Πέμπτη 5 Νοεμβρίου 2009

Εμπόριο οπίου: Μια διαχρονική αιτία πολέμου

Πηγή: http://www.tvxs.gr/





















Εκατόν εβδομήντα χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από τον Α’ Πόλεμο του Οπίου. Η απαγόρευση από τις κινεζικές αρχές της εισαγωγής οπίου από τη Βρετανία, ενός από τα πιο ανεκτίμητα εμπορικά προϊόντα του 19ου αιώνα, οδήγησε σε σύγκρουση μεταξύ των δύο χωρών. Η ιστορία δείχνει να επαναλαμβάνεται, αυτή τη φορά σε σχέση με την εισβολή των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν, όπου η καλλιέργεια του οποίου εξυπηρετεί τους δικούς του πολιτικούς σκοπούς.

Σημειώθηκε μια μεταστροφή των σχέσεων των δύο χωρών κυρίως λόγω της απαγόρευσης από τις Κινεζικές αρχές του οπίου και σύντομα ξεκίνησε ένας πόλεμος που διεκπεραιώθηκε σε δύο στάδια: τον Α’ πόλεμο (1839-1842) και τον Β’ πόλεμο (1856-1860). Η ιστορία όμως δείχνει να επαναλαμβάνεται ακόμη και σήμερα με αντίστοιχο παράδειγμα τις ΗΠΑ και το Αφγανιστάν.

Στα μέσα του 18ου αιώνα, το εμπορικό ισοζύγιο εισαγωγών-εξαγωγών Αγγλίας και Κίνας παρουσίασε έλλειμμα. Οι Βρετανοί εισήγαγαν τσάι, μετάξι και πορσελάνες, ενώ οι Κινέζοι το πολύτιμο γι’ αυτούς ασήμι. Προσπαθώντας να αντιμετωπίσουν το έλλειμμα, οι Βρετανοί αποφάσισαν να εξάγουν τεράστιες ποσότητες οπίου προς τον κινεζικό λαό, καθώς το κάπνισμα είχε γίνει ιδιαίτερα δημοφιλές στην Ασία εκείνη την περίοδο. Μέχρι το τέλος του 1830, το εμπόριο οπίου με την Κίνα, ήταν μια πηγή μεγάλων εσόδων τα οποία έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην οικονομία του Βρετανικού νόμου στην Ινδία και ήταν τα θεμέλια του Βρετανικού εμπορίου στην Ανατολή.

Το όπιο έχει εκτιμηθεί ότι είναι ένα από τα πιο ανεκτίμητα προϊόντα του κόσμου στο εμπόριο του 19ου αιώνα. Όπως φάνηκε οι Κινέζοι ανταποκρίθηκαν ενθουσιωδώς θετικά, καθώς από τους 15 τόνους του 1730, οι Βρετανοί διέθεταν ακόμη και λίγο πριν τον πόλεμο 1.400 τόνους οπίου στην Κίνα. Ο δασμός, τον οποίο εισέπρατταν από τις εισαγωγές σε τσάι, πληρωνόταν για το εμπόριο οπίου και ήταν επαρκής για την χρηματοδότηση σημαντικού ποσοστού των εξόδων του βασιλικού ναυτικού κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα.

Ωστόσο, ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι εθίζονταν στο όπιο, γεγονός που ανησυχούσε τον αυτοκράτορα Τζιατζίνγκ και τον οδήγησε στην απαγόρευση εισαγωγής του το 1810 με το ακόλουθο διάταγμα: «Το όπιο είναι βλαβερό. Το όπιο είναι δηλητήριο. Η χρήση του απαγορεύεται από το νόμο. Τώρα ο αστός, Yang, σας προκαλεί να το φέρετε στην απαγορευμένη πόλη. Και όμως ο ίδιος παραβλέπει το νόμο...»

Αποφασισμένοι να σταματήσουν το εμπόριο οπίου, το 1838 οι Κινέζοι πήραν ακόμη πιο δραστικά μέτρα. Αποφάσισαν να απαγορεύσουν δια νόμου την εισαγωγή οπίου μέσω των μεγαλύτερων λιμανιών της χώρας και να καταδικάζουν σε θάνατο τους ντόπιους εμπόρους που δεν συμμορφώνονταν με την απαγόρευση. Η χώρα βρισκόταν ήδη σε παρακμή, καθώς η δυναστεία Τσίνγκ δεν μπορούσε να διοικήσει την αχανή έκτασή της, με αποτέλεσμα να την οδηγήσει σε απομόνωση προς αποφυγή της αλλοίωσης του πολιτισμού της από την είσοδο της ευρωπαϊκής κουλτούρας.

Η απαγόρευση όμως είχε μεγάλο αντίκτυπο στο κινεζικό εμπόριο. Οι ντόπιοι έμποροι άρχισαν τότε να εισάγουν παράνομα όπιο. Την εφαρμογή του νόμου ανέλαβε ο αυτοκράτορας Ζεν Σετσίου, αυστηρός κομφουκιανιστής, του οποίου οι Άγγλοι υποτίμησαν τις προθέσεις του. Ο Ζεν Σετσίου επέβαλε εμπάργκο σε όλα τα βρετανικά προϊόντα, πράξη που η βασίλισσα Ελισάβετ το θεώρησε αιτία πολέμου. Στην επιδείνωση της κατάστασης και των σχέσεων συνέβαλε η κατάσχεση μεγάλου φορτίου οπίου από άντρες του Σετσίου στην Καντώνα, που ισοδυναμούσε με τις εισαγωγές ενός χρόνου και η απέλαση του Βρετανού επιστάτη του εμπορίου, Captain Charles Elliot.

Η κατάσταση ήταν έκρυθμη και μια ασήμαντη αφορμή αρκούσε για να ξεκινήσει ο πόλεμος. Αφορμή στάθηκε η δολοφονία ενός κινεζικού χωρικού στην επαρχία Κοουλούν τον Ιούλιο του 1839 από τρεις μεθυσμένους Άγγλους ναυτικούς. Η Αγγλία αρνήθηκε να παραδώσει τους κατηγορούμενους στις κινεζικές αρχές, γιατί «δεν εμπιστευόταν το νομικό σύστημα της χώρας». Οι εχθροπραξίες δεν άργησαν να ξεκινήσουν ( 3 Νοεμβρίου 1839) και είχαν ως αποτέλεσμα την κατάληψη της Σανγκάης το 1842. Η βρετανική υπεροχή στον τεχνολογικό εξοπλισμό είχε ως αποτέλεσμα ο Α’ πόλεμος του οπίου να καταλήξει σε σφαγή. Το βρετανικό ναυτικό προκάλεσε μεγάλες καταστροφές στις παράκτιες πόλεις της Κίνας, παρότι αριθμητικά μικρότερο, συνέτριψε τις δυνάμεις του αυτοκράτορα.

Ο πόλεμος έληξε τυπικά με τη Συνθήκη Νανκίνγκ στις 29 Αυγούστου 1842 και προέβλεπε: την παραχώρηση του Χονγκ - Κονγκ στη Βρετανία, την παραχώρηση πέντε λιμανιών της νοτιανατολικής Κίνας για το εμπόριο και τη διαμονή των Βρετανών, ετεροδικία για τους Βρετανούς υπηκόους και καταβολή μεγάλης αποζημίωσης από την Κίνα.

Η εικόνα του αυτοκράτορα καταποντίστηκε με αποτέλεσμα ο στρατός και η γραφειοκρατία να ξεσηκωθούν και να ανακηρύξουν ξεχωριστό κράτος με το όνομα το Ουράνιο Βασίλειο της Αιώνιας Ειρήνης. Έμενε απλά στους Ευρωπαίους να διαλέξουν στρατόπεδο.

Η πρόσφατη εισβολή των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν, δείχνει δυστυχώς την ιστορία να επαναλαμβάνεται. Το όποιο εξακολουθεί να αποτελεί ένα ισχυρό μέσο άσκησης πολιτικής – και διεξαγωγής πολέμου. Η βασιζόμενη στην αγροτική παραγωγή οικονομία του Αφγανιστάν ευνοεί την καλλιέργεια οπίου, καθώς η χώρα κατατάσσεται σε μια από τις τελευταίες θέσεις του πίνακα του ΟΗΕ των αναπτυσσόμενων χωρών. Το όπιο αποτελεί πλέον το περισσότερο κερδοφόρο προϊόν που παράγει το Αφγανιστάν. Σύμφωνα με το τμήμα του ΟΗΕ για τα Ναρκωτικά και το Έγκλημα σε μια έρευνα για το όπιο στο Αφγανιστάν, έδειξε ότι στο Αφγανιστάν παράγονται περίπου 8.200 μετρικοί τόνοι οπίου – σχεδόν το διπλάσιο της εκτίμησης της συνολικής ετήσιας κατανάλωσης.

Η αστάθεια που προκάλεσε η αμερικανική εισβολή ευνόησε σημαντικά την παραπάνω εξέλιξη. Οι έμποροι των ναρκωτικών έχουν αναπτύξει μια συμβιωτική σχέση με τους αντάρτες και ομάδες, όπως οι Ταλιμπάν και η Αλ Κάιντα. Η συμφωνία συνοψίζεται στο εξής:το όπιο αγοράζει την προστασία και πληρώνει για τα όπλα και τους πεζούς.

Πηγή: Τhe blood never dried – a people’s history of the british empire- John Newsinger / Wikipedia

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου