ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ
Σηματοδοτώντας το χθες
Προκαλώντας το σήμερα
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ο ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ: Η σκιαγράφηση της διαμόρφωσης ενός ηγέτη
ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Μ. ΙΔΕΑ
• ΕΡΧΟΜΟΣ ΤΟΥ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ
Η ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ Ε. ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ
ΣΤΗ ΔΙΝΗ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
• Ο ΔΙΧΑΣΜΟΣ: Σύγκρουση αστικών στρατηγικών
• Η ΕΛΛΑΔΑ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΗΠΕΙΡΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΕΝΤΕ ΘΑΛΑΣΣΩΝ
• ΟΥΚΡΑΝΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ
• ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ
• Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ
Η ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ
• ΑΝΑΣΥΓΚΡΌΤΗΣΗ
• ΑΣΤΙΚΟΣ ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΣ 1928-1932
• Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ
• ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
• ΕΘΝΙΚΗ ΟΜΟΓΕΝΟΠΟΙΗΣΗ
• Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ
• ΙΔΙΩΝΥΜΟ ΚΑΙ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΕΣ
ΑΠΌ ΤΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΣΜΟ ΣΤΗ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ
Σηματοδοτώντας το χθες
Προκαλώντας το σήμερα
“Αν κατόρθωσα κάτι εις το παρελθόν, αυτά δεν ήσαν
θαύματα, αλλά μελέτη πραγμάτων ακριβής και βαθιά
προσαρμογή των μέσων εκτελέσεως προς τους επιδιω-
κόμενους σκοπούς και προς τα διατιθέμενα μέσα, κα-
θώς και χρησιμοποίησης κάθε ευκαιρίας, η οποία επα-
ρουσιάζετο. Επεδίωξα τους σκοπούς μου μεθοδικώς.
Δεν ήσαν θαύματα ότι έκανα.”
Δήλωση του Βενιζέλου στην αθηναϊκή εφημερίδα
Ελεύθερο Βήμα. 7 Μαΐου 1930
Ο πολιτικός ηγέτης της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας που προκάλεσε περισσότερο ίσως από οποιονδήποτε άλλον ακραία συναισθήματα, ακραίες εκδηλώσεις από εχθρούς και φίλους. Οδεύοντας για την συμπλήρωση 73 χρόνων από το θάνατο του μπορούμε πλέον να προβούμε σε ορισμένες εκτιμήσεις για την συνολική του προσφορά.
Στη συλλογική μελέτη Μελετήματα γύρω από το Βενιζέλο και την εποχή του οι υπεύθυνοι της σύνταξης εκτιμούν ότι «ο Ε. Βενιζέλος δεν προκαλεί πια τους απόλυτους χαρακτηρισμούς των οπαδών και των αντιπάλων. Μια πιο ψύχραιμη εκτίμηση της θέσης του μέσα στη νεοελληνική ιστορία είναι τώρα δυνατή καθώς η γενεά που συνδέεται με τα πολιτικά πάθη του μεσοπολέμου εκλείπει». Θα προσθέταμε όμως ότι πλέον έχει διαμορφωθεί και μια νέα κρίσιμη μάζα επιστημονικής γνώσης, σημαντική ώστε να αναθεωρήσουμε κρίσιμες και κατά τη γνώμη μας ελλιπείς προσεγγίσεις για τα χαρακτηριστικά του ελληνικού καπιταλισμού, τις επιδιώξεις του ελληνικού αστικού κόσμου εντός και εκτός συνόρων. Από αυτή την σκοπιά θέλουμε να επιχειρήσουμε μια απόπειρα εκτίμησης του ρόλου και των αντιφατικών στοιχείων της προσωπικότητας του πιο χαρακτηριστικού πολιτικού εκφραστή του αστικού κόσμου, του Ε. Βενιζέλου.
Ο Βενιζέλος στην Κρήτη: Η σκιαγράφηση της διαμόρφωσης ενός ηγέτη
Στις σελίδες του πολύτιμου βιβλίου της Λ. Μακράκη αναδεικνύεται με μοναδική σοβαρότητα, ευαισθησία και επιστημονική αρτιότητα η διαμόρφωση του Ε. Βενιζέλου ως ηγέτη. Όπως μας λέει η ίδια το ερέθισμα της ήταν «η δυναμική της ηγεσίας σε αναπτυσσόμενες χώρες λίγο πριν από την ανεξαρτητοποίηση τους». Στην εισαγωγή που βιβλίου της ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ 1864-1910, Η διάπλαση ενός εθνικού ηγέτη εκτιμά ότι ο Ε. Βενιζέλος συνδύαζε την εξαιρετική οξύνοια, την πολιτική ιδιοφυία και τη μαγνητική προσωπικότητα με την απαιτητική αυταρχικότητα, τη σχολαστική προσκόλληση στις νομότυπες διαδικασίες, την έλλειψη ανεκτικότητας και την περιορισμένη υπομονή. Ιδιαίτερα στα πρώτα στάδια της διαμόρφωσης και της εξέλιξης του, όταν η πολιτεία του βρίθει από αντινομίες και όταν οι πολιτικές του επιλογές και μεθοδεύσεις συχνά μοιάζουν τουλάχιστον ανακόλουθες, αν όχι αλληλοσυγκρουόμενες. Ένα από τα παράδοξα του Βενιζέλου είναι η εναλλαγή του ρόλου του τολμηρού επαναστάτη με αυτόν του ανθρώπου που είναι προσηλωμένος στις συνταγματικές διαδικασίες.
Ο Βενιζέλος άρχισε την πολιτική του σταδιοδρομία ως μετριοπαθής μεταρρυθμιστής των θεσμών της Κρήτης που βρισκόταν υπό Οθωμανική κατοχή, συνεργάστηκε αργότερα στη διατύπωση ενός συντηρητικού συντάγματος της αυτόνομης Κρήτης και στη συνέχεια στράφηκε στην ένοπλη εξέγερση, για να αναχαιτίσει και να μεθοδεύσει με το δικό του τρόπο την ένωση του τόπου του με την Ελλάδα. Αυτή η επιτυχία του επαναστατικού του εγχειρήματος τον έκανε σύμβολο πατριωτισμού και δημοκρατικής νομιμοφροσύνης.
Η πρόθεση μας είναι να εξετάσουμε το Βενιζέλο ως έναν άνθρωπο της εποχής και του τόπου του, ο οποίος διαμορφώθηκε στο πλαίσιο του ιδιαίτερου εθνικού και κοινωνικού περιβάλλοντος του. Όταν γεννιόταν, μαινόταν στην Κρήτη μια εθνική εξέγερση και η αστική χριστιανική κοινωνία του τόπου, στην οποία ανήκε και η οικογένεια του, επάνδρωσε την επαναστατική ηγεσία της με σημαντικά στελέχη. Μεγάλωσε μέσα σε μια ατμόσφαιρα αναστάτωσης, αβεβαιότητας και φόβου. Η οικογένεια του, ο κοινωνικός της περίγυρος στα Χανιά και η πλειονότητα των χριστιανών της Κρήτης είχαν ανεπτυγμένη πατριωτική μαχητικότητα, μια συμπεριφορά που οφειλόταν στη μεγάλη διάρκεια της οθωμανικής κατοχής και στην αδιάκοπη αντίσταση των Κρητών. Τα παιδικά μάτια του Βενιζέλου είδαν αιματηρές εξεγέρσεις, εξορίες και τεράστιες οικονομικές θυσίες και καταστροφές. Υπήρξε μάρτυρας του φανατικού πατριωτισμού του πατέρα του και των άλλων μελών των επαγγελματικών και επιχειρηματικών τάξεων των Χανίων, που μαζί με τον πληθυσμό της υπαίθρου και τους οπλαρχηγούς του, ήταν έτοιμοι να πολεμήσουν και να πεθάνουν με μοναδικό σκοπό την απελευθέρωση της «παντέρμης Κρήτης».
Μαρτυρίες ξένων περιηγητών και διπλωματικών υπαλλήλων κάνουν λόγο για την πιο κακοδιοικημένη περιοχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με βασανιστική καταπίεση όχι μόνο από τις επίσημες αρχές (ο μαζικός προσηλυτισμός στον ισλαμισμό με βία ή παροχή προνομίων είχε ως αποτέλεσμα οι μισοί σχεδόν Έλληνες να ασπαστούν τον μωαμεθανισμό), αλλά και από τον κάθε μουσουλμάνο. Η Κρήτη του 19ου αιώνα δεν διαφέρει από αυτή του 17ου και αναφέρει ο Olivier με έκπληξη ότι «ενώ το 65% του πληθυσμού ασχολείται με τον αγροτικό τομέα, λόγω έλλειψης γίνονταν εισαγωγές τροφίμων». Κακοδιοίκηση και καταπίεση είναι το απαραίτητο συμπλήρωμα μιας καταρρέουσας οθωμανικής οικονομίας, που προβλέπει όμως δυσβάστακτους φόρους για τους χριστιανούς κατοίκους. Εξάλλου η γη στο μεγαλύτερο τμήμα της βρίσκεται σε μουσουλμανικά χέρια, ενώ στα επαγγέλματα και στο εμπόριο, ιδιαίτερα στα Χανιά επικρατούν οι χριστιανοί.
Και όλα αυτά σε μια εποχή μεγάλων ανατροπών, όπου οι άνεμοι της Γαλλικής Επανάστασης πνέουν, οι ιδέες του Διαφωτισμού εμπνέουν, δείχνουν ικανές να γκρεμίσουν κατεστημένα και μεταφέρονται από τους αστούς της εποχής, εμπόρους και πλοιοκτήτες ή τους μορφωμένους στο εξωτερικό γόνους τους.
Το ευρωπαϊκό κεφάλαιο αρχίζει να διεισδύει και στην Ανατολική λεκάνη της Μεσογείου, να συνεργάζεται με τους Έλληνες αστούς, τροφοδοτώντας και την δική τους ανάπτυξη, που θα αποτελέσει σύντομα τη βάση για την έκφραση εθνικών επιδιώξεων.
Οι Κρήτες ζούσαν με την ελπίδα της ελληνικής επέμβασης και της βοήθειας των Μεγάλων Δυνάμεων (συχνά μια Μ. Δύναμη, για να προωθήσει τα δικά της συμφέροντα, προσφέρει στους εξεγερμένους χριστιανούς την υποστήριξη της, που όχι σπάνια περιορίζεται σε απλές υποσχέσεις) οι οποίες ανάλογα με τα διαφορετικά-και σχεδόν αλληλοσυγκρουόμενα- συμφέροντα, άλλοτε καλόπιαναν και άλλοτε απειλούσαν τους Κρήτες μέσω των προξένων και των πρακτόρων τους που έστελναν στο νησί. Να επισημάνουμε την τεράστια αξία της στρατηγικής θέσης της Κρήτης και το ρόλο της στην επίλυση του Ανατολικού Ζητήματος, δηλαδή στη διάλυση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και του διαμερισμού της μεταξύ των Μ. Δυνάμεων. Η στρατηγική της θέση στο κέντρο της Ανατολικής Μεσογείου, στο μέσο της απόστασης ανάμεσα στην Ευρώπη και την Αφρική, ανάμεσα στη Μάλτα και τη Συρία, προκαλούν το άμεσο ενδιαφέρον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, Ελλάδας, Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας. Γνωστές οι Αγγλικές (γι’ αυτήν η Κρήτη, η κατοχή του Γιβραλτάρ-Μάλτας-Κύπρου-Διώρυγας του Σουέζ κατοχυρώνουν τον έλεγχο των θαλάσσιων δρόμων που οδηγούν στις πλουτοπαραγωγικές πηγές της Ινδίας και ήταν το πορθμείο για τις «εσωτερικές» συγκοινωνίες της βρετανικής αυτοκρατορίας) και όχι μόνο επεκτατικές βλέψεις.
Η εξέγερση του 1866 είναι η πιο αιματηρή και διήρκεσε περισσότερο από τις άλλες. Κατάληξη της ο Οργανικός Νόμος του 1868, που περιελάμβανε σειρά μεταρρυθμίσεων. Το γεγονός ότι παραμένει ανεφάρμοστος μέχρι το 1878, ο φόβος νέων κινητοποιήσεων και οι παρεμβάσεις των προξένων των Μ. Δυνάμεων οδηγούν στις 15 Οκτωβρίου του 1878 στη Σύμβαση της Χαλέπας, που ουσιαστικά παραχωρεί Αυτοδιοίκηση.
Η δυνατότητα για Ένωση φαντάζει πλέον πιο ισχυρή. Παρ’ όλα αυτά η Κρήτη (για την οποία θεωρείται από το εθνικό κέντρο ότι με το πλήρωμα του χρόνου θα γίνει ελληνική) μπαίνει σε δεύτερη μοίρα στους σχεδιασμούς της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής καθώς την περίοδο αυτή κυριαρχεί το Μακεδονικό Ζήτημα, με έντονο τον ανταγωνισμό των Βαλκανικών εθνικισμών.
Η πολιτική των Οθωμανών να θεωρούν την Κρήτη εσωτερικό πρόβλημα με διεθνείς προεκτάσεις, η αντιπαράθεση μεταξύ συντηρητικών και μεταρρυθμιστών Κρητών, το αδιέξοδο συγκεκριμένων πολιτικών ή η ανυπαρξία πολιτικής και ο τρόπος να καλυφθεί το κενό της με την επαναστατική δράση, διαμορφώνουν ένα πολιτικό μωσαϊκό που θυμίζει το Κυπριακό ζήτημα της εποχής μας.
Διέξοδο δίνει ο Ε. Βενιζέλος με την μοναδική του ικανότητα να εκμεταλλεύεται τη συγκυρία, να προσαρμόζει την πολιτική του στις εκάστοτε συνθήκες και να συνδυάζει ρεαλιστικά το «ντουφέκι και το παζάρι».
Πέντε χιλιόμετρα νότια από τα Χανιά βρίσκεται το χωριό Μουρνιές, άλλοτε το πιο δημοφιλές θέρετρο για τους ευκατάστατους κατοίκους των Χανίων και τόπος γέννησης του Ε.Βενιζέλου, στις 11 Αυγούστου του 1864 (π.ημ.). Οι επιρροές του οικογενειακού περιβάλλοντος στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του σημαντικές. Από τη μεριά της μητέρας του Στυλιανής Πλουμιδάκη, απλοϊκοί χωριάτες, σκληροτράχηλοι βουνίσιοι, οι γενναίοι πολεμιστές του Θερίσου. Από τη μεριά του πατέρα του Κυριάκου Βενιζέλου, οι επιχειρηματίες, οι αστοί, οι μετριοπαθείς αλλά και φλογεροί εθνικιστές και ιδεολόγοι. Ο ίδιος ο πατέρας του, ο εύπορος και μορφωμένος αστός, σήκωσε το ανάστημα του στην οθωμανική αυτοκρατορία, έχασε πολλές φορές την περιουσία που δημιούργησε, εξορίστηκε από τον τόπο του τέσσερις φορές εξαιτίας της δράσης του για την απελευθέρωση του νησιού.
Ο Ε. Βενιζέλος πήρε την ελληνική υπηκοότητα στη Σύρο, όπου η οικογένεια του είχε εξοριστεί. Είχε την τύχη να αποκτήσει σημαντική μόρφωση, αφού ο πατέρας του φροντίζει να τον εγγράψει καταρχήν στο κοινοτικό δημοτικό σχολείο «Άγιοι Ανάργυροι», το καλύτερο της περιοχής, ενώ οι γυμνασιακές (οικότροφος στην ιδιωτική εμπορική σχολή Αθήνας–Λύκειο Αντωνιάδη) και οι πανεπιστημιακές του σπουδές (Νομική Σχολή Αθήνας περατώνονται εκτός Κρήτης. Η έφεση του στην εκμάθηση ξένων γλωσσών είναι χαρακτηριστική. Παράλληλα, η περίοδος της παραμονής του στην Αθήνα τον βοηθά να παρακολούθεί τις πολιτικές ζυμώσεις της εποχής (Τρικούπης, Κουμουνδούρος), ενώ στέκεται επιφυλακτικά απέναντι στις κρητικές κινητοποιήσεις, θεωρώντας τες επικίνδυνες.
Ιδιαίτερη αίσθηση δημιουργεί η πασίγνωστη συνέντευξη από τον Joseph Chamberlain αργότερα υπουργό Αποικιών της χώρας του, το Νοέμβριο του 1886, που σε συνδυασμό με την όλη δραστηριοποίηση του για το Κρητικό ζήτημα, τον κατοχυρώνει σε εξουσιοδοτημένο εκπρόσωπο της, στην Αθήνα.
Μέσω των επιστολών που ανταλλάσσουν Κυριάκος και Ελευθέριος Βενιζέλος μπορούμε να διαπιστώσουμε την στενή και ιδιαίτερη σχέση που υπάρχει μεταξύ τους.
Στις 10 Μαρτίου του 1887 επιστρέφει στην Κρήτη, ασχολείται με τη δικηγορία, γνωρίζει και παντρεύεται τον άνθρωπο της ζωής του, τη Μαρία Ελευθερία-Κατελούζου. Η επαγγελματική του καριέρα αναπτύσσεται ραγδαία, ενώ βρίσκει το χρόνο να ασχοληθεί μαζί με τους φίλους του Κωστή Φούμη, Ιάκωβο Μοάτσο και Χαράλαμπο Πωλογεωργάκη σε μια από τις πιο σημαντικές εφημερίδες των Χανίων, τη φιλελεύθερη Λευκά Όρη. Ασκεί κριτική στην οθωμανική εξουσία και πιέζει για ομόνοια μεταξύ των τοπικών κομμάτων. Δεν ζητά απλώς ένωση με την Ελλάδα. Ζητά πραγματική πνευματική ανάταση και ψυχική έξαρση. Ζητά μια επανάσταση που θα ανατρέψει βαθιά ριζωμένες παραδόσεις και λαϊκές δεισιδαιμονίες, μια επανάσταση που θα έφτανε ως τα θεμέλια του τοπικού κοινωνικού συστήματος και θα εκσυγχρόνιζε την κοινωνία.
Την άνοιξη του 1889, σε ηλικία 24 ετών λαμβάνει μέρος στις εκλογές ως υποψήφιος του Φιλελευθέρου κόμματος και καταφέρνει να εκλεγεί. Είναι η αρχή της λαμπρής πολιτικής καριέρας. Το πολιτικό τοπίο της εποχής χαρακτηρίζεται από την α) απροθυμία της Πύλης να εφαρμόσει τις διατάξεις της Σύμβασης της Χαλέπας, β) τον έντονο ανταγωνισμό μεταξύ των τοπικών κομμάτων (Συντηρητικούς ή Καραβανάδες και Φιλελεύθεροι ή Ξυπόλητοι), γ) την ασαφή στάση των Μ. Δυνάμεων και δ) την έντονη ανάμειξη της ελληνικής κυβέρνησης (ο Τρικούπης δεν αντιμετώπιζε τότε την πιθανότητα αντιπαράταξης με την Πύλη και συνιστούσε μετριοπάθεια) και των ελλαδικών κομμάτων στην εσωτερική πολιτική της Κρήτης.
Στις εκλογές του1888, οι συντηρητικοί χάνουν το μονοπώλιο της Συνέλευσης και φοβούνται την απώλεια σειράς προνομίων, ενώ ο Βενιζέλος και η παράταξη του κερδίζουν ολοένα και περισσότερο την υποστήριξη των αστικών στρωμάτων, προβάλλοντας μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα (π.χ. ίδρυση Αγροτικής Τράπεζας, δικαιοσύνη κλπ) που τους επιτρέπει για πρώτη φορά να εξασφαλίσουν στο νεοσύστατο κρητικό κοινοβούλιο μια μεγάλη πλειοψηφία.
Η Γενική Συνέλευση της Κρήτης του 1889 δεν είχε μεγάλη διάρκεια ζωής. Το συντηρητικό κόμμα βλέποντας ότι χάνει τον πολιτικό έλεγχο προβαίνει σε εθνική πλειοδοσία, προτείνει στη Συνέλευση την κήρυξη της Ένωσης με την Ελλάδα, θέτοντας την φιλελεύθερη πλειοψηφία σε αμηχανία και προ του κινδύνου κατηγορίας εθνικής ολιγωρίας. Ο Βενιζέλος ελπίζει σε αποκατάσταση της συνταγματικής τάξης και στην αποτροπή της εξέγερσης, που τελικά ξεσπά στην επαρχία Αποκορώνου. Οι βιαιότητες στο νησί αυξάνονται, κάνοντας πολλούς Κρητικούς να υοθετούν την πρόταση να γίνει η Κρήτη βρετανικό προτεκτοράτο, προκαλώντας την οργισμένη δημοσιογραφική παρέμβαση του Βενιζέλου που καταγγέλλει τις βρετανικές μηχανορραφίες σε βάρος της αυτονομίας της Κρήτης.
Οι Οθωμανικές αρχές ενθαρρυμένες και από την Γερμανική διπλωματία (Bismarck) εξαπολύουν βίαιη καταστολή της εξέγερσης, προχωρώντας σε σφαγές του χριστιανικού στοιχείου (Ρέθυμνο, Ηράκλειο), προκαλώντας μεγάλο προσφυγικό ρεύμα. Η Σύμβαση της Χαλέπας καταργείται και κηρύσσεται στρατιωτικός νόμος.
Με το τσάκισμα της εξέγερσης ο Σακίρ πασάς ανέστειλε τον στρατιωτικό νόμο στις 16 Απριλίου 1890, κήρυξε γενική αμνηστία, δίνοντας τη δυνατότητα σε προσωπικότητες μεταξύ των οποίων και το Βενιζέλο να επιστρέψουν στην Κρήτη. Ο τελευταίος, αποδέχεται την πολιτική της κυβέρνησης Τρικούπη στο Κρητικό ζήτημα και θεωρεί ότι ένας νέος πόλεμος Ελλάδας και Πύλης, χωρίς την κατάλληλη προετοιμασία, θα είναι καταστρεπτικός.
Την περίοδο αυτή ο Βενιζέλος απομακρύνεται από την πολιτική. Το φθινόπωρο του 1890 παντρεύτηκε τη Μαρία Κατελούζου, οριστικοποιώντας μια μακροχρόνια, βαθιά σχέση. Το πρώτο τους αγόρι, ο Κυριάκος θα γεννηθεί το 1893. Το δεύτερο, ο Σοφοκλής δύο χρόνια αργότερα, αλλά η μητέρα πέθανε από επιπλοκές στον τοκετό.
Ο θάνατος της συζύγου του βύθισε το Βενιζέλο σε μια κατάθλιψη από την οποία δεν συνήλθε εύκολα. Σύμφωνα με μαρτυρίες φίλων του, δεν ήταν πια ο ίδιος άνθρωπος. Πολλά χρόνια αργότερα ένιωθε ακόμη οδύνη για το χαμό της γυναίκας του. Ποτέ δεν δέχτηκε την πραγματικότητα του θανάτου της ή πολύ πιο σημαντικό, την αδυναμία του να τον αποτρέψει. Πολλές φορές στη μετέπειτα ζωή του τον βλέπουμε να εξιδανικεύει καταστάσεις και ανθρώπους και όταν αυτοί χάνονταν, να αντιδρά και να εκδηλώνεται με ιδιαίτερη βιαιότητα. Αξιοπρόσεκτη υπήρξε στη σταδιοδρομία του Βενιζέλου και η σφοδρότητα των αντιδράσεων του, όταν έχανε κάποια θέση ισχύος: μετά τη διαμάχη του με τον πρίγκιπα Γεώργιο και την απόλυση του, μετά τη διχόνοια του με το βασιλέα Κωνσταντίνο και την απώλεια του αξιώματος του, μετά την απροσδόκητη εκλογική ήττα, το Νοέμβριο του 1920. Ο Τωμαδάκης στο βιβλίο του Ο Βενιζέλος έφηβος έχει περιγράψει την ψυχολογική ιδιομορφία του ως “λυπομανία” ή “ηθικό μαζοχισμό”.
Αργότερα θα επιστρέψει στην νομική του επαγγελματική απασχόληση, ενώ η πολιτική αρθρογραφία θα αποτελέσει διέξοδο, καθώς θα πραγματοποιήσει ένα είδος κάθαρσης και ανακούφισης με το γράψιμο.
Το χρονικό διάστημα μεταξύ 1890-94 η κατάσταση στην Κρήτη χειροτερεύει, οι σχέσεις μεταξύ των δύο κοινοτήτων διαταράσσονται επικίνδυνα και η Πύλη σε μια απόπειρα εξευμενισμού των χριστιανών αποστέλλει ως διοικητή τον Αλέξανδρο Καραθεοδωρή πασά το Μάρτιο του 1895, δημιουργώντας προσδοκίες και ανησυχίες εκατέρωθεν.
Στην Αθήνα η Κρητική Επιτροπή προβάλλει την αξίωση να τεθεί ενώπιον των Μ. Δυνάμεων το πρόβλημα της Κρήτης μαζί με της Μακεδονίας και των Αρμενίων προκαλώντας την ανησυχία της ελληνικής κυβέρνησης και στην Κρήτη, η Μεταπολιτευτική Επιτροπή, με ηγέτη το Σφακιανό Μανούσο Κούνδουρο προωθεί το αίτημα της Αυτονομίας. Η επανάσταση θεωρούνταν απαραίτητη για την εξασφάλιση της Αυτονομίας, γεγονός που έφερνε πιο κοντά την ένωση με την Ελλάδα, όταν η διεθνή συγκυρία θα ήταν πιο θετική. Η εξέγερση ξεσπά στο Κλήμα Αποκορώνου στις 3 Σεπτεμβρίου του 1895. Μετά τις πρώτες στρατιωτικές επιτυχίες, πλήθη αγωνιστών πλαισιώνουν τους εξεγερμένους, ενώ στην Αθήνα, η Εθνική Επιτροπή, μια εξτρεμιστική εθνικιστική οργάνωση προσφέρει οπλισμό, χρήματα, εφόδια.
Ο Βενιζέλος παίρνει δημόσια θέση, χαρακτηρίζει άκαιρη την εξέγερση, για να απειληθεί η ίδια του η ζωή.
Οι εξελίξεις είναι δραματικές και διαμορφώνουν ένα νέο πολιτικό σκηνικό όπου ο Βενιζέλος μπορεί πλέον να χρησιμοποιήσει τη δυναμική της εξέγερσης. Τέλη 1896, αρχές 1897 αποφασίζει να συμπράξει στην ένοπλη στάση του Ακρωτηρίου.
Η μεγάλη πυρκαγιά των Χανίων στάθηκε η αφορμή της μεταβολής της στάσης του. Έχει προηγηθεί η πίεση των Μ. Δυνάμεων που έχει ωθήσει τον Σουλτάνο σε παραχωρήσεις (χριστιανός διοικητής, διοικητικές-οικονομικές μεταρρυθμίσεις κλπ) που δεν γίνονται δεκτές ούτε από τους μουσουλμάνους, ούτε από τους χριστιανούς που θεωρούν ότι πρόκειται για έναν ελιγμό της Πύλης και σύντομα θα τις αναιρέσει. Μόνη επιλογή αναδεικνύεται για τους επαναστάτες η Ένωση. Τα μέτρα είναι βέβαιο ότι θα αποτύχουν, οι βιαιότητες αυξάνονται, οι μουσουλμάνοι καλούν τα σουλτανικά στρατεύματα να επιβάλλουν την τάξη, οι χριστιανοί εξοπλίζονται.
Ιδιαίτερης σημασίας γεγονός αποτελεί η μεταστροφή του Γεωργίου Α’(που μέχρι τώρα ευθυγραμμίζεται με τις προτεραιότητες που θέτει η βρετανική πολιτική περί ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) που με επιστολή του στον πρωθυπουργό Δηλιγιάννη, δίνει εντολή ενίσχυσης των εθνικών ενόπλων δυνάμεων.
Ακολουθεί η ιστορική σύμπτωση των γεγονότων στο Ακρωτήρι, που αργότερα πήραν μυθικές διαστάσεις από τους βιογράφους του Βενιζέλου. Tο Ακρωτήρι αποτελεί την ουσιαστική καμπή στην εξέλιξη του. Ο ιδεαλιστής προσηλωμένος στους νομικούς τύπους Βενιζέλος μεταμορφώνεται σε πραγματιστή διπλωμάτη.
Γιατί όμως αυτή η αλλαγή στην πολιτική του Βενιζέλου;
Ο Βενιζέλος ήθελε την Ένωση. Δεν πίστευε όμως ότι οι συνθήκες θα το επέτρεπαν και γι’ αυτό αντιτάχθηκε στην εξέγερση του 1896. Όμως το 1897 η κατάσταση έχει αλλάξει. Η πόλωση του πληθυσμού είναι τεράστια. Η ελληνική κυβέρνηση δεχόμενη και τις πιέσεις της Εθνικής Εταιρείας (της οποίας πολλοί υποστηρίζουν ήταν μέλος και ο Βενιζέλος) τάσσεται ανοικτά υπέρ του αγώνα, αποστέλλοντας στρατό και στόλο. Οι Μ. Δυνάμεις συνεχίζουν να βλέπουν αρνητικά την ένωση με την Ελλάδα, όμως τα αντικρουόμενα συμφέροντα τους αφήνουν περιθώρια ελιγμών και γίνεται πεποίθηση στο Βενιζέλο, ότι αυτή την χρονική στιγμή, η επαναστατική διεκδίκηση της Ένωσης, τις πιέζει καταλυτικά, για αναθεώρηση της στάσης τους.
Μετά την αρχική ψυχρότητα των προξένων των Μ. Δυνάμεων απέναντι στους στασιαστές, ακολουθεί ο βομβαρδισμός των ελληνικών θέσεων από τους στόλους τους, για να συγκλονιστεί η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, καθώς ο δυτικός τύπος και πιο συγκεκριμένα οι Times διαπιστώνουν “αυτή η κατάσταση οφείλεται αποκλειστικά στην Ελλάδα, αυτόν τον Δαβίδ τον αντιμέτωπο με έξι Γολιάθ και οτιδήποτε προκύψει από το σημερινό χάος θα καταγραφεί στο ενεργητικό αυτής της χώρας και μόνον”.
Ο βομβαρδισμός των Κρητών από τους Ευρωπαίους σηματοδοτεί την αλλαγή σελίδας, καθώς η πολιτική δραστηριότητα παίρνει τα ηνία από την πολεμική δράση. Με επιστολή του προς τις Μ. Δυνάμεις επισημοποιεί την είσοδο του στη διεθνή διπλωματία, διατυπώνοντας την άποψη ότι “η ειρήνη στην Κρήτη μπορεί να προκύψει μόνον από την ένωση της με την Ελλάδα, ενώ η παραχώρηση αυτονομίας δεν μπορεί παρά να οδηγήσει σε αναζωπύρωση και διαιώνιση των ταραχών και της ανωμαλίας”. Παράλληλα έχουμε την επισημοποίηση του διοικητικού σχήματος των στασιαστών με την εκλογή μιας εκτελεστικής επιτροπής, απαραίτητης για την αποτελεσματική αντιμετώπιση και τη δυνατότητα συναλλαγής και επηρεασμού των ξένων παραγόντων και των Μ. Δυνάμεων.
Η ήττα της Ελλάδας στον πόλεμο του 1897 και οι πιέσεις των Μ. Δυνάμεων οδηγούν σημαντικό τμήμα του πληθυσμού στον συμβιβασμό και στην αποδοχή της Αυτονομίας. Μετά από τρεις συνελεύσεις (Σπήλιο-Αρμένους-Αρχανές) διατυπώνεται σε Διακήρυξη το αίτημα της Αυτονομίας, στο οποίο αντιτάχθηκε έντονα ο Βενιζέλος.
Οι διαβουλεύσεις για το σχήμα και τους όρους της Αυτονομίας διακόπτονται απότομα τον Αύγουστο του 1898. Ο μουσουλμανικός πληθυσμός φοβάται για τις διαπραγματεύσεις που πραγματοποιούνται και πιο συγκεκριμένα για τα προνόμια τους. Οι αυξανόμενες ανησυχίες κλιμακώθηκαν επικίνδυνα και έγιναν αιτία για τις μαζικές σφαγές χριστιανών αλλά και ξένων στρατευμάτων στο Ηράκλειο. Πλέον, οι Μ. Δυνάμεις συνειδητοποιούν ότι απαραίτητος όρος επιβολής ειρήνης στο νησί είναι η απομάκρυνση των οθωμανικών στρατευμάτων, που τελικά αποσύρονται το Νοέμβριο του 1898, τερματίζοντας την οθωμανική κατοχή. Από εδώ και πέρα η Πύλη θα διατηρήσει μια σκιώδη μορφή εξουσίας και οι Μ. Δυνάμεις ορίζουν ως εντολοδόχο Ύπατο Αρμοστή της αυτονομίας στην Κρήτη τον πρίγκιπα Γεώργιο της Ελλάδας. Μια νέα σελίδα έχει γυρίσει για την Κρήτη.
Ο Βενιζέλος θα συμμετέχει στην επιτροπή διατύπωσης ενός σχεδίου συντάγματος, θα εκλεγεί τον Ιανουάριο του 1899 αντιπρόσωπος Χανίων στη Συνέλευση της Κρήτης, για να αναλάβει σύντομα καθήκοντα “επί τη ανωτέρα διευθύνσει της Δικαιοσύνης συμβούλου” στο πρώτο υπουργικό συμβούλιο του Γεωργίου.
Το Σύνταγμα του 1899 καθόριζε έναν βαθιά συντηρητικό και συγκεντρωτικό χαρακτήρα του πολιτεύματος. Παραχωρώντας σχεδόν μοναρχικές εξουσίες στον προσωρινό κυβερνήτη, ο Βενιζέλος πίστευε ότι καλυπτόταν η ανάγκη της ισχυρής διακυβέρνησης, ώστε να αντιμετωπιστούν τα μεγάλα εσωτερικά προβλήματα. Παράλληλα υπήρξε συνταγματική μέριμνα για τα δικαιώματα των μουσουλμάνων.
Σημαντικά ζητήματα όσον αφορά τον τρόπο διακυβέρνησης άρχισαν να τίθενται σύντομα. Στην Επίσημον Εφημερίδα όπου περιέχονται τα “στενογραφημένα πρακτικά της Συντακτικής Συνέλευσης των Κρητών”, αναφέρεται ότι ο πρίγκιπας Γεώργιος είχε δηλώσει: «Κύριοι, πρέπει να ηξεύρετε ότι ήλθον εδώ δια να διοικήσω ως ο Μέγας Πέτρος», ενώ Σύμβουλος με καθήκοντα εξωτερικών δεν διορίστηκε, γιατί την εξωτερική πολιτική της Κρήτης θα ασκούσε η βασιλική οικογένεια της Ελλάδας.!!!
Στην υπουργική του θέση ο Βενιζέλος θα παραμείνει από τον Απρίλιο του 1899 έως το Μάρτιο του 1901. Το έργο του λαμπρό. Τεράστιο Νομοθετικό έργο, κρίσιμες παρεμβάσεις στο δικαστικό τομέα, αλλά και αναδιοργάνωση της Χωροφυλακής.
Παράλληλα ήταν μια περίοδος “εκπαίδευσης” θα λέγαμε ως προς την αντιμετώπιση του βασιλικού θεσμού, ισορροπώντας ανάμεσα στις ανησυχίες του για την προσωπικότητα του Γεωργίου, τις δεσποτικές ροπές και τις αντιδημοκρατικές αντιλήψεις του, και της εκτίμησης των συμπατριωτών του προς το πρίγκιπα, λαϊκό είδωλο, που οτιδήποτε λιγότερο από αφοσίωση και τυφλή υποταγή ερμηνευόταν ως έλλειψη πατριωτισμού ή ακόμη ως προδοσία του εθνικού ιδεώδους.
Αν με την συμμετοχή του στην επανάσταση του 1897 ο Βενιζέλος αποκτά την αίγλη του “εθνικού ήρωα”, με την εξέγερση του Θέρισου, κατοχυρώνεται ως εθνικιστής, προοδευτικός και φιλελεύθερος ηγέτης στην Κρήτη, αλλά και στην Ελλάδα. Μια εξέγερση που ξεσπά το Μάρτιο του 1905, συνέπεια της κρίσης των σχέσεων μεταξύ Βενιζέλου και Γεωργίου, με αφετηρία το Μάρτιο του 1901, όταν ο Ύπατος Αρμοστής θα προβεί στην απόλυση του από τη θέση του συμβούλου Δικαιοσύνης.
Βέβαια, οι διαφωνίες τους αγκαλιάζουν ζητήματα εξωτερικής, αλλά και εσωτερικής πολιτικής, που η δυναστεία θεωρεί αποκλειστικότητα τη διαχείριση τους. Ενώ η βασιλική οικογένεια θεωρούσε ότι η λύση του Κρητικού ζητήματος θα ερχόταν μέσα από απευθείας διαβουλεύσεις με τις Μ. Δυνάμεις και ερήμην του κρητικού λαού και των εκπροσώπων του, ο Βενιζέλος αντιπρότεινε τη μεθόδευση της ανακήρυξης της Κρήτης σε ανεξάρτητο πριγκιπάτο, ως τελευταίο μεταβατικό στάδιο, πριν την πλήρη ένωση. Προκηρύσσοντας επομένως την αδέσμευτη αυτονομία, την κατάργηση της αρμοστείας και την εκλογή Κυβερνήτη από την Κρητική Συνέλευση, καθώς και με τη δημιουργία εθνοφρουράς και αργότερα κρητικού στρατού, θα εξασφαλιζόταν η πλήρης απεξάρτηση από τον Διεθνή Έλεγχο.
Η απάντηση του Γεωργίου, που φοβάται ότι χάνει τον έλεγχο των πραγμάτων, είναι τα κατευθυνόμενα δημοσιεύματα του αθηναϊκού και τοπικού τύπου, που κατηγορούν το Βενιζέλο για προδοσία καθώς απεμπολεί τον εθνικό στόχο της Ένωσης, επιδιώκοντας την Κρητική Ανεξαρτησία. Αξίζει να σημειώσουμε ότι πέρα από τις όποιες πολιτικές διαφωνίες σχετικά με τη λύση του Κρητικού ζητήματος, αναδεικνύεται η βασική διαφορά μεταξύ του παλατιού και του Βενιζέλου, εκπροσώπου πλέον της αστικής τάξης, όσον αφορά όχι μόνο τους στόχους, αλλά και τον τρόπο διακυβέρνησης και τα θεσμικά όρια παρεμβάσεων των διαφόρων θεσμών εξουσίας. Γεγονός που θα επαναληφθεί αρκετές φορές κατά τη διάρκεια των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα, παίρνοντας συχνά ακραία χαρακτηριστικά.
Στην κρίση παρεμβαίνει και η Εκκλησία, που δια στόματος του μητροπολίτη Κρήτης Ευμένιου, το Μάρτιο του 1903 κατηγορεί το Βενιζέλο για προδοτικές απόψεις και δραστηριότητα. Η απάντηση του Βενιζέλου θα έρθει μέσα από το φύλλο του Κήρυκα, προκαλώντας στη συνέχεια τη μήνυση του μητροπολίτη, την καταδίκη του Βενιζέλου και τη 15ήμερη φυλάκισή του.
Μετά τις συνεννοήσεις του Βενιζέλου με διάφορες δυσαρεστημένες προσωπικότητες, συνυπογράφεται πρωτόκολλο το Φεβρουάριο του 1905 που μεταξύ άλλων απαιτεί “ένωση της Κρήτης μετά της ελευθέρας Ελλάδας και αναθεώρηση του ημετέρου Συντάγματος κατά το πρότυπον του Ελληνικού, όπως απαλλαγή ο τόπος του δεσποτισμού” και κηρύσσεται το επαναστατικό κίνημα στο χωριό Θέρισο. Ο Βενιζέλος κατορθώνει να κερδίσει την υποστήριξη χιλιάδων συμπατριωτών του, να φθείρει το Γεώργιο στην κοινή γνώμη, αλλά και στα μάτια των κυβερνήσεων των Μ. Δυνάμεων και να πείσει για τις ενωτικές του επιδιώξεις. Ο Μ. Φούμης σε συνέντευξη που παραχωρεί στη Λ. Μακράκη χαρακτηρίζει το Θέρισο “σκηνοθετημένο κίνημα” και “ευφυή πολιτικό ελιγμό”, μέσω του οποίου ο Βενιζέλος ανάκτησε τα ενωτικά του διαπιστευτήρια.
Η υποστήριξη στο κίνημα του Θέρισου αποκτά μεγάλες διαστάσεις εντός και εκτός Κρήτης. Ο Βενιζέλος ξετυλίγει το διπλωματικό του ταλέντο στις επαφές του με τους εκπροσώπους των Μ. Δυνάμεων και επιτυγχάνει την απομάκρυνση του Γεωργίου τον Σεπτέμβριο του 1906.
Η επιτυχία του εγχειρήματος του Βενιζέλου δεν επέφερε μόνο τις επιδιωκόμενες μεταρρυθμίσεις στην Κρήτη. Εδραίωσε τη φήμη του ως πρωτεργάτη του κινήματος στην Ελλάδα. Κυρίως του αναγνωρίζεται η αξία της νεωτεριστικής πολιτικής μεθοδολογίας και της τολμηρής σκέψης, που προωθεί νέες λύσεις σε παλιά προβλήματα. Και όλα αυτά σε μια ιδιαίτερα κρίσιμη στιγμή για την Ελλάδα.
Στο βιβλίο της Λ. Μακράκη, εντυπωσιακά είναι τα στοιχεία που μας προσφέρονται για τις σχέσεις μεταξύ Βενιζέλου, της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας και των ξένων μετόχων της Hambros & Sons. Μέσω της αλληλογραφίας του Ι. Βαλαωρίτη, τότε προέδρου της Ε.Τ.Ε. προς το φίλο του Γάλλο τραπεζίτη Ullmann, το Νοέμβριο του 1910, αποκαλύπτεται ο καταλυτικός ρόλος του στην ανάδειξη του Βενιζέλου στην Αθήνα: «Έχοντας εκλεγεί βουλευτής παρά τις αντιρρήσεις μου, αναγκάστηκα να προβάλω ηρωική αντίσταση για να μην εκλεγώ πρόεδρος της Βουλής, πράγμα που θα με παρέσυρε στο σχηματισμό προσωρινής κυβέρνησης. [..] Όλα αυτά θα με ενέπλεκαν οριστικά στην πολιτική, κάτι που δε το ήθελα και που δεν ήταν του γούστου μου: επιπροσθέτως δε αντετίθετο [ο βασιλιάς] στη συμβουλή μου ότι μια κυβέρνηση Βενιζέλου –που αυτή τη στιγμή είναι ο δικός μας Briand- ήταν η μόνη ενδεδειγμένη υπό τις συνθήκες και για το συμφέρον της χώρας».
ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Μ. ΙΔΕΑ
Ποια είναι η Ελλάδα που καλεί τον Βενιζέλο με το Κίνημα στο Γουδί να την καθοδηγήσει και να την αναμορφώσει;
Σύμφωνα με μια παραδοσιακή αντίληψη ο κοινωνικός χαρακτήρας της Ελλάδας είναι «μισοφεουδαρχικός» όχι μόνο τον 19ο αιώνα, αλλά και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου. Προσέγγιση που ισχυρίζεται ότι η αστική τάξη καταλαμβάνει την εξουσία για πρώτη φορά το 1909 (Κορδάτος).
Ο Σβορώνος υποστηρίζει ότι η κατάληψη της εξουσίας από την αστική τάξη ουσιαστικά ξεκινά στα μέσα της δεκαετίας του 1850 και ολοκληρώνεται με το στρατιωτικό κίνημα του 1909.
Ο Σ. Καραγιάννης στην εισαγωγή του βιβλίου του Το Τρικουπικό Πολιτικό Κόμμα (1872-1895) θεωρεί ότι από τη δημιουργία του ελεύθερου ελληνικού κράτους και για διάστημα που υπερακοντίζει κατά πολύ τα σύνορα του 19ου αιώνα, η ολιγαρχία, με κάποια διαλείμματα, πότε βραχύβια και πότε εκτεταμένα, έχει τον πρώτο λόγο στην πολιτική ζωή. Ως ολιγαρχία ορίζονται οι διάφορες ομάδες που και στα πλαίσια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας διατηρούσαν εξέχουσα θέση (φαναριώτες, κοτζαμπάσηδες, ανώτερος κλήρος), όπου θα προστεθούν και τα ανώτερα αστικά κοινωνικά δεδομένα του εξωτερικού κυρίως χώρου, για να αποτελέσουν την αστικοτσιφλικάδικη κυρίαρχη ομάδα.
Αντιλήψεις που κυριαρχούν σε ένα τοπίο πολιτικών εκτιμήσεων που κάνουν λόγο για Ελλάδα της ψωροκώσταινας. Ελλάδα που ζει την αστική της επανάσταση το 1909. Ελλάδα της εξάρτησης που παρασύρεται στα βάθη της Μ. Ασίας υπερασπιζόμενη τα συμφέροντα των Μ.Δυνάμεων.
Στα παραπάνω μπορεί κανείς να αντιτάξει έναν πλούσιο αντίλογο.
Καταρχάς, πρέπει να τονίσουμε ότι η Ελληνική Επανάσταση που αρχίζει με την πρόθεση κυριαρχίας σε έναν πολύ ευρύτερο χώρο από αυτό που τελικά περιορίζεται το Μάρτιο του 1821, επιδιώκει τη δημιουργία ενός ανεξάρτητου-κυρίαρχου-αστικού κράτους. Ας σημειώσουμε: α) Πρωταγωνιστής της εξέγερσης είναι οι λαϊκές μάζες και οι αστοί (έμποροι-εφοπλιστές), ενώ ακόμη και στις εμφύλιες συγκρούσεις του 1824 ήταν πάντα νικητές. Β) Τα επαναστατικά συντάγματα, καθώς και αυτά μέχρι το 1864 αποπνέουν έναν φιλελεύθερο, δημοκρατικό δυναμισμό, με στοιχεία που δύσκολα συναντάς στους συνταγματικούς θεσμούς χωρών με μακροχρόνιες δημοκρατικές παραδόσεις. Γ) Συνυπολογίζοντας το πολιτικό βάρος των λαϊκών μαζών στο νέο ελληνικό κράτος, αποτέλεσμα της ένοπλης απελευθερωτικής πάλης και την ιδιαίτερη σημασία που έχει στην ύπαιθρο, όπου αναδεικνύεται σημαντικός παράγοντας της μη επικράτησης της μεγάλης έγγειας ιδιοκτησίας, στην πρώτη ελληνική επικράτεια. Ακόμη το ξεχωριστό πολιτικό βάρος των λαϊκών τάξεων μπορεί να εξηγήσει την «πρώιμη» σε διεθνή σύγκριση εγκαθίδρυση της φιλελεύθερης κοινοβουλευτικής τάξης στη χώρα.
Παράλληλα, εντοπίζουμε γενίκευση της μικρής έγγειας ιδιοκτησίας και η παραγωγή τείνει να εξειδικευτεί σε ένα δύο προϊόντα ανά περιοχή, για να πουληθεί στους εμπόρους. Βέβαια, ο χώρος της αγροτικής εμπορευματικής παραγωγής δεν είναι ενιαίος.
Σύμφωνα με το Γ. Μηλιό, στο βιβλίο του Ο Ελληνικός Κοινωνικός Σχηματισμός, μέχρι το 1870, η Ελλάδα δεν μπορεί να θεωρηθεί «υπανάπτυκτη», όχι μόνο από την άποψη ότι δεν έχουμε να κάνουμε με μια κοινωνία στην οποία κυριαρχούν προκαπιταλιστικά συστήματα εκμετάλλευσης, αλλά και από την άποψη των συγκεντρωτικών δεικτών ανάπτυξης. Το ΑΕΠ έφτασε το 1860 στο 74% του αντίστοιχου ευρωπαϊκού μέσου όρου. Η καθυστέρηση του βιομηχανικού κεφαλαίου αντισταθμίζεται από την τεράστια ανάπτυξη του εμπορικού και εφοπλιστικού κεφαλαίου, για να προστεθούν σύντομα επενδύσεις και δραστηριότητες στον χρηματιστικό και τραπεζικό κλάδο, δηλαδή στις πιο σύγχρονες για την εποχή υπηρεσίες. Οι εφοπλιστές διεθνοποιούν την επιχειρηματική τους δραστηριότητα, αποτελώντας την 5η ναυτική δύναμη στον κόσμο σε σχέση με τον πληθυσμό, ενώ το ισοζύγιο πληρωμών ισοσκελίζεται κατά την περίοδο που εξετάζουμε από τα μεταναστευτικά εμβάσματα και τα κέρδη της ναυτιλίας.
Στο ειδικό Χριστουγεννιάτικο τεύχος του Οικονομικού Ταχυδρόμου, 20ος Αιώνας Οι μεγάλοι σταθμοί της ελληνικής οικονομίας, ο Γ. Δερτιλής αναλύει το ρόλο της οικογένειας στην ανάπτυξη των δικτύων σε όλη την υφήλιο από τους Έλληνες της ομογένειας και της διασποράς, δίνοντας τη δική του εξήγηση στο περίφημο εμπορικό δαιμόνιο του Έλληνα. Στο γιατί οι ελληνικές επιχειρήσεις προσαρμόζονται καλύτερα στον τριτογενή τομέα της οικονομίας, τις υπηρεσίες. Στοιχεία που εντοπίζονται και σήμερα στην δράση του ελληνικού κεφαλαίου, αποτελώντας δείγματα νεωτερικότητας και όχι υπανάπτυξης. Σκοπεύοντας στη σύνδεση της εγχώριας οικονομίας με την παγκόσμια, εξασφαλίζοντας την ροή αγαθών, χρήματος και κεφαλαίου μεταξύ των αλλοδαπών και εγχώριων αγορών, μεταξύ αλλοδαπών και εγχώριων επιχειρήσεων και των τριών κλάδων.
Ο Γ. Δερτιλής εντοπίζει εύστοχα ορισμένες κρίσιμες ελληνικές ιδιοτυπίες: «1. Στην ελληνική περίπτωση, με τη δικτυακή και κάθετη οργάνωση του εμπορίου, της ναυτιλίας και των συναφών υπηρεσιών, διοχετεύονταν σε ελληνικά χέρια ένα τμήμα των κερδών που, στην περίπτωση μιας άλλης χώρας, θα διοχετεύονταν στους ισολογισμούς ξένων εμπορικών εταιρειών, στα θυλάκια αλλοδαπών καραβοκύρηδων ή εφοπλιστών, στα χρηματοκιβώτια ξένων τραπεζών, 2. Ένα τμήμα των κεφαλαίων που εισάγονταν στην ελληνική οικονομία ανήκε επίσης σε Έλληνες της αλλοδαπής, 3. Η οικονομική επιτυχία, η παραγωγικότητα και η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών δικτύων, που λειτουργούσαν αποκλειστικώς στην αλλοδαπή, χωρίς να έχουν σχέση με το ελληνικό εξωτερικό εμπόριο. Επιτυχία που οδηγούσε στην σώρευση ενός τεράστιου πλούτου, εντελώς δυσανάλογου με την εγχώρια ελλαδική πραγματικότητα”.
Την περίοδο 1870-1908 σημειώνεται μια στροφή στον βιομηχανικό καπιταλισμό. Στο θεσμικό-συνταγματικό επίπεδο το φιλελεύθερο πλαίσιο σταθεροποιείται με τη μεταρρύθμιση του 1864 και την καθιέρωση της αρχής της δεδηλωμένης του 1875. Μέχρι το 1914 ο εμπορικός στόλος καταλαμβάνει τη 13η θέση στον κόσμο, ενώ εντύπωση προκαλεί το γεγονός της επένδυσης των εφοπλιστικών κερδών στη βιομηχανία. Η καθυστερημένη ανάπτυξη της βιομηχανίας και η έλλειψη βαριά βιομηχανίας ερμηνεύονται σύμφωνα με την άποψη που θέλει τους αστούς να ασχολούνται με τον τριτογενή τομέα που επιφέρει μεγαλύτερα κέρδη και πιο σύντομα, χωρίς μεγάλη χρονική δέσμευση κεφαλαίων. Από το 1870 έχουμε μια βιομηχανική ανάπτυξη, καιροσκοπική και βασισμένη στον κρατικό προστατευτισμό (υποτίμηση δραχμής-δασμολόγιο). Ο αγροτικός τομέας συρρικνώνεται ενώ ενισχύεται το ειδικό βάρος του δευτερογενούς.
Η διακυβέρνηση Τρικούπη δε θα μας θυμίζει μόνο την εγκαθίδρυση του σύγχρονου κοινοβουλευτισμού, αλλά και τις τεράστιες κρατικές δαπάνες για έργα υποδομής. Είναι η εποχή της κατασκευής δρόμων, σιδηροδρόμων, λιμανιών, λιμενικών έργων, του Ισθμού της Κορίνθου. Έργα που εκτελούνται από ξένες ιδιωτικές εταιρείες, από χρηματοδότηση που προέρχεται από υπέρογκο εξωτερικό δανεισμό, αιτία της οικονομικής χρεοκοπίας του 1893 και της επιβολής Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου το 1989.
Για μικρό οικονομικό θαύμα κάνει λόγο ο Γ. Δερτιλής στα δεκατέσσερα χρόνια μεταξύ 1897-1911. Τα ελλείμματα των προϋπολογισμών μειώθηκαν, ο δημόσιος δανεισμός περιορίστηκε, οι τιμές σταθεροποιήθηκαν. Το ΑΕΠ αυξάνονταν ετησίως κατά 4,2 %. Αύξηση πραγματοποιείται στον αγροτικό τομέα, νέες βιομηχανίες-βιοτεχνίες ιδρύονται στον δευτερογενή, ενώ όσον αφορά τον τριτογενή, τραπεζικός (κεφάλαια και αποθεματικά τετραπλασιάστηκαν, ενώ για πρώτη φορά ιδρύονται τράπεζες και με την συμμετοχή ξένου πιστωτικού κεφαλαίου) και εφοπλιστικός τομέας (περνώντας από το ιστίο στον ατμό), απογειώνονται.
Απόρροια αυτής της ανάπτυξης του εφοπλιστικού-εμπορικού κεφαλαίου και της ανάπτυξης των Ελλήνων αστών του εξωτερικού είναι ένα μεταναστευτικό ρεύμα προς την Ανατολική λεκάνη της Μεσογείου, τα Βαλκάνια και τον Εύξεινο Πόντο, που ο Γ. Μηλιός εκτιμά ότι διακατέχεται από ένα «ιδιότυπο αποικιοκρατικό περιεχόμενο».
Πρόκειται για μια μετανάστευση που παρακολουθεί και συνυφαίνεται με την επέκταση του ελληνικού κεφαλαίου στον Νοτιο-Ανατολικό Ευρωπαϊκό χώρο. Η αξιοπρόσεκτη μελέτη της Σ. Αναγνωστοπούλου Μικρά Ασία, 19οςαι.-1919, οι Ελληνορθόδοξες Κοινότητες αναφέρεται ακριβώς σε αυτό το φαινόμενο, απόρροια όμως και των οθωμανικών μεταρρυθμίσεων, εντοπίζοντας κυρίως τους μετανάστες του 18ου αιώνα Έλληνες της ηπειρωτικής χώρας και των νησιών εγκατεστημένους στα παράλια της Μ.Ασίας και του Πόντου, κοντά σε εμπορικά, αστικά κέντρα και σιδηροδρομιούς κόμβους. Καθόλο τον 19ο αιώνα οι Έλληνες του εξωτερικού είναι σαφώς περισσότεροι από τους κατοίκους του Βασιλείου.
Σε όλες αυτές τις περιοχές οι Έλληνες ελέγχουν το εξαγωγικό (κυρίως τα πιο σημαντικά αγροτικά τους προϊόντα) και εισαγωγικό εμπόριο, τις μεταφορές, αποτελούν σημαντικό τμήμα της αστικής τάξης, έχουν στα χέρια το τραπεζικό και τοκογλυφικό κεφάλαιο. Αυτό που πρέπει να προσέξουμε είναι ότι οι Έλληνες δεν αποτελούν απλώς τμήμα της αστικής τάξης που βρίσκεται επενδυμένο το κεφάλαιο τους. Οι Έλληνες καπιταλιστές και οι ελληνικές κοινότητες του εξωτερικού αποτελούν τους προπομπούς και τους πρεσβευτές του επεκτατισμού του ελληνικού κράτους. Οι ίδιοι πιστεύουν ότι η επέκταση των συνόρων του ελληνικού κράτους ήταν άλλωστε η προϋπόθεση για την σταθεροποίηση και ανύψωση της οικονομικής κυριαρχίας τους σε πραγματική πολιτική εξουσία.
Μια αίσθηση του πλούτου που είχαν αποκτήσει οι Έλληνες αστοί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μας δίνει ο Γ. Ζερίφης μέσα από το βιβλίο του ΟΙ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΜΟΥ, ΕΝΑΣ ΚΟΣΜΟΣ ΠΟΥ ΕΦΥΓΕ, Κωνσταντινούπολη 1800-1920, που ουσιαστικά αναφέρεται στον παππού του Γ. Ζαρίφη, ένα θρυλικό πρόσωπο της εποχής του. Ο επιχειρηματίας λοιπόν Γ. Ζερίφης πέρα από τις τράπεζες, τα μεταλλεία και τους τροχιόδρομους αποκτά από τον ίδιο τον Σουλτάνο το Οθωμανικό Χρέος και το Μονοπώλιο των Καπνών. Η Πύλη έχει ανάγκη από χρήματα. Απαρχαιωμένο φορολογικό σύστημα, συνεχείς πολεμικές επιχειρήσεις υποχρεώνουν το Σουλτάνο να στραφεί στο Ζερίφη. Ο τελευταίος πάντα πρόθυμος να βοηθήσει, αλλά ζητά εγγυήσεις. Το Νοέμβριο του 1879, ο Γ. Ζερίφης επικεφαλής ομίλου Ελλήνων τραπεζιτών καταφέρνει να αποσπάσει από το Σουλτάνο έναν “ιραδέ” που επιτρέπει τη συγκρότηση εταιρείας στην οποία παραχωρούνται για μια δεκαετία οι εισπράξεις φόρων χαρτοσήμων, αλιείας, μετάξης, προβάτων και την εκμετάλλευση δύο μονοπωλίων καπνού και άλατος, με έναρξη ισχύος τον Ιανουάριο του 1880. Οι Ευρωπαίοι καπιταλιστές μένουν εμβρόντητοι, ενώ ένα χρόνο αργότερα ο Σουλτάνος εξέδωσε νέο “ιραδέ”, το Διάταγμα του Μουχαρέμ, το 1881. Πρόκειται για διεθνή εταιρεία που θα επέβαλε μορφή βαρύτατου ελέγχου για να εξοφληθούν δάνεια-τόκοι και ονομάστηκε Οθωμανικό Δημόσιο Χρέος. Τέλος, αν προσθέσουμε δίπλα στο όνομα του Ζαρίφη αυτά των Σούτσου, Κρίνων, Λεβίδηδων, Ζαχάρωφ, Μποδοσάκη, Ωνάση και τόσων άλλων, αρχίζουμε να συνειδητοποιούμε το μέγεθος της οικονομικής και όχι μόνο δύναμης που είχαν σωρεύσει.
Θα άξιζε να παρακολουθήσουμε μέσα από το ενδιαφέρον βιβλίο της Ε. Σκοπετέα ΤΟ «ΠΡΟΤΥΠΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ» ΚΑΙ Η ΜΕΓΑΛΗ ΙΔΕΑ το πώς τοποθετούνται οι Έλληνες απέναντι στα όρια του βασιλείου τους. Ο Καποδίστριας με το υπόμνημα του 1828 σταματά στη Θεσσαλονίκη. Το επαναστατικό δίκαιο όπως μπορούμε να το παρακολουθήσουμε μέσα από το Σύνταγμα της Τροιζήνας ορίζει «Επαρχίαι της Ελλάδας είναι, όσαι έλαβον και θα λάβωσι τα όπλα κατά της Οθωμανικής δυναστείας». Το ιστορικό δίκαιο θέτει τα σύνορα πέραν του Δουνάβεως και κατέληγε εις το Ταίναρον. Υπάρχει και η αναφορά στα όρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ακριβέστερα στο ευρωπαϊκό και μικρασιατικό της τμήμα, όπου εξακολουθούσε να στεγάζεται το υπόδουλο γένος. Στο γένος βέβαια μπορούσαν να ενταχθούν χριστιανικοί πληθυσμοί άλλων εθνοτήτων από την ελληνική. Ο κατάλογος των «Ελλήνων» που δίνεται στα 1824, από το Φαναριώτη Θεόδωρο Νέγρη είναι αποκαλυπτικός: «ο Σέρβος, ο Βούλγαρος, ο Θραξ, ο Μακεδών, ο Ηειρώτης, ο Θεσσαλός, ο Αιτωλός, ο Φωκεύς, ο Λοκρός, ο Βοιωτός, ο Αθηναίος, ο Ευβοεύς, ο Πελοποννήσιος, ο Ρόδιος, ο Κρητικός, ο Κύπριος, ο Ψαρριανός, ο Λήμνιος, ο Σάμιος, ο Τενέδιος, ο Μυτιληναίος, ο Χίος, ο Αξιώτης, ο Τήνιος, ο Αντιοχεύς, ο Σύριος, ο Εφέσιος, ο Βιθυνός, ο Καισσαρεύς, ο Σμυρναίος….».
Είναι πάλι η Σ. Αναγνωστοπούλου που αποδεικνύει τον τρόπο μετασχηματισμού του θρησκευτικού περιεχομένου του Μιλλέτ σε εθνικό-ελληνικό, τον τρόπο με τον οποίο προσπαθούν οι Έλληνες αστοί και οι επίσημες ελληνικές προξενικές αρχές μέσω των κοινοτήτων να περιθωριοποιήσουν το ρόλο του Πατριαρχείου και να αποκτήσουν τον εκπαιδευτικό- πολιτιστικό - πολιτικό έλεγχο.
Η Μ. Ιδέα δεν αποτελούσε μια ρομαντική ουτοπία της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Σε μια εποχή απότομων εδαφικών αναδιατάξεων, εθνικής αφύπνισης ή επέκτασης, η Μεγάλη Ιδέα διεκδικεί για την Ελλάδα όλες αυτές τις περιοχές που το ελληνικό κεφάλαιο και οι ελληνικές κοινότητες αποτελούσαν ή μπορούσαν να αποτελέσουν το οικονομικό, αλλά και κοινωνικό-πολιτιστικό, κυρίαρχο στοιχείο. Η Ελληνική Αυτοκρατορία των τριών ηπείρων και των πέντε θαλασσών, με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη αποκαλύπτει την ουτοπική πλευρά αυτής της επεκτατικής στρατηγικής, καθώς η πολιτική και στρατιωτική ισχύς του νεοσύστατου ελληνικού κράτους δεν αρκεί για την υλοποίηση της. Η ήττα στον πόλεμο του 1897 προκαλεί εύλογα συμπεράσματα, δυσχεραίνει τη διεθνή θέση της χώρας, άρα και τη δυνατότητα συμμαχιών.
Η άνοδος του Πανσλαβισμού, με την υποστήριξη της Ρωσίας στους Βαλκανικούς εθνικισμούς δίνει το πρώτο χτύπημα στη Μ. Ιδέα, καθώς όχι μόνο τα σύνορα στο Δούναβη αποκαλύπτονται φενάκη, αλλά η Μακεδονία και η Θράκη γνωρίζουν νέους διεκδικητές. Η αγγλική προσάρτηση της Αιγύπτου θέτει τέλος στις όποιες βλέψεις για ελληνική πολιτική κυριαρχία στα βορειοαφρικανικά παράλια, προκαλώντας και έναν ορισμένο επαναπατρισμό ελληνικών κεφαλαίων στο εθνικό κέντρο (που επενδύονται σε αγορά γης, στην ναυτιλία και τη βιομηχανία. Οι Οθωμανικές μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάν και του Χάτι Χουμαγιούμ, αναγνωρίζοντας ίσα δικαιώματα για όλους τους πολίτες της αυτοκρατορίας, δημιουργούν μια δυναμική αφομοίωσης, τρέφουν ψευδαισθήσεις στις πρώην θρησκευτικές κοινότητες ότι μπορούν να μετατρέψουν την οικονομική τους δύναμη σε αντίστοιχο μερίδιο εξουσίας, για να δεχτούν γρήγορα διάψευση τόσο από τον τουρκικό εθνικισμό, όσο και από τον ελληνικό.
Η επανάσταση των Νεότουρκων το 1908 αποτελεί το σημείο καμπής για τις μετέπειτα εξελίξεις. Η σύγκρουση μεταρρυθμιστών Οθωμανιστών-εθνικιστών λήγει με νίκη των τελευταίων που προωθούν την μετατροπή των μουσουλμάνων σε Τούρκους, αναπτύσσοντας ανάλογη εθνική συνείδηση και ωθώντας σε διαχωρισμό τους από τους ξένους που ελέγχουν τον «εθνικό τους πλούτο».
Διανοούμενοι υποστηρικτές του “Ανατολικού Ιδανικού” όπως ο Ίων Δραγούμης, ο Α. Σουλιώτης-Νικολαίδης, που ταυτίζουν τους Έλληνες με τους χριστιανούς και προβάλλουν το αίτημα “Η Ανατολή εις τους Ανατολίτας”, συνειδητοποιούν τον κίνδυνο. Στο βιβλίο του Κ.Σ. Σοκόλη Αυτοκρατορία καταγγέλλεται “η δυτικοφερμένη ιδέα του εθνικισμού που ξύπνησε τη διχόνοια και κατέστρεψε την πνευματική κυριαρχία του Ελληνισμού”.
Το ζοφερό πολιτικό κλίμα που κυριαρχεί, η συνειδητοποίηση της ανοικτής κοινωνικής κρίσης (άθλια η κατάσταση της εργατικής τάξης, βαριοί φόροι, έμμεση φορολογία που πλήττει κυρίως εργατικά και μικροαστικά στρώματα, κοινωνική πόλωση και προκλητική επίδειξη πλούτου) σε συνδυασμό με τους ορατούς κινδύνους για τα επεκτατικά-αλυτρωτικά οράματα, ωθούν στο προσκήνιο έναν νέο πολιτικό πόλο, το στρατό. Και ενώ η κύρια απαίτηση του Στρατιωτικού Συνδέσμου είναι η αναδιοργάνωση του στρατού (που κάποια πρώτα βήματα έγιναν το 1902 και το 1906), η μαζική παρέμβαση του λαϊκού παράγοντα, με την πολιτική σφραγίδα της αστικής τάξης, προσθέτει στα επίδικα τις κοινωνικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις όπως: μεταρρύθμιση φορολογίας, αναδιοργάνωση δημόσιας διοίκησης, ποινικοποίηση τοκογλυφίας, βελτίωση των όρων ζωής και των συνθηκών εργασίας της εργατικής τάξης.
Στόχος όλων η κάθαρση από το άγος του 1897. Ο Βενιζέλος, ήρωας και ηγέτης της Κρητικής επανάστασης, που έφερε την ανεξαρτησία στους Κρήτες, τροφοδοτεί πολύ ευρύτερες προσδοκίες. Είναι ένας εθνικισμός Πανελλήνιος, που τον ενστερνίζονται τώρα και οι περισσότεροι Έλληνες της ομογένειας και της διασποράς. Συμπυκνώνει την ελπίδα υπεράσπισης για τους Έλληνες που αισθάνονται αφενός την απειλή για τις εστίες και τα συμφέροντα τους στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, αφετέρου την ελπίδα διεκδίκησης που ξεπηδά από την ορμή που τους χαρίζει η απίστευτη οικονομική επιτυχία. Είναι η συνάντηση των εντός Ελλάδας Ελλήνων που οραματίζονται την εξάπλωση και των εκτός Ελλάδας Ελλήνων που χρειάζονται επιτακτικά ένα εθνικό κέντρο, ένα κράτος που θα τους προστατεύσει στις διεθνείς τους δραστηριότητες και μια χώρα που να είναι το έσχατο καταφύγιο σε ώρα ανάγκης.
ΕΡΧΟΜΟΣ ΤΟΥ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ
Ο Βενιζέλος καλείται στην Αθήνα ως σύμβουλος του Στρατιωτικού Συνδέσμου. Θα ακολουθήσουν η κυβέρνηση Σ. Δραγούμη και οι εκλογές Αναθεωρητικής Βουλής. Τον Οκτώβριο του 1910 έχουμε την πρώτη κυβέρνηση του Ε. Βενιζέλου. Αρχίζει το μεταρρυθμιστικό του έργο, αλλά όσοι περιμένουν αλλαγές αντίστοιχες μιας Αστικής Επανάστασης μάλλον θα απογοητευτούν.
Όπως μας περιγράφει ο Β. Παπακοσμάς στην εργασία του που περιλαμβάνεται στα ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ ΓΥΡΩ ΑΠΌ ΤΟ ΒΕΝΙΖΕΛΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ, ο κρητικός πολιτικός, που έχει αποκτήσει φήμη αντιβασιλικού ως αρχηγός της επανάστασης στο Θέρισο κατά του πρίγκιπα Γεωργίου, έπαιξε συμβιβαστικό ρόλο πείθοντας για την ανάγκη σύγκλισης αναθεωρητικής και όχι Συντακτικής Βουλής. Όταν το πλήθος αντιφώνησε “Όχι ! Συντακτική!”, ο Βενιζέλος απάντησε “αναθεωρητική”. Η αντέγκληση αυτή έγινε τρεις φορές και τελικά το πλήθος έδωσε την έγκριση του. Το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα θα αποδείξει ότι δεν είναι ούτε ο αντι-βασιλικός επικριτής του θρόνου, ούτε ο επαναστάτης. Είναι ο μεταρρυθμιστής που εμπνέει εμπιστοσύνη.
Ο Θ. Βερέμης στο ίδιο βιβλίο καθώς και στο Ο στρατός στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ αναφέρει το πώς ο Βενιζέλος αφού πείσει τους στρατιωτικούς να επιστρέψουν στους στρατώνες, αναλαμβάνοντας το 1911 τα υπουργεία των Στρατιωτικών και Ναυτικού, προωθεί την ανασυγκρότηση στρατού και στόλου που έχει αρχίσει από το 1906, ικανοποιεί τα επαγγελματικά αιτήματα των αξιωματικών, διορίζει το Διάδοχο Κωνσταντίνο Γενικό Επιθεωρητή (μετά Αρχιστράτηγο, παρά τις αντιδράσεις) και αμνηστεύει τους βασιλόφρονες αξιωματικούς, που είχαν αντιταχθεί στις διαμαρτυρίες του 1909. Ο Βεντήρης στο έργο του Η ΕΛΛΑΣ 1910-1920 τονίζει ότι ο Βενιζέλος δε θα στραφεί κατά του βασιλιά στο βαθμό που ο τελευταίος αποδεχτεί την νέα τάξη πραγμάτων. Το «ΕΘΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ» (Μακεδονία-Κρήτη) απαιτούν κοινωνική ειρήνη και ενότητα.
Μια από τις πιο σημαντικές πτυχές του μεταρρυθμιστικού έργου του Βενιζέλου αποτελεί η εργατική νομοθεσία που μέχρι το 1910 ήταν ανύπαρκτη. Την περίοδο 1910-20 το αστικό κράτος αναγνωρίζοντας τον αυξανόμενο ταξικό ανταγωνισμό και θέλοντας να καθησυχάσει τους εργάτες και να εξουδετερώσει την ριζοσπαστική κοινωνική πρωτοπορία, αντιμετώπισε την αναγκαιότητα της εργατικής νομοθεσίας. Η σπουδαία εργασία του Γ. Λεονταρίτη που συμπεριλαμβάνεται στην προαναφερόμενη συλλογική μελέτη, αλλά και στο έργο του ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΠΡΩΤΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ μας προσφέρει πολύτιμα στοιχεία. Η δήλωση του Βενιζέλου στη Βουλή την άνοιξη του 1911 είναι αποκαλυπτική: “ότε βεβαίως ο κ. Βουλευτής … δεν βλέπει τον κίνδυνο, ο οποίος είναι πολύ μακράν, ότε νομίζει, ότι εις Πολιτεία μη κοινωνιστικήν” και παρακάτω “εν μέσον έχει να προλάβει , να προλαμβάνει τας εκρήξεις δια της εγκαίρου ικανοποιήσεως των δικαίων αξιώσεων των τάξεων εκείνων των εργατών των αποκλήρων της κοινωνίας”. Το αστικό κράτος μπορούσε να ανεχτεί το πολύ μια “συνδικαλιστική συνείδηση” και την πολιτικοποίηση της εργατικής τάξης μόνον για να επιβάλει σχέσεις προστασίας-πελατείας μεταξύ μιας δυνητικά επαναστατικής δύναμης και της αστικής τάξης. Η νομοθεσία λοιπόν θέλησε να αμβλύνει λίγο τις εκμεταλλευτικές σχέσεις μεταξύ εργοδότη-εργαζομένου, να ρυθμίσει και να αποτρέψει τις διαφωνίες στο χώρο της βιομηχανικής παραγωγής.
Ο Γ. Μαυρογορδάτος στην εισαγωγή του συλλογικού έργου ΒΕΝΙΖΕΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΣΤΙΚΟΣ ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΣ προσπαθεί να προκαταλάβει, χρησιμοποιώντας τη γνωστή μέθοδο να κατηγορείς κάθε άποψη με την οποία δεν συμφωνείς χρεώνοντας της ό,τι αρνητικότερο χαρακτηρίζει την προσωπική σου προσέγγιση. Μας λεει λοιπόν: “για λόγους που δεν είναι άσχετοι με ιδεολογικές παρωπίδες δεν αναγνωρίζεται κατά κανόνα κάτι που είναι ωστόσο ολοφάνερο: ότι η νομοθεσία αυτή συγκροτεί ένα οργανικό σύνολο, ένα ενιαίο σχέδιο ορθολογικής οργάνωσης και έγκυρης εκπροσώπησης όλων των βασικών ταξικών συμφερόντων”. Πάμε λοιπόν να δούμε ποιος χρησιμοποιεί ιδεολογικές παρωπίδες….
Το Σύνταγμα του 1864 περιελάμβανε στο άρθρο 11 την εξής διάταξη: “Οι Έλληνες έχουσι το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι, τηρούντες τους νόμους του Κράτους, οίτινες όμως ουδέποτε δύνανται να υπαγάγωσι το δικαίωμα τούτο εις την προηγούμενη της κυβερνήσεως άδειαν”. Όμως οι εργατικές και οι επαγγελματικές ενώσεις των εργοδοτών δεν προστατεύονται από το άρθρο 11 του Συντάγματος, αλλά διέπονται από το αστικό δίκαιο της εποχής. Ποιος είπε ότι οι αστοί δεν προνοούν;
Οι περισσότεροι σύλλογοι μέχρι το 1911 είχανε μέλη εργοδότες και εργαζόμενους, ήταν δηλαδή συντεχνίες. Η αναθεώρηση του Συντάγματος δίνει στους εργαζόμενους τη δυνατότητα να ιδρύσουν τα σωματεία τους και στους εργοδότες τις ενώσεις τους, αλλά το κόστος της αναγνώρισης αυτού του δικαιώματος είναι η “δυνατότητα της διάλυσης των συνεταιρισμών από τη δικαστική εξουσία για παράβαση του νόμου. Αποκαλύπτεται ότι η αναθεώρηση είχε ως στόχο τη δυνατότητα της νομοθετικής εξουσίας να ρυθμίζει, με την επιφύλαξη του νόμου, τα θέματα της ίδρυσης και λειτουργίας των ενώσεων”. Με τη νέα συνταγματική ρύθμιση η ελευθερία της σύστασης μη κερδοσκοπικών συνεταιρισμών ή πολιτικών ενώσεων δεν αποτελεί πλέον απόλυτο δικαίωμα, αλλά δικαίωμα που τελεί υπό την επιφύλαξη του νόμου, ο οποίος μπορεί να επιβάλλει περιορισμούς και να ρυθμίζει τον τρόπο σύστασης, οργάνωσης και λειτουργίας των ενώσεων. Τι περίεργη αντίφαση βρίσκεται μπροστά στους οπαδούς της αντίληψης που θέλουν το Βενιζέλο αρχηγό της “Αστικής Επανάστασης” του 1909, να αναθεωρεί δικαιώματα που έχει κατοχυρώσει η ολιγαρχική διακυβέρνηση;
Στις αντιδράσεις που ξεσπούν αναδεικνύεται και ο πραγματικός στόχος της αναθεώρησης. Ο Φ.Νέγρης χαρακτήρισε “μάχαιρα, ήτις δίδεται εις την πολιτεία, ίνα αποκόψη τας ελευθερίας των πολιτών” και αναφέρει το παράδειγμα “η κυβέρνηση, για να προστατεύσει το γενικό συμφέρον , ψηφίζει ένα νόμο, που επιβάλλει την διάλυση των συνδέσμων, όταν οι απεργίες που αποφασίζονται απ’ αυτούς οδηγούν σε έκτροπα”. Εάν όμως διαλυθεί ο σύνδεσμος, παρατηρεί ο Νέγρης, τότε οι υπάλληλοι που ανήκουν σε αυτόν δεν θα έχουν κανένα πλέον να υπερασπίζεται τα συμφέροντα τους. Η εφαρμογή όμως αυτού του νόμου καταργεί την ισότητα, την οποία το Σύνταγμα εξασφαλίζει για όλους τους πολίτες. Ο Βενιζέλος για να περιορίσει τις αντιδράσεις πρότεινε η διάλυση των ενώσεων να γίνεται από το Συμβούλιο της Επικρατείας. Καινοτόμα όντως προσέγγιση ενός ριζοσπάστη πολιτικού που έρχεται να ανατρέψει τον παλαιοκομματισμό, δεσμευμένος το 1911 για το Συμβούλιο Επικρατείας που θα συσταθεί μόλις το 1928.
Η εργατική νομοθεσία εμπλουτίζεται με σειρά ρυθμίσεων: υποχρεωτική αργία την Κυριακή, νομιμοποίηση εργατικών κέντρων Αθήνας και Πειραιά το 1910, γενίκευση της υποχρεωτικής ασφάλισης των εργαζομένων έναντι ατυχήματος, απαγόρευση εργασίας των παιδιών μέχρι 12 ετών και των γυναικών σε κατάσταση εγκυμοσύνης και ανώτατο όριο εργασίας των τελευταίων στις 10 ώρες, καθορίζονται οι κανόνες υγιεινής και λειτουργίας των εργοστασίων, ανάθεση στην Επιθεώρηση Εργασίας του ελέγχου της τήρησης των κανόνων, ίδρυση της ΓΣΕΕ το 1918, σταδιακή μείωση του χρόνου εργασίας.
Ο Γ. Λεονταρίτης αποδεικνύει ότι η εργατική νομοθεσία με ευθύνη της κυβέρνησης και του κράτους μένει ανεφάρμοστη, ενώ ο Γ. Ληξούρης θεωρεί ότι υπάρχει αντίφαση μεταξύ των εξαιρετικά προωθημένων για την εποχή ρυθμίσεων και του πλήθους των εξαιρέσεων και των λεπτομερειακών και εξειδικευμένων προβλέψεων που καθιστούσαν δυσλειτουργικούς τους βασικούς προστατευτικούς κανόνες. Ο καθορισμός της διάρκειας της ημερήσιας εργασίας έμενε στην διακριτική ευχέρεια του κάθε εργοδότη, οι εποπτικές υπηρεσίες μένουν αστελέχωτες, η αστυνομία αδιαφορεί, η τιμωρία των εργοδοτών-παραβατών είναι ανύπαρκτη. Οι εργοδότες χρησιμοποιούν τα διαχρονικά επιχειρήματα τους. Λες και τα λόγια του προέδρου του ΣΕΒ κ. Κυριακόπουλου, οι αγωνίες του υπ. Αλογοσκούφη έχουν με έναν ανεξήγητο τρόπο επιστρέψει στο παρελθόν και ενγράφονται δια χειρός Γ. Λεονταρίτη: “η μείωση στις ώρες εργασίας θα απέκλειε τις επενδύσεις κεφαλαίων και θα προκαλούσε την οικονομική καταστροφή τους. Υποστήριζαν ότι ο Έλληνας εργάτης ήταν λιγότερο παραγωγικός από τον Ευρωπαίο εργάτη”.
Οι εργαζόμενοι συνειδητοποιούν ότι ο μόνος τρόπος κατάκτησης των δικαιωμάτων τους είναι η συλλογική αγωνιστική προσπάθεια. Η συμμετοχή τους στον πολιτικό αγώνα του 1909 τους γεμίζει αισιοδοξία, η άνθιση των σωματείων τους φανερώνει τη δύναμη της συλλογικότητας, η απεργία γίνεται κοινωνικό φαινόμενο.
Ο αρχάγγελος του αστικού εκσυγχρονισμού, ο ευαίσθητος δέκτης της κοινωνικής δυναμικής αντιλαμβάνεται τον εργατικό κίνδυνο που αυξάνει και αργά, αλλά σταθερά τείνει να πολιτικοποιηθεί και λαμβάνει μέτρα. Ο Σ. Μουδόπουλος κάνει λόγο για τον νόμο 281/1914 του πλέον μη φιλελεύθερου νομοθέτη. Όχι μόνο αφαίρεσε ελευθερίες από τις εργατικές οργανώσεις, αλλά επέστρεψε, με αυστηρότερες επιλογές, στις ρυθμίσεις που ίσχυαν πριν από την ψήφιση του Συντάγματος του 1911, δηλαδή στο σύστημα εκείνο που είχε βασικό χαρακτηριστικό τον κρατικό έλεγχο των εργατικών ενώσεων”. Την αιτία περιγράφει ο Παπαναστασίου: “το βαθύτερο αυτό αίτιον ήτο κατά τη γνώμη μου η αμυντική πρόβλεψις και προσπάθεια της αστικής τάξης προς πολιτική εκμετάλλευσιν και εν γένει κηδεμόνευσιν και κατεύθυνσιν της εργατικής τάξεως, χωλής και αμάχου, μακράν του θετικού αγώνος”.
Βασικός στόχος ο περιορισμός του δικαιώματος της Απεργίας. Τρόποι: το θέμα της Απαρτίας των Γενικών Συνελεύσεων, ο αποκλεισμός των ανηλίκων μέχρι 18 ετών από αυτές, όροι για την εκδήλωση μιας απεργίας, η απαγόρευση συμμετοχής των δημοσίων υπαλλήλων σε εργατικές ενώσεις και ιδιαιτέρως η χρήση του όπλου της απεργίας από αυτούς. Να επισημάνουμε ότι την θωράκιση του καθεστώτος είχε αναλάβει ο Σβώλος, ενώ οι βασικές επιλογές του νόμου αυτού ισχύουν ακόμη και σήμερα, δημιουργώντας μια συνείδηση δικαίου ακόμη στην εργατική τάξη, με αποτέλεσμα την υποταγή της στις ρυθμίσεις του.
Εντύπωση προκαλεί η πολιτική του Βενιζέλου απέναντι στο Διεθνές Γραφείο Εργασίας (ΔΓΕ), που ιδρύθηκε το 1919, την επαύριο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, ως μια εναλλακτική διαδικασία αντιμετώπισης των εργατικών ζητημάτων μέσω της συνεργασίας των τάξεων απέναντι στην μεταπολεμική επαναστατική πλημμυρίδα και τον κομμουνισμό. Όπως μας λεει ο Α. Λιάκος η κυβέρνηση των Φιλελευθέρων αναζητώντας την υποστήριξη των επεκτατικών της σχεδίων το 1919 στο εξωτερικό και θέλοντας να αμβλύνει τις αντιδράσεις στην πολιτική της την περίοδο 1916-1919 στο εσωτερικό, εκτιμά ότι δεν μπορεί να μείνει μακριά από την διεθνή σοσιαλιστική κίνηση της εποχής. Ελέγχοντας και καθοδηγώντας τη διορισμένη εργατική αντιπροσωπεία, ψηφίζει τις προωθημένες εργατικές διεκδικήσεις (8ωρο, μέριμνα για ανεργία-γυναικεία και παιδική εργασία κλπ) στη Συνδιάσκεψη της Ουάσιγκτον του 1919. Βέβαια, όπως έχει αποκαλύψει η μέχρι τώρα εξέταση της εργατικής πολιτικής του Βενιζέλου, η ψήφιση ενός φιλεργατικού νόμου δεν μεταφράζεται αυτόματα και σε εφαρμογή.
Ο Ν. Αλιβιζάτος μιλώντας για τον εξ ιδιοσυγκρασίας ρεαλιστή πολιτικό Ε. Βενιζέλο, διαπιστώνει ότι η αναθεώρηση του Συντάγματος το 1911 είναι η πιο σημαντική: “μονιμότητα δημοσίων υπαλλήλων, υποχρεωτική και δωρεάν στοιχειώδη εκπαίδευση, εγγυήσεις της προσωπικής ανεξαρτησίας των δικαστών, εκλογοδικείο, Δικαστήρια Συγκρούσεων Καθηκόντων και Αγωγών Κακοδικίας, αλλά και κατάσταση πολιορκίας, υπό στενό έλεγχο της Βουλής, για την αντιμετώπιση πολέμου και εξωτερικών και μόνο απειλών”. Προβαίνει σε τρεις σημαντικές επισημάνσεις για το νομοθετικό έργο του Βενιζέλου:
• “Η συμβολή του Ε. Βενιζέλου στην βελτίωση της αποδοτικότητας και τον εξορθολογισμό του κοινοβουλευτικού συστήματος, όσο σημαντική και αν ήταν αυτή καθ’ αυτή, δεν συνιστούσε ποιοτική τομή σε σχέση με το παρελθόν, αλλά μάλλον προσπάθεια προσαρμογής στις νέες ανάγκες.
• Η συνεισφορά του Ε. Βενιζέλου στην επικράτηση του κράτους δικαίου ήταν καθοριστική. Στο δίπολο της ελευθερίας και της τάξης, οι οποίες, σε κάθε ευνομούμενη πολιτεία, θα πρέπει κάθε φορά να εξισορροπούνται και να εναρμονίζονται, η παράμετρος της τάξης με την πάροδο του χρόνου, βάρυνε όλο και περισσότερο στην σκέψη και την πράξη του.
• Ένας τρίτος θεμελιώδης άξονας των συνταγματικών ιδεών του Ε. Βενιζέλου αφορούσε τη διευκόλυνση του παρεμβατικού ρόλου του κράτους στην οικονομία για την άσκηση κοινωνικής πολιτικής”.
Ο Α. Γαζής επισημαίνει το σημαντικό έργο των κυβερνήσεων των Φιλελευθέρων στο χώρο του αστικού (Αστικός Κώδικας) και του εμπορικού δικαίου.
Πασίγνωστη η μεταρρύθμιση του Βενιζέλου στον χώρο της εκπαίδευσης. Οι βασικοί της άξονες, όπως αναλύονται από τον Α. Δημαρά, είναι: α) η δημιουργία ενός δημοτικού σχολείου που θα είναι πραγματικά “λαϊκό”, με απόλυτη αυτονομία και αυτοτέλεια, β)σύνδεση με τους μηχανισμούς που επιδιώκεται να εξασφαλίσουν την οικονομική ανάπτυξη και πρόοδο, γ) προβλέψεις για ειδικές κατηγορίες και τους εργαζομένους, δ) δραστική καταπολέμηση της κυριαρχίας των κλασσικών γραμμάτων στα σχολικά προγράμματα. Υπάρχει η αναμονή, ιδιαίτερα των δημοτικιστών για αλλαγή της γλώσσας, αλλά οι ευρύτεροι σχεδιασμοί του Βενιζέλου δεν επιτρέπουν τέτοιες ριζοσπαστικές κινήσεις.
Οι μεταρρυθμίσεις αυτές, με όλα τα ποιοτικά στοιχεία που περιγράφτηκαν αποτελούν τον απαραίτητο εκσυγχρονισμό που είχε ανάγκη το αστικό κράτος, ώστε να ξεκινήσει με επιτυχία την υλοποίηση των επεκτατικών του βλέψεων.
Η ΕΞΩΤΕΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΟΥ Ε. ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ
Η ήττα στον πόλεμο του 1897, ο Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος που επιβλήθηκε, η γενική ανυποληψία της χώρας αφήνουν μικρά περιθώρια ελιγμών στην ελληνική εξωτερική πολιτική. Η Ευρωπαϊκή Συναυλία ως έκφραση των επιδιωκόμενων σχέσεων ισορροπίας μεταξύ των Μ. Δυνάμεων και η θέληση περί διατήρησης της Ακεραιότητας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, διαμορφώνουν ένα τοπίο που όχι μόνο απαγορεύουν την διατύπωση αιτημάτων στην βάση της υλοποίησης Ελληνικής Αυτοκρατορίας, αλλά δυσκολεύουν πολύ τους χειρισμούς των ζητημάτων της Μακεδονίας και της Κρήτης.
Η ελληνική πολιτική ηγεσία κινείται στη βάση διαμόρφωσης συμμαχιών είτε με Μ. Δυνάμεις, είτε με περιφερειακές. Ο Πανσλαβισμός στρέφει αρχικά την κυβέρνηση Θεοτόκη προς το Βερολίνο (αντισλαβικός άξονας Οθ. Αυτοκρατορίας-Ρουμανίας-Ελλάδας) και την προσφορά συμμαχίας στην Πύλη. Συγκρουόμενα συμφέροντα και γερμανικές ενστάσεις οδηγούν τις συνομιλίες σε αδιέξοδο.
Το τοπίο των Διεθνών σχέσεων όμως ανατρέπεται. Οι παγκόσμιες βλέψεις της Γερμανίας και οι συνακόλουθες πολεμικές ετοιμασίες, η γερμανική οικονομική διείσδυση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, οι σχεδιασμοί για την δημιουργία άξονα Βερολίνου-Κωνσταντινούπολης-Βαγδάτης θέτουν σε συναγερμό την ευρωπαϊκή διπλωματία. Τα μπλοκ δημιουργούνται (Entente-Κεντροευρωπαϊκός συνασπισμός), παλιοί εχθροί συσπειρώνονται στη βάση του κοινού αντιπάλου (γεγονός που δεν απαλείφει τους ενδοσυμμαχικούς ανταγωνισμούς). Ενώ ο εθνικισμός διαδίδεται ραγδαία μεταξύ των λαών, τα Βαλκάνια θεωρούνται ως πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης, οι πραγματικές αιτίες του πολέμου που πλησιάζει πρέπει να εντοπιστούν στις επεκτατικές βλέψεις των διαφόρων κρατών και στους ενδοιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς. Όπως επισημαίνει ο Γ. Γιαννουλόπουλος στο έργο του “Η ευγενής μας τύφλωσις…” «οι ανακατατάξεις στο χώρο της Εγγύς Ανατολής ήταν συνεχείς και ριζικές και σε ορισμένες περιπτώσεις ανέτρεπαν θεμελιώδη δεδομένα που είχαν αποκτήσει το χαρακτήρα δόγματος. Τέτοιο γεγονός, εντυπωσιακής ανατροπής των καθιερωμένων υπήρξε ασφαλώς η γερμανική διείσδυση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, που εγκαινιάστηκε, επισήμως, με την επίσκεψη του Kaiser στην Κωνσταντινούπολη το 1898, καθώς και η συναφής προς την εξέλιξη αυτή εγκατάλειψη της απαράβατης αρχής της ακεραιότητας της Αυτοκρατορίας, από τη δύναμη που κατ’ εξοχήν υπερασπιζόταν αυτή την αρχή, την Αγγλία».
Ταυτόχρονα, στο εσωτερικό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας οξύνονται οι εθνικοί ανταγωνισμοί, κυρίως λόγω των αλλαγών που επιφέρει το κίνημα των Νεότουρκων. Αξίζει να εντοπίσουμε ότι ο τουρκικός εθνικισμός θα στραφεί ενάντια σε εκείνους τους πληθυσμούς (Έλληνες-Αρμένιους) που έχουν δύο ταυτόχρονα χαρακτηριστικά: εθνική συνείδηση και συγκέντρωση των οικονομικών λειτουργιών που συνδέονται με τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Ο H. Morgenthau, πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Κωνσταντινούπολη, στο βιβλίο Τα μυστικά του Βοσπόρου περιγράφει με συγκλονιστικό τρόπο την εθνοκάθαρση των Αρμενίων (1915) και Ελλήνων (1914-1922). Σημειώνει εξάλλου ότι οι σφαγές αυτές των Οθωμανικών αρχών γίνονταν με την ενθάρρυνση και συχνά με τον σχεδιασμό των γερμανικών διπλωματικών και στρατιωτικών αποστολών.
Ο Ιταλοοθωμανικός πόλεμος του 1911 αποκαλύπτει ότι η Πύλη είναι ευάλωτη και η βαλκανική συνεννόηση προβάλλει απαραίτητη προκειμένου οι τοπικοί εθνικισμοί να ικανοποιήσουν τις επεκτατικές τους βλέψεις. Όμως τα συγκρουόμενα συμφέροντα Βουλγαρίας-Σερβίας-Ελλάδας εμποδίζουν την υπογραφή βαλκανικής συμμαχίας, ωθώντας σε ένα δίκτυο διμερών συμμαχιών, στο οποίο προστίθεται και το Μαυροβούνιο. Η αίσθηση είναι ότι παρά τις όποιες συμφωνίες, τη λύση στη μοιρασιά, ιδιαίτερα της Μακεδονίας, θα δώσουν τα όπλα και οι συσχετισμοί δύναμης που θα διαμορφωθούν.
Ο τουρκικός πόλεμος ξεσπά τον Οκτώβριο του 1912 και πολύ σύντομα φέρνει το βουλγαρικό στρατό μέχρι την οχυρή γραμμή της Τσατάλτζας, καταλαμβάνοντας και την Αδριανούπολη, το σερβικό στρατό στην Αδριατική και τον ελληνικό στρατό στη Θεσσαλονίκη, έχοντας καταλάβει τα νησιά του Αιγαίου (εκτός των ιταλικών Δωδεκανήσων) και τα Ιωάννινα. Αίσθηση προκαλεί η σύγκρουση μεταξύ Βενιζέλου-Κωνσταντίνου για το θέμα της γοργής κατάληψης της Θεσσαλονίκης, ώστε να προλάβει ο ελληνικός στρατός τον αντίστοιχο βουλγαρικό. Ο Βεντήρης προσπαθεί να δείξει τους στρατηγικούς και στρατιωτικούς στόχους που καθόρισαν τη στάση πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας, ενώ ο Γ. Μαυρογορδάτος θεωρεί ότι «η στάση του Κωνσταντίνου κατά τη διάρκεια των βαλκανικών πολέμων εξέφραζε όχι μόνο μια μοναρχική αντίληψη ασυμβίβαστη με το σύγχρονο κοινοβουλευτικό πολίτευμα, αλλά και μια νοοτροπία στενά στρατιωτική και μάλιστα στρατοκρατική, χειραφετημένη από την όποια πολιτική εξουσία». Εξάλλου, ανάλογες συμπεριφορές θα συναντήσουμε από τα λεγόμενα στρατιωτικά κόμματα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, Βουλγαρίας, Σερβίας. Την αξιοπρόσεκτη αυτή σύμπλευση αυλής-στρατιωτικών που έχουν αναβαθμιστεί κοινωνικά λόγω πολέμου-ακραίων εθνικιστικών ρευμάτων που είτε πραξικοπηματικά είτε με το φόβο πραξικοπήματος επιβάλλουν πολιτικές.
Η νομιμοποίηση των διαφόρων κατακτήσεων έρχεται μέσα από τα ιστορικά δίκαια, που βεβαίως είναι αδιαπραγμάτευτα, την παρουσία πληθυσμών ομόγλωσσων ή ομόθρησκων που έρχεται να ενισχύσει η καταγγελλόμενη από τον Λ. Τρότσκι εθνοκάθαρση των στρατών των εισβολέων-απελευθερωτών, δημιουργώντας ποτάμια προσφυγιάς, που στρέφονται στα εθνικά κέντρα, βαθαίνοντας το μίσος και την απόγνωση.
Όπως είναι φανερό οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των πρώην συμμάχων γρήγορα οδηγήθηκαν σε αδιέξοδο καθώς η συνεννόηση ήταν αδύνατη, ενώ η Θεσσαλονίκη αναβαθμίζεται σε πολυπόθητο στόχων όλων (ακόμη και η Αυστρία διατυπώνει διεκδικήσεις, ενώ το πλειοψηφικό εβραϊκό στοιχείο προβάλλει το στόχο της διεθνοποίησης της πόλης υπό την κυριαρχία του). Νέοι διεκδικητές, η Ιταλία και η Αυστρία προβάλλουν απαιτήσεις, ιδιαίτερα στην Αλβανία, οδηγώντας σε αναδίπλωση τις Σερβία-Ελλάδα που προσδοκούσαν διαμελισμό και μοιρασιά της τελευταίας.
Η συνεννόηση μεταξύ Ελλάδας-Σερβίας χρονοτριβεί επικίνδυνα, ενώ ο βουλγαρικός κίνδυνος γίνεται ολοένα και πιο αισθητός. Η Σερβία, όπως μας γνωστοποιεί ο Βεντήρης, θέτει ζήτημα συνδρομής του ελληνικού στρατού σε περίπτωση Αυστριακής επίθεσης. Ελληνοσερβική συμφωνία με αυτό τον όρο είχε προτείνει η Σερβία την Τρίτη βδομάδα του τουρκικού πολέμου, για να της αρνηθεί απόλυτα ο Βενιζέλος, παραιτούμενος ταυτόχρονα των αξιώσεων του από τη Θράκη. Τώρα το ζήτημα τίθεται εκ νέου, με πιο απόλυτο τρόπο, καθώς από τις αρχές Μαΐου η Ελλάδα βρίσκεται ουσιαστικά σε Ακήρυχτο πόλεμο με τη Βουλγαρία.
Οι ώρες είναι κρίσιμες. Τα διλήμματα εκβιαστικά. Τελικά, πολιτική ηγεσία και Κωνσταντίνος συμφωνούν σε αποδοχή του σερβικού όρου, καθώς ενδεχόμενη επίθεση της Αυστρίας θα οδηγούσε την Ελλάδα σε συμμαχία με την Entente, όπως εκτιμά ο Βενιζέλος. Οι διάλογοι που παρουσιάζει ο Βεντήρης είναι αποκαλυπτικοί. Σε ερώτηση του υπ. Ναυτικών Ν. Στράτου, αναφερόμενος στο ενδεχόμενο αυστροσερβικού πολέμου, ο Κωνσταντίνος απαντά: «Αυτήν την ατιμίαν θα την κάμω πρώτος εγώ». Ο Βενιζέλος εσίγα!
Τα γεγονότα παίρνουν το δρόμο τους. Η Βουλγαρία επιτίθεται αιφνιδιαστικά κατά των σερβικών και ελληνικών θέσεων τον Ιούνιο του 1913. Γρήγορα τα στρατεύματα τους αντεπιτίθενται, ενώ κατά της Βουλγαρίας επιτίθενται ο στρατός της Πύλης και της Ρουμανίας. Η θεωρούμενη Πρωσία των Βαλκανίων γονατίζει υπό το βάρος της ταυτόχρονης επίθεσης και συνθηκολογεί ένα μήνα μετά την έναρξη των εχθροπραξιών.
Με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου, 10 Αυγούστου 1913, η Ελλάδα διπλασίασε την συνολική της έκταση (120300 τ. χμ. από 63200) και εμφάνισε μια πληθυσμιακή αύξηση της τάξεως του 80 % (4,7 εκατ. κάτοικοι το 1913 σε σύγκριση με τα 2,6 εκατ. του 1912). Mεγάλες ήταν και οι οικονομικές προσδοκίες. Όπως αναφέρει ο Βεντήρης «ο δημόσιος προϋπολογισμός ηυξήθη κατά 100 εκατ. χρυσών δραχμών. Ο εμπορικός στόλος ανεπτύσσετο αλματωδώς. Η αγροτική οικονομία ήλλαξε σχεδόν όψιν. Η καπνοπαραγωγή των βορείων περιφερειών, η ελαιουργία των νήσων, η δασοκομία της Μακεδονίας της έδωκαν ευρωστίαν και ποικιλίαν. Η βιομηχανία ήτο παράσιτος. Τώρα καθίστατο αληθής παράγων εθνικού πλούτου. Από 115 εκατ., η βιομηχανική εξαγωγή υπερέβη τα 200 εκατ. χρυσών δραχμών».
Βέβαια, πέρα από τις σοβαρές διπλωματικές προσπάθειες του Βενιζέλου για την αναζήτηση λύσεων στη βάση κοινών συμφερόντων, τα προβλήματα και οι κίνδυνοι που εμπεριέχουν οι ατέρμονοι ανταγωνισμοί τους είναι σημαντικοί: α) προσπάθεια πληθυσμιακής ομογενοποιήσης των κατακτημένων περιοχών και β) εκκρεμή ζητήματα με τις γειτονικές χώρες (Ιταλία και Δωδεκάνησα, Ν. Αλβανία, Βουλγαρία και αναθεωρητικές βλέψεις για Μακεδονία, Πύλη και νησιά του Αιγαίου).
Για τη Βουλγαρία, η επιθυμία διατήρησης της κυριαρχίας στη μεγαλύτερη δυνατή έκταση παραλίας του Αιγαίου και του σημαντικού λιμανιού της Καβάλας αναδεικνύεται ο τελευταίος στρατηγικός στόχος, μιας πολεμικής εξόρμησης που άρχισε έχοντας στον ορίζοντα του ένα επεκτατικό σχέδιο δημιουργίας της Μεγάλης Βουλγαρίας των τεσσάρων Θαλασσών. Για την Πύλη και τους Νεότουρκους το ζήτημα των νησιών και ιδιαίτερα της Χίου-Μυτιλήνης είναι η κορυφή του παγόβουνου της νέας ισορροπίας δυνάμεων που τείνει να δημιουργηθεί στο Αιγαίο.
Γίνεται αντιληπτό ότι οι ελληνικές επεκτατικές βλέψεις δεν σταματούν στο πρώην ευρωπαϊκό τμήμα της αυτοκρατορίας, αλλά με βάση την “νομιμοποίηση” που προσφέρει η ισχυρή, αλλά όχι πλειοψηφική παρουσία των ελληνικών πληθυσμών, θέτουν στο στόχαστρο τους και τη Μ. Ασία. Για αυτό αποφάσισαν καταρχάς την εκδίωξη των Ελλήνων από τη Θράκη και την αντικατάσταση τους από μουσουλμάνους της Μ. Ασίας. Αργότερα το μέτρο δια λόγους πολεμικής ασφαλείας θα επεκταθεί και στους Έλληνες των παραλίων της Μ. Ασίας. Χωρίς να παραβλέπουμε το γεγονός ότι οι ελληνικοί πληθυσμοί όντως προχωρούν σε κινήσεις υπονόμευσης του τουρκικού στρατού (π.χ. Δαρδανέλια, επιχείρηση Καλλίπολης), εφαρμόζεται πλέον ένα σχέδιο εκκαθάρισης ολόκληρων επαρχιών από τις οθωμανικές αρχές και το στρατό που βρίσκεται υπό τη διοίκηση του Γερμανού στρατάρχη Λίμαν φον Σάνδερς. Στο βιβλίο του Λ. Χασιώτη ΕΛΛΗΝΟΣΕΡΒΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ 1913-1918 αναφέρεται ότι στο μνημόνιο της Πύλης προς την ρωσική πρεσβεία (Απρίλιος 1914) γινόταν ιδιαίτερη αναφορά στην περιοχή της Καρατζόβας, όπου η οθωμανική κυβέρνηση έκανε λόγο «για εγκλήματα Ελλήνων μεταναστών από τη Θράκη, που στρατολογήθηκαν από πράκτορες του ελληνικού κράτους, το οποίο τους καθιστούσε σε μουσουλμανικά χωριά της ελληνικής Μακεδονίας». Ως υπεύθυνοι της κακομεταχείρισης παρουσιάζονταν και οι Έλληνες στρατιώτες και οι χωροφύλακες.
Οι σφαγές, οι ωμότητες, τα καραβάνια της προσφυγιάς των μουσουλμάνων και χριστιανών είναι το απαραίτητο τίμημα που καταθέτουν οι σχεδιαστές της υψηλής αστικής και ιμπεριαλιστικής πολιτικής. Ο γνωστός ρεαλισμός του Βενιζέλου τον ωθεί να κάνει προτάσεις για αμοιβαία ανταλλαγή πληθυσμών, με συνυπολογισμό των περιουσιών τους. Δεν μπορούμε όμως να μην καταδείξουμε ότι ο εθνικισμός και ο μεγαλοϊδεατισμός του μας ωθούν με την σειρά μας να τον συμπεριλάβουμε στους βασικούς συνενόχους για το δράμα των λαών. Οι παλιές και νέες γεωπολιτικές σκακιέρες, πάντα επιφύλασσαν στους λαούς το ρόλο που έχει το απλό πιόνι. Και το πιόνι θυσιάζεται πρώτο….
Ταυτόχρονα, ο Κάιζερ Γουλιέλμος θεωρεί βέβαιη την σύμπραξη της Ελλάδας με την Γερμανία στον επερχόμενο πόλεμο και τον Αύγουστο του 1913 απέδιδε εις τον αρχιστράτηγο του ελληνικού στρατού Κωνσταντίνον τη ράβδο του Γερμανού Στρατάρχου. Όπως μας αναφέρει ο Βεντήρης “η βασιλική προσφώνηση έγινεν αφορμή διεθνούς σκανδάλου. Ο Κωνσταντίνος παρουσιάζετο υμνητής της Γερμανίας, καθ’ ην ώραν ο στρατός του είχε Γάλλους οργανωτάς, οι δε πόλεμοι διεξήχθησαν με γαλλικά χρήματα. Εις την Ελλάδα ηπειλήθη κυβερνητική κρίσης”. Ο Διχασμός της αστικής πολιτικής όσον αφορά τις στρατηγικές της συμμαχίες έρχεται πιο κοντά….
ΣΤΗ ΔΙΝΗ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Ο ΔΙΧΑΣΜΟΣ: Σύγκρουση αστικών στρατηγικών
Η συνάντηση μεταξύ Βενιζέλου και Μεγάλου Βεζύρη που είχε προγραμματιστεί στις Βρυξέλλες τον Ιούλιο του 1914, ώστε να αντιμετωπιστούν τα ακανθώδη ζητήματα που βάρυναν τις σχέσεις των δύο κρατών δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Η δολοφονία του διαδόχου του θρόνου της Αυστροουγγαρίας στο Βελιγράδι ήρθε να λειτουργήσει ως αφορμή για το ξέσπασμα του ‘Α Παγκοσμίου Πολέμου. Τώρα πλέον η ατζέντα εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής άλλαζε δραματικά για όλους.
Στην Παλαιά Ελλάδα, όπου ακόμη δεν είχαν επουλωθεί οι πληγές από τους δύο προηγούμενους πολέμους, δημιουργείται ένα νέο σκηνικό. Γίνεται αντιληπτό, ιδιαίτερα από τους θιασώτες του μεγαλοϊδεατισμού, ότι τόσο σε διεθνές, όσο και σε περιφερειακό επίπεδο διαμορφώνεται μια νέα δυναμική. Απαιτείται επομένως η κατάλληλη πολιτική εμπέδωσης κλίματος εθνικής ενότητας και η αναζήτηση των στρατηγικών συμμαχιών που θα φέρουν πιο κοντά την πραγμάτωση της Μ. Ιδέας. Εξάλλου το πολιτικό κατεστημένο αισθάνεται την πίεση των γειτονικών εθνικισμών, ενώ ιδιαίτερα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία τα περιθώρια των Ελλήνων αστών από τις πιέσεις της αναδυόμενης τουρκικής αστικής τάξης και των βλέψεων του γερμανικού ιμπεριαλισμού έχουν στενέψει. Πλέον, η συμμετοχή στον πόλεμο είτε ως ενεργή συνιστώσα, είτε ως ενεργή ουδετερότητα είναι μονόδρομος.
Ένας πόλεμος που καταρχάς πρέπει να διασφαλίσει τις κατακτήσεις του 1912-13, να διαφυλάξει τον ελληνικό στρατό από τους ενδεχόμενους κινδύνους που περικλείει η ικανοποίηση των υποχρεώσεων του απέναντι στους συμμάχους Σέρβους που αντιμετωπίζουν την Αυστριακή επίθεση και την Βουλγαρική απειλή, αλλά και που πάντα έχει ως στόχο την “βασιλεύουσα Κωνσταντινούπολη” και τη Μ. Ασία. Δύσκολο ομολογουμένως σταυρόλεξο, που συνεχώς πρέπει να υπολογίζουν σε ευμετάβλητες συνθήκες και σε ακόμη πιο ευμετάβλητους συμμάχους. Ας σημειώσουμε ότι με απόλυτη συμφωνία Βενιζέλος και βασιλιάς αρνούνται να σεβαστούν την ελληνική υπογραφή στη συμφωνία με τη Σερβία και να συντρέξουν την ώρα που της επιτίθεται η Αυστρία, υποσχόμενοι ότι θα σταθούν δίπλα της μόνο αν της επιτεθεί η Βουλγαρία.
Όλες οι παραπάνω παράμετροι μας οδηγούν στο να συμφωνήσουμε με το Γ. Μηλιό στο εξής: “ο διχασμός δεν είναι η ιστορία της σύγκρουσης ανάμεσα σε δύο μερίδες του κεφαλαίου. Είναι η ιστορία της σύγκρουσης δύο στρατηγικών διαχείρισης των γενικών αστικών συμφερόντων, σύγκρουσης που μορφοποιήθηκε και τροφοδοτήθηκε από την παρέμβαση των μαζών”. Αποφεύγοντας εύκολες δαιμονοποιήσεις και αναγνωρίσεις χαρισματικότητας, χωρίς να παρασυρόμαστε σε θετικές και αρνητικές κρίσεις εκ του αποτελέσματος, αλλά παρατηρώντας το ξεδίπλωμα της ελληνικής πολιτικής και όπως η τελευταία προσπαθεί να απαντήσει στις ολοένα και πιο πιεστικές διλημματικές καταστάσεις, διαπιστώνουμε περισσότερες συνέχειες παρά ασυνέχειες και αντιθέσεις που λειτουργούν συμπληρωματικά τόσο στο εξωτερικό, όσο και στο εσωτερικό.
Αυτές τις εκτιμήσεις έχει και η ξένη διπλωματία, γι’ αυτό μέχρι τα Νοεμβριανά συνδιαλέγεται με κάθε πλευρά. Εξάλλου, ο Γάλλος πρωθυπουργός Μπριάν, απευθυνόμενος προς τον απεσταλμένο της κυβέρνησης της Εθνικής Αμύνης Α. Διομήδη δηλώνει: «Ο κ. Βενιζέλος απήντα πάντοτε ότι η πολιτική του ρυθμίζεται εντός του πλαισίου της βασιλευούσης δυναστείας, ότι δεν απηλπίζετο περί της εν τέλει αποδοχής της πολιτικής του υπό του Βασιλέως. Αι περιελθούσαι εις εμέ αντιλήψεις αύται, ως και άλλαι πολλαί ενδείξεις, ενίσχυσαν την κυκλοφορούσαν γνώμην ότι η διάστασις των Αθηνών ήτο ίσως φαινομενική μόνον και όχι πραγματική, αποβλέπουσα εις εξυπηρέτησιν των ελληνικών συμφερόντων δι’ αμφοτέρων των συνδυασμών». Σε αντίθεση με την περιρρέουσα αντίληψη περί βασιλικής άρνησης, αν όχι εχθρότητας στα σχέδια προστασίας και επέκτασης στη Μ. Ασία, το παρακάτω χωρίο από το έργο της Αναγνωστοπούλου αποδεικνύει τη συνέχεια μεταξύ βασιλικών κυβερνήσεων και Βενιζέλου ως προς την καλλιέργεια του ελληνικού αισθήματος στους Ρωμιούς και την ενσωμάτωση των τελευταίων στο ελληνικό έθνος, αλλά και κράτος. Βρισκόμαστε στον Ιούλιο του 1916 και το ελληνικό κράτος, για πρώτη φορά σε ό,τι αφορά τουλάχιστον τους Έλληνες της Μικράς Ασίας, αναλαμβάνει «την προστασία και υποστήριξιν των εθνικών και οικονομικών συμφερόντων του έξω Ελληνισμού». Μάλιστα, «η κυβέρνησις, αναγνωρίζουσα τον εν τη ξένη βιούντα Ελληνισμόν ως ισχυρόν και πολύτιμον παράγοντα του Έθνους, έχει σκοπόν να καλλιεργήσει σήμερον μεθοδικότερον τον εθνικόν σύνδεσμον αυτού προς το Κράτος». Ήδη, από το 1916, το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών, με ρητή εντολή, αναθέτει στις Προξενικές Αρχές, εκτός από την υποχρέωση της τήρησης μητρώων, όπου θα αναγράφονται όλοι οι ενήλικες Έλληνες, «το καθήκον να παρακολουθώσι τας οργανώσεις των Ελληνικών κοινοτήτων εν ταις πόλεσι της δικαιοδοσίας αυτών, να επαγρυπνώσι δε εις την κανονικήν λειτουργία των Εκκλησιών και Σχολείων, δι ων κυρίως συγκρατείται και καλλιεργείται το εθνικόν αίσθημα και η προς την Ελληνικήν Πατρίδα αγάπη και αφοσίωσις». Να υπενθυμίσουμε ότι ο Βενιζέλος έχει ανατραπεί από τον Κωνσταντίνο για δεύτερη φορά τον Οκτώβριο του 1915.
Ο Βενιζέλος από την αρχή εκφράζει με σαφήνεια και σοβαρότητα την στρατηγική του. Επιλέγει Entente πιστεύοντας ότι θα είναι ο τελικός νικητής του πολέμου. Θεωρώντας ότι ο πόλεμος θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό στις θάλασσες όπου κυριαρχεί η υπερδύναμη της εποχής Βρετανική Αυτοκρατορία και που ανά πάσα στιγμή μπορεί να απειλήσει την Ελλάδα με αποκλεισμό. Εκτός των άλλων τα νήματα που τη δένουν μαζί της (εμπορικό-χρηματοπιστωτικό-ναυτιλιακό-παροικιακό κεφάλαιο) είναι πολλά. Εξάλλου, είναι η μόνη που μπορεί να δελεάσει την Ελλάδα με εδαφικές παραχωρήσεις (Κωνσταντινούπολη-Κύπρος-Μ. Ασία κλπ), ενώ όλοι οι άλλοι είτε ζητούν περιορισμό των προσδοκιών-κάνουν λόγο για παραχωρήσεις-ή ακόμη είναι ανταγωνιστές (Γαλλία-Ιταλία-Ρωσία). Πάλι ο Βεντήρης, αφού μας δώσει στοιχεία για τον μικρασιατικό ελληνισμό, μας βοηθά να κατανοήσουμε γιατί η Μ. Ασία βρισκόταν τόσο ψηλά στις προτιμήσεις του Βενιζέλου: “Η γεωργία και το εμπόριο της χώρας ευρίσκετο εις χείρας ελληνικάς. Εις στρογγυλούς αριθμούς, η Μικρασία ήτο ίση με την Ελλάδα του 1913, αλλά πλουσιότερα αυτής και επί εδάφους περισσότερο γόνιμου”. Σχεδιάζεται επομένως η πολιτική ενότητα των δύο Ελλάδων, ευρωπαϊκής και μικρασιατικής. “Γεωργικώς, ναυτικώς και εμπορικώς η ευημέρια της νεωτάτης αυτής Ελλάδος παρουσιάζετο απολύτως εξασφαλισμένη. Τον πληθυσμό της Μικρασιατικής Ελλάδας θα τον απήρτιζαν το εν εκατομμύριον των αυτοχθόνων και όσοι θα συνέρρεαν εκ του εσωτερικού της χερσονήσου και από τον Πόντον. Υπήρχε δε ακόμη χώρος δια τους εκ Θράκης Έλληνας, των οποίων η θέσις απέβαινεν αφόρητος μεταξύ Τούρκων και Βουλγάρων”.
Από την παραπάνω διατύπωση των μεγαλοιδεατικών στόχων του Βενιζέλου διαπιστώνουμε όχι μόνο το ιμπεριαλιστικό περιεχόμενο της πολιτικής του, αλλά και ότι οι ανταλλαγές πληθυσμών, δηλαδή οι εθνοκαθάρσεις δεν ήταν συνέπεια του ρεαλισμού του, αλλά συστατικό στοιχείο μιας επεκτατικής πολιτικής, που σταθεροποιεί τις κατακτήσεις της στη βάση της εθνικής ομογενοποίησης. Η σημαντική αυτή πτυχή της πολιτικής του Βενιζέλου αναδεικνύεται και από τον Λ. Χασιώτη, αναλύοντας τις ελληνοσερβικές σχέσεις. Το καθεστώς έκτατης ανάγκης που επέβαλλε η Σερβία ιδιαίτερα στις πρώην μακεδονικές επαρχίες της οθωμανικής αυτοκρατορίας δημιούργησε δυσαρέσκεια στον τοπικό πληθυσμό-ελληνικό, μουσουλμανικό, βουλγαρικό (που διαπίστωσε ότι η απελευθέρωση από το οθωμανικό καθεστώς είχε απλώς οδηγήσει σε αλλαγή των καταπιεστών του, χάνοντας επιπλέον τις ελευθερίες και τα δικαιώματα που του παρείχε το κοινοτικό σύστημα διοίκησης των Οθωμανών). Οι καταπιεζόμενοι πληθυσμοί (κλείσιμο σχολείων, εκκλησιών, απαγόρευση γλώσσας κλπ) στρέφονται στα εθνικά κέντρα ζητώντας συμπαράσταση. “Η διακοπή της λειτουργίας των σχολείων λίγο μετά τη σερβική κατάκτηση προκάλεσε αρχικά τη δυσαρέσκεια της Αθήνας, η οποία όμως γρήγορα παραιτήθηκε από κάθε επίσημη υποστήριξη της ελληνικής κοινότητας, είτε επειδή δεν ήθελε να διαταράξει τις ελληνοσερβικές σχέσεις, είτε επειδή η σερβική πλευρά απαίτησε , σε περίπτωση που αναγνωριζόταν η ύπαρξη ελληνικής μειονότητας στην επικράτεια της, να υπάρχει και αντίστοιχη σερβική προστασία του σλαβικού πληθυσμού της ελληνικής Μακεδονίας”.
Διαφορετική αντίληψη για τις στρατηγικές συμμαχίες του ελληνικού αστικού κράτους εκφράζει ο Κωνσταντίνος. Αμέσως μετά την αναρρίχηση του στο θρόνο, παραμονές του βουλγαρικού πολέμου, συζητά με το Γερμανό πρέσβη τη δυνατότητα ελληνογερμανικής συμμαχίας, ενώ ο Βενιζέλος απαντά με την άρνηση-απειλή παραίτησης του. Ο Γ. Θεοτόκης, σε συνεννόηση με τον Κωνσταντίνο, σε επαφή του με το Γερμανό υπ. Εξωτ. Γιάγκωβ, χωρίς να είναι εξουσιοδοτημένος από την κυβέρνηση των Φιλελευθέρων, το Μάιο του 1913, πρότεινε ελληνογερμανική συμμαχία, με όρους να εξασφαλισθεί η Ελλάδα από επιθέσεως της Βουλγαρίας και την παραχώρηση της Θεσσαλονίκης, Σερρών, Καβάλας. Για να δεχτεί την άρνηση του τελευταίου. Είναι ενδεικτικό της βαθιάς πίστης του ελληνικού θρόνου στη γερμανική νίκη τόσο οι διάφορες προτάσεις που γίνονται σε διάφορες στιγμές για κοινή επίθεση Ελλάδας-Γερμανίας-Βουλγαρίας κατά των δυνάμεων της Εγκάρδιας Συνεννόησης, αλλά και η αρχική άρνηση του Αλέξανδρου να υπογράψει την επιστράτευση που του πρότεινε ο Βενιζέλος και ενώ η Ελλάδα βρισκόταν υπό καθεστώς Αρμοστείας της Entente, φοβούμενος τις συνέπειες της γερμανικής νίκης.
Στο χρηματιστήριο των συμμαχιών σε πιο υψηλή θέση από την Ελλάδα βρισκόταν η Τουρκία και η Βουλγαρία. Η αρχική προσφορά του Βενιζέλου να προσφέρει την πολεμική προσφορά της χώρας του τρέφοντας φιλοδοξίες από την μεταπολεμική μοιρασιά της οθωμανικής λείας, προσκρούει στις επιδιώξεις της Entente για συμμαχία με την Πύλη. Η είσοδος της τελευταίας στο πόλεμο στο πλευρό της Γερμανίας το Νοέμβριο του 1914 (ενώ ο παρασκηνιακός ρόλος του γερμανικού πολεμικού ναυτικού, που εκβίασε την επιλογή αυτή, και η συμβολή του Βενιζέλου εξετάζονται στο βιβλίο του Μοργκεντάου) διευκολύνει την ελληνική διατύπωση συμμαχίας στην Entente, για να δεχτεί εκ νέου την άρνηση της. Εξάλλου, η ταξικότητα της πολιτικής του Βενιζέλου αποκαλύπτεται και όταν διαμαρτύρεται για την κατάργηση των διομολογήσεων, από την Πύλη, μόλις η τελευταία μπαίνει στον πόλεμο. Η τσαρική Ρωσία εύλογα φοβάται την ενδεχόμενη διατύπωση ελληνικών απαιτήσεων για την Κωνσταντινούπολη. Oι δυσκολίες στο Δυτικό Μέτωπο, οι κίνδυνοι για κατάρρευση της ηρωικής σερβικής αντίστασης οδηγεί την Αγγλία να προτείνει σε Βουλγαρία και Ελλάδα την είσοδο στο συμμαχικό της μπλοκ. Στη Βουλγαρία προσφέρεται ως δέλεαρ η παραχώρηση της Καβάλας από το Βενιζέλο, για να ανταμειφθεί με την σειρά του με παραχωρήσεις στη Μ. Ασία. Ο σχεδιασμός της κατάληψης της Καλλίπολης από την Entente, κάνει πιο αναγκαία την συμμετοχή της Ελλάδας και η Αγγλία προσφέρει την Κύπρο. Ανεξάρτητα από το αν η Ελλάδα τελικά λόγω βασιλικής άρνησης μετά από υποδείξεις του επιτελείου αρνείται την συμμετοχή, οι διατυπώσεις των ελληνικών θέσεων για διεθνοποίηση της Κωνσταντινούπολης δια στόματος Δ. Γούναρη αποδεικνύει ότι υπάρχει αστική συμφωνία για τους «εθνικούς στόχους», αλλά σαφή διαφοροποίηση των μέσων.
Το μεγάλο ζήτημα τίθεται πλέον στο εσωτερικό της Ελλάδας. Απέναντι στις εκλογικές επιτυχίες του κόμματος των Φιλελευθέρων, ορθώνεται η άποψη του Κωνσταντίνου: «αι ψήφοι πρέπει να ζυγίζονται και όχι να αθροίζονται», όπως αναφέρεται στο αξεπέραστο έργο του Γ.Λεονταρίτη Η ΕΛΛΑΔΑ ΣΤΟΝ ΠΡΩΤΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ. Ο βασιλιάς θέτει μείζον συνταγματικό ζήτημα θεωρώντας ότι ο ίδιος και όχι η εκλεγμένη κυβέρνηση πρέπει να έχει την ευθύνη για τα «εθνικά θέματα». Για δεύτερη φορά ο Βενιζέλος βρίσκεται μπροστά σε αυτή την ελέω θεού αντίληψη άσκησης πολιτικής. Η παραίτηση της κυβερνήσεως του, η άρνηση συμμετοχής του στις νέες εκλογές που προκηρύσσονται λόγω της βέβαιης αποτυχίας του (αφού η προβαλλόμενη Ουδετερότητα του Κωνσταντίνου έχει συσπειρώσει ευρύτερες αντιπολεμικές λαϊκές δυνάμεις, σε συνδυασμό με το φόβο που αναμφίβολα εμπνέει η αντιμετώπιση του γερμανικού στρατού) και η μετατροπή του βασιλιά από υπερκομματικό θεσμό σε κομματάρχη, ανοίγουν τους ασκούς της εμφύλιας σύγκρουσης.
Έχει προηγηθεί η αιφνιδιαστική πρόταση του Βενιζέλου για αναπλήρωση του προβλεπόμενου από την ελληνοσερβική Συνθήκη Αμοιβαίας Συνεργασίας αριθμού σερβικών στρατευμάτων από δυνάμεις τις Entente, αφού η Βουλγαρία προσχωρεί στο Γερμανικό συνασπισμό τον Σεπτέμβριο του 1915. Ο Κωνσταντίνος αποσύρει την αρχική του συμφωνία, υποστηρίζοντας ότι πιστεύει σε γερμανική νίκη και αρνείται να παρασύρει τη χώρα του στην καταστροφή, οδηγώντας σε νέα παραίτηση το Βενιζέλο, αλλά τα ξένα στρατεύματα οδεύουν προς τη Θεσσαλονίκη.
Οι εξελίξεις είναι ραγδαίες. Σύντομα η Ελλάδα θα βρεθεί χωρισμένη, ουσιαστικά σε δύο κράτη με τη δική τους κυβέρνηση και το δικό τους στρατό. Η επέμβαση της Entente και η εισβολή του γερμανοβουλγαρικού στρατού σύντομα δημιουργούν μια περίεργη κατάσταση μιας χώρας που τυπικά βρίσκεται σε Ουδετερότητα. Κατά διαστήματα βρίσκεται αποκλεισμένη από την Εntente, που καταλαμβάνει μέρος της επικράτειας της και του στόλου της υποστηριζόμενη από έναν πρώην πρωθυπουργό που ηγείται από τον Οκτώβριο του 1916 ενός πραξικοπήματος που αποσκοπεί να διατρανώσει τη θέληση της Ελλάδας να πολεμήσει στο πλευρό της, διεκδικώντας αύριο ως αντάλλαγμα μερίδιο της νίκης. Μια κίνηση που σύμφωνα με τον Λεονταρίτη υπαγορεύτηκε από τις εξελίξεις (μεταξύ άλλων γεγονότα Καβάλας) και όχι από τη θέληση του Βενιζέλου για οριστική ρήξη με το πολιτικοστρατιωτικό καθεστώς της Αθήνας. Και ενώ στη νέα Ελλάδα (οι περιοχές που ενσωματώθηκαν με τους Βαλκανικούς πολέμους) είναι κυρίως οι αστικοί πληθυσμοί (ωθώντας τον να υποσχεθεί αναδασμό στις νέες χώρες για να κερδίσει την υποστήριξη των χωρικών), οι πλοιοκτήτες (Εμπειρίκος, Γιαννουλάτος κλπ) και οι αστοί των παροικιών (Μπενάκης, Αβέρωφ, Κουτούπης κλπ) είναι αυτοί που βρίσκονται στο πλευρό της Εθνικής Άμυνας, η Παλαιά Ελλάδα αρνείται δια στόματος βασιλικών κυβερνήσεων τον πόλεμο, για χάρη της Ακεραιότητας της χώρας, που συνεχώς πλήττεται από την γερμανική εισβολή και κυρίως τη βουλγαρική κάθοδο στη Μακεδονία, ακολουθώντας πολιτική εθνοκάθαρσης.
Νέος παράγοντας των εσωτερικών εξελίξεων αναδεικνύονται οι Επίστρατοι. Μια σε βάθος ανάλυση του φαινομένου επιχειρεί ο Γ. Μαυρογορδάτος στο βιβλίο του ΕΘΝΙΚΟΣ ΔΙΧΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΜΑΖΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ-ΟΙ ΕΠΙΣΤΡΑΤΟΙ ΤΟΥ 1916. Η οργάνωση αυτή δημιούργημα πιθανότατα του Μεταξά, συγκεντρώνει τα μικροαστικά στοιχεία της Παλαιάς Ελλάδας, με προφασιστικά χαρακτηριστικά, με έναν «εσωστρεφή πατριωτισμό» ενάντια στον αλυτρωτισμό και τον ιμπεριαλισμό των Φιλελευθέρων, στράφηκε ενάντια στην επιχειρηματική αστική τάξη και εξέφρασε έναν έντονο ρατσισμό κατά των Μικρασιατών προσφύγων.
Όμως μετά τα Νοεμβριανά, τις πολύνεκρες συγκρούσεις μεταξύ των βασιλικών στρατευμάτων και αυτά της Entente, το πογκρόμ που εξαπολύεται κατά των βενιζελικών και των προσφύγων, τις ανάγκες του βαλκανικού μετώπου που έχει αναβαθμιστεί η σημασία του, ο κύβος ερρίφθη για τον Κωνσταντίνο. Ο αποκλεισμός που επιβάλλει η Entente οδηγεί τον λαό στην λιμοκτονία εκβιάζοντας μεταστροφή των αισθημάτων του προς το βασιλιά που τον αντιμετωπίζει ως σύμμαχο της Γερμανίας. Οι αξιώσεις που προβάλλει ουσιαστικά καταλύουν την Ελληνική Ανεξαρτησία και το γαλλικό σχέδιο προβλέπει ενιαία πολιτική και στρατιωτική ενέργεια που θα τεθεί υπό τη διεύθυνση ενός Ύπατου Αρμοστή, του Γάλλου γερουσιαστού Σελεστέν Ζοννάρ. Οι ιμπεριαλιστικές ενέργειες αυτές, που δυστυχώς ξανάζησε η ανθρωπότητα πρόσφατα σε Γιουγκοσλαβία και Ιράκ, θα φέρουν ολόκληρο το ελληνικό κράτος πλέον στην Εγκάρδια συνεννόηση. Η ισχυρή παρέμβαση των ξένων αυλών θα απομακρύνει τον κίνδυνο της κατάργησης της μοναρχίας, αλλά δε θα κατορθώσει να εμποδίσει την απομάκρυνση του Κωνσταντίνου από το θρόνο για χάρη του δευτερότοκου γιου του Αλεξάνδρου.
Ο πραξικοπηματίας Βενιζέλος επιστρέφει στην Αθήνα ως ηγέτης ολόκληρου του έθνους, έχοντας την αποτελεσματική συνδρομή των γαλλικών στρατευμάτων στην “αποκατάσταση της συνταγματικής νομιμότητας”.
Οι σκληρές εκκαθαρίσεις που προωθεί σε όλους τους τομείς ως πρώτο στόχο έχουν την οργάνωση το ταχύτερο δυνατό ισχυρού στρατού. Με τη συνδρομή του αγροίκου Κρητικού χωροφύλακα, του μηχανισμού του κόμματος των Φιλελευθέρων που διψούν για εκδίκηση, αλλά και με νομοθετικές αυταρχικές ρυθμίσεις που ποινικοποιούν την όποια αντίθεση στη βενιζελική πολιτική, επιβάλλεται το νέο καθεστώς.
Τις στρατιωτικές επιτυχίες του στρατού της Άμυνας, με αξιολογότερη αυτή του Ραβινέ, θα ακολουθήσουν αυτές του ισχυρότερου στρατού που θα παρατάξει στο Σκρα ντι Λέγκεν και στη γενική επίθεση που θα οδηγήσει στη βουλγαρική συνθηκολόγηση τον Σεπτέμβριο του 1918. Την ανακωχή του Μούδρου τον Οκτώβριο του 1918 εκ μέρους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, θα ακολουθήσει η ήττα της Γερμανίας και ο τερματισμός του πολέμου το Νοέμβριο.
Η ΕΛΛΑΔΑ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΗΠΕΙΡΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΕΝΤΕ ΘΑΛΑΣΣΩΝ
Σε μια από τις πιο γνωστές ταινίες του παγκόσμιου κινηματογράφου, στο ΝΟΝΟ, υπάρχει μια ατάκα του πρωταγωνιστή Μ. Μπράντο, που μνημονεύεται συχνά: “η οικονομία είναι το όπλο και πολιτική το να ξέρεις πότε να τραβήξεις την σκανδάλη”. Για άλλους, πόλεμος σημαίνει κέρδη. Όχι για όλους. Στην ελληνική περίπτωση η πλειοψηφία θα βιώσει τις συνέπειες του αποκλεισμού, θα φτάσει τα όρια του λιμού, θα μετρήσει θύματα εξαιτίας του. Υπάρχουν όμως και αυτοί που έχουν άλλες έννοιες. Έννοιες που έχουν το χρώμα του χρήματος.
Συγκρίνοντας ο Γ. Δερτιλής τη δεκαετία 1911-1920, διαπιστώνει αύξηση των εξαγωγών 2,6 φορές και τετραπλασιασμό των εισαγωγών, ερμηνεύοντας το φαινόμενο ως απόρροια κυρίως του ανεφοδιασμού των εμπόλεμων στρατευμάτων, είτε μέσω των νομίμων οδών, είτε μέσω του λαθρεμπορίου. Η βιομηχανία αυξάνεται ραγδαία και ιδιαίτερα η μεταποίηση εκτινάσσεται (αύξηση βιομηχανιών 115 %). Το ΑΕΠ όλη την οκταετία 1913-1921 παρουσιάζει ετήσια αύξηση της τάξεως του 5 %. Ο τομέας της ναυτιλίας πρωταγωνιστεί στα κέρδη. Οι κίνδυνοι ναυλοχώντας σε πολεμικές ζώνες ήταν μεγάλοι (γι’ αυτό και οι τεράστιες απώλειες πλοίων), αλλά τα κέρδη ακόμη μεγαλύτερα. Ενώ η εμπορική ναυτιλία θα χάσει τα 275 από τα 475 ατμόπλοια που διαθέτει, αμέσως μετά το τέλος των εχθροπραξιών θα προχωρήσει σε ραγδαία ανανέωση του στόλου, αποδεικνύοντας την τεράστια συγκέντρωση κεφαλαίου λόγω πολέμου. Εξάλλου, τα τραπεζικά κέρδη από δανεισμό κεφαλαίων, κυκλοφορία χρήματος και συναλλάγματος είναι σημαντικά, χωρίς να υπάρχει συνολική καταγραφή λόγω των ιδιόμορφων συνθηκών. Αν προσθέσουμε στα παραπάνω τα τεράστια κέρδη από το κάθε είδους εμπόριο όπλων και πυρομαχικών, λαμβάνοντας υπόψη βέβαια την έλλειψη πατριωτικών κριτηρίων στους προμηθευτές- γιατί βέβαια έμποροι είναι οι άνθρωποι- Ζαχάρωφ, Μποδοσάκης-Αθανασιάδης κλπ, καταλαβαίνουμε τις ωφέλειες που μπορεί να φέρουν οι πόλεμοι σε ορισμένους ανθρώπους.
ΟΥΚΡΑΝΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ
Στο Συνέδριο της Ειρήνης τον Ιανουάριο του 1919, θα διατυπωθούν οι ελληνικές εδαφικές διεκδικήσεις, δικαιολογημένες και από την συμμετοχή του ελληνικού στρατού στην ουκρανική εκστρατεία. Η πολιτική του Βενιζέλου έχει δύο άξονες: α) συμμετοχή στην εκστρατεία για να εγείρουμε απαιτήσεις, ιδιαίτερα τώρα που η κούραση του πολέμου και η επιτυχία της αντιπολεμικής προσπάθειας των Μπολσεβίκων στους δυτικούς στρατούς δημιουργούν συχνά ανυπέρβλητες δυσκολίες στους αστικούς σχεδιασμούς και β) υπεράσπιση των αστικών συμφερόντων που οδηγεί σε βαθύ αντικομμουνιστικό μίσος, επιθυμία καταστολής του απελευθερωτικού εγχειρήματος του εργαζόμενου ανθρώπου εν τη γενέσει του, ώστε να εκλείψει ένα επικίνδυνο παράδειγμα. Πολύ περισσότερο που η χώρα του σοσιαλισμού τείνει να συμπεριλάβει περιοχές με ακμάζοντα ελληνικά συμφέροντα και πιθανούς στόχους του βενιζελικού μεγαλοϊδεατισμού. Όπως μας αναφέρει ο Κ. Αυγητίδης στο βιβλίο του
Η ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΕΜΒΑΣΗ ΤΩΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΧΩΡΩΝ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗ ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΡΩΣΙΑ ΚΑΙ Η ΕΛΛΑΔΑ (1918-1920) «το 1919-1920 έστειλε το λογοτέχνη Ν. Καζαντζάκη μαζί με το συνταγματάρχη Ηρακλή Πολεμαρχάκη και άλλους Κρητικούς του στενού βενιζελικού περιβάλλοντος, με εντολή να αποτραβήξουν τους Έλληνες της Γεωργίας από το σοσιαλισμό. Το Μάη του 1919, με την ιδιότητα του Γενικού Διευθυντή του υπ. Περιθάλψεως, ο Ν. Καζαντζάκης μπαίνει επικεφαλής της αποστολής στον Καύκασο για να μεριμνήσει για τον επαναπατρισμό των Ελλήνων προσφύγων- ύστερα από την ρωσική επανάσταση- και επέστρεψε τον Οκτώβρη του 1920». Οι Έλληνες, που αποτελούν σημαντικό τμήμα των αστικών στρωμάτων της Ουκρανίας και Κριμαίας, παίρνουν το δρόμο της προσφυγιάς, υπερασπιζόμενοι την ταξική τους θέση, ενώ την ώρα της ιμπεριαλιστικής επέμβασης είχαν ενισχύσει τους αντεπαναστάτες και βοήθησαν τα στρατεύματα της Entente.
Ενώ για την συγκρότηση του ελληνικού στρατού που θα πολεμούσε στο πλευρό της Entente εφαρμόστηκαν βίαιες μορφές στρατολόγησης (έχοντας να κάμψουν τις ισχυρές αντιστάσεις των βασιλικών στελεχών που με κάθε τρόπο αρνούνταν και σαμποτάριζαν την εμπλοκή τους στον πόλεμο), στην συγκρότηση του εκστρατευτικού σώματος για την Ουκρανία ήταν ιδιαίτερα προσεκτικοί. Δίνεται εθελοντικός χαρακτήρας στην συγκρότηση του σώματος και γίνεται προσεκτική επιλογή του ανώτερου στελεχικού δυναμικού, τα οποία έπρεπε να είναι απολύτως αφοσιωμένα στο βενιζελικό κόμμα (αξιωματικοί που αμέσως δηλώνουν συμμετοχή ήταν ο αντισυνταγματάρχης Ν. Πλαστήρας, ο ταγματάρχης Λ. Σπάχης κλπ). Ένα δεύτερο μέτρο, όσον αφορά την επιλογή και συγκρότηση αξιόμαχου Εκστρατευτικού Σώματος, ήταν η συμπλήρωση των μονάδων με στρατιώτες των κλάσεων 1915-18 που προθυμοποιούνταν να μετάσχουν στην αντισοβιετική σταυροφορία και με εθελοντές από όλες τις μονάδες του ελληνικού στρατού.
«Η κατάταξη νεοσύλλεκτων στο προετοιμαζόμενο Εκστρατευτικό σώμα οφειλόταν στο γεγονός ότι από το καλοκαίρι του 1917 έως το Δεκέμβριο του 1918 είχαν λιποτακτήσει χιλιάδες στρατιώτες από τις γραμμές του ελληνικού στρατού. Π.χ. , στο Ναύπλιο καταδικάστηκαν ένας λοχίας και έξι στρατιώτες για λιποταξία. Επίσης, στις 26 Γενάρη έχουμε τα γεγονότα της Θήβας, όπου στασίασε το 2ο Σύνταγμα πεζικού. Η κυβέρνηση, για να διαλύσει τους στασιαστές, χρησιμοποίησε ακόμη και πυροβολικό. Μετά τη διάλυση της στάσης έγιναν συλλήψεις και εκτελέσεις στρατιωτών. Στη Μακεδονία (Κοζάνη), το έκτακτο στρατοδικείο καταδίκασε σε θάνατο δύο δεκανείς και έξι στρατιώτες, ενώ σε εννιά στρατιώτες επιβλήθηκαν βαριές ποινές φυλάκισης. Αυτή η έκρυθμη κατάσταση στο ελληνικό στράτευμα ανάγκασε την κυβέρνηση να εφαρμόσει το μέτρο της επιλογής των στρατιωτών και των αξιωματικών του Εκστρατευτικού Σώματος» μας αναφέρει αναλυτικά ο Κ. Αυγουστίδης.
Βέβαια, στον ελληνικό στρατό ποτέ δεν έλειψε η «ιδεολογική διαφώτιση». Παραδόθηκαν λοιπόν ειδικά μαθήματα, παίχτηκαν θεατρικές παραστάσεις, έγιναν διαλέξεις με αντιμπολσεβίκικο περιεχόμενο, που παρουσίαζαν τους σοβιετικούς σαν συμμορίτες, σαν αγριάνθρωπους που ισοπεδώνουν τα πάντα με φωτιά και σίδερο, επιβάλλουν την κοινοκτημοσύνη στις γυναίκες κλπ. Μαζί με το εκστρατευτικό σώμα θα σταλεί και μεγάλος αριθμός εκκλησιαστικών παραγόντων για να εξασφαλίζουν την τυφλή υποταγή των στρατιωτών (καλλιεργώντας την ιδέα ότι διεξάγουν ιερό πόλεμο) και να ασκούν προπαγάνδα στους τοπικούς πληθυσμούς. Επίσης, ο τύπος συμβάλλει και αυτός στην δικαιολόγηση της εκστρατείας.
Ενώ ο Βενιζέλος σχεδίαζε να αποστείλει το 1/3 του στρατού τελικά θα αποσταλούν 23351 στρατιώτες και αξιωματικοί. Στις επιχειρήσεις αυτές ο ελληνικός στρατός συχνά θα κατηγορηθεί για βιαιότητες, που όπως αποκαλύπτεται, γίνονταν στο πλαίσιο διαταγών (πυρπολισμός και βομβαρδισμός κατοικημένων περιοχών στη Χερσώνα, με διαταγή του συνταγματάρχη Π. Γαρδαλίδη, διοικητή της Δεύτερης Μεραρχίας πεζικού). Η γαλλική στρατιωτική διοίκηση έφτασε στο σημείο να εκδώσει αυστηρή διαταγή, με την οποία συνιστούσε στους Έλληνες να συμπεριφέρονται ηπιότερα προς τους συλληφθέντες
Σταδιακά αρχίζουν οι αντιδράσεις τόσο στα ξένα στρατεύματα για το άδικο του πολέμου. Μαζικές αρνήσεις και στάση γαλλικού στρατού (κορύφωση του υπήρξε η άρνηση του Πρώτου γαλλικού Συντάγματος να πολεμήσει ενάντια στο σοβιετικό λαό) και στόλου (εξέγερση Σεβαστούπολης Απρίλιο του 1919). Οι στρατιώτες της 7ης ουγγρικής Μεραρχίας στην αποχώρηση της Οδησσού στρέφονται κατά των αξιωματικών τους και δολοφονούν αρκετούς από αυτούς. Αλλά και μεταξύ των Ελλήνων στρατιωτών και αξιωματικών. Ο συνταγματάρχης Θ. Κόντος, διοικητής του 5/42 Συντάγματος Ευζώνων, ζητά να εξαιρεθεί από αυτόν τον τυχοδιωκτισμό, ενώ από τους 1055 εξαφανισθέντες του ελ.εκστρατευτικού σώματος, οι 398 αυτομόλησαν στους μπολσεβίκους.
Το άδικο της επίθεσης, το αδιέξοδο της επέμβασης, η άρνηση του φαντάρου να πολεμήσει, η ηρωική αντίσταση του σοβιετικού εργάτη προκαλούν το ενδιαφέρον και συγκίνηση στις λαϊκές μάζες των δυτικών χωρών. Εκφράζουν την αντίδραση τους με απεργίες. Η αλληλεγγύη εκατομμυρίων εργατών πλημμυρίζει τις δυτικές πρωτεύουσες. Πάνε εθελοντές στον κόκκινο στρατό, επιβάλλουν την ατιμωρησία των φαντάρων τους, αρνούνται να προσφέρουν οποιαδήποτε συνδρομή στην ιμπεριαλιστική επέμβαση. Βλέπουν στο σκληρό αγώνα στην Κριμαία και στη Σιβηρία προέκταση και συνέχεια των δικών τους ελπίδων για έναν κόσμο χωρίς εκμετάλλευση. Απαιτούν με κάθε τρόπο και τελικά καταφέρνουν οι εκατοντάδες χιλιάδες του μετώπου και τα εκατομμύρια των διαδηλώσεων τον τερματισμό της επέμβασης, στέλνοντας ένα διαχρονικό μήνυμα, τόσο δραματικά επίκαιρο στις μέρες μας.
Οι Έλληνες εργάτες δεν μένουν αμέτοχοι. Μόνο η Αριστερά θα καταδικάσει την επέμβαση. Το 1919, εργάτες της Β. Ελλάδας αρνούνται να κόψουν την μπουκιά τους στη μέση για να μεγαλώσει η μερίδα του στρατιώτη που πολεμούσε στην Ουκρανία, όπως τους καλούσε ο Βενιζέλος. Επιτροπή διανοουμένων, μεταξύ των οποίων και ο Κ. Παλαμάς διεξάγει εράνους για τους πεινασμένους της Σοβιετικής Ένωσης. Ο μεγάλος μας ποιητής απευθύνει έκκληση «…Μην ξεχνάτε τι οφείλουμε στη Ρωσία και πόσο η σκέψη μας και το αίσθημα μας θα ήταν στενότερα και πιο φτωχά, αν Δε βρισκότανε η Ρωσία των μεγάλων συγγραφέων».
Ας θυμηθούμε ότι η επιστροφή του Βενιζέλου στην εξουσία αποτελεί και την αφετηρία μιας οργανωμένης προσπάθειας ελέγχου του εργατικού κινήματος. Στόχος λοιπόν η πραγματοποίηση του ιδρυτικού συνεδρίου της ΓΣΕΕ, που θα του δώσει τη δυνατότητα να ενοποιήσει τις εργατικές δυνάμεις και να τις ανεξαρτητοποιήσει από το σοσιαλιστικό κίνημα, ώστε να εξασφαλίσει μια εθνικιστική εργατική εκπροσώπηση στη Διασυμμαχική Εργατική και Σοσιαλιστική Συνδιάσκεψη και στη μελλοντική συνδιάσκεψη της ειρήνης. Πράγματι, το συνέδριο του Νοεμβρίου του 1918 κινείται σε μια ρεφορμιστική κατεύθυνση, αναγνωρίζει την ταξική πάλη και την ανεξαρτησία του εργατικού κινήματος απέναντι στην αστική πολιτική, αλλά αφομοιώνει όλους τους πολεμικούς στόχους του Βενιζέλου. Η οργή των σοσιαλιστών ξεσπά, ενώ χαρακτηρίζουν το συνέδριο ιμπεριαλιστικό.
Το Νοέμβριο του 1918 πραγματοποιείται το Πανελλαδικό Σοσιαλιστικό Συνέδριο. Η καταγγελία των μυστικών συμφωνιών, του μιλιταρισμού και των πολέμων, της Αρχής της Αυτοδιάθεσης και ο στόχος της ίδρυσης Βαλκανικής Δημοκρατικής Ομοσπονδίας αποτελούν τις βασικές του θέσεις.
Ο φόβος των επαναστατικών ανέμων που έρχονται από την ανατολή, το ξέσπασμα απεργιών που πέρα από τα οικονομικά αιτήματα ζητούν τον τερματισμό της επέμβασης, ο κίνδυνος της διάχυσης των σοσιαλιστικών ιδεών στους εργαζόμενους, «υποχρεώνει» το Βενιζέλο να απαντήσει με καταστολή, μαζικές συλλήψεις, στέλνοντας απεργούς σε στρατοδικεία. Όμως η αντίστροφη μέτρηση για τον τερματισμό της επέμβασης έχει αρχίσει.
Την άνοιξη του 1919, ο ελληνικός στρατός επιβιβάζεται σε πλοία στη Σεβαστούπολη, που απέπλευσαν για την Κωστάντζα της Ρουμανίας. Από εκεί θα αποσταλεί σε νέα πολεμική περιπέτεια στη Μ. Ασία, το Μάιο του 1919. Μια νέα δραματική σελίδα για τους λαούς της περιοχής έχει μόλις γυρίσει.
ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ
Ο Βενιζέλος στο Συνέδριο της Ειρήνης αναδεικνύεται ως μια αστική προσωπικότητα παγκοσμίου επιπέδου. Ενώ ο Άγγλος πρωθυπουργός Λουντ Τζωρτζ, ο Γάλλος ομόλογός του Τζωρτζ Κλεμανσώ, ο Αμερικάνος πρόεδρος Ουίλσον και ο πρωθυπουργός της Ιταλίας Βιτόριο Ορλάντο προσπαθούν να διαμορφώσουν τον μεταπολεμικό κόσμο, χρησιμοποιώντας την αρχή της Αυτοδιάθεσης ως αιχμή του δόρατος για τη διάλυση αυτοκρατοριών, μοιράζοντας τον ταυτόχρονα σε ζώνες ευθύνης και οικονομικοπολιτικής επιρροής, η εξισορρόπηση των αντικρουόμενων συμφερόντων τους, όσο και η ικανοποίηση των προσδοκιών που έχουν καλλιεργήσει σε υπόδουλους λαούς, αποδεικνύεται μια πολύ δύσκολη υπόθεση.
Σε αυτό το τοπίο ο Βενιζέλος θα κινηθεί με σχέδιο, ευελιξία και σαφείς αναφορές σε κοινά συμφέροντα ή επωφελείς για όλους ισορροπίες αντί της εμμονής στα γνωστά “ιστορικά δίκαια του ελληνισμού”. Αντιλαμβάνεται ότι είναι η ώρα που ο ελληνικός αστικός κόσμος μπορεί να προβάλει τις απαιτήσεις του και εκμεταλλευόμενος τις διαφωνίες μεταξύ των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, αλλά και προσφέροντας εγγυήσεις για την υπεράσπιση των συνολικών ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών, να μεταβληθεί σε σημαντική περιφερειακή δύναμη.
Το πόσο πολύ είχε υποτιμήσει ο Βενιζέλος τον Κεμάλ και τη δυνατότητα του να παρακινήσει τις μουσουλμανικές και εθνικιστικές μάζες σ’ έναν εθνικοαπαελευθερωτικό αγώνα επιβίωσης αποκαλύπτεται μέσα από την επιστολή που αποστέλλει στο Ρεπούλη τον Ιούνιο του 1920 και περιλαμβάνεται στο έργο του Βεντήρη: “εδήλωσα προς το Λουντ Τζωρτζ ότι αναλαμβάνω όχι μόνον να στείλω μια μεραρχίαν εις επικουρίαν των Άγγλων του Ισμίτ, αλλά και να συντρίψω δια του στρατού μας τον προ του μετώπου μας στρατό του Κεμάλ και να εξασφαλίσω από των επιδρομών αυτού ολόκληρον την παραλία της Προποντίδος. Προσέθηκα ότι μετά τις επιτυχίας μας ταύτας, το γόητρο του Κεμάλ θα μειωθεί η υπογραφή Δε και εκτέλεσις της Συνθήκης θα καταστούν αν όχι βέβαιαι, τουλάχιστον λίαν πιθαναί. Δια την ενέργειαν ταύτην της Ελλάδος εδήλωσα ότι δεν ζητώ καμίαν συνδρομήν των Συμμάχων, ουδέ καν οικονομικήν. Αναλαμβάνω να αυξήσω τον ελληνικόν στρατόν ούτως ώστε μετά του υπάρχοντος ήδη εν Τουρκία βρετανικού στρατού να είναι δυνατόν να επιβάλωμεν τας θελήσεις μας στρατιωτικώς”. Για να προσθέσει παρακάτω: “Και εγώ μεν εύχομαι να υπογράψει και εκτελέσει την συνθήκην η Τουρκία, διότι αι σημεριναί μας επιτυχίαι είναι μεγάλαι και ουσιώδεις και δυνάμεθα να αρκεσθώμεν εις αυτάς. Αλλά αν η τύφλωσις η τουρκική, ως είναι πιθανόν, συνεχισθή, αναλάβωμεν δε τη διάλυσιν της Τουρκίας, το έργον δεν υπερβαίνει τας δυνάμεις της Ελλάδος και Αγγλίας”.
Με αυτούς λοιπόν τους στρατηγικούς στόχους η Ελλάδα παίρνει εντολή από Αγγλία-ΗΠΑ-Γαλλία να αποβιβάσει τα στρατεύματα της στις 15 Μαίου του 1919 στην Σμύρνη. Στην ίδια τη Μ. Ασία έχουν συντελεστεί σημαντικές αλλαγές, μη αναστρέψιμες.
Όπως μας αναφέρει η Αναγνωστοπούλου, οι μουσουλμάνοι πρόσφυγες των Βαλκανίων που έχουν εγκατασταθεί εκεί πέρα από την αγριότητα του διωγμού κουβαλούν το φόβο για το μέλλον και το μίσος γι’ αυτούς που θεωρούν υπεύθυνους της κατάστασης τους, τους χριστιανούς. Οι εθνικιστές διαδίδουν ότι η μόνη λύση σωτηρίας για το κράτος είναι η τουρκοποίηση του. Πρόκειται για μια διαδικασία αλληλεξάρτησης: “’όσο η τουρκοποίηση της οθωμανικής εξουσίας νομιμοποιεί την πολιτική του ελληνικού κράτους, άλλο τόσο και η ελληνοποίηση των Ρωμιών νομιμοποιεί την πολιτική των Νεότουρκων”. Τουρκοποίηση που για να πραγματοποιηθεί θα βασιστεί στη μουσουλμανική θρησκεία και στην τουρκική αστική τάξη, ενώ όπως αποκαλύπτει ο Morgentlau ο ιερός πόλεμος που παρακινούνται και από τους Γερμανούς να διεξάγουν οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί στο ‘Α Παγκόσμιο Πόλεμο βαθαίνει το ρήγμα με τις υπόλοιπες εθνότητες της αυτοκρατορίας.
Για να ικανοποιηθεί το αίτημα “η Τουρκία στους Τούρκους” και να αποκτήσει πολιτική ανεξαρτησία, πρέπει να αποκτήσει οικονομική, δηλαδή να καταργηθούν οι Διομολογήσεις, με τις οποίες είναι άμεσα συνδεδεμένοι οι Έλληνες αστοί και να δημιουργηθεί αστική τουρκική τάξη. Αρχίζει λοιπόν πολιτική οικονομικού αποκλεισμού των Ελλήνων (1908), για να πάρει χαρακτήρα ανοικτού οικονομικού πολέμου το 1914. Η εθνικοποίηση του χώρου παει μαζί με την εθνικοποίηση της οικονομίας.
Ο αρχηγός των Νεότουρκων Ταλάατ συνειδητοποιεί ότι η σύγκρουση αυτή των ελληνοτουρκικών αστικών συμφερόντων, που αγκαλιάζει πλέον το σύνολο των πληθυσμών, αποκλείει την αυριανή συνύπαρξη των λαών. Προτείνει λοιπόν και προωθεί το 1914 το διωγμό των Ελλήνων. Ενώ για τους Τούρκους η απομάκρυνση του ελληνικού στοιχείου αποτελεί μονόδρομο για την σωτηρία του κράτους τους, για το Βενιζέλο η σωτηρία των ελληνικών πληθυσμών θα αποτελέσει την νομιμοποίηση της επεκτατικής του πολιτικής. Είναι ενδεικτικό της πίεσης του δέχονται από τους Νεότουρκους, αλλά και της προοπτικής που τους ανοίγει ο Βενιζέλος να μετατρέψουν την οικονομική τους δύναμη σε πολιτική εξουσία η αντιστροφή και υποστήριξη προς τον τελευταίο, ιδιαίτερα της μεγαλοαστικής τάξης της Κωνσταντινούπολης και των παροικιών.
Οι μηχανισμοί συνύπαρξης έχουν οριστικά καταστραφεί (από την έκρηξη του πολέμου το 1914, η Ελλάδα στέλνει πράκτορες για να αφυπνίσουν την εθνική συνείδηση και τα πατριωτικά αισθήματα-περίπτωση πλοιάρχου Μαγουλά- ενώ συστηματικά εφοδιάζει τις ελληνικές κοινότητες με όπλα). Τα ψηφίσματα που στέλνονται στη Διάσκεψη της Ειρήνης από τις ελληνικές πλέον κοινότητες της Μ. Ασίας έχουν ένα και μοναδικό αίτημα: “Ένωση με την Ελλάδα”.
Σύμφωνα με τον Γιαννουλόπουλο “η κατοχή της Σμύρνης δεν άρχισε με τους καλύτερους οιωνούς, εφόσον την ημέρα της αποβάσεως κάποιοι Έλληνες στρατιώτες –σύμφωνα με την έκθεση της Διασυμμαχικής Επιτροπής που συγκροτήθηκε, για να εξετάσει τα έκτροπα- άνοιξαν πυρ κατά αόπλων Τούρκων πολιτών και αιχμαλώτων. Αμέσως ο Βενιζέλος για να εκτονώσει στο μέτρο του δυνατού και για διαβεβαιώσει ότι ο ελληνικός στρατός μπορεί όντως να φέρει σε πέρας την αποστολή που ανέλαβε, διέταξε δίκη και εκτέλεση των αυτουργών. Σε επιστολή του προς τον υπ. Εξωτ. Α. Διομήδη παραπονείται: “Όταν τα βλέπω όλα αυτά, αρχίζω να σκέφτομαι μήπως είχαν δίκαιον οι μυκτηρίζοντες την μικρασιατικήν πολιτική μου, και μήπως πράγματι το ανάστημα μας είναι μικρότερον από έργα τοιαύτης επιβολής”.
Τα παραπάνω λόγια του Βενιζέλου μας φαντάζουν τουλάχιστον υποκριτικά. Μακριά από εμάς αφορισμοί που δικαιώνονται από την ασφάλεια της 86χρονης απόστασης. Όμως, πώς αλλιώς να χαρακτηρίσεις την αποποίηση τέτοιων ευθυνών από τον πολιτικό πρωταγωνιστή που δούλεψε με κάθε τρόπο για την υλοποίηση των μεγαλύτερων ιστορικά επεκτατικών σχεδίων του νεοελληνικού αστικού κόσμου; Του πολιτικού που γνώριζε όσο κανείς ότι από αυτήν την περιπέτεια ή από την οθωμανική αυτοκρατορία θα παρέμενε ένα ασήμαντο τουρκικό κρατίδιο ή δε θα υπήρχε αύριο για κανέναν χριστιανό στην Μ. Ασία; Του αστικού ηγέτη που εξέθρεψε τον εθνικισμό των χριστιανικών κοινοτήτων, που απογείωσε τον σωβινισμό των ελληνικών στρατευμάτων φτάνοντας τον στα όρια του ιερού πολέμου, για να γράψει με τη σειρά του σελίδες ανείπωτης βαρβαρότητας στα Βαλκανικά, Ουκρανικά και Μικρασιατικά πεδία των μαχών, συχνά με θύματα του αμάχους;
Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ
Στις εκλογές του 1920, ο Βενιζέλος γνωρίζει τη μεγαλύτερη ήττα της πολιτικής του καριέρας ακριβώς την εποχή που φτάνει πιο κοντά από ποτέ στην ευόδωση των Μεγαλοιδεατικών του στόχων. Οι μνήμες του διχασμού, τα αποτελέσματα του αποκλεισμού και του λιμού, η μετά βίας συμμετοχή σε έναν ανεπιθύμητο πόλεμο, η ανάπτυξη του εργατικού και νεαρού σοσιαλιστικού κινήματος συμβάλλουν στην απομάκρυνση του Βενιζέλου από την εξουσία.
Η επιστροφή του βασιλιά Κωνσταντίνου, όπως παρουσιάζεται στην εκ βάθους ανάλυση της ιδιόμορφης σχέσης του με τον πληθυσμό, ιδιαίτερα της Παλαιάς Ελλάδας, μέσα από το Πανόραμα του Αιώνα και το βιβλίο ΙΣΧΥΣ ΜΟΥ Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΦΑΚΟΥ του Φ. Λαμπρινού, δίνει τη δυνατότητα στις Μ. Δυνάμεις, που ήδη έχουν αναθεωρήσει την στάση τους, να την παρουσιάσουν σαν συνέπεια της καθεστωτικής αλλαγής στην Ελλάδα.
Οι αιτίες όμως δεν βρίσκονται στα ελληνικά ανάκτορα. Η σημαντικότερη θεριεύει στα βάθη της Ανατολίας. Οι Κεμαλιστές σε διαδοχικά συνέδρια (Erzurum-Sibas) οργανώνουν το εθνικοαπελευθερωτικό τους κίνημα, συγκροτούν τη Μεγάλη Τουρκική Εθνοσυνέλευση της Άγκυρας, θέτουν στο περιθώριο αρχικά το σουλτάνο, για να καταδικάσουν μέσω του Μουφτή της Άγκυρας το Μεγάλο Βεζύρη σε θάνατο. Αναδεικνύονται στον πραγματικό πόλο εξουσίας και αντίστασης, προς τους οποίους στρέφονται για να πάρουν ελπίδα οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί που βρίσκονται υπό κατοχή, αλλά και οι κατοχικές δυνάμεις για να συνδιαλαγούν.
Όπως ήδη έχουμε αναφέρει η συνοχή του συμμαχικού μπλοκ ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την πραγμάτωση των ελληνικών στόχων. Οι σχέσεις όμως των συμμάχων χειροτερεύουν καθώς τα συμφέροντα τους είναι συγκρουόμενα, οι δυνάμεις τους είναι περιορισμένες και ανήμπορες μπροστά στην κεμαλική πίεση και ο ελληνικός στρατός, παρά τις διαβεβαιώσεις και τις ειλικρινείς προθέσεις (πορεία προς την Άγκυρα 1921) φαίνεται ανήμπορος να επιβληθεί των ανεξάντλητων τουρκικών δυνάμεων, για να βυθιστεί σε στρατιωτικό τέλμα.
Η κοινωνική αγανάκτηση για την παράταση των εχθροπραξιών εντείνεται, οι πρώτες διαμαρτυρίες γεμίζουν με απόγνωση την Αθήνα και τα αστικά κέντρα (η διαμαρτυρία των συζύγων-στρατιωτών που βρίσκονται στο όρια της εξαθλίωσης αντιμετωπίζονται με ωμή αστυνομική βία), ενώ στο μέτωπο πληθαίνουν οι κινήσεις κατά του πολέμου και της συναδέλφωσης των στρατιωτών, που απειλούνται με στρατοδικείο και εκτέλεση.
Παρά το γεγονός ότι οι αλλεπάλληλες ελληνικές κυβερνήσεις και ο ίδιος ο Κωνσταντίνος δηλώνουν την απόλυτη υποταγή τους στους σχεδιασμούς της Entente, αποφασίζουν “να θέσουν τας τύχας της Ελλάδος εις τας χείρας της Αγγλίας”, οι Μ. Δυνάμεις διαπραγματεύονται με τον Κεμάλ με κριτήριο κάθε μια τα ιδιαίτερα συμφέροντα της, προσφέροντας του πολυποίκιλη ενίσχυση, αφήνοντας την Ελλάδα βουτηγμένη στο στρατιωτικό τέλμα και στα όρια της χρεοκοπίας να περιμένει την μοιραία τελική επίθεση. Και αυτή όταν ξεσπά, θα αιφνιδιάσει απόλυτα, φέρνοντας την απότομη κατάρρευση. Μόνη έννοια η αποχώρηση της στρατιωτικής και πολιτικής αποστολής του κράτους των Αθηνών.
Οι χριστιανικοί πληθυσμοί μένουν απροστάτευτοι από όλους για να δεχτούν την μήνη των νικητών. Η τελευταία σελίδα του μεγαλοϊδεατισμού και των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων στη Μ. Ασία θα καεί στις φλόγες της Σμύρνης. Το πικρό δάκρυ της προσφυγιάς προκαλεί ακόμα και σήμερα πόνο, ανεξάρτητα το θρήσκευμα και την εθνικότητα.
Η ΕΛΛΑΔΑ ΤΟΥ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ
Το 1922 αποτελεί το ιστορικό όριο του μεγαλοϊδεατισμού και την αναγκαστική προσαρμογή του ελληνικού κράτους στα οριστικά σύνορα που επιδικάστηκαν. Όπως μας αναφέρει ο Σ. Τζόκας στο βιβλίο του Ο ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΓΧΕΙΡΗΜΑ ΤΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΥ 1928-1932, Η ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗ ΤΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ, «αντιλαμβανόμενος τη νέα πραγματικότητα και ποιούμενος την ανάγκην φιλοτιμία, ο Βενιζέλος καθορίζει και διακηρύσσει τη νέα πολιτική κατεύθυνση του ελληνικού κράτους. Ο αστικός εκσυγχρονισμός αποποιείται πλέον τον αλυτρωτισμό και αναδιπλώνεται στα όρια του ελληνικού κράτους. Ένα ελληνικό κράτος, όμως, διαφορετικό από εκείνο του 1910, και στα σύνορα του και στον πληθυσμό του.
Η εθνική ολοκλήρωση άλλαζε τώρα σημασιοδότηση και είχε την έννοια της αφομοίωσης των πρώην αλύτρωτων ως Νέων Χωρών ή ως προσφύγων, της επίτευξης εθνικής ομοιογένειας και μιας νέας εθνικής ταυτότητας μέσα στα οριστικά πλέον κρατικά σύνορα. Στα πλαίσια αυτά, η βενιζελική παράταξη αυτοτοποθετούμενη στο μέσον, εγγυήτρια ενός σύγχρονου αστικού κράτους, όριζε ως πολιτειακούς και ιδεολογικούς αντιπάλους της τη μοναρχία και κυρίως τον κομμουνισμό».
Δεν είναι πλέον η Ελλάδα που θα έπρεπε να ενσωματωθεί στο σύνολο του ελληνικού έθνους, όπως έως το 1922 φαινόταν πως ήταν η ιστορική αποστολή της ρωμιοσύνης. Αντίθετα, τώρα η Ελλάδα έπρεπε να απορροφήσει το σύνολο του ελληνισμού, αφού ο Ελλαδισμός συμπίπτει με τον ελληνισμό.
Η τέχνη ως ευαίσθητος σεισμογράφος αντιλαμβάνεται τις κοσμογονικές αλλαγές που έχουν συντελεστεί. Στην ενδιαφέρουσα μελέτη του Π. Εμμανουηλίδη και της Ε. Πετρίδου-Εμμανουηλίδου ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ, αποπειράται μια συνολική εκτίμηση των λογοτεχνών που αποτέλεσαν τη γενιά του ’20: “οι άνθρωποι αυτοί απογοητεύονται από τις συμφορές που σκόρπισαν οι πόλεμοι, κλονίζονται και χάνουν την πίστη τους στις αξίες της παλιότερης γενιάς μετά τα λάθη και τη διάψευση των προσδοκιών της. Έτσι, τους καταλαμβάνει μια διάθεση αδιαφορίας και φυγής, ένα πνεύμα αντιηρωικό, σαρκαστικό και απαισιόδοξο, σε ένα κλίμα διάλυσης και παρακμής. Μέσα σε αυτό το ψυχικό κενό μερικοί Δε βρίσκουν κανένα νόημα στη ζωή, από την οποία παραιτούνται και αυτοκτονούν. Όλα αυτά βέβαια δεν είναι μόνον τρόπος ζωής, αλλά εκφράζονται και στην ποίηση τους”.
Η Ελλάδα του 1922 κουβαλά μια τεράστια στρατιωτική αποτυχία, αισθάνεται ότι απειλείται από τους γείτονες της, η διεθνής της θέση έχει υποβαθμιστεί λόγω της ήττας και κυρίως του συνόλου των παραμέτρων που οδήγησαν σε αυτή, έχει μια κατεστραμμένη οικονομία και πρέπει να αντιμετωπίσει γοργά το τεράστιο ανθρωπιστικό δράμα των προσφύγων.
Όλοι αυτοί οι πιεστικοί παράγοντες, η αδυναμία ενσωμάτωσης των λαϊκών μαζών από τις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις, ο φόβος γενικότερων ανατροπών από το ανερχόμενο εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα ανοίγουν το δρόμο της στρατιωτικής επέμβασης. Η πανεργατική απεργία του 1923 δίνει τη δυνατότητα στο στρατό να στείλει μήνυμα ότι παραμένει ο σοβαρότερος εγγυητής του αστικού καθεστώτος, δολοφονώντας έντεκα εργάτες.
Τι παράξενη ειρωνεία. Αυτοί που έφυγαν πρώτοι από την Μ. Ασία, αυτοί που αντικειμενικά αποτελούν αναμφίβολα σημαντικούς παράγοντες όχι μόνο της ήττας, αλλά και της έντασης μεταξύ των κοινοτήτων, παίρνουν την πρωτοβουλία να δώσουν διέξοδο και προχωρούν σε Επανάσταση του Στρατού και του Στόλου. Με αρχηγούς τον Ν. Πλαστήρα και το Σ. Γονατά αρχίζουν «το έργον της εκκαθαρίσεως», όπως μας ενημερώνει ο Γ. Δάφνης στο έργο Η ΕΛΛΑΣ ΜΕΤΑΞΥ ΔΥΟ ΠΟΛΕΜΩΝ 1923-1940.
Μια ανορθολογική προσέγγιση της ιστορίας θα μιλούσε για περίεργη σύμπτωση. Όμως ο πραγματικός πολιτικός εκφραστής της αστικής τάξης, δηλώνει για μια ακόμη φορά παρόν. Αν στο κίνημα του 1909 ο Βενιζέλος είναι ο πολιτικός καθοδηγητής του Στρατιωτικού Συνδέσμου, το 1922 θα κατευθύνει από το παρασκήνιο τις κινήσεις της Επανάστασης στο εσωτερικό και θα αναλάβει τις διαπραγματεύσεις στο εξωτερικό. Η κατάσταση είναι έκρυθμη. Στρατός, εργαζόμενοι, πρόσφυγες απαιτούν τιμωρία. Η σωτηρία του κοινωνικού καθεστώτος απαιτεί εξιλαστήρια θύματα.. Την ευθύνη τόσο ακραίων λύσεων, όπως η Δίκη των Έξι, που προωθεί εξάλλου τμήμα του στρατιωτικού κατεστημένου μέσω του Πάγκαλου (που με τον γνωστό καιροσκοπισμό του και την άμετρη φιλοδοξία του προσανατολίζεται σε δικτατορικές λύσεις) είναι καλύτερα να χρεωθούν άπειροι και περιορισμένης πολιτικής αντίληψης στρατιωτικοί, παρά πολιτικοί που χειρίζονται και θα χειριστούν ζητήματα στρατηγικής σημασίας για το αστικό κράτος.
Παρά τις διεθνείς αντιδράσεις η δίκη, καταδίκη και η εκτέλεση των έξι ηγετικών στελεχών στρατιωτικών και πολιτικών, του κωνσταντινισμού (Δ. Γούναρης, Π. Πρωτοπαπαδάκης, Γ. Μπαλτατζής, Ν. Θεοτόκης, Ν. Στράτος και ο στρατηγός Γ. Χατζανέστης) πραγματοποιείται. Σύμφωνα με το Γ. Δάφνη «η ιστορική αλήθεια επιβάλει να λεχθεί, ότι ο Βενιζέλος δεν ήτο αντίθετος προς τας εκτελέσεις». Παρά τις αγωνιώδεις εκκλήσεις του Ν. Πολίτη και του Ε. Ρεπούλη «δεν εδέχθη να προβεί εις συστάσεις προς την Επανάστασιν» έγκαιρα. Χαρακτηριστική, στο βαθμό που μπορεί να ελεγχθεί η πιστότητα της ιστορικά, είναι η δήλωση στο στενό οικογενειακό του περιβάλλον «και αν πρόκειται να αναστηθούν, πάλιν πρέπει να εκτελεσθούν».
Τα αποτελέσματα της εκτέλεσης είναι αμέσως εμφανή. Μας παρουσιάζονται στις σελίδες του έργου του Γ. Δάφνη «Δεν προεκάλεσε μονάχα συγκίνησιν, θλίψιν και ικανοποίησιν η εκτέλεσις, αλλά και πανικόν. Όλοι ετρόμαξαν. Αυτός ο τρόμος απεδείχθη σωτήριος. Συνετέλεσεν εις την πειθάρχησιν και του λαού και του στρατού. Ιδιαιτέρως συνεκράτησε τους πρόσφυγας. Αι ελληνικαί αρχαί φοβούντο, δικαιώς, ότι οι πρόσφυγες, εις την ψυχολογικήν κατάστασιν που ευρίσκοντο, ημπορούσαν να δημιουργήσουν ταραχάς. Τίποτε δεν συνέβη. Η εκτέλεση των Εξ τους έσβησε το αίσθημα της εκδικήσεως, που τους επίεζε. Πέραν της συγκινήσεως, της θλίψεως, της ικανοποιήσεως, του πανικού επήλθε και ο κορεσμός».
Ο άνθρωπος που θέλησε και έφτασε τόσο κοντά στο να μεταφέρει τον ελληνικό θρόνο στη βασιλεύουσα, αναγκάζεται να εγκαταλείψει ξανά το ψαλιδισμένο πλέον ελληνικό βασίλειο, παίρνοντας το δρόμο της εξορίας για να πεθάνει από συγκοπή τρεισήμισι μήνες αργότερα σε ξενοδοχείο του Παλέρμο, το Δεκέμβριο του 1922.
Η ανακωχή που οι δυνάμεις της Entente διαπραγματεύτηκαν και για λογαριασμό της Ελλάδας- στα Μουδανιά της Μ. Ασίας, προέβλεπε τη σύγκλιση Συνδιασκέψεως που θα επεξεργαζόταν τη νέα συνθήκη ειρήνης, αντί εκείνης των Σεβρών. Οι εργασίες της άρχισαν το Νοέμβριο του 1922, ενώ ραγδαίες ανατροπές συντελούνται στο πολιτικό τοπίο των Δυτικών χωρών, ο Σουλτάνος αποτελεί παρελθόν για την Τουρκία., ενώ ο ελληνικός στρατός και οι ελληνικοί πληθυσμοί έχουν αποχωρήσει από την Ανατολική Θράκη.
ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ
Για μια ακόμη φορά ο μεγάλος αστός πολιτικός θα παρουσιάσει το καλύτερο διπλωματικό πρόσωπο, θα κινηθεί ευέλικτα, θα εκμεταλλευτεί αντιθέσεις και προσωρινές συμμαχίες, που πρόσκαιρα καλύπτουν βαθιές ενδοιμπεριαλιστικές αντιθέσεις (Εγγύς Ανατολή, Ιράκ, Έλεγχος Στενών κλπ), θα χρησιμοποιήσει ως διαπραγματευτικό χαρτί τον Στρατό της Θράκης (που προκαλεί εύλογα ερωτήματα για το Αξιόμαχο του) και θα προβεί στους αναγκαίους Συμβιβασμούς, θέτοντας και επιδιώκοντας τους απολύτως ρεαλιστικούς στόχους. Προβάλλει την εικόνα μιας Ελλάδας παράγοντα ειρήνης στην περιοχή, που δεν διεκδικεί τίποτα, αλλά και δε θα δεχτεί διεκδίκηση εις βάρος των συμφωνημένων.
Η Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάννης (24 Ιουλίου 1923) έγινε δεκτή στην Ελλάδα με συγκρατημένη ικανοποίηση, ενώ η Συμφωνία της υποχρεωτικής ανταλλαγής πληθυσμών που υπογράφτηκε στη Λωζάννη στις 30 Ιανουαρίου 1923, προκάλεσε αντιδράσεις από τα μεγαλύτερα θύματα της τυχοδιωκτικής επεκτατικής πολιτικής, τους πρόσφυγες. Ποια όμως είναι η θέση των προσφύγων στην ελληνική κοινωνία μετά το 1922;
Ο Γ. Δερτιλής αφού παρουσιάσει την τραγική κατάσταση της ελληνικής οικονομίας (κατακόρυφη αύξηση τιμών και πληθωρισμού, επιβολή βαριών φόρων, επώδυνος εξωτερικός και εσωτερικός δανεισμός, υποτίμηση δραχμής, μείωση δημοσίων εσόδων και συναλλαγματικών αποθεμάτων-χωρίς βέβαια να αποκρύπτουμε τα τεράστια κερδοσκοπικά παιχνίδια στα οποία πρωταγωνιστούν Εθνική Τράπεζα και Έλληνες κεφαλαιούχοι, που την ώρα της καταστροφής ανταλλάσσουν τα πατριωτικά λόγια με υπερτιμημένα νομίσματα, προχωρώντας σε συνεχείς και εκτεταμένες πράξεις αρμπιτράζ- όπως παρουσιάζονται μέσα από το βιβλίο του Θ.Βερέμη και Κωστή Η ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΣΤΗ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ 1919-1922), δίνει μια θετική εικόνα του προσφυγικού στοιχείου στην ανάταση της ελληνικής οικονομίας. Εκτός των άλλων επισημαίνει την μεταφορά μικρών και μεγάλων κεφαλαίων. Συγγραφείς της εποχής και πρόχειροι υπολογισμοί του ίδιου ανεβάζουν τα ποσά αυτά σε δεκαπέντε δισεκατομμύρια, ποσό περίπου τριπλάσιο από το σύνολο των δημοσίων δαπανών του 1923. Αν συνυπολογιστούν βιομηχανικές επενδύσεις των ίδιων, ο ρόλος τους ως εργατικό δυναμικό, όχι σπάνια εξειδικευμένο, η συμμετοχή τους στην αγροτική μεταρρύθμιση και η μεταφορά τεχνογνωσίας, η αγορά γης και η ανέγερση ακινήτων για κατοικία, καταλαβαίνουμε την πολλαπλή συμμετοχή τους στο μικρό οικονομικό θαύμα που συντελείται, χωρίς βέβαια να αδιαφορούμε για τις δημόσιες δαπάνες που απαιτούνται για ην εγκατάσταση τους.
Ο Α. Ρήγος στο βιβλίο του Η Β’ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ 1924-1935 θεωρεί ότι οι δυνατότητες αυτές, σε συνδυασμό με τη δραστική μείωση της οικονομικής δράσης των Ελλήνων στις περιοχές της παλαιάς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, του ευρύτερου χώρου της Μέσης Ανατολής, της Μαύρης Θάλασσας και των Βαλκανίων, την ανακοπή την ίδια περίοδο των δυνατοτήτων εξωτερικής μετανάστευσης και την οριστικοποίηση των συνόρων του κράτους, δημιουργούν για πρώτη φορά στην Ελλάδα δυνατότητες λειτουργίας μιας άξιας λόγου εσωτερικής αγοράς”. Βέβαια, όσο σαφή και αν είναι η υποτίμηση των χαρακτηριστικών της καπιταλιστικής οικονομίας της προηγούμενης περιόδου, κανείς δεν μπορεί να παραγνωρίσει ότι κάτι διαφορετικό συντελείται.
Μέσα σε κλίμα πολιτικής αστάθειας, η μάχη επιβίωσης σύμφωνα με το Δερτιλή 1923-28 θα κερδηθεί. Η αγροτική μεταρρύθμιση του 1917 θα επιταχυνθεί και η νέα μορφή ιδιοκτησίας της γης, ο μικρός οικογενειακός αγροτικός κλήρος θα κατακλύσει την ύπαιθρο. Η αύξηση της παραγωγής θα συνδυαστεί με το βάθεμα της εμπορευματοποίησης και η αγροτική αποκατάσταση 600000 προσφύγων θα συμπαρασύρει την αύξηση των δημοσίων εσόδων, την άνοδο των εμπορικών δραστηριοτήτων, την ανάπτυξη της βιοτεχνίας και της βιομηχανίας. Η αξία της βιομηχανικής παραγωγής από 3,1 δις το 1923 ανήλθε σε 7,1 δις το 1929 (ως αποτέλεσμα πολλαπλών παραγόντων) και οι επιχειρήσεις από 33811 το 1920 έφτασαν τις 61485 το 1928. Η ναυτιλία στηριζόμενη στη δραστική υποτίμηση του νομίσματος (κατά 1562,5 % μεταξύ 1920-1928), στα εξαιρετικά χαμηλά ημερομίσθια και στα έντονα προστατευτικά μέτρα του κράτους, καταφέρνει ο εμπορικός στόλος το 1924-25 να έχει φτάσει στα προπολεμικά επίπεδα χωρητικότητας, ενώ στο διάστημα 1928-1934 η αύξηση υπερέβη το 47 %.
Την επαύριον του 1922 η Ελλάδα βρέθηκε στην χειρότερη οικονομική κατάσταση που είχε ποτέ υπάρξει από την ανεξαρτησία της. Οι ανάγκες περίθαλψης, αποκατάστασης των προσφύγων και της συγκρότησης στρατού επιτακτικές. Το ταμείο όμως είναι μείον. Μονόδρομος ο εξωτερικός δανεισμός, χωρίς καν να γίνεται λόγος για αποδοχή των επαχθέστατων όρων, αφού συχνά υπάρχει άρνηση χορήγησης δανείων. Σταδιακά όμως η κατάσταση βελτιώνεται και η Ελλάδα θα γίνει τόπος εισροής ξένων κεφαλαίων σταθερά από το 1922-1932 ( χρονιά της πτώχευσης της), αφού η διεθνής ύφεση και η κρίση του 1920 εξώθησε το κεφάλαιο στην αναζήτηση νέων αγορών για επενδύσεις ή τοποθετήσεις. Το κεφάλαιο αυτό αξιοποιήθηκε κυρίως στη χρηματοδότηση δημοσίων έργων, εγγειοβελτιωτικών, υδρευτικών, στην επέκταση του οδικού και σιδηροδρομικού δικτύου και φυσικά στην στεγαστική αποκατάσταση των προσφύγων. Ο Κ.Κωστής στο βιβλίο του ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ 1914-1940, χαρακτηρίζει αποικιοκρατικές τις συμβάσεις υλοποίησης των έργων αναλύοντας τους όρους σύναψης και τα προνόμια που παραχωρούνταν στους αναδόχους των έργων. Αναφερόμαστε στη σύμβαση της Power and Traction και την Εθνική Τράπεζα, της Ulen and Co. και την Τράπεζα Αθηνών κλπ.
Σε μια εποχή που για τα λαϊκά στρώματα προβλέπεται βαριά φορολογία και πάγωμα μισθών, επιχειρηματίες, τραπεζικό κεφάλαιο, πολιτικοί όλων των απόψεων, στρατιωτικοί διαπλέκονται σε τέτοιο βαθμό, που προκαλεί εντύπωση ακόμη και για τα σημερινά δεδομένα. Είναι ενδεικτικό ότι η Δικτατορία Πάγκαλου (Ιούνιο 1925) συναντά αρχικά την αποδοχή ή την ρητή ανοχή της πλειονότητας του πολιτικού κόσμου, για να προκαλέσει την ανατροπή της όταν θα αποτελέσει εμπόδιο στα στρατηγικά σχέδια του αστικού κόσμου.
Προχωρώντας σε μια προσπάθεια επισκόπησης της κατάστασης στην Ελλάδα το 1928 θα διαπιστώναμε μια σταθεροποίηση τόσο πολιτική (έχει κλείσει ο γύρος των κινημάτων-πραξικοπημάτων), καθώς υπάρχει μια λειτουργική οικουμενική κυβέρνηση, όσο και οικονομική. Με προεξάρχοντα τον υπ. Οικονομικών Γ. Καφαντάρη τα δημόσια οικονομικά έχουν σταθεροποιηθεί και οδηγηθεί σε θετικά αποτελέσματα. Το Γενικό Οικονομικό Ισοζύγιο παρουσιάζει πλεόνασμα, οι εισαγωγές μειώνονται και αυξάνονται οι εξαγωγές. Η αγροτική παραγωγή κινείται σε ικανοποιητικά επίπεδα, η βιομηχανική είναι αρκετά αυξημένη (πιο σημαντικοί τομείς κλωστοϋφαντουργία-τρόφιμα), η χωρητικότητα του εμπορικού στόλου υπερβαίνει την προπολεμική, ενώ η κίνηση των Ανωνύμων Εταιριών δίνει την αναστροφή και εξυγίανση (το 1927 λειτουργούν 510 Α.Ε. όπως τράπεζες, εμπορικές εταιρίες, ασφαλιστικές, συγκοινωνιακές, βιομηχανικές και άλλες). Η οικονομία της Ελλάδας είναι σαφώς βελτιωμένη σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια και αποτελεί μια ευνοϊκή συνθήκη για την αφετηρία της τετραετίας Βενιζέλου διαπιστώνει ο Σ. Τζόκας.
Στην εξωτερική της πολιτική η Ελλάδα επιθυμεί να κατοχυρώσει την αμυντική της ασφάλεια και την εδαφική της ακεραιότητα μέσα από το σεβασμό του καθεστώτος των συνθηκών και των αρχών της διεθνούς νομιμότητας. Για την Αγγλία, Γαλλία και εξαιτίας των διαφορετικών ιεραρχήσεων που έχουν σε τοπικό και παγκόσμιο επίπεδο η Ελλάδα δεν εντάσσεται στους σχεδιασμούς τους. Η αρχική σύγκρουση με την Ιταλία με αιτία την κυριαρχία σε τμήματα της Αλβανίας, αφού οδήγησε στη σύγκρουση της Κέρκυρας, έδωσε τη θέση της στη συνεννόηση, που γίνεται πιο επιτακτική εξαιτίας της κοινής ανησυχίας που προκαλεί η Γιουγκοσλαβία. Η τελευταία υπολογίζεται ως ο πιο σημαντικός κίνδυνος για την Ελλάδα, οι απαιτήσεις της στη Θεσσαλονίκη προκαλούν ανησυχίες, που μετατρέπονται σε φόβο μπροστά στο ενδεχόμενο συνεννόησης της με τη Βουλγαρία, που πάντα διατηρεί αναθεωρητικές βλέψεις στα Βαλκάνια. Προς την Αλβανία υπάρχουν ελληνικές βλέψεις, ενώ με την Τουρκία, η απέλαση του Πατριάρχη, η φυγή των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης και το ζήτημα των εγκατεστημένων και ανταλλάξιμων, εντείνουν την καχυποψία.
Κρίνουμε σκόπιμο να υπενθυμίσουμε ότι ο Βενιζέλος είχε επιστρέψει στην Ελλάδα το 1924. Ενώ η Δημοκρατική Ένωση του Παπαναστασίου ήταν το μοναδικό κόμμα που στέκεται ενάντια σε αυτό το ενδεχόμενο, ο Βενιζέλος στέλνει τηλεγράφημα στο Ν. Πλαστήρα: «Μετά μακράν σκέψιν έκρινα ότι δεν δύναμαι να κωφεύσω προς την έκκλησιν την οποίαν μοι απηυθύνατε. Καίπερ εμμένων εις σταθεράν απόφασιν μου όπως μη επανέλθω εις τηνπολιτικήν σκηνήν, κρίνω καθήκον μου να κατέλθω προσωρινώς, όπως συντελέσω το κατά εαυτόν εις ρύθμισιν της καταστάσεως».
Στην Εθνοσυνέλευση που θα αρχίσει τις εργασίες της τον Ιανουάριο του 1924 ενδεικτική είναι η περιορισμένη δύναμη των αντιβενιζελικών κομμάτων, ενώ υπάρχει μια πολυδιάσπαση του βενιζελικού χώρου. Ο Βενιζέλος θα ασκήσει χρέη προέδρου της Εθνοσυνέλευσης, για να δεχτεί συχνά βίαιη αντιπολίτευση από βενιζελικούς πολιτευτές (επεισόδιο Χατζηκυριάκου), ενώ ο ίδιος θέλει να σταθεί πάνω από τις έχθρες του παρελθόντος και να φανεί συμφιλιωτής.
Το γνωστό ρητό που θέλει την ιστορία όταν επαναλαμβάνεται να θυμίζει είτε φάρσα, είτε κωμωδία, επιβεβαιώθηκε και στην περίπτωση του Βενιζέλου. Ο σχηματισμός κυβέρνησης από τον ίδιο αποσκοπούσε ουσιαστικά σε δύο στόχους: α) διατήρηση του θεσμού της βασιλείας και β) αμνήστευση των φιλοβασιλικών αξιωματικών, που πρωτοστατούντος του Μεταξά είχαν πρωταγωνιστήσει στο κίνημα του Οκτωβρίου του 1923. Στόχος, η καλλιέργεια κλίματος εθνικής ενότητας, εθνικής συμφιλίωσης και η αποστολή μηνύματος προς τις δυτικές κυβερνήσεις και ιδιαιτέρως προς την Γιουγκοσλαβική αυλή.
Όμως ο Βενιζέλος θα βρεθεί απέναντι στους βενιζελικούς πολιτευτές και αξιωματικούς. Ο Στρατιωτικός Σύνδεσμος, αρκετά ισχυροποιημένος εμφανίζει και αυτός την παλιά αδυναμία των αξιωματικών να μην μπορούν να διακρίνουν τα όρια των καθηκόντων τους απέναντι στο Έθνος και τη Δημοκρατία, ιδιαίτερα όταν αυτά αναμειγνύονται με πιο πεζά ζητήματα καριέρας. Η αμνήστευση των 1280 αξιωματικών που είχαν παυτεί εξαιτίας της συμμετοχής τους στο πραξικόπημα του 1923, ήταν σημαντικός λόγος για δράση, ιδιαίτερα για ένστολους πολίτες που ταύτιζαν τα υλικά τους συμφέροντα με τη δημοκρατία. Η αποφασιστικότητα των βενιζελικών πολιτευτών που θέλουν να προχωρήσουν στην Κήρυξη Δημοκρατίας, και η απείθεια που δείχνουν στο Βενιζέλο δε μπορούν να συμβιβαστούν. «Ήτο μοιραίον εις την σύγκρουσιν Βενιζέλου προς βενιζελισμόν να ηττηθή ο Βενιζέλος» διαπιστώνει ο Δάφνης. Είναι χαρακτηριστική η αντίδραση του Βενιζέλου: «Δεν ημπορούσε να συγχωρήση εις τους φίλους του ότι εσήκωσαν κεφάλι. Ήθελε τυφλήν πειθαρχίαν. Υπό τοιούτους όρους η ασθένεια, σοβαρά ή ελαφρά, ήτο η επιθυμητή πρόφασις», για να επιτρέψει την αξιοπρεπή παραίτηση του τελευταίου. Τελικά, η έγκριση του ψηφίσματος που κήρυττε έκπτωτη τη Δυναστεία και ανακήρυσσε την Πρώτη Ελληνική Δημοκρατία έγινε στις 25 Μαρτίου του 1924.
Βέβαια, το Δημοκρατικό καθεστώς ήρθε γρήγορα να δώσει δείγματα γραφής. Σε μια χαρακτηριστική απόπειρα απάλειψης των κυβερνητικών ευθυνών, ωραιοποίησης των αυταρχικών μεθόδων των βενιζελικών κυβερνήσεων, ο γνωστός βενιζελικός συγγραφέας Γ. Δάφνης περιγράφει τον εορτασμό της Πρωτομαγιάς του 1924. Με μια προβοκατόρικη ενέργεια, μια καλά σχεδιασμένη κίνηση παρεμπόδισης της εργατικής κινητοποίησης, ο Παπαναστασίου ορίζει την 1η Μαΐου ως ημέρα ορκωμοσίας των δημοσίων υπαλλήλων και των ενόπλων δυνάμεων εις το νέο πολίτευμα, απαγορεύοντας την εργατική συγκέντρωση. Η συγκέντρωση θα πραγματοποιηθεί και στην άρνηση των διαδηλωτών να διαλυθούν ο στρατός θα απαντήσει κάνοντας χρήση των όπλων. Οι αρχές κάνουν λόγο για έναν νεκρό εργάτη και 17 τραυματίες.
Ο Βενιζέλος αυτοεξόριστος στο διάστημα 1924-1928 προετοιμάζει μεθοδικά την επάνοδο του στην πολιτική διακυβέρνηση. Την ίδια περίοδο θα υπάρξουν δέκα πρωθυπουργοί, τρεις γενικές εκλογές και ένδεκα στρατιωτικά πραξικοπήματα. Επιβλήθηκε η Δικτατορία του Πάγκαλου, για να ανατραπεί από το πραξικόπημα του Κονδύλη. Υπόβαθρο όλων αυτών των εκφράσεων της κρίσης, αλλά και κυρία ρχη πλευρά της αποτελεί η αποσταθεροποίηση των σχέσεων αντιπροσώπευσης μεταξύ πολιτικών κομμάτων και λαϊκών μαζών. Η διάσπαση του βενιζελικού χώρου και της μοναρχικής παράταξης παίρνει μεγάλες διαστάσεις. Η κρίση αγκαλιάζει και τον κοινοβουλευτικό μηχανισμό και όπως συμπεραίνει ο Γ. Μηλιός “αδυνατεί να αποκαταστήσει ένα σταθερό πολιτικό συσχετισμό δυνάμεων, ούτε ακόμα μπορεί να διασφαλίσει την σε τακτά χρονικά διαστήματα και με κοινοβουλευτικές αποκλειστικά διαδικασίες αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών και των κοινοβουλευτικών ισορροπιών”. Προσωρινή διέξοδο θα δώσει ο σχηματισμός Οικουμενικής κυβέρνησης όλων των αστικών κομμάτων, με πρωθυπουργό τον Καφαντάρη.
ΑΣΤΙΚΟΣ ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΣ 1928-1932
Στο βιβλίο του Κ. Κωστή για την ιστορία της Εθνικής Τράπεζας υποστηρίζεται ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την ανασυγκρότηση των ευρωπαϊκών κρατών μετά τον ‘Α Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν η ρύθμιση των διασυμμαχικών χρεών από κοινού με την καταβολή των επανορθώσεων εκ μέρους των ηττημένων κρατών. Η ρύθμιση επομένως των πολεμικών χρεών ήταν το κομβικό σημείο προκειμένου η αμερικάνικη οικονομία να προχωρήσει στην ενίσχυση των ευρωπαϊκών κρατών. Η οικονομική ανασυγκρότηση της Ευρώπης προϋπέθετε την επίλυση δύσκολων διπλωματικών και πολιτικών προβλημάτων, ώστε να αποκατασταθεί η ελεύθερη κίνηση κεφαλαίων, απαραίτητος όρος για την ανοικοδόμηση της. Ο γνωστός οικονομολόγος Fischer αναφέρει: «η ουσιαστική προϋπόθεση για την οικονομική ανασυγκρότηση της Ευρώπης είναι η επίτευξη από κάθε κράτος της σταθεροποίησης της αξίας του νομίσματος του».
Η οικονομική συνδιάσκεψη της Γένοβας του 1922 μιλά για άσκηση κάποιας μορφής ελέγχου στις εθνικές οικονομίες φυσικά των μικρότερων χωρών. Η σταθεροποίηση κάθε νομίσματος θα έπρεπε να συνοδεύεται από την ανασυγκρότηση του τραπεζικού συστήματος της χώρας που προωθούσε την νομισματική της εξυγίανση και κυρίως από τη δημιουργία μιας κεντρικής τράπεζας που θα μπορούσε να ανταποκριθεί στις σύγχρονες αρχές του central banking.
Για τις μικρότερες ευρωπαϊκές χώρες η επανένταξη στο διεθνές σύστημα συναλλαγών ή με άλλα λόγια η πρόσβαση στις διεθνείς κεφαλαιαγορές, περνούσε απαραιτήτως από την σταθεροποίηση του νομίσματος τους, δηλαδή: ισοσκέλιση του προϋπολογισμού με περικοπή των πολεμικών δαπανών, διακανονισμός πολεμικών χρεών ή επανορθώσεων, αναδιοργάνωση της κεντρικής εκδοτικής τράπεζας, εξυγίανση της διαχείρισης των δημόσιων οικονομικών. Καταλαβαίνουμε τι σήμαιναν όλα αυτά για την Ελλάδα που είχε απόλυτη ανάγκη από εξωτερικό δανεισμό.
Οι πρώτες κινήσεις γίνονται επί δικτατορίας Πάγκαλου. Ο Βενιζέλος καλείται από την κυβέρνηση Κονδύλη να αναλάβει τις διαπραγματεύσεις με την Αγγλία για την ρύθμιση των πολεμικών χρεών, ενώ όταν ο Norman, διοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας απαιτεί από τον Διομήδη, διοικητή της Εθνικής Τράπεζας, να τεθεί η Ελλάδα υπό Διεθνή Έλεγχο, ο Βενιζέλος απαντά: “Η γνώμη μου είναι ότι δια στόματος Norman ωμίλησεν η ίδια η σοφία. Την εισήγησιν του πρέπει να δεχθώμεν».
Παρά τις αρχικές ενστάσεις του Καφαντάρη Διεθνής Οικονομικός έλεγχος θα επιβληθεί, και στις 15 Σεπτεμβρίου 1927 υπογράφεται το Πρωτόκολλο της Γενεύης. Η Τράπεζα της Ελλάδος ιδρύθηκε με το νόμο 3424 του 1927 και άρχισε να λειτουργεί στις 14/05/1928 αφαιρώντας από την ΕΤΕ το εκδοτικό προνόμιο (οι μετοχές της κατά προτίμηση δόθηκαν στους βασικούς μετόχους της ΕΤΕ). Η αξία της δραχμής ως προς τη λίρα Αγγλίας ορίστηκε ως εξής: 375 δρχ.=1 λίρα Αγγλίας. Οι δεσμεύσεις που αναλάμβανε η Ελλάδα ήταν τεράστιες και σε μεγάλο βαθμό περιόριζαν την εθνική κυριαρχία.
Σύντομα δημιουργήθηκε σημαντικό θέμα καθώς η ΕΤΕ αρνούνταν να μεταβιβάσει στην Τράπεζα της Ελλάδας το πλεόνασμα των καλυμμάτων (το απόθεμα σε χρυσό και συνάλλαγμα που διαθέτει η εκδοτική τράπεζα ως εγγύηση του χαρτονομίσματος που εκδίδει). Στις 29 Ιουνίου 1928 δημοσιεύεται στον τύπο εκτενής επιστολή του Βενιζέλου με αποδέκτη τον Γ. Καφαντάρη, υπ. Οικονομικών της κυβέρνησης Συμασπισμού και διάδοχο του στο κόμμα των Φιλελευθέρων, αμφισβητώντας σημαντικές πτυχές του κυβερνητικού έργου, ιδιαίτερα οικονομικές. Ο ίδιος προσεγγίζει την κριτική του Τσαλδάρη (που καιροσκοπεί με τη σειρά του, εντείνοντας την κριτική του θέλοντας να απεμπλακεί από τις κυβερνήσεις συνεργασίας μετά την λύση του ζητήματος των ομοϊδεατών του στρατιωτικών) που θεωρεί ότι η υπεραξία των καλυμμάτων δεν άνηκε σε καμιά περίπτωση στην Εθνική Τράπεζα, αλλά στην κυκλοφορία των τραπεζογραμματίων, στην «πιστωτική κυκλοφορία», δηλαδή εν τέλει στο κράτος. Οι σωστές κατά τ’ άλλα προσεγγίσεις του Βενιζέλου δεν θα συμπεριληφθούν και στο κυβερνητικό του έργο, καθώς αφού φθείρουν και ανατρέψουν τον Καφαντάρη, θα υποταχθούν στη βασική βενιζελική έννοια να μην περιοριστεί η δύναμη της Εθνικής Τράπεζας. Ακολουθεί ο Συμβιβασμός της 3 Ιουνίου 1929, που θέλει την Εθνική Τράπεζα να αναλαμβάνει να δώσει στο ελληνικό δημόσιο το ήμισυ της υπεραξίας των καλυμμάτων, δηλαδή 560 εκ. δρχ.
Ο Κ. Κωστής θεωρεί ότι η στιγμή δεν είχε επιλεγεί τυχαία: έχοντας αποφύγει τον άχαρο και σκληρό ρόλο της νομισματικής σταθεροποίησης και μεταφέρει σε άλλους ώμους το βαρύ κόστος των επιλογών που συνόδευσαν την πολιτική της επιστροφής στη μετατρεψιμότητα της δραχμής, ο Ε. Βενιζέλος μπορούσε να επιστρέψει στην ενεργό πολιτική και να επωφεληθεί από τις ροές των δανειακών κεφαλαίων που θα έμπαιναν στην Ελλάδα.
Ο δρόμος για τη Μεγάλη Τετραετία του κόμματος των Φιλελευθέρων ήταν ανοικτός- επρόκειτο για μια εξίσου φιλόδοξη σύλληψη με το εγχείρημα της απόβασης στη Μικρά Ασία, αλλά και εξίσου ανεδαφική ως προς την υλοποίηση των επί μέρους σχεδίων που την συγκροτούσαν, πολύ δε περισσότερο του συνόλου της”. Ο καιροσκοπισμός αποτελεί κακό σύμβουλο, οδηγώντας τον να αναιρέσει ακόμα και προηγούμενες θέσεις του, καθώς “διατυπώνει τη ριζική του διαφωνία με την απόφαση της κυβέρνησης να δημιουργήσει ακόμη και ξεχωριστή κεντρική τράπεζα, ενώ ο ίδιος είχε θεωρήσει σοφή ενέργεια την ίδρυση της”.
Ας μην ερμηνεύουμε με όρους χαρισματικότητας και τύχης την ιστορία. Ο Βενιζέλος είχε στην διάθεση του λεπτομερή μελέτη για τη θέση της Εθνικής Τράπεζας που διαπίστωνε βελτίωση της θέσης της τράπεζας μετά την παραχώρηση του εκδοτικού δικαιώματος. Παράλληλα ανακινεί ζητήματα ιδιαίτερης κοινωνικής απήχησης (κερδοσκοπία τραπεζών και πληθωρισμός) σε μισθωτά και μικροαστικά στρώματα.
Ο Καφαντάρης θα παραιτηθεί από την αρχηγία του κόμματος των Φιλελευθέρων και την κυβέρνηση, ανοίγοντας το δρόμο της επιστροφής στο Βενιζέλο στην ενεργό πολιτική. Αναλαμβάνει εκ νέου την πρωθυπουργία και προκηρύσσει εκλογές στις 19 Αυγούστου 1928, που το κόμμα των Φιλελευθέρων κερδίζει τις 225 από τις 250 έδρες.
Ποιοι είναι όμως οι βασικοί στόχοι του Βενιζέλου; Παγίωση του κοινωνικού αστικού καθεστώτος και ενίσχυση της διπλωματικής θέσης της χώρας. Παρουσιάζεται ως ο θεματοφύλακας του αστικού δημοκρατικού καθεστώτος, ικανός να το προστατεύσει από ακραίες εκδηλώσεις και από επικίνδυνες ακυβερνησίες. Ανακηρύσσεται υπερκομματικός εγγυητής του αστικού κράτους και εθνικός ηγέτης που υπερβαίνει τις μικροκομματικές συνήθειες, εμπάθειες και σκοπιμότητες. Είναι ο νουνεχής, συντηρητικός ηγέτης που αποδέχεται την υπάρχουσα κατάσταση της χώρας, στα όρια που όρισαν οι διεθνείς συνθήκες.
Στον προεκλογικό λόγο που εκφωνεί στη Θεσσαλονίκη παρουσιάζει τους βασικούς άξονες του προγράμματος του:
• Την πρόταξη του εκσυγχρονισμού και της ανάπτυξης του κράτους στα πλαίσια του αστικού μετασχηματισμού
• Τα μέτρα προστασίας του αστικού καθεστώτος, όπως αυτά του περιορισμού των απεργιών και της δίωξης των κομμουνιστών
• “Όσον αφορά τας σχέσεις προς τους γείτονες μας, επιθυμώ να επαναλάβω και την εσπέραν ταύτην ότι η Ελλάς αποδέχεται ειλικρινώς και ανεπιφυλάκτως τας συνθήκας της ειρήνης, δια των οποίων ετερματίσθη ο μεγάλος πόλεμος
“Πάσα απόπειρα διαταράξεως ή βιαίας ανατροπής του αστικού καθεστώτος του οποίου στέρεα θεμέλια είναι η Πατρίς, η Οικογένεια, η Ιδιοκτησία, θα εύρη αντιμέτωπον την πυγμήν του κράτους”. Και όμως δεν αποτελεί τμήμα διαγγέλματος της Χούντας των Συνταγματαρχών. Είναι οι προεκλογικές δεσμεύσεις του πατριάρχη του σύγχρονου κοινοβουλευτισμού στην χώρα μας. Περίεργες ιστορικές συμπτώσεις, ανάγκη πιο πλατιάς επιστημονικής έρευνας, απαίτηση για μια ιστορική προσέγγιση χωρίς δεσμεύσεις στην κυρίαρχη ιδεολογία;
Η ΔΙΕΘΝΗ ΘΕΣΗ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ
Θέλοντας να ξεπεράσει τη διεθνή απομόνωση, της χώρας, έχοντας εμπιστοσύνη στη μεγάλη του διπλωματική ικανότητα και στις ιδιαίτερες σχέσεις του με τους ηγέτες των Μ. Δυνάμεων ξεκινά ένα μεγάλο οδοιπορικό τον Σεπτέμβριο του 1928. Οι όποιες ιδεολογικές διαφορές δεν στέκονται εμπόδιο στην προσπάθεια ικανοποίησης των αστικών συμφερόντων μέσα από τις διάφορες συνεννοήσεις, πολύ περισσότερο δε, που για όλο τον ευρωπαϊκό αστικό κόσμο ο πρώτος εχθρός είναι το εργατικό κίνημα και το κράτος των Σοβιέτ.
Πρώτος σταθμός στη Ρώμη του Μουσολίνι. Ακολουθεί υπογραφή ελληνοϊταλικού συμφώνου “φιλίας, συνδιαλλαγής και δικαστικού διακανονισμού», με το Μουσολίνι να επιδιώκει την πιο στενή προσέγγιση Ιταλίας-Ελλάδας-Τουρκίας και το Βενιζέλο να εκμεταλλεύεται την αναβάθμιση της Ιταλίας ως μεσογειακής δύναμης και τον ανταγωνισμό της με τη Γιουγκοσλαβία, χρησιμοποιώντας την ως αντίβαρο προς τις δυτικές πρωτεύουσες και τι Βελιγράδι.
Επόμενοι σταθμοί το Παρίσι-Λονδίνο για να διαβεβαιώσει ότι η Ελλάδα παραμένει προσηλωμένη στις στρατηγικές της συμμαχίες, αλλά άξονας της πολιτικής της είναι η προάσπιση των ζωτικών της συμφερόντων.Τέλος του ταξιδιού στο Βελιγράδι. Οι σχέσεις πρέπει να αναθερμανθούν, η συμφωνία του Πάγκαλου για τη Θεσσαλονίκη να αναθεωρηθεί και η φιλία, συνεργασία να αποκατασταθεί. Ακολουθεί υπογραφή πρωτοκόλλων που ρύθμιζαν τα εκκρεμή ζητήματα για Θεσσαλονίκη-μεταφορές και στις 27 Μαρτίου 1929 υπογράφεται στο Βελιγράδι το ελληνογιουγκοσλαβικό σύμφωνο φιλίας και διαιτησίας.
Η Τουρκία παραμένει το πιο κρίσιμο ζήτημα. Ο Βενιζέλος θα αποστείλει αμέσως μόλις καταλάβει την εξουσία επιστολή στον υπ. Εξωτ. Ρούσδη Βέη και στον πρωθυπουργό Ισμέτ Πασά, προτείνοντας υπογραφή ελληνοτουρκικού συμφώνου φιλίας και μη επίθεσης, που με την καθοριστική παρέμβαση της Ιταλίας θα υπογραφεί στις 30 Οκτωβρίου 1930. Άμεση συνέπεια της βελτίωσης των εξωτερικών σχέσεων της χώρας θα είναι η μείωση των στρατιωτικών δαπανών από 2811 εκ δρχ. το 1926-1927 στις 1757 εκ. δρχ. το 1931-1932.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
Από το 1929 η κυβέρνηση των Φιλελευθέρων αρχίζει μια οργιώδη δραστηριότητα σε όλους τους τομείς (παιδεία, αποκατάσταση, προσφύγων, δημόσια έργα κλπ). Σκοπός η οικονομική ανάπτυξη του ελληνικού κράτους και ο αστικός του μετασχηματισμός. Ο τελευταίος είχε αρχίσει το 1910 με διαφορετικές προτεραιότητες.
Ο παρεμβατικός ρόλος του κράτους αναδεικνύεται σε όλους τους τομείς, ενώ από το 1931 εντάσσεται στην προσπάθεια αντιμετώπισης των συνεπειών από τη διεθνή κρίση. Κεντρικό ζήτημα τίθεται η αναζήτηση των χρημάτων για την υλοποίηση των στόχων.
Οι προϋπολογισμοί δίνουν μια εικόνα (που ανεξάρτητα την πιστότητα των στοιχείων) αύξησης των δημοσίων εσόδων (το 1927-1928 ήταν 9293,7 εκ. δρχ. και το 1931-1932 ήταν 10330 εκ.δρχ.), όμως το πλεόνασμα που καταγράφεται σε καμιά περίπτωση δεν αρκεί για την ικανοποίηση στόχων τέτοιου μεγέθους.
Στη φορολογία κυριαρχούν οι έμμεσοι φόροι, που λειτουργούν προς όφελος των προνομιούχων οικονομικών τάξεων. Το 1928 ο Βενιζέλος επισημαίνει “οι φόροι είναι βαρείς και το χειρότερο είναι εμπειρικώς επιβεβλημμένοι και άνισοι, όσον αφορά την κατανομή”, για να προσθέσει “δεν επαγγέλλομαι καμμίαν άμεσον ελάττωσιν των φόρων”. Επιδίωξη του επομένως όχι η ανακούφιση των χαμηλών εισοδηματικά τάξεων, αλλά ο Ορθολογισμός του Φορολογικού συστήματος. Να επισημάνουμε ότι η φορολογική πίεση στην Ελλάδα ήταν ψηλότερη ως φορολογικός συντελεστής από εκείνη της Γαλλίας, Αγγλίας, Γερμανίας και Ιταλίας Την περίοδο 1928-1931 διαπιστώνεται αύξηση της φορολογίας (και των έμμεσων φόρων), αύξηση των δημοσίων εσόδων, που εξασφαλίζει τη δυνατότητα κρατικού παρεμβατισμού (που μαζί με τους δασμούς υποστηρίζει τη βιομηχανία), αλλά δεν μπορεί να αποτελέσει απάντηση στις ανάγκες του αναπτυξιακού προγράμματος.
Οι πολεμικές επανορθώσεις (Συνδιάσκεψη Σπα 16 Ιουλίου 1920) είναι ένας ακόμη σημαντικός παράγοντας (2.327.200.000 μάρκα). Από το αρχικό ποσό που συμφωνήθηκε, δόθηκε στην Ελλάδα μόνο ένα μικρό αναλογικά ποσό (37.300.800 χρυσά μάρκα). Με τις γνωστές του ικανότητες ο Βενιζέλος καταφέρνει στη διάσκεψη της Χάγης, το καλοκαίρι του 1929 (σχέδιο Γιουγκ), να εξασφαλίσει το σύνολο σχεδόν (76.73 %) των ανατολικών επανορθώσεων. Χρήματα που θα χρησιμοποιούνταν για την κάλυψη των πολεμικών χρεών της Ελλάδας και για την ανάπτυξη της. Η Ελλάδα ήταν το μοναδικό κράτος που είδε το μερίδιο της στις επανορθώσεις να αυξάνεται, ενώ όλα τα υπόλοιπα κράτη μετρούσαν απώλειες. Οι επιχειρηματικές προσδοκίες των Μ. Δυνάμεων υπονοούνται στη δήλωση Βενιζέλου “αλλά χάρις εις την κατάστασιν ήτις εδημιουργήθη εις την σημερινήν Ελλάδα και ήτις ανεγνωρίσθη γενικώς”.
Η ένταση της οικονομικής κρίσης, και στην Κεντρική Ευρώπη, ανέκοψε την κανονική εκτέλεση της συμφωνίας της Χάγης (πρόταση Χούβερ). Οι διπλωματικοί χειρισμοί του Βενιζέλου εξασφαλίζουν τελικά ένα μικρό ποσοστό των τελικών συμφωνιών, προς ανακούφιση των προϋπολογισμών των αντίστοιχων ετών, αλλά δεν επαρκούν στο αναπτυξιακό πρόγραμμα.
Όλες οι παραπάνω παράμετροι καταστούν αναγκαιότητα την στροφή στον εξωτερικό δανεισμό. Ο Βενιζέλος πιστεύει ότι η σταθεροποίηση του νομίσματος σε μια χώρα με παθητικό εμπορικό ισοζύγιο και ισοζύγιο λογαριασμών για να αντέξει, χρειαζόταν τακτικό δανεισμό από το εξωτερικό μέχρις ότου η κατασκευή παραγωγικών έργων και η ενίσχυση της εθνικής παραγωγής θα δημιουργούσαν ευνοϊκές συνθήκες για το ισοζύγιο πληρωμών. Τότε και η σταθεροποίηση θα ήταν ουσιαστική και βιώσιμη. Προχωρά επομένως στην σύναψη τεσσάρων δανείων. Είναι ενδεικτικό ότι με αφορμή την σύγκρουση για το δάνειο των παραγωγικών έργων Στρυμώνα και Αξιού, ο Βενιζέλος σπάει την προνομιακή σχέση που έχει το ελληνικό κράτος με τον οίκο Hambo του Λονδίνου (άρα και του δικτύου των ελλήνων κεφαλαιούχων που συνδέονται μαζί του) και στρέφεται προς την αμερικανική χρηματοπιστωτική αγορά.
Ο Βενιζέλος παρά την αντίθετη φιλολογία δεν είναι ο πολιτικός της εξάρτησης. Είναι ο πολιτικός της άρχουσας τάξης, που τόσο στο επίπεδο της εξωτερικής πολιτικής, όσο και της εσωτερικής θέλει να εκφράσει τα αστικά στρατηγικά συμφέροντα, να υπερασπίσει τις στρατηγικές συμμαχίες (η διαπλοκή οικονομίας και πολιτικής είναι χαρακτηριστική: πώς να ξεχωρίσεις τον όμιλο Hambo από τους Έλληνες εισοδηματίες, το αγγλικό City από τους Έλληνες εφοπλιστές κλπ), αρνούμενος όμως αυτός και η τάξη του να βρεθούν δέσμιοι τους, διατηρώντας πάντα ανεξαρτησία κινήσεων και επιλογών. Η διαλεκτική σχέση αντίθεσης-σύνθεσης φαίνεται ότι αποτελεί βασική κατεύθυνση της σκέψης και πράξης του.
Η εισροή αυτών των κεφαλαίων έχουν άμεση συνέπεια την επιβάρυνση της υπηρεσίας του δημοσίου χρέους, που σε συνδυασμό με τη διεθνή οικονομική κρίση που έπληξε την Ελλάδα από το 1931 και ύστερα, οδήγησαν στην τέταρτη πτώχευση του ελληνικού κράτους το 1932 (για συναλλαγματικούς λόγους).
Αν και η σύγκρουση μεταξύ ιστορικών και οικονομολόγων διατηρεί την φόρτιση της, ιδιαίτερα όταν ασχολείται με τον χρόνο απόσυρσης της δραχμής από τον χρυσό κανόνα (μια κίνηση με διεθνείς συνέπειες, αλλά και εσωτερικές π.χ. θέση Ελλήνων κεφαλαιούχων), μια εκτίμηση φαίνεται ότι κερδίζει την εμπιστοσύνη επιστημόνων όπως ο Γ. Λεονταρίτης, ο Κ. Κωστής και ο Σ. Τζόκας: “η πολιτική του Βενιζέλου και οι στρατηγικοί του στόχοι για την τετραετία της διακυβέρνησης του δε φαίνονταν να καθορίζονται από τις υπάρχουσες οικονομικές δυνατότητες του κράτους ή από την υπάρχουσα παραγωγική βάση αυτού, αλλά από τους επιδιωκόμενους στόχους, η επιτυχία των οποίων θα αύξανε σημαντικά την παραγωγική αξιοποίηση αυτών, ώστε να διευρυνθεί η παραγωγική βάση και οι οικονομικές δυνατότητες του κράτους”.
Πιο είναι όμως το Αναπτυξιακό έργο της κυβέρνησης 1928-1932; Αναφέραμε και προηγουμένως ότι στόχος της κυβέρνησης ήταν η δημιουργία μιας εγχώριας αγοράς, ικανής να συντηρήσει τους αναπτυσσόμενους κλάδους της οικονομίας και ιδιαίτερα τη βιομηχανία. Τα μέσα για την επίτευξη του στόχου ήταν: δασμοί-νομισματική πολιτική-αναδιοργάνωση πιστωτικού συστήματος-ανάπτυξη εγχώριων παραγωγικών δυνάμεων. Ο κρατικός παρεμβατισμός αναπτύσσεται ραγδαία έχοντας την συμφωνία και του Λαϊκού Κόμματος.
Στη γεωργία και στην κτηνοτροφία αυτό σήμαινε ότι το κράτος αναλάμβανε προοδευτικά την εμπορευματοποίηση ενός αυξανόμενου τμήματος της αγροτικής παραγωγής, με πρώτο στόχο την αύξηση της. Τα σταυροδρόμια αυτής της προσπάθειας ήταν: α) η συστηματική και οργανωμένη παρέμβαση του κράτους στον αγροτικό τομέα με τη δημιουργία νέων προστατευτικών θεσμών, β) η λειτουργία ιδιαίτερου τραπεζικού τομέα αγροτικής πίστης και η συνακόλουθη ίδρυση της Αγροτικής Τράπεζας Ελλάδας (ΑΤΕ), γ) η δημιουργία υποδομής του αγροτικού χώρου με τα μεγάλα έργα της τετραετίας, δ) η ρύθμιση εκκρεμών αγροτικών ζητημάτων, όπως το Κωπαϊδικό (τελική υποχώρηση της κυβέρνησης μπροστά στις απαιτήσεις του αγγλικού και όχι μόνο κεφαλαίου εις βάρος της ίδιας της πολιτικής της και των καλλιεργητών) .
Για πρώτη φορά στην Ελλάδα (αν αφαιρέσουμε την περίοδο Καποδίστρια) σημειώνονται τόσο μεγάλες αλλαγές στη διοίκηση, στον σχεδιασμό, στην αγροτική εκπαίδευση, στις μεθόδους καλλιέργειας, στη μηχανική υποστήριξη. Συνέπεια, η διευρυμένη εμπορευματοποίηση, η αναδιάρθρωση της παραγωγής, η σημαντική απόπειρα (που ενισχύθηκε και από τη παγκόσμια κρίση) για κάλυψη του διατροφικού ελλείμματος, τα εγγειοβελτιωτικά έργα, η ίδρυση και η ανάπτυξη γεωργικών συνεταιρισμών.
Όσον αφορά το θέμα της ίδρυσης ΑΤΕ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι την αρχική προσπάθεια του Παπαναστασίου (ΑΤΕ διαμεσολαβητή μεταξύ κράτους και αγρότη, η οποία χωρίς να έχει σκοπό το κέρδος θα εξορθολογοποιούσε τον αγροτικό χώρο) το 1927, την μπλόκαρε ο Βενιζέλος, εξαιτίας όπως μας λεει ο Κ. Κωστής «της εντελώς προσωπικής οπτικής που είχε για το πώς θα έπρεπε να ρυθμιστούν οι σχέσεις κράτους-ΕτΕ (εξάλλου είναι ενδεικτικές οι αντιδράσεις των βενιζελικών παραγόντων-αλλά και του Λαϊκού κόμματος- στους σχεδιασμούς της αφαίρεσης της αγροτικής πίστης από την ΕτΕ, ουσιαστικά της μεγαλύτερης οικονομικής και πολιτικής δύναμης της εποχής).
Αν τα καλύμματα της ΕτΕ ήταν μια από τις αφορμές εξοβελισμού του Καφαντάρη από το Βενιζέλο, η ΑΤΕ και η σχέση της με την ΕτΕ έγιναν αφορμή «αδειάσματος» του Παπαναστασίου, που βλέπει το σχέδιο του για ίδρυση ΑΤΕ να απορρίπτεται τον Οκτώβριο του 1928, παρά τις υποσχέσεις υλοποίησης του από το Βενιζέλο και να ενισχύεται ακόμη περισσότερο η ΕτΕ. Ο Βενιζέλος δεν επιθυμεί αποδυνάμωση της ΕτΕ, αλλά δεν θα ανεχτεί σε καμιά περίπτωση την Ομηρία του απ’ αυτήν. Την περίοδο 1929-1932 η ΑΤΕ μετατρέπεται σε μηχανισμό απόλυτου ελέγχου του αγροτικού χώρου, συγκεντρώνει όλες τις χρηματικές ροές από και προς την αγροτική οικονομία και χειραφετείται από την ΕτΕ, με την οποία διατηρούσε αρχικά στενούς δεσμούς εξάρτησης (από το 1935, η ΑΤΕ πραγματοποιεί εντυπωσιακή άνοδο, εξαιτίας της πλήρης ανεξαρτοποίησης της).
Όλα αυτά σήμαιναν για τον αγρότη ότι ναι μεν γλίτωσε τον τοκογλύφο (συχνά τσιφλικά), αλλά τα υψηλά επιτόκια χορηγήσεων (παρά τις αρχικές υποσχέσεις του Βενιζέλου για φθηνά κεφάλαια) οδήγησαν στην υπερχρέωση (το 1933 πάνω από το 83 % των γεωργών-ιδιοκτητών ήταν βαριά χρεωμένοι). Ο Βεργόπουλος διαπιστώνει ότι «ο κύριος στόχος των πιστωτικών επιχειρήσεων δεν είναι η μεταβολή των παραγωγικών δομών, αλλά η διά των ανταλλαγών σύλληψη του μεγίστου της υπερεργασίας. Η συνεχής δηλαδή υπερχρέωση του αγρότη είχε ως συνέπεια να απορροφάται η υπερεργασία του από τους πιστωτές».
Τον τομέα της βιομηχανία έχουμε τα αποτελέσματα της ενίσχυσης της κυβερνητικής πολιτικής, με αποτέλεσμα την αύξηση των επιχειρήσεων. Ο προσανατολισμός είναι η υποκατάσταση των προϊόντων ελαφριάς βιομηχανίας που εισάγονται από το εξωτερικό και ήταν υπό την υψηλή προστασία του κράτους. Τα θύματα αυτής της πολιτικής ήταν οι καταναλωτές αφού οι υψηλοί δασμοί προστατεύουν τα εγχώρια βιομηχανικά προϊόντα αλλά πλήττουν τον ανταγωνισμό, κρατώντας υψηλά τις τιμές.
Στο εμπορικό ισοζύγιο σημειώνεται αξιοσημείωτη βελτίωση. Και πάλι ο κρατικός παρεμβατισμός θα είναι ο καθοριστικός παράγοντας, με δύο τρόπους: α) την υπογραφή εμπορικών συμβάσεων και β) των συμψηφιστικών ανταλλαγών (ckearihg-συμφωνίες που υποχρέωναν τα συμβαλλόμενα μέρη να εισάγουν προϊόντα ίσης αξίας με αυτά που θα εξήγαγαν στην άλλη χώρα). Άξιο προσοχής το γεγονός ότι λόγω του τελευταίου μετακινούνται τα παραδοσιακά κέντρα πρόσδεσης τη ελληνικής οικονομίας προς σε αυτά της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης (το 1932 η γερμανική οικονομική διείσδυση κάλυπτε το 15 % περίπου του συνόλου των εξαγωγών και το 1938 το 40 %). Αντίθετα το εφοπλιστικό κεφάλαιο παρέμενε συνδεδεμένο με τα παραδοσιακά κέντρα πρόσδεσης της ελληνικής οικονομίας, ιδιαίτερα τα βρετανικά οικονομικά συμφέροντα.
Η συνεχώς αναπτυσσόμενη ελληνική ναυτιλία, που ολοένα εμπλέκεται στο διεθνές εμπόριο, γίνεται πεδίο πατερναλιστικών πολιτικών (φοροαπαλλαγές για τους πλοιοκτήτες και μέτρα για τους ναυτικούς-ελληνικό ναυτολόγιο, ΝΑΤ κλπ).
Η ανάπτυξη του τουρισμού απασχολεί την κυβέρνηση και τον Ιούλιο του 1929 ιδρύεται ο ΕΟΤ.
Στην αρχιτεκτονική και τον σχεδιασμό των πόλεων το κράτος παρεμβαίνει, καινοτομεί, προσκαλεί επιστήμονες και ειδικούς παγκοσμίους φήμης, συχνά προσπαθεί να συγκεράσει ευρύτερες πολιτικές επιδιώξεις (Θεσσαλονίκη), αλλά η προσέλευση του τεράστιου αριθμού των προσφύγων και τα πιεστικά προβλήματα στέγασης τους οδηγούν σε οδυνηρούς και συχνά μη αναστρέψιμους συμβιβασμούς.
Τα δημόσια και παραγωγικά έργα που είναι πολλά και εξαιρετικής σημασίας γίνονται με χρήματα του προϋπολογισμού και κυρίως του εξωτερικού δανεισμού. Να επισημάνουμε τα λιμενικά έργα, το οδικό συγκοινωνιακό δίκτυο, την Ηλεκτρική Εταιρία Διανομής, ενώ στα παραγωγικά έργα ξεχωρίζουν αυτά του Αξιού και του Στρυμώνα. Έργα που συμβάλλουν στην αύξηση του εθνικού εισοδήματος και στη διεύρυνση της παραγωγικής βάσης της χώρας, ενώ βοηθούν στη μείωση της ανεργίας, στην αποκατάσταση των μικρασιατών προσφύγων και στην συγκράτηση του αγροτικού πληθυσμού στις εστίες του.
Η ανανέωση που επχειρήται σε όλα τα επίπεδα δεν είναι δυνατόν να αφήσει αδιάφορη την τέχνη. Ο Λ. Πολίτης στο έργο του ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ μας εκμυστηρεύεται ότι « η λεγόμενη γενιά του 1930, οι λογοτέχνες δηλαδή που παρουσιάστηκαν γύρω από τη χρονολογία αυτή, ανανέωσαν δημιουργικά όχι μόνο την ποίηση αλλά και την πεζογραφία, η οποία στα χρόνια 1920-1930 φυτοζωούσε σε μια καθυστερημένη επιβίωση της ηθογραφίας, περιγράφοντας τη μίζερη ζωή της φτωχογειτονιάς. Οι νέοι καλλιτέχνες έστρεψαν τη ματιά τους προς ευρύτερους ορίζοντες, ζήτησαν να ανιχνεύσουν ψυχολογικές καταστάσεις συνθετότερες, να αντιμετωπίσουν προβλήματα σοβαρότερα κοινωνικά και ανθρώπινα, προσπάθησαν ακόμη να ξεπεράσουν τα στενά ελληνικά όρια και να πορευτούν παράλληλα με τη σύγχρονη ευρωπαϊκή πεζογραφία».
ΕΘΝΙΚΗ ΟΜΟΓΕΝΟΠΟΙΗΣΗ
Επισημαίνεται σωστά ότι ένας «εθνικός στόχος» όλων των κυβερνήσεων μετά τους Βαλκανικούς πολέμους ήταν η εθνική ομογενοποίηση, ιδιαίτερα στις Νέες Χώρες. Το διάστημα 1914-1922 είναι κατανοητό γιατί ανέτρεψε τις ιεραρχήσεις, που μετά την καταστροφή αποκτούν διαφορετική δυναμική. Τα βασικά ζητήματα που τίθενται είναι δύο: α) ότι όλες σχεδόν οι βόρειες και ανατολικές περιοχές των νέων χωρών που προσάρτησε η Ελλάδα κατοικούνται από πληθυσμούς στην μεγάλη τους πλειοψηφία τουρκικούς και β) από τον χριστιανικό πληθυσμό της Μακεδονίας ένα σημαντικό ποσοστό μιλά την Σλαβομακεδονική διάλεκτο, χωρίς να έχει την εποχή του 1912-13 καμιά εθνική συνείδηση. Καταλαβαίνουμε πόσο κρίσιμο είναι τα παραπάνω θέμα καθώς δίπλα στους ιστορικούς λόγους που δικαιώνουν τον επεκτατισμό προβάλλεται και η ύπαρξη εθνικών πλειοψηφικών πληθυσμών στα διεκδικούμενα εδάφη.
Η αναγνώριση της ελληνικής κυριαρχίας όπως συμφωνήθηκαν με τη Συνθήκη της Λωζάννης από τους Τούρκους, δεν σημαίνει και ανάλογη αναγνώριση από τη Βουλγαρία πρωτίστως και δευτερεύοντος από τη Γιουγκοσλαβία.
Η γνωστή βενιζελική φόρμουλα της ανταλλαγής πληθυσμών θα δώσει μια πρώτη λύση. Όπως αναφέρει ο Γ. Μηλιός «όλοι οι Χριστιανοί-Ορθόδοξοι κάτοικοι των νέων χωρών είχαν βεβαίως το δικαίωμα να δηλώσουν ότι κατείχαν μια εθνικότητα διαφορετική από την ελληνική, ότι ήταν επομένως Σέρβοι-Βούλγαροι-Αλβανοί-Ρουμάνοι. Στην περίπτωση αυτή ήταν υποχρεωμένοι να μεταναστεύσουν σε ένα εύλογο χρονικό διάστημα στη χώρα της εθνικότητας τους».
Με το να θεωρούνται ως Έλληνες όσοι Σλαβομακεδόνες δεν εγκατέλειψαν τη χώρα μετά τις ελληνικές προσαρτήσεις μπήκε σε κίνηση ο βίαιος εξελληνισμός τους. Οι πληροφορίες που παρουσιάζει ο Τ. Κωστόπουλος στην πρωτότυπη μελέτη του Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΗ ΓΛΩΣΣΑ είναι συγκλονιστικές. Ένας ολόκληρος κόσμος που εμπλέκτηκε άθελα του στους βαλκανικούς αστικούς ανταγωνισμούς, αντιμετωπίστηκε ως «Καρκίνωμα δια την Ελλάδα», υπέστη άγρια κρατική καταστολή. Η Φλωρινιώτικη Φωνή του Λαού αναφέρει «Ο Μακεδών ελευθερωθείς πλέον από τον Τουρκικόν ζυγόν και άπαξ ονομασθείς Έλλην, οφείλει να αποδείξει την Ελληνικότητα αυτού. Και θα την αποδείξει, όταν επιβάλη την Ελληνικήν γλώσσαν εις την οικογένειαν αυτού, όταν συνηθίση να ομιλεί αυτήν παντού και πάντοτε και εκτός της οικίας αυτού, όταν εργάζεται, όταν συναλλάσσεται, όταν περιπατή, όταν προσεύχεται, όταν στέκεται, όταν διασκεδάζει, όταν γελά, όταν ψάλλη, όταν κλαίη, όταν δέρη, όταν υβρίζη, όταν τρώγη, όταν πίνη και όταν ακόμη κοιμάται, και όταν τέλος αποθνήσκη».
Το αποτέλεσμα της εγκατάστασης των μικρασιατών προσφύγων ήταν να μεταβληθεί η σύσταση του πληθυσμού αυτών των περιοχών. Από τα 1,3 εκατ. Έλληνες πρόσφυγες, 638 χιλιάδες εγκαθίστανται στη Μακεδονία και 108 χιλιάδες στη Θράκη. Το 1926, το 83,5 % του πληθυσμού της Μακεδονίας είναι Έλληνες και το 61 % της Δυτικής Θράκης. Το ποσοστό εθνικής ομοιογένειας της Ελλάδας είναι έτσι κατά την εποχή αυτή ένα από τα ψηλότερα της Ευρώπης.
Δίκαιη η κατάληξη του συλλογισμού που θέλει την ιδεολογία του ιμπεριαλιστικού επεκτατισμού των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών, να εκτοπίζει η ιδεολογία της αιώνιας ελληνικότητας, της ελληνικής γης των τριών χιλιετηρίδων.
Η ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΚΑΘΕΣΤΩΤΟΣ
Την περίοδο 1928-1932 ο αστικός εκσυγχρονισμός συναρθρώνεται με την οικοδόμηση ενιαίου εθνικού κράτους, έχοντας ως δόγματα του την αβασίλευτη δημοκρατία και τον αντικομουνισμό.
Φαίνεται ότι από το 1928 και τον αστικό εκσυγχρονισμό, μέχρι το 2005 και το Ευροσύνταγμα οι προτεραιότητες των κυβερνώντων παραμένουν οι ίδιες: «η προστασία του οικονομικού κατεστημένου και η απρόσκοπτη λειτουργία». Συμπεραίνουμε ότι είτε μιλάμε για την αστική δημοκρατία του ευρώ και της ισχυρής Ελλάδας, είτε για την Ελλάδα του Μεσοπολέμου η παρατήρηση του Σβώλου εντοπίζει την ουσία των πραγμάτων «η κυβερνώσα τάξις κρύπτει υπό τους συνταγματικούς τύπους τας επήρειας, εξ ων κινείται, κατορθώνει να παριστάνει ότι η άσκησις της πολιτικής εξουσίας αφορά το συμφέρον του λαού, ενώ κατά βάθος ωφελεί απλώς τους εκμεταλλευτάς του…».
Η ίδρυση του Συμβουλίου Επικρατείας το Μάιο του 1929 ενισχύει τη νομοθετική εξουσία, ενώ το Μάιο του 1930 συγκροτήθηκαν οι επιτροπές για την εκπόνηση του νέου αστικού κώδικα.
ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ
Οι στόχοι της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης ανακοινώθηκαν από τον ίδιο το Βενιζέλο στον προεκλογικό λόγο της Θεσσαλονίκης: «Αλλά θα στηρίξωμεν ακόμη αποτελεσματικότερον το κοινωνικό καθεστώς δια της επιβαλλόμενης αμέσου και ριζικής μεταρρυθμίσεως του εκπαιδευτικού μας συστήματος, εφόσον εκατοντάδες σχολείων της κλασσικής λεγόμενης εκπαιδεύσεως εξακολουθούν να εξαπολύουν κατ’ ‘ετος χιλιάδες νέων ατελέστατα συνήθως μορφωμένων, ανίκανων ουσιαστικώς διά κάθε παραγωγική εργασίαν, το μέλλον μας δεν ημπορεί παρά να είναι σκοτεινόν και το κράτος εργάζεται προφανώς δια να παρασκευάση τον μέλλοντα στρατόν της κοινωνικής ανατροπής. Είμαι βέβαια θιασώτης της κλασσικής εκπαιδεύσεως αλλά δι’ ελάχιστην αναλογίαν της σπουδαζούσης νεολαίας, δια τους ολίγους εκλεκτούς οι οποίοι θα αποτελέσουν την ηγεσία της αύριο».
Για την προστασία του κοινωνικού καθεστώτος θεωρεί επιβεβλημένη την ανάπτυξη και επέκταση της τεχνο-επαγγελματικής εκπαίδευσης, την μείωση της κοινωνικής κινητικότητας ιδιαίτερα των μικροαστικών στρωμάτων, για να κατηγορηθεί από το Γληνό ότι η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση Βενιζέλου-Παπανδρέου είναι έντονα ταξική και επιλεκτική (κλείσιμο σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης, δίδακτρα στα Γυμνάσια)
Παράλληλα προωθείται η παροχή αυτάρκους εκπαίδευσης σε όλα τα Ελληνόπουλα και η αυτάρκης προετοιμασία αυτών για την οικονομική ζωή, ενώ οργανώνεται το Ανώτατο Εκπαιδευτικό Συμβούλιο. Είναι χαρακτηριστικό ότι μέχρι το 1928 είχαν ανεγερθεί 1474 σχολικά κτίρια, ενώ κατά τη διάρκεια της τετραετίας έφτασαν σε τριπλάσιο αριθμό, καθώς κατασκευάστηκαν 3167, γεγονός που αποδεικνύει το μέγεθος του έργου. Προκειμένου να επιτελεστεί το τεράστιο αυτό έργο συνομολογήθηκε δάνειο αξίας 1.000.000 λιρών από σουηδικό τραπεζικό όμιλο.
Θα παραμείνει ανεκπλήρωτη υπόσχεση η καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας στην εκπαίδευση, για να προτιμηθεί η απλή καθαρεύουσα το 1929. Στην περίπτωση της προσέγγισης των δημοτικιστών και σοσιαλιστών διανοούμενων της Αιγύπτου, που ο Βενιζέλος θέλει να χρησιμοποιήσει αργότερα (περίπτωση Διεθνούς Γραφείου Εργασίας κλπ) αποκαλύπτεται μια σκοτεινή πτυχή της προσωπικότητας του. Ο πολιτικός που χρησιμοποιεί τα πάντα για να πετύχει στον σκοπό του, που δηλώνει ότι «η δημοτική είναι η γλώσσα πάνω στην οποία πρέπει να οικοδομηθεί ο νεοελληνικός πολιτισμός», όπως αναλύεται από την Ρ. Σταυρίδη-Πατρικίου, στην μελέτη Η ΕΝΤΑΞΗ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΩΝ ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΩΝ ΣΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΟΥ ΒΕΝΙΖΕΛΙΣΜΟΥ.
Όπως διαπιστώνει ο Δ. Γληνός η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση αποτελεί μια συνεπή προσπάθεια της κυβέρνησης να οικοδομήσει το αστικό κράτος στην Ελλάδα.
ΙΔΙΩΝΥΜΟ ΚΑΙ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΕΣ
Αποκορύφωση της κατασταλτικής πολιτικής του αποτέλεσε η ψήφιση του Ιδιώνυμου. Από την πρώτη στιγμή αποκάλυψε τις προθέσεις του: «Είμεθα αποφασισμένοι να εξοπλίσωμεν το κράτος και τας αρχάς του διά της αναγκαίας νομοθεσίας, όπως καταστή δυνατή η αποτελεσματική κοινωνική άμυνα κατά των απροκαλύπτων ανατρεπτικών ενεργειών του κοινωνικού καθεστώτος».
Ο Βενιζέλος είναι ο πολιτικός που αφουγκράζεται την εποχή του. Διαπιστώνει τις κοινωνικές μεταβολές. Λαμβάνει τα παγκόσμια μηνύματα. Θέλει να χαράξει και να εφαρμόσει αστική πολιτική, όχι απλώς να διαχειριστεί. Νοιώθει την κινητικότητα του κόσμου της εργασίας. Αυξάνεται ποσοτικά, πολιτικοποιείται. Η κατάσταση χειροτερεύει για αυτήν, η αύξηση του πλούτου βγαίνει από τον ιδρώτα της. Δεν έχει να περιμένει όμως τίποτα. Νοιώθει, μαθαίνει και στρέφεται προς την επαναστατική ανατολή, ενώ η κρίση της καπιταλιστικής Δύσης βαθαίνει.
Και ο Βενιζέλος δεν έχει τίποτα να υποσχεθεί. Η πολιτική του έχει προϋπόθεση της ανάπτυξης την χειροτέρευση της θέσης των εργαζομένων, πιέζει τους αγρότες, δυσαρεστεί τα μικροαστικά στρώματα Για αυτό θα καταστείλει.
Θα χρησιμοποιήσει το φόβο του κομμουνισμού. Κάποιοι σύγχρονοι μιμητές του θα τον αντικαταστήσουν με την τρομοκρατία.
Ξέρει ότι υπερβάλλει. Δηλώνει στη Βουλή: «εάν επιμένω εις την ψήφισιν του Ιδιώνυμου, είναι όχι διότι φοβούμαι ότι επίκειται η ανατροπή του κοινωνικού καθεστώτος από τον κομουνισμών εις την Ελλάδα». Η εξάπλωση της κομμουνιστικοφοβίας εξυπηρετούσε τις πολιτικές εκείνες που επεδίωκαν να θεσπίσουν αυταρχικά μέτρα ή ακόμα τους πολιτικούς εκείνους που επιχειρούσαν την κατάλυση του δημοκρατικού πολιτεύματος. Ο αυταρχικός κατήφορος του Βενιζέλου άνοιξε την πόρτα του Μεταξά, ενώ ο ίδιος κίνδυνος προβλήθηκε σαράντα χρόνια αργότερα από συνταγματάρχες, πάλι ουσιαστικά για την υπεράσπιση των αστικών συμφερόντων.
Στόχος του είναι ο αποπροσανατολισμός. Οι Απεργίες γίνονται εξαιτίας των κομμουνιστών και όχι λόγω της πολιτικής του επιδεινώνει καθημερινά τις συνθήκες ζωής των εργαζομένων. Πρέπει να περιοριστούν και στους δημοσίους υπαλλήλους να απαγορευτούν
Στέλνει μήνυμα στους Έλληνες εργοδότες και στις ξένες εταιρίες, κυρίαρχες στους τομείς κοινής ωφέλειας, με πολυάριθμο και συνδικαλιστικά οργανωμένο προσωπικό. Στην αναπτυσσόμενη σύγκρουση εργαζόμενων-αστικής τάξης επεμβαίνει απεργοσπαστικά, κατασταλτικά, τρομοκρατικά. Σε πόσες σημερινές κυβερνήσεις δεν θα έβρισκε θέση ο υπ. Εσωτερικών Ζαβιτζιάνος που δήλωνε: «όχι μόνον κατά της κινήσεως αυτών αλλά και κατά της απλής εκφράσεως. Αν δε ηδυνάμην και την σκέψιν εγώ να τιμωρήσω και αυτήν, ομολογώ, θα ετιμώρουν ειδικώς εις το προκείμενο θέμα».
Ήταν μια πολιτική που έβαζε στο στόχαστρο της ατομικές ελευθερίες, την πολιτική συνείδηση και την προσωπική ελευθερία.
Ο Βενιζέλος θα φορέσει ξανά το πατερναλιστικό του προσωπείο. Θα γίνει δια νόμου ρυθμιστής των απεργιών (πριν εκδηλωθεί η απεργία πρέπει να ενημερώνεται το υπ. Οικονομίας, που θα διερευνά με τους εργαζόμενους και τους εργοδότες αν ευσταθούν οι λόγοι εκδήλωσης της, κρίνοντας αυτή αν τελικά είναι νόμιμη).
Για μια ακόμη φορά εκδηλώνει τις πραγματικές του προθέσεις. Την υπεράσπιση των στρατηγικών συμφερόντων των αστών. Επιχειρεί την προώθηση της κοινωνικής ασφάλισης (ΙΚΑ, που τελικά θα ιδρύσει ο Μεταξάς) και λεει στους καχύποπτους αστούς, που στενόμυαλα αντιδρούν στην απώλεια του 4 % της επιπρόσθετης δαπάνης: «αν κατορθώσουν να κερδίσουν εντός μιας διετίας μόνον μίαν σοβαράν απεργίαν επιδιώκουσαν αύξησιν του ημερομισθίου, θα υπερκαλύψουν την δαπάνην την οποίαν θα σημαίνει δι’ αυτούς το 4 %, το οποίον θα δώσουν επί πλέον δια την εξασφάλισιν των κοινωνικών ασφαλίσεων. Είναι προφανές ότι η ίδρυσις του θεσμού των κοινωνικών ασφαλίσεων είναι μία εγγύησις ότι θα έχωμεν ολιγοτέρας απεργίας εις το μέλλον παρ’ όσας είχομεν εάν δεν ιδρύομεν τον θεσμόν τούτον».
Οι εργατικές κινητοποιήσεις που ξεσπούν σταματούν προσωρινά τους νόμους σχετικά με τις συνδικαλιστικές ελευθερίες και τον συνδικαλισμό των δημοσίων υπαλλήλων. Ο Βενιζέλος όμως κατρακυλά στον αυταρχισμό, απειλεί με κατάργηση την μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων (που ο ίδιος είχε θεσπίσει για να δημιουργήσει κρατική γραφειοκρατία) και τελικά ψηφίζει με την κριτική υποστήριξη της αντιπολίτευσης το νόμο για τους δημοσίους υπάλληλους στις 6 Μαρτίου του 1931.
Όμως φαίνεται ότι ο κύκλος της πολιτικής διακυβέρνησης του Βενιζέλου κλείνει. Σκανδαλολογία που ξεσπά ενώ η οικονομική κρίση μαίνεται και οι λαϊκές μάζες δυσφορούν διαμορφώνουν ένα άσχημο πολιτικό τοπίο, ενώ δεν λείπουν οι φωνές για ανάγκη δικτατορικών λύσεων. Ο νόμος για τον τύπο τον Ιούνιο του 1931, που θέλει να ορίσει κανόνες, αυξάνει την καχυποψία.
Την αρνητική κατάσταση που είχε αρχίσει να διαμορφώνεται στο εσωτερικό επιβαρύνει ολοένα περισσότερο η παγκόσμια οικονομική κρίση. Η εγκατάλειψη του Χρυσού Κανόνα από την λίρα αφήνει μετέωρη τη δραχμή, που αναζητά προστασία στο δολάριο (Σεπτέμβριος 1931). Κυβέρνηση και ΕτΕ προσπαθούν να καλλιεργήσουν αισιοδοξία για την νομισματική σταθερότητα, όμως οι κερδοσκόποι έχουν τα δικά τους σχέδια και η δραχμή πλήττεται. Το Δεκέμβριο του 1931 διατυπώνονται οι πρώτες προτάσεις για πτώχευση. Ακολουθεί περιοδεία Βενιζέλου στις δυτικές πρωτεύουσες για δανεισμό, χωρίς αποτέλεσμα. Η οικονομική κατάσταση χειροτερεύει, οι δανειστές απειλούν για να αποφύγουν την κήρυξη ελληνικής χρεοκοπίας και ο Βενιζέλος για να μοιραστεί την βαρύτατη πολιτική ευθύνη προτείνει σχηματισμό Οικουμενικής κυβέρνησης, χωρίς να καταφέρνει να παρασύρει την αντιπολίτευση.
Τα συναλλαγματικά αποθέματα εξαντλούνται, η ΚτΕ αρνείται οικονομική βοήθεια και η κυβέρνηση αναγκάζεται τελικά στις 26 Απριλίου να εγκαταλείψει τον χρυσό κανόνα. Οι ξένοι ομολογιούχοι αντιδρούν, οι εργατικές κινητοποιήσεις αυξάνονται.
Στις 21 Μαΐου του 1932 η παραίτηση της κυβέρνησης Βενιζέλου είναι γεγονός.
ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΣΜΟ ΣΤΗ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ
Στις εκλογές του Μαρτίου 1933 επανέρχονται οι παλιές διαχωριστικές γραμμές. Βενιζελικοί κατά Αντιβενιζελικών. Έντονη πόλωση, αφού το Λαϊκό κόμμα φαντάζει προ των πυλών, συσπειρώνοντας τμήματα της αστικής τάξης που αντιτίθενται στον εργατικό πατερναλισμό (κοινωνική ασφάλιση) και στον έντονο κρατικό παρεμβατισμό, επιθυμώντας περισσότερο φιλελευθερισμό.
Καθώς το Κοινωνικό ζήτημα επανέρχεται ολοένα δυναμικότερα, ο Κονδύλης υποστηρίζει την αναγκαιότητα δικτατορίας «διότι έχει τη δύναμη να επιβάλη την πειθαρχία εις τας από αντίθετα συμφέροντα κινούμενας ομάδας..». Οι ίδιοι πιστεύουν ότι η επιστροφή του βασιλιά θα διευκόλυνε την επιβολή δικτατορίας, όπως αναφέρει ο Χ. Χατζηιωσήφ στο συλλογικό έργο ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ.
Το κίνημα του Ν. Πλαστήρα μόλις γίνεται γνωστή η νίκη του Λαϊκού κόμματος δε θέτει το ζήτημα δημοκρατία ή δικτατορία, αλλά ποιος θα κάνει πρώτος δικτατορία για το συμφέρον της αστικής τάξης. Όσο το κοινωνικό ζήτημα οξύνεται τόσο αναπτύσσεται η συζήτηση για αντιδραστικές λύσεις, ενώ μεταφέρεται η εμπειρία του ιταλικού φασιστικού παραδείγματος και του ναζιστικού εγχειρήματος. Οι προσδοκίες της άρχουσας τάξης και η όξυνση του ενδοιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού δημιουργού διαφορετικά δεδομένα για την χάραξη της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, τρέφοντας επιθυμίες και ανησυχίες επανακαθορισμού.
Ενώ ο κρατικός μηχανισμός και ιδιαίτερα οι δυνάμεις καταστολής έρχονται υπό τον έλεγχο των βασιλοφρόνων που αναλαμβάνουν πλέον το ρόλο της καταστολής του εργατικού κινήματος, οι βενιζελικοί φοβούνται αποκλεισμούς και διώξεις. Η απόπειρα κατά του Βενιζέλου και το κλίμα που διαμορφώνεται πείθει για την εκδήλωση του αποτυχημένου κινήματος του 1935, που δεν ήταν το αντίθετο της δικτατορίας του Μεταξά, αλλά ο αποτυχημένος πρόδρομος της.
Οι εξελίξεις τρέχουν. Η ανατροπή του Τσαλδάρη (Μποδοσάκης, Κονδύλης κλπ) ανοίγει το δρόμο της παλινόρθωσης, το αξιοκαταφρόνητο δημοψήφισμα την επικυρώνει και ο Βενιζέλος για μια ακόμη φορά προτάσσει τα συνολικά συμφέροντα της τάξης του και αναγνωρίζει τον Γεώργιο (προκαλώντας τις αντιδράσεις γνωστών βενιζελικών όπως ο Παπαναστασίου, Καφαντάρης, Παπανδρέου, που δεν τον ακολουθούν). Ακόμα και από τον τόπο της αυτοεξορίας συνεχίζει να δίνει πολιτικό παρόν και να θεωρείται από όλους ως σημαντικός ρυθμιστικός πολιτικός παράγοντας.
Η κυβέρνηση της 26ης Ιανουαρίου 1936 περιλαμβάνει γνωστούς βιομήχανους, τραπεζίτες, εισοδηματίες στέλνει μήνυμα στους εργαζόμενους και θέλοντας να κλείσει το ενδοαστικό ρήγμα δίνει χάρη στους στρατιωτικούς-δημοσίους υπαλλήλους που συμμετείχαν στο κίνημα του 1935, βαθαίνοντας όμως την πόλωση. Οι διώξεις αυξάνουν, φέρνοντας πιο κοντά το διωκόμενο κέντρο και την αριστερά, η μετωπική πολιτική της Αριστεράς δημιουργεί διαύλους επικοινωνίας και προδιαθέτει για κοινούς αγώνες των κοινωνικών στρωμάτων που πλήττονται και απειλούνται, αλλά ο Βενιζέλος συνεχίζει να επιμένει σε λύσεις συνεννόησης με κριτήριο τα αστικά συμφέροντα και τον αντικομουνισμό. Λύση που ενστερνίζονται οι ηγεσίες των Φιλελευθέρων και των Λαϊκών.
Η Δικτατορία του Μεταξά δίνει την προοπτική που αναζητά η άρχουσα τάξη. Ο Χ. Χατζηιωσήφ υπενθυμίζει την περιγραφή του Μαρξ για την γαλλική εποχή του πραξικοπήματος του Λουδοβίκου Βοναπάρτη: «με το να καταδικάζει ότι προηγούμενα εξυμνούσε ως φιλελεύθερο, ομολογεί πως το ίδιο το δικό της συμφέρον την προστάζει να απαλλαχθεί από τον κίνδυνο της αυτοκυβέρνησης, πως για να αποκαταστήσει την ησυχία στην χώρα πρέπει, πριν από όλα, να κάνει να ησυχάσει το αστικό της κοινοβούλιο, πως για να διατηρήσει ανέπαφη την κοινωνική της δύναμη πρέπει να τσακίσει την πολιτική της δύναμη, πως οι αστοί μπορούν να συνεχίσουν να εκμεταλλεύονται τις άλλες τάξεις και να απολαμβάνουν ανενόχλητα την ιδιοκτησία, την οικογένεια, τη θρησκεία και την τάξη, μόνο με τον όρο να καταδικαστεί η τάξη τους στην ίδια πολιτική εκμηδένιση με τις άλλες τάξεις.
Τι καλύτερη απόδειξη, όταν στις αρχές του 1937 τα μεγάλα αστικά κόμματα πρότειναν ως εναλλακτική λύση στη δικτατορία, που είχε ήδη επιβληθεί, ένα είδος συλλογικής διαχείρισης του αυταρχικού καθεστώτος, μια οικουμενική δικτατορική κυβέρνηση με συνταγματικά περιορισμένες τις δικαιοδοσίες του κοινοβουλίου, με απαγορευμένο το ΚΚΕ και τις απεργίες και με τη διατήρηση της υποχρεωτικής διαιτησίας. Ταυτόχρονα οι στρατηγικές συμμαχίες ανανεώνονται, η εξασφάλιση των ξένων επενδυτών (Άγγλων) και των Ελλήνων συνεργατών τους ενισχύεται, ανοίγοντας δρόμους ξεχωριστής κερδοφορίας.
Ο θάνατος του Βενιζέλου, όπως αναφέρει ο Σ. Λιναρδάτος στο βιβλίο του ΠΩΣ ΦΤΑΣΑΜΕ ΣΤΗΝ 4η ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ, στις 8.5 το πρωί της 18ης Μαΐου 1936, που αποτελεί τον κρίκο στην αλυσίδα απωλειών αστών πολιτικών της εποχής, σηματοδοτεί το τέλος μιας απόπειρας αστικού εκσυγχρονισμού τεραστίων διαστάσεων για τα δεδομένα της εποχής. Ακολουθεί μια περίοδο διακυβέρνησης αστυνομικού κράτους, μιας επικίνδυνης πορείας μεταξύ της δεδομένης βρετανικής συμμαχίας και της ουδετερότητας, για να ακολουθήσουν τα χρόνια της πολεμικής καταστροφής. Και των απόλυτων κοινωνικών διλημμάτων.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Η προσπάθεια μας είχε τη διάθεση να αναζητήσει τα ιδιαίτερα στοιχεία στην προσωπικότητα του Ε. Βενιζέλου, σε συνδυασμό με την ανάλυση και παρουσίαση των όρων κοινωνικής διαμόρφωσης, βλέποντας τον ως Άνθρωπο της εποχής και του τόπου του. Ήταν αναγκαία λοιπόν η αναζήτηση, παρουσίαση και κριτική προσέγγιση του ευρύτερου πλαισίου δράσης οικονομικού, πολιτικού, ιστορικού ώστε να δοθεί το περιβάλλον στο οποίο κινήθηκε ο συγκεκριμένος πολιτικός. Των διλημμάτων και προκλήσεων που εμφανίστηκαν στην πολιτική του καριέρα, και από πια σκοπιά θέλησε να τα απαντήσει, με τις αναμφίβολα ξεχωριστές ικανότητες του.
Η προσέγγιση μας δεν έχει την πρόθεση και με αυτό τον τρόπο ξεδιπλώνει την εξιστόρηση της, να δει το Βενιζέλο ουδέτερα, εθνικά. Η μέχρι τώρα επιστημονική έρευνα αποδεικνύει ότι έχουμε να κάνουμε με τον σημαντικότερο μέχρι σήμερα εκφραστή της αστικής τάξης, που έπλασσε και επεδίωξε τα μεγαλύτερα επεκτατικά της σχέδια έχοντας τον ίδιο πολιτικό πρωταγωνιστή. Η μεγάλη ήττα, η μεγάλη διάψευση την οδηγεί στην αναδίπλωση, στην επαναχάραξη. Θέτει μαζί του ένα εξίσου για πολλούς ανεφάρμοστο σχέδιο Αστικού Εκσυγχρονισμού, που ανεξάρτητα την αποτυχία του, θέτει τις βάσεις του σύγχρονου νεοελληνικού κράτους, έχοντας όμως κηρύξει εχθρό του τον εργαζόμενο, την συνδικαλιστική και πολιτική του οργάνωση, τα ίδια τα δημοκρατικά δικαιώματα.
Ποιους όμως ενδιαφέρει αυτή η απόπειρα; Γιατί σήμερα πρέπει να γυρίσει ο νέος και ο εργαζόμενος τόσα χρόνια πίσω; Για πιο λόγο πρέπει να θυμόμαστε τον Κρητικό πολιτικό; Τι συμπεράσματα πηγάζουν από το έργο του; Τι συνειρμούς προκαλεί ακόμα και το άκουσμα του ονόματος του ατομικά, συλλογικά ή καλύτερα ταξικά; Για πιο λόγο πρέπει να σταθεί ο σύγχρονος Έλληνας απέναντι στους “ΜΕΓΑΛΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ” του παρελθόντος και μάλιστα να ψηφίσει για αυτούς με ανάλογους μηχανισμούς-πρακτικές και χειραγωγήσεις όπως αντίστοιχα πράττει για τον Ρουβά
Είναι επομένως σημαντικό να αναδείξουμε ότι στις μέρες μας συντελείται μια σοβαρή προσπάθεια εκτίμησης όχι μόνο του μεσοπολέμου, αλλά και του συνόλου του ιστορικού παρελθόντος. Οι εθνικοί μύθοι βγαίνουν ξανά στο προσκήνιο όχι μόνο δια στόματος Καρατζαφέρη-ΛΑΟΣ, αλλά από σημαντικό τμήμα του κατεστημένου των διανοούμενων που προσπαθούν να μας πείσουν για την 3000χρονη ελληνική ιστορία, έχοντας τα μάτια στραμμένα στο παρόν και στο μέλλον. Αξίζει να σημειωθεί επίσης, ότι διανοούμενοι, ΜMΕ, αρθρογραφία και νέες εκδόσεις ξαναντύνουν τον Ε. Βενιζέλο με το μανδύα της χαρισματικότητας. Τον προβάλλουν ξανά ως το μεγάλο εθνικό ηγέτη που έφτασε τόσο κοντά στην πραγματοποίηση των μεγαλοιδεατικών ιδεών της εποχής, που έφερε τον αστικό εκσυγχρονισμό, που οραματίστηκε την ευρωπαϊκή ενοποίηση.
Δεν είναι τυχαίο ότι την επιλεκτική αυτή προβολή του Βενιζέλου, την επαναλαμβάνουν και με έναν σύγχρονο του πολιτικό, τον Κ. Καραμανλή. Χωρίς να συγχέουμε τα πολιτικά μεγέθη εκάστου, αξίζει να παρατηρήσουμε τα κοινά τους σημεία ως «Εθναρχών».
Και οι δύο είχαν όραμα για την αστική τάξη της εποχής τους. Πάλεψαν γι’ αυτό. Να πείσουν την άρχουσα τάξη, να το επιβάλλουν στους εργαζόμενους. Άλλο ένα βασικό τους στοιχείο αποτελεί η στρατηγική έκφραση των αστικών συμφερόντων, που τους οδηγούσε σε σκληρές αυταρχικές μεθόδους απέναντι στους εργαζόμενους. Ξεχωριστές σχέσεις με τις Μ. Δυνάμεις κάθε εποχής, τεράστια διαπλοκή με το κατεστημένο, ιδιαίτερες σχέσεις με συγκροτήματα τύπου (Σημαντικός ο ρόλος του συγκροτήματος Λαμπράκη που θα σταθεί στο πλευρό του Βενιζέλου σε όλες τις κρίσιμες στιγμές, ακόμη και όταν οι διαβουλεύσεις με το βασιλιά και το δικτάτορα προκαλούν κάθε δημοκρατικό πολίτη. Σε επόμενη ιστορική περίοδο, η διαπλοκή του συγκεκριμένου εκδότη με την ωμή ανατροπή της κυβέρνησης και την παραβίαση του Συντάγματος, για χάρη των αστικών συμφερόντων, θα προκαλέσει τις οργισμένες, πρωτοφανείς αντιδράσεις της εργατικής και δημοκρατικής πλειοψηφίας). Οι ίδιοι, θα σταθούν συνομιλητές και ολοκληρωτικών καθεστώτων, θα συνδιαλλαγούν μαζί τους, όχι μόνο για ιδίον όφελος, αλλά πρώτα απ’ όλα για τα συμφέροντα της τάξης τους, ενώ θα πρωταγωνιστήσουν σε επιβολή ολοκληρωτικών μέτρων ενάντια στο εργατικό κίνημα και την Αριστερά. Επίσης και οι δύο γνώρισαν την αυτοεξορία, χωρίς όμως να χάνουν το ενδιαφέρον τους, ενώ το ίδιο το αστικό κατεστημένο τους υπολογίζει ως σημαντικούς, ή ρυθμιστικούς παράγοντες των πολιτικών εξελίξεων.
Η χρονική απόσταση που μας χωρίζει αντί να ξεκαθαρίζει, φαίνεται να συσκοτίζει και να ωραιοποιεί. Η δύναμη της ελεγχόμενης γνώσης και της κατευθυνόμενης ενημέρωσης, πληροφόρησης είναι ως γνωστόν μεγάλη. Δεν είναι τυχαίο ότι ο όρος Εθνάρχης, ο αρχηγός του έθνους των απίστων, των χριστιανών ορθοδόξων επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, χρησιμοποιείται με αναμορφωμένο το περιεχόμενο της έννοιας του εθνικού, από διάφορες μεριές τόσο έντονα κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα. Βασική άρα επιδίωξη η διαμόρφωση ενός κλίματος ενιαίου, συλλογικού, εθνικού για επιλογές τόσο ακραία ταξικές, από αστούς πολιτικούς που ποτέ δεν έκρυψαν τις προθέσεις τους.
Θέλουν έτσι να νομιμοποιήσουν στρατηγικές και επιδιώξεις του σήμερα, δίνοντας αίσθηση μεγαλείου στις αστικές αποφάσεις εκσυγχρονιστικών μονόδρομων και υλοποίησης μιας Ευρωπαϊκής Ολοκλήρωσης που προκαλεί πλέον ανοικτά τον κόσμο της εργασίας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
• Αλιβιζάτος Νίκος, Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και ο συνταγματικός εκσυγχρονισμός της χώρας, ΒΕΝΙΖΕΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΣΤΙΚΟΣ ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΣ, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
• Αναγνωστοπούλου Σία, ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ, 19ος αι.-1919 ΟΙ ΕΛΛΗΝΟΡΘΟΔΟΞΕΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΕΣ, ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ.
• Αυγιτίδης Κώστας, Η ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΕΠΕΜΒΑΣΗ ΤΩΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΧΩΡΩΝ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΗΝ ΣΟΒΙΕΤΙΚΗ ΡΩΣΙΑ ΚΑΙ Η ΕΛΛΑΔΑ 1918-1920, Σύγχρονη Εποχή.
• Βεντήρης Γεώργιος, Η ΕΛΛΑΣ ΤΟΥ 1910-1920 (‘Α & ‘Β τόμος), ΙΚΑΡΟΣ.
• Βερέμης Θάνος, Ο στρατός στην Ελληνική Πολιτική, Κούριερ.
• Βερεμής Θάνος, Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και οι Αξιωματικοί 1909-1924, ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ ΓΥΡΩ ΑΠΌ ΤΟΝ ΒΕΝΙΖΕΛΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ, ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ.
• Βερέμης Θάνος-Κωστής Κώστας, Η ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΣΤΗ ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ 1919-1922, ΜΙΕΤ.
• Γαζής Ανδρέας, Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και το ιδιωτικό δίκαιο, ΒΕΝΙΖΕΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΣΤΙΚΟΣ ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΣ, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
• Γιαννουλόπουλος Γιάννης, “Η ευγενής μας τύφλωσις…”, Βιβλιόραμα.
• Δαφνής Γρηγόριος, Η ΕΛΛΑΣ ΜΕΤΑΞΥ ΔΥΟ ΠΟΛΕΜΩΝ 1923-1940 (‘Α & ‘Β τόμος,), Κάκτος.
• Εμμανουηλίδης Παναγιώτης, Εμμανουηλίδου Έλλη, Νεοελληνική Λογοτεχνία, ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ
• Ζαρίφης Γεώργιος, Οι αναμνήσεις μου, Ένας κόσμος που έφυγε, Τροχαλία.
• Κορδάτος Γιάννης, Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ, Μπουκουμάνη.
• Κωστής Κώστας, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ 1914-1940, ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ.
• Κωστόπουλος Τάσος, Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΜΕΝΗ ΓΛΩΣΣΑ, Μαύρη Λίστα.
• Λαμπρινός Φώτος, ΙΣΧΥΣ ΜΟΥ Η ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΦΑΚΟΥ, ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ
• Λεονταρίτης Γεώργιος, Το ελληνικό εργατικό κίνημα και το αστικό κράτος 1910-1920, ΜΕΛΕΤΗΜΑΤΑ ΓΥΡΩ ΑΠΌ ΤΟ ΒΕΝΙΖΕΛΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ, ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ.
• Λεονταρίτης Γεώργιος, Το ελληνικό σοσιαλιστικό κίνημα κατά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, Εξάντας.
• Λεονταρίτης Γεώργιος, Η ΕΛΛΑΔΑ ΣΤΟΝ ΠΡΩΤΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ 1917-1918, ΜΙΕΤ.
• Λιάκος Αντώνης, Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και τι διεθνές γραφείο εργασίας, ΒΕΝΙΖΕΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΣΤΙΚΟΣ ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΣ, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
• Λιναρδάτος Σπύρος, ΠΩΣ ΦΤΑΣΑΜΕ ΣΤΗΝ 4η ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ, Θεμέλιο.
• Μακράκη Λίλη, Ελευθέριος Βενιζέλος 1864-1910, ΜΙΕΤ.
• Μαυρογορδάτος Γιώργος, Βενιζελισμός και αστικός εκσυγχρονισμός, ΒΕΝΙΖΕΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΣΤΙΚΟΣ ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΣ, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
• Μαυρογορδάτος Γιώργος, Εθνικός Διχασμός και Μαζική Οργάνωση, Αλεξάνδρεια.
• Μηλιός Γιάννης, Ο ΕΛΛΗΝΙΚΌΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ, Εξάντας.
• Morgenthau H., Τα μυστικά του Βοσπόρου, Τροχαλία-Παρουσία.
• Μουδόπουλος Σταύρος, Ο Νόμος 281/1914 για τα επαγγελματικά σωματεία και η επίδρασή του στην εξέλιξη του συνδικαλιστικού κινήματος, ΒΕΝΙΖΕΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΣΤΙΚΟΣ ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΣ, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
• Πολίτης Λίνος, ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ, ΜΙΕΤ.
• Ρήγος Άλκης, Η Β’ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ 1924-1935.
• Σκοπετέα Έλλη, Το “ΠΡΟΤΥΠΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ” ΚΑΙ Η ΜΕΓΑΛΗ ΙΔΕΑ, Πολύτυπο.
• Smith Michael, ΤΟ ΟΡΑΜΑ ΤΗΣ ΙΩΝΙΑΣ, ΜΙΕΤ.
• Σόκολης Κ.Σ, ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ, ΡΟΕΣ.
• Σταυρίδη-Πατρικίου Ρένα, Η ένταξη των σοσιαλιστών διανοούμενων στο κίνημα του βενιζελισμού, ΒΕΝΙΖΕΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΣΤΙΚΟΣ ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΣ, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
• Τρότσκι Λεον, ΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ 1912-1913, Θεμέλιο.
• Τσόκας Σπύρος, Ο ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΓΧΕΙΡΗΜΑ ΤΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΥ 1928-1932, Η ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗ ΤΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ, Θεμέλιο
• Χασιώτης Λουκιανός, Ελληνοσερβικές σχέσεις 1913-1918, Βάνιας.
• Χατζηιωσήφ Χρήστος, Κοινοβούλιο και Δικτατορία, Βιβλιόραμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου