Η επιστροφή του κοινού στην «ανακάλυψη» του παρελθόντος
ΤΗΣ ΙΩΑΝΝΑΣ ΠΑΠΑΘΑΝΑΣΙΟΥ
ΧΑΓΚΕΝ ΦΛΑΪΣΕΡ
Οι πόλεμοι της μνήμης Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος στη Δημόσια Ιστορία
«ΝΕΦΕΛΗ - ΙΣΤΟΡΙΑ», ΣΕΛ. 676, ευρώ 3
Ενημερωτικές εκπομπές και ντοκιμαντέρ, αφιερώματα και συζητήσεις, δηλώσεις και ομιλίες στον έντυπο αλλά και ηλεκτρονικό Τύπο, καθώς και η παρατηρούμενη, με έντονους ρυθμούς, κλιμάκωση της βιβλιογραφικής παραγωγής στην κατεύθυνση της μαρτυρίας και της βιωματικής κατάθεσης σηματοδοτούν κυρίως τις δύο τελευταίες δεκαετίες μια στροφή ή καλύτερα μια ανά καιρούς επαναλαμβανόμενη επιστροφή του κοινού στην «ανακάλυψη» ή αλλιώς στην «αναψηλάφηση» του παρελθόντος. Επιστροφή που συνδέεται με τα ενδιαφέροντα των κοινωνιών στο σύνολό τους, είτε συγκεκριμένων κοινωνικών, θρησκευτικών, εθνοτικών ή μειονοτικών ομάδων.
Η παρατήρηση δεν αφορά μόνον τα καθ' ημάς, δεν σχετίζεται αποκλειστικά με την ανάγκη εκλαΐκευσης της Ιστορίας και φυσικά δεν καταχωρίζεται μονομερώς στο αναφαίρετο δικαίωμα κάθε κοινωνίας να γνωρίζει την Ιστορία της. Το φαινόμενο υπερβαίνει προφανώς τα εθνικά μας σύνορα, διεκδικεί την παγκοσμιότητα και αγκαλιάζει κρατικές και εθνικές οντότητες, ευρύτατα -τυπικά και άτυπα- κοινωνικά σύνολα, ομάδες και πολιτικούς χώρους. Εχοντας ως προνομιακό χώρο τη σύγχρονη Ιστορία που συνδέεται με «νωπές» ακόμη μνήμες και τραύματα, με την ανάγκη ανασύνθεσης του «κοντινού» «χθες», η επιστροφή στο παρελθόν ξεδιπλώνεται σε βάθος χρόνου, εισάγοντας σε μεγάλης κυκλοφορίας έντυπα και μεταφέροντας στους τηλεοπτικούς δέκτες χρονικούς ορίζοντες για τους οποίους κάποτε οι προφορικές μνήμες έχουν οριστικά χαθεί.
Τι τροφοδοτεί όμως αυτή τη γενική προσφυγή στην Ιστορία, στην οποία σπεύδουν να ανταποκριθούν τα ΜΜΕ, οι πάσης φύσεως «ειδικοί» και η αγορά του ιστορικού και μυθοπλαστικού βιβλίου και των εκλαϊκευτικών περιοδικών εκδόσεων; Η απάντηση στο βασικό αυτό ερώτημα δόθηκε από έναν σημαντικό Γάλλο ιστορικό, τον Francois Dosse, ήδη από τις πρώτα χρόνια εκδίπλωσης του φαινομένου. Οπως έγραφε το 1987: «Η Ιστορία ως καταναλώσιμο είδος έχει γίνει ένα μέσο θεραπείας που αναπληρώνει την έλλειψη παραισθησιογόνων και καταπολεμά την απομόνωσή μας στα προάστια με παρελθόν δίχως μνήμη». Καθώς το «παρόν» δεν εμπνέει και το μέλλον διαγράφεται ιδιαίτερα ανησυχητικό, το παρελθόν απομένει ως «τόπος» ανασύνθεσης μιας φαντασιακής ταυτότητας μέσω της αναδρομής σε μεγάλες και συγκινητικές στιγμές, σε εποχές όπου ο καθημερινός άνθρωπος μετείχε ενεργά στη διαμόρφωση του κοινωνικού και ιστορικού γίγνεσθαι.
Το πρόσφατο πόνημα του Χάγκεν Φλάισερ έρχεται κατ' αρχάς να επιβεβαιώσει τη γενική απήχηση που βρίσκει στις σύγχρονες κοινωνίες η ιστορία του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. «Ο μεγαλύτερος πόλεμος στην Ιστορία της ανθρωπότητας είχε παρασύρει στη δίνη του, πολύ περισσότερο από τον "Μεγάλο" του 1914-1918, όλες σχεδόν τις χώρες του κόσμου», επισημαίνει στις πρώτες γραμμές του βιβλίου του ο διακεκριμένος και γνωστός σε όλους μας ιστορικός. Το ενδιαφέρον ωστόσο της σημαντικής προσέγγισής του δεν έγκειται απλώς στην απήχηση ενός μείζονος -καθολικού- γεγονότος που επανέρχεται ως σταθερή αναφορά απέναντι στη ρευστότητα της είδησης ή στην ταχύτητα της τηλεοπτικής ροής.
Διευκρινίζοντας ότι ως «κεντρική εμπειρία» ο πόλεμος αυτός «σφράγισε όλο το υπόλοιπο του 20ού αιώνα, διαμόρφωσε ταυτότητες και ιδεολογίες», ο Φλάισερ τοποθετεί τη συζήτηση σε άλλη βάση καθώς υποδεικνύει τους τρόπους με τους οποίους ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος «εξακολουθεί έως σήμερα να συγκλονίζει τις συνειδήσεις ή τουλάχιστον να διαταράσσει τη "βολή" εκατομμυρίων ανθρώπων και πολλών εθνικοκοινωνικών συνόλων σε όλα σχεδόν τα μήκη και τα πλάτη της γης». Οι συγκινήσεις αλλά και οι διαμάχες που εξακολουθεί να προκαλεί υπερβαίνουν το κλασικό σχήμα ενός «πολιτισμού του καναπέ», που εξοικειώνει τους θεατές με μια γεγονοτολογική ιστορία εν τω γίγνεσθαι, υποκύπτοντας στην ανάγκη για άμεση και πιεστική πληροφορία για τα τεκταινόμενα στην απέραντη παγκόσμια σκηνή. Υπερβαίνουν, επίσης, εν μέρει την ερμηνεία για τις «θεραπευτικές» ιδιότητες της Ιστορίας απέναντι στη «στεγνή καθημερινότητα». Ο πόλεμος αυτός δίνει εντυπωσιακά ακόμη το «παρών», τόσο γιατί παραμένει ακόμη ενεργός στη συλλογική και ατομική μνήμη όσο και γιατί επανέρχεται συνεχώς στο προσκήνιο, χρησιμοποιείται και αναπροσαρμόζεται υποκείμενος σε πολλαπλές και αντικρουόμενες αναγνώσεις.
Προσθέτοντας στις παραδοσιακές πηγές του ιστορικού χιλιάδες αποκόμματα Τύπου και πληροφορίες που προέρχονται από εκατοντάδες έντυπα και δικτυακούς τόπους από όλες σχεδόν τις χώρες που άγγιξε ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Φλάισερ ταξινομεί τις κατασκευασμένες εικόνες, ανασυνθέτει τις ποικίλες όψεις και αποτιμά τις διαστάσεις που αποκτά η συζήτηση στη δημόσια σφαίρα. Με την ιστορική παιδεία που τον χαρακτηρίζει, αναστοχάζεται σε θέματα που από χρόνια μελετά και καταθέτει στην επιστημονική κοινότητα και στην κοινωνία ένα μεγάλο έργο. Ενα έργο που εκκινεί από την Ιστορία και το στέρεο πραγματολογικό της υπόστρωμα και πραγματεύεται τις προσλήψεις και τις χρήσεις αυτής της Ιστορίας που «βγαίνει από το χρονοντούλαπο» και τίθεται σε υπερπροσφορά, ένα βιβλίο που αποτυπώνει εντέλει την αφύπνιση και κλιμάκωση στην τελευταία εικοσαετία των «πολέμων της μνήμης» στις σύγχρονες κοινωνίες και τους κινδύνους που εγκυμονούν.
Με αφετηρία τα σχήματα που δημιουργήθηκαν στα χρόνια του πολέμου και λειτούργησαν στερεοτυπικά σε όλη τη μεταπολεμική ψυχροπολεμική περίοδο, επιχειρεί μια εξονυχιστική ανασκόπηση των αλλαγών και αναθεωρήσεων που συμπαρέσυρε η τομή του 1989-1990. Εστιάζοντας στις μετατοπίσεις και στις αντιτιθέμενες οπτικές, στη «διερεύνηση των κάθε άλλο παρά "στατικών" τόπων της μνήμης και των διακυβευμάτων της συζήτησης» συνδέει τη «νέας μορφής ένταση» για τη διαμόρφωση της νέας ευρωπαϊκής ταυτότητας με τις προγενέστερες «αποσιωπήσεις εκτεταμένων σκοτεινών πλευρών της εποχής», με τους μύθους και με τα «χάσματα ανάμεσα στις επίσημες, τις συλλογικές και τις συχνά τραυματικές ατομικές μνήμες», ενώ ταυτόχρονα πραγματεύεται τους τρόπους διαμόρφωσης των «τάσεων της κοινής γνώμης και των στρατηγικών χειραγώγησής της», τον ρόλο των ΜΜΕ και των οργανωμένων ομάδων συμφερόντων.
Ο ιστορικός Φλάισερ μειδιά και επιστρατεύει το καυστικό του χιούμορ διορθωτικά στη δεύτερή του ιδιότητα, εκείνη του πτυχιούχου του Τμήματος Επικοινωνίας που, όπως γράφει, τον «παρέσυρε» στο συγκεκριμένο εγχείρημα. Κριτικός αναγνώστης των πηγών που συγκέντρωσε και χρησιμοποιεί, διατρέχει με άνεση τη χρονική απόσταση που καλύφτηκε ανάμεσα στις συμβάσεις και στις σιωπές που επέβαλε ο Ψυχρός Πόλεμος μέχρι την «έκρηξη» και τις ανησυχητικές περιδινήσεις της μνήμης για να κτίσει με ευαισθησία και προσοχή τα διαφορετικά επίπεδα στα σοβαρότατα θέματα που πραγματεύεται.
Τα παραδείγματα για τα πρώτα παραμορφωτικά φίλτρα είναι πολλά. Στηρίχτηκαν κατά κύριο λόγο σε μια πολιτική εξίσωση που ταύτισε πίσω από την ετικέτα του ολοκληρωτισμού τον ναζισμό με τον κομμουνισμό στη Δύση, ενώ ταυτόχρονα «εξιδανίκευσε» την Αντίσταση. Ηττημένη και ένοχη η Γερμανία αρκέστηκε στη στοιχειώδη διαχείριση του «ναζιστικού παρελθόντος» της και στην περιορισμένη «αποναζιστοποίηση» του κράτους και των θεσμών, ενώ σήκωνε το βάρος του αποκλειστικού υπεύθυνου του φονικότερου πολέμου στον πλανήτη κάτω από το βάρος των πολιτικά επιβεβλημένων αποσιωπήσεων για τα εγκλήματα των συμμάχων του Αξονα. Αντίστοιχες αποσιωπήσεις συγκάλυψαν τα εγκλήματα των Συμμαχικών δυνάμεων στο τέλος του πολέμου. Ενοχες σιωπές και αυτολογοκρισίες οδήγησαν στην ενσωμάτωση και αποδοχή των διαφορετικών μορφών συνεργασίας και του δωσιλογισμού στη Δύση, συγκάλυψαν ευθύνες, οδήγησαν στην υποβάθμιση του ρόλου της ΕΣΣΔ στον πόλεμο και έκτισαν τα τείχη προς την Ανατολή, εκεί όπου η λογική του αναχώματος ενάντια στο φασισμό οδήγησε στην επιβολή των σοσιαλιστικών καθεστώτων.
Την «έκρηξη της μνήμης», την εποχή της μαρτυρίας των επιζώντων που μίλησαν για την οδύνη του πολέμου και για τα ανεπούλωτα τραύματα, συνόδεψαν οι «αποκαλύψεις», η νέα γνώση, η συνειδητοποίηση του μεγέθους της καταστροφής, οι απολογισμοί. Σε αυτή τη νέα εποχή, στα δείγματα και στα χρόνια του μεταψυχροπολεμικού πολιτισμού, ο Φλάισερ εφιστά την προσοχή μας. Η χαρτογράφηση των «σκελετών» που αναδύονται από παντού δεν πρέπει να οδηγήσει σε συμψηφισμούς και σε σχετικοποιήσεις. Οι εξισώσεις «θύτη» και «θύματος» ή των εγκλημάτων του ναζισμού με τις βαρβαρότητες της σταλινικής περιόδου οδηγούν σε μια «αλληθωρίζουσα υπέρβαση του παρελθόντος», σε αναθεωρήσεις που υπαγορεύονται από πολιτικά κίνητρα, υπακούουν σε επικοινωνιακά τεχνάσματα και δεν ευνοούν σε καμία περίπτωση την ιστορική κατανόηση, και στην αναγκαία ιστορικοποίηση αυτού του κοντινού αλλά και απόμακρου «χθες».
Συστηματικός μελετητής με διεθνή αναγνώριση, ειδικός εμπειρογνώμονας σε διεθνείς επιτροπές, πάνω απ' όλα ευαίσθητος άνθρωπος και υποψιασμένος πολίτης, ο Φλάισερ δεν ηθικολογεί, ούτε αποδίδει ευθύνες. Στο πρόσφατο έργο του μας θέτει απέναντι σε διλήμματα παράγωγα των χρήσεων και των καταχρήσεων της Ιστορίας και μας καλεί να μην εξαλείψουμε από τη μνήμη μας τη ναζιστική θηριωδία, να σταθούμε με περίσκεψη στη μοναδική ιστορική εμπειρία του Ολοκαυτώματος, της Σοά, όπως επιλέγει να την αποκαλεί· τέλος, να αντιμετωπίσουμε τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο χωρίς την ανάγκη των ισολογισμών. Ανάμεσα στις μνήμες και στα θραύσματά τους, ανάμεσα στη λήθη και στη συνεχή μνημόνευση, στο «εύκολο παιχνίδι της ιστορικής φαντασίας για ιδιοτελείς σκοπούς», με γνώση και σύνεση μας υπενθυμίζει ότι η Ιστορία δεν μπορεί να είναι αναλώσιμο είδος, ούτε καταναλωτικό αγαθό.
Οι πόλεμοι της μνήμης Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος στη Δημόσια Ιστορία
«ΝΕΦΕΛΗ - ΙΣΤΟΡΙΑ», ΣΕΛ. 676, ευρώ 3
Ενημερωτικές εκπομπές και ντοκιμαντέρ, αφιερώματα και συζητήσεις, δηλώσεις και ομιλίες στον έντυπο αλλά και ηλεκτρονικό Τύπο, καθώς και η παρατηρούμενη, με έντονους ρυθμούς, κλιμάκωση της βιβλιογραφικής παραγωγής στην κατεύθυνση της μαρτυρίας και της βιωματικής κατάθεσης σηματοδοτούν κυρίως τις δύο τελευταίες δεκαετίες μια στροφή ή καλύτερα μια ανά καιρούς επαναλαμβανόμενη επιστροφή του κοινού στην «ανακάλυψη» ή αλλιώς στην «αναψηλάφηση» του παρελθόντος. Επιστροφή που συνδέεται με τα ενδιαφέροντα των κοινωνιών στο σύνολό τους, είτε συγκεκριμένων κοινωνικών, θρησκευτικών, εθνοτικών ή μειονοτικών ομάδων.
Η παρατήρηση δεν αφορά μόνον τα καθ' ημάς, δεν σχετίζεται αποκλειστικά με την ανάγκη εκλαΐκευσης της Ιστορίας και φυσικά δεν καταχωρίζεται μονομερώς στο αναφαίρετο δικαίωμα κάθε κοινωνίας να γνωρίζει την Ιστορία της. Το φαινόμενο υπερβαίνει προφανώς τα εθνικά μας σύνορα, διεκδικεί την παγκοσμιότητα και αγκαλιάζει κρατικές και εθνικές οντότητες, ευρύτατα -τυπικά και άτυπα- κοινωνικά σύνολα, ομάδες και πολιτικούς χώρους. Εχοντας ως προνομιακό χώρο τη σύγχρονη Ιστορία που συνδέεται με «νωπές» ακόμη μνήμες και τραύματα, με την ανάγκη ανασύνθεσης του «κοντινού» «χθες», η επιστροφή στο παρελθόν ξεδιπλώνεται σε βάθος χρόνου, εισάγοντας σε μεγάλης κυκλοφορίας έντυπα και μεταφέροντας στους τηλεοπτικούς δέκτες χρονικούς ορίζοντες για τους οποίους κάποτε οι προφορικές μνήμες έχουν οριστικά χαθεί.
Τι τροφοδοτεί όμως αυτή τη γενική προσφυγή στην Ιστορία, στην οποία σπεύδουν να ανταποκριθούν τα ΜΜΕ, οι πάσης φύσεως «ειδικοί» και η αγορά του ιστορικού και μυθοπλαστικού βιβλίου και των εκλαϊκευτικών περιοδικών εκδόσεων; Η απάντηση στο βασικό αυτό ερώτημα δόθηκε από έναν σημαντικό Γάλλο ιστορικό, τον Francois Dosse, ήδη από τις πρώτα χρόνια εκδίπλωσης του φαινομένου. Οπως έγραφε το 1987: «Η Ιστορία ως καταναλώσιμο είδος έχει γίνει ένα μέσο θεραπείας που αναπληρώνει την έλλειψη παραισθησιογόνων και καταπολεμά την απομόνωσή μας στα προάστια με παρελθόν δίχως μνήμη». Καθώς το «παρόν» δεν εμπνέει και το μέλλον διαγράφεται ιδιαίτερα ανησυχητικό, το παρελθόν απομένει ως «τόπος» ανασύνθεσης μιας φαντασιακής ταυτότητας μέσω της αναδρομής σε μεγάλες και συγκινητικές στιγμές, σε εποχές όπου ο καθημερινός άνθρωπος μετείχε ενεργά στη διαμόρφωση του κοινωνικού και ιστορικού γίγνεσθαι.
Το πρόσφατο πόνημα του Χάγκεν Φλάισερ έρχεται κατ' αρχάς να επιβεβαιώσει τη γενική απήχηση που βρίσκει στις σύγχρονες κοινωνίες η ιστορία του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. «Ο μεγαλύτερος πόλεμος στην Ιστορία της ανθρωπότητας είχε παρασύρει στη δίνη του, πολύ περισσότερο από τον "Μεγάλο" του 1914-1918, όλες σχεδόν τις χώρες του κόσμου», επισημαίνει στις πρώτες γραμμές του βιβλίου του ο διακεκριμένος και γνωστός σε όλους μας ιστορικός. Το ενδιαφέρον ωστόσο της σημαντικής προσέγγισής του δεν έγκειται απλώς στην απήχηση ενός μείζονος -καθολικού- γεγονότος που επανέρχεται ως σταθερή αναφορά απέναντι στη ρευστότητα της είδησης ή στην ταχύτητα της τηλεοπτικής ροής.
Διευκρινίζοντας ότι ως «κεντρική εμπειρία» ο πόλεμος αυτός «σφράγισε όλο το υπόλοιπο του 20ού αιώνα, διαμόρφωσε ταυτότητες και ιδεολογίες», ο Φλάισερ τοποθετεί τη συζήτηση σε άλλη βάση καθώς υποδεικνύει τους τρόπους με τους οποίους ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος «εξακολουθεί έως σήμερα να συγκλονίζει τις συνειδήσεις ή τουλάχιστον να διαταράσσει τη "βολή" εκατομμυρίων ανθρώπων και πολλών εθνικοκοινωνικών συνόλων σε όλα σχεδόν τα μήκη και τα πλάτη της γης». Οι συγκινήσεις αλλά και οι διαμάχες που εξακολουθεί να προκαλεί υπερβαίνουν το κλασικό σχήμα ενός «πολιτισμού του καναπέ», που εξοικειώνει τους θεατές με μια γεγονοτολογική ιστορία εν τω γίγνεσθαι, υποκύπτοντας στην ανάγκη για άμεση και πιεστική πληροφορία για τα τεκταινόμενα στην απέραντη παγκόσμια σκηνή. Υπερβαίνουν, επίσης, εν μέρει την ερμηνεία για τις «θεραπευτικές» ιδιότητες της Ιστορίας απέναντι στη «στεγνή καθημερινότητα». Ο πόλεμος αυτός δίνει εντυπωσιακά ακόμη το «παρών», τόσο γιατί παραμένει ακόμη ενεργός στη συλλογική και ατομική μνήμη όσο και γιατί επανέρχεται συνεχώς στο προσκήνιο, χρησιμοποιείται και αναπροσαρμόζεται υποκείμενος σε πολλαπλές και αντικρουόμενες αναγνώσεις.
Προσθέτοντας στις παραδοσιακές πηγές του ιστορικού χιλιάδες αποκόμματα Τύπου και πληροφορίες που προέρχονται από εκατοντάδες έντυπα και δικτυακούς τόπους από όλες σχεδόν τις χώρες που άγγιξε ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Φλάισερ ταξινομεί τις κατασκευασμένες εικόνες, ανασυνθέτει τις ποικίλες όψεις και αποτιμά τις διαστάσεις που αποκτά η συζήτηση στη δημόσια σφαίρα. Με την ιστορική παιδεία που τον χαρακτηρίζει, αναστοχάζεται σε θέματα που από χρόνια μελετά και καταθέτει στην επιστημονική κοινότητα και στην κοινωνία ένα μεγάλο έργο. Ενα έργο που εκκινεί από την Ιστορία και το στέρεο πραγματολογικό της υπόστρωμα και πραγματεύεται τις προσλήψεις και τις χρήσεις αυτής της Ιστορίας που «βγαίνει από το χρονοντούλαπο» και τίθεται σε υπερπροσφορά, ένα βιβλίο που αποτυπώνει εντέλει την αφύπνιση και κλιμάκωση στην τελευταία εικοσαετία των «πολέμων της μνήμης» στις σύγχρονες κοινωνίες και τους κινδύνους που εγκυμονούν.
Με αφετηρία τα σχήματα που δημιουργήθηκαν στα χρόνια του πολέμου και λειτούργησαν στερεοτυπικά σε όλη τη μεταπολεμική ψυχροπολεμική περίοδο, επιχειρεί μια εξονυχιστική ανασκόπηση των αλλαγών και αναθεωρήσεων που συμπαρέσυρε η τομή του 1989-1990. Εστιάζοντας στις μετατοπίσεις και στις αντιτιθέμενες οπτικές, στη «διερεύνηση των κάθε άλλο παρά "στατικών" τόπων της μνήμης και των διακυβευμάτων της συζήτησης» συνδέει τη «νέας μορφής ένταση» για τη διαμόρφωση της νέας ευρωπαϊκής ταυτότητας με τις προγενέστερες «αποσιωπήσεις εκτεταμένων σκοτεινών πλευρών της εποχής», με τους μύθους και με τα «χάσματα ανάμεσα στις επίσημες, τις συλλογικές και τις συχνά τραυματικές ατομικές μνήμες», ενώ ταυτόχρονα πραγματεύεται τους τρόπους διαμόρφωσης των «τάσεων της κοινής γνώμης και των στρατηγικών χειραγώγησής της», τον ρόλο των ΜΜΕ και των οργανωμένων ομάδων συμφερόντων.
Ο ιστορικός Φλάισερ μειδιά και επιστρατεύει το καυστικό του χιούμορ διορθωτικά στη δεύτερή του ιδιότητα, εκείνη του πτυχιούχου του Τμήματος Επικοινωνίας που, όπως γράφει, τον «παρέσυρε» στο συγκεκριμένο εγχείρημα. Κριτικός αναγνώστης των πηγών που συγκέντρωσε και χρησιμοποιεί, διατρέχει με άνεση τη χρονική απόσταση που καλύφτηκε ανάμεσα στις συμβάσεις και στις σιωπές που επέβαλε ο Ψυχρός Πόλεμος μέχρι την «έκρηξη» και τις ανησυχητικές περιδινήσεις της μνήμης για να κτίσει με ευαισθησία και προσοχή τα διαφορετικά επίπεδα στα σοβαρότατα θέματα που πραγματεύεται.
Τα παραδείγματα για τα πρώτα παραμορφωτικά φίλτρα είναι πολλά. Στηρίχτηκαν κατά κύριο λόγο σε μια πολιτική εξίσωση που ταύτισε πίσω από την ετικέτα του ολοκληρωτισμού τον ναζισμό με τον κομμουνισμό στη Δύση, ενώ ταυτόχρονα «εξιδανίκευσε» την Αντίσταση. Ηττημένη και ένοχη η Γερμανία αρκέστηκε στη στοιχειώδη διαχείριση του «ναζιστικού παρελθόντος» της και στην περιορισμένη «αποναζιστοποίηση» του κράτους και των θεσμών, ενώ σήκωνε το βάρος του αποκλειστικού υπεύθυνου του φονικότερου πολέμου στον πλανήτη κάτω από το βάρος των πολιτικά επιβεβλημένων αποσιωπήσεων για τα εγκλήματα των συμμάχων του Αξονα. Αντίστοιχες αποσιωπήσεις συγκάλυψαν τα εγκλήματα των Συμμαχικών δυνάμεων στο τέλος του πολέμου. Ενοχες σιωπές και αυτολογοκρισίες οδήγησαν στην ενσωμάτωση και αποδοχή των διαφορετικών μορφών συνεργασίας και του δωσιλογισμού στη Δύση, συγκάλυψαν ευθύνες, οδήγησαν στην υποβάθμιση του ρόλου της ΕΣΣΔ στον πόλεμο και έκτισαν τα τείχη προς την Ανατολή, εκεί όπου η λογική του αναχώματος ενάντια στο φασισμό οδήγησε στην επιβολή των σοσιαλιστικών καθεστώτων.
Την «έκρηξη της μνήμης», την εποχή της μαρτυρίας των επιζώντων που μίλησαν για την οδύνη του πολέμου και για τα ανεπούλωτα τραύματα, συνόδεψαν οι «αποκαλύψεις», η νέα γνώση, η συνειδητοποίηση του μεγέθους της καταστροφής, οι απολογισμοί. Σε αυτή τη νέα εποχή, στα δείγματα και στα χρόνια του μεταψυχροπολεμικού πολιτισμού, ο Φλάισερ εφιστά την προσοχή μας. Η χαρτογράφηση των «σκελετών» που αναδύονται από παντού δεν πρέπει να οδηγήσει σε συμψηφισμούς και σε σχετικοποιήσεις. Οι εξισώσεις «θύτη» και «θύματος» ή των εγκλημάτων του ναζισμού με τις βαρβαρότητες της σταλινικής περιόδου οδηγούν σε μια «αλληθωρίζουσα υπέρβαση του παρελθόντος», σε αναθεωρήσεις που υπαγορεύονται από πολιτικά κίνητρα, υπακούουν σε επικοινωνιακά τεχνάσματα και δεν ευνοούν σε καμία περίπτωση την ιστορική κατανόηση, και στην αναγκαία ιστορικοποίηση αυτού του κοντινού αλλά και απόμακρου «χθες».
Συστηματικός μελετητής με διεθνή αναγνώριση, ειδικός εμπειρογνώμονας σε διεθνείς επιτροπές, πάνω απ' όλα ευαίσθητος άνθρωπος και υποψιασμένος πολίτης, ο Φλάισερ δεν ηθικολογεί, ούτε αποδίδει ευθύνες. Στο πρόσφατο έργο του μας θέτει απέναντι σε διλήμματα παράγωγα των χρήσεων και των καταχρήσεων της Ιστορίας και μας καλεί να μην εξαλείψουμε από τη μνήμη μας τη ναζιστική θηριωδία, να σταθούμε με περίσκεψη στη μοναδική ιστορική εμπειρία του Ολοκαυτώματος, της Σοά, όπως επιλέγει να την αποκαλεί· τέλος, να αντιμετωπίσουμε τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο χωρίς την ανάγκη των ισολογισμών. Ανάμεσα στις μνήμες και στα θραύσματά τους, ανάμεσα στη λήθη και στη συνεχή μνημόνευση, στο «εύκολο παιχνίδι της ιστορικής φαντασίας για ιδιοτελείς σκοπούς», με γνώση και σύνεση μας υπενθυμίζει ότι η Ιστορία δεν μπορεί να είναι αναλώσιμο είδος, ούτε καταναλωτικό αγαθό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου