πλήρους ψηφιοποίησης και κατακερματισμού της γνώσης.
Οι μορφωτικές ανάγκες προφανώς δεν καλύπτονται ενώ το σχολείο είναι και απωθητικό συχνά οπότε αυξάνεται η και σχολική διαρροή πέραν των ποσοστών που αυτή οφείλεται σε οικονομικούς λόγους. Δεν διδάσκονται οι δύο από τις τρεις μητρικές γλώσσες ( πομακική και ρομανί ). Το πεδίο της γλώσσας είναι αποτέλεσμα συμβιβασμού των δύο εθνικισμών. Υπάρχει ένα τεράστιο θρησκευτικό καπέλο. Μαθητές φτάνουν να διδάσκονται περισσότερα θρησκευτικά παρά μαθηματικά από τη Β δημοτικού.
Όπου δεν υπάρχει σαφές καθορισμένο πλαίσιο από τις διεθνείς συνθήκες η σύγκρουση μεταξύ εθνικισμών είναι ανελέητη και οξυμένη. Ειδικά στην προσχολική Αγωγή τα νήπια θεωρούνται έπαθλο για τους ιθύνοντες των ΥΠΕΞ. Έτσι η μη ύπαρξη νηπιαγωγείων για το μεγαλύτερο κομμάτι της μειονότητας έχει οδηγήσει σε αγώνα δρόμου για τον έλεγχο στοχευμένων πληθυσμιακά ομάδων νηπίων και την ανάπτυξη των αντίστοιχων εθνικών συνειδήσεων.. Ο τουρκικός εθνικισμός κερδίζει τη μάχη στα ορεινά με ¨νηπιαγωγεία¨ σε απομονωμένα χωριά πομακικών πληθυσμών, ενώ ο ελληνικός εθνικισμός κερδίζει τη μάχη στην περιφέρεια των αστικών κέντρων με ¨νηπιαγωγεία¨ του ΥΠΕΞ στους συνοικισμούς τσιγγάνων. Να σημειωθεί ότι σε αυτά τα ¨νηπιαγωγεία¨ στο όνομα των εθνικών συμφερόντων εφαρμόζονται εργασιακές σχέσεις μεσαίωνα : όχι άδειες, αργίες, καμιά ασφάλιση, αμοιβή με ατομική διαπραγμάτευση μόνο, ελεύθερες απολύσεις, κανένας συνδικαλισμός.
Αυτά όλα δείχνουν μάλλον καθαρά πως η χρήση της σύγκρουσης των εθνικισμών απειλεί άμεσα τις εργατικές διεκδικήσεις ενώ αναδεικνύει προφητικά τους στόχους του κεφαλαίου για τον κόσμο της εργασίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου