ΣΕ ΠΟΙΟΝ ΑΝΗΚΕΙ Η ΚΥΠΡΟΣ;
Η μακρόχρονη αντιπαράθεση για την κατοχή της πολύπαθης νήσου από τους εθνικιστές κάθε μεριάς, τις Μητέρες Πατρίδες, την αγγλική αποικιοκρατία-ιμπεριαλισμό και το ελεγχόμενο από τις ΗΠΑ, ΝΑΤΟ , βασίστηκε συχνά σε επιχειρήματα που διεκδίκησαν την νομιμοποίηση «εθνικών στόχων», στον πρόσφατο και απώτερο ιστορικό παρελθόν.
Πολύτιμος βοηθός για την απόρριψη εθνικών μύθων, αποκάλυψης των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και επιδιώξεων, αλλά και αρωγός στην προσπάθεια διαμόρφωσης μιας συνολικότερης και διεισδυτικότερης αντίληψης για το κυπριακό ζήτημα αποτελεί το βιβλίο του Στ.Παπαγεργίου, Η ΠΡΩΤΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΗΣ «ΑΓΓΛΟΚΡΑΤΕΙΑΣ» ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ [1878-1914]. ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΕΚΣΥΓΧΡΟΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΑΔΡΑΝΕΙΕΣ.
Τα επιχειρήματα εθνοκεντρικότητας καταρρίπτονται από τη περιδιολόγηση των ιστορικών φάσεων, όπου η σημαντικότατη νήσος αναδεικνύεται πεδίο ανταγωνισμού οικονομικών συμφερόντων και διακύβευμα κυριαρχίας μεγάλων αυτοκρατορικών δυνάμεων και ισχυρών κρατών. Οι θρησκευτικές συγκρούσεις αλληλοδιαπλέκονται με τις παραπάνω αντιθέσεις, ενώ η ιστορία των μεγάλων γεγονότων και προσωπικοτήτων, η προβολή των «εθνικών δικαίων», επικαλύπτει βίαιες εκμεταλλευτικές σχέσεις. Εξάλλου, η ιστορία που γράφεται από τους νικητές και εξιστορείται από τις επιλεκτικές προσεγγίσεις εθνικιστών και κρατικοδίαιτων διανοούμενων, μετασχηματίζει το χθες ώστε να ικανοποιήσει τις τρέχουσες ανάγκες της πολιτικής.
Η επιστημονική αρτιότητα ου συγγραφέα, η αναζήτηση των βαθύτερων ταξικών εκμεταλλευτικών σχέσεων και η ήρεμη προσέγγιση του, επιτρέπουν να αποκαλύψουμε την κενότητα των εθνικιστικών επιχειρημάτων «περί αδιάκοπης ελληνικής ιστορικής συνέχειας, την αμφισβήτηση του Τουρκοκυπριακού εθνικισμού, τον προβαλλόμενο από τους Βρετανούς προοδευτικό και φιλειρηνικό τους ρόλο κλπ»
Για την καλύτερη κατανόηση, η μελέτη επιχειρεί αρχικά μια περιδιάβαση στις προηγηθείσες ιστορικές περιόδους.
ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΟΔΩΝ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΕΤΟΣ
ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΑ ΒΑΣΙΛΕΙΑ 976-725 Π.Χ.
ΑΣΣΥΡΙΑΚΗ ΚΑΤΟΧΗ 725-569
ΑΙΓΥΠΤΙΑΚΗ ΚΑΤΟΧΗ 569-525
ΕΠΑΡΧΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΣΙΚΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ 525-332
ΜΕΡΟΣ ΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ 332-323
ΕΠΑΡΧΙΑ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΤΩΝ ΠΤΟΛΕΜΑΙΩΝ 315-58
ΡΩΜΑΙΚΗ ΕΠΑΡΧΙΑ 58-333 Μ.Χ.
ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΕΠΑΡΧΙΑ 333-1181
ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΕΠΑΡΧΙΑ (ΙΣΑΑΚ ΚΟΜΝΗΝΟΣ) 1181-1191
ΑΓΓΛΙΚΗ ΚΑΤΟΧΗ 1191
ΚΑΤΟΧΗ ΝΑΪΤΩΝ ΙΠΠΟΤΩΝ 1192
ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟ ΦΕΟΥΔΑΛΙΚΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ [LUSIGNAN] 1192-1489
ΕΝΕΤΟΚΡΑΤΕΙΑ 1489-1571
ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ 1571-1878
ΒΡΕΤΑΝΙΚΗ ΑΠΟΙΚΙΑ 1878-1960
ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟ ΚΡΑΤΟΣ 196Ο
ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑ-ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ 1974
Η Κύπρος λοιπόν, νησί που εντάσσεται γεωγραφικά στην ασιατική ήπειρο (απέχει 43 μίλια από τις μικρασιατικές ακτές) αποδίδει την προέλευση του ονόματος της σε σημιτική προέλευση (Kittim ή Chittim, δηλαδή Χέττιμος, που συναντάται στην εβραϊκή μυθολογία ή Gopher- Kopper που σημαίνει το φυτό Λαυσονία η άοπλος, από το οποίο παράγεται η χέννα). Το εξελληνισμένο όνομα Κύπρος εμφανίζεται για πρώτη φορά στα Ομηρικά Έπη, ενώ η πρώτη εξ περιγραφών μαρτυρία χρονολογείται από το 459 π.χ.
Κατοικήθηκε για πρώτη φορά πριν το τέλος της 7ης χιλιετίας από μέλη της Μικρασιατικής-Μικροασιατοαιγαιακής ομάδας, με γλωσσικό ιδίωμα ανεξάρτητο της σημιτικής και ινδοευρωπαϊκής.
Η διαδοχή των ιστορικών περιόδων φέρνει στο προσκήνιο την Κύπρο με τα ανεξάντλητα κοιτάσματα χαλκού, αναπτύσσοντας εμπορικές και πολιτιστικές σχέσεις με όλα τα μεγάλα κράτη, για να εξελιχτεί σε χώρο συμφερόντων και πολιτιστικής επιρροής αρχικά της μινωικής αυτοκρατορίας και ακολούθως των Μυκηνών. Την εποχή που διαμορφώνεται η Αρκαδοκυπριακή διάλεκτος το νησί βρίσκεται υπό αιγυπτιακή κατοχή (επί βασιλείας Φαραώ Θωτμή, 1501-1447, πληρώνεται φόρος υποτέλειας).
Ο ελληνικός εποικισμός πραγματοποιείται σε δύο στάδια: ως έμποροι το διάστημα μεταξύ 14ου-13ου αιώνα και ως άποικοι στα τέλη 13ου και στα μέσα του 12ου αιώνα. Κατά την αρχαϊκή περίοδο (1000-479 π.χ.) ο εξελληνισμός των γηγενών κατοίκων του νησιού, των Ετεοκύπριων, υπήρξε σχεδόν ολοκληρωτικός.
Ο χρονολογικός πίνακας μας βοηθά να διαμορφώσουμε μια εικόνα των εναλλαγών κυριαρχίας, αλλά αξίζει να ξεχωρίσουμε ως ένα από τα πιο σημαντικά γεγονότα της ιστορίας του νησιού την εξέγερση των Εβραίων (116-117) επί αυτοκρατορίας Τραϊανού. Η άγρια σύγκρουση που συμπύκνωσε θρησκευτικές-οικονομικές αντιθέσεις κατέληξε στην καταστολή της Εβραϊκής Ανταρσίας από τις λεγεώνες του Λούσιου Κουίντου, με την συμμετοχή των ελληνικής καταγωγής κατοίκων, προκαλώντας την εξής απόφαση «…εις την Νήσον εδιωρίσθη Νόμος με δόγμα, ότι Εβραίος εις την Κύπρον, μήτε να ευρίσκεται, μήτε να πατήση καν την γην της, και αν αυτό από ζάλην της θάλασσας ήθελε φθάση εις τας παραθαλασσίας της τινάς, να θανατώνεται εξάπαντος».
Την περίοδο που στην Κύπρο επιβλήθηκε διοίκηση φεουδαλικού κράτους, συναντούμε όλα τα γνωστά χαρακτηριστικά διοίκησης που αντιστοιχούν σε αυτού του είδους την κρατική οργάνωση, αλλά και την συγκεκριμένη κοινωνική διαστρωμάτωση. Ανώτερη τάξη-Ενδιάμεση-Λαός (Πάροικοι-Περπυριάριοι-Λέφτεροι-Λευκοί Βενετοί-Αλβανοί μισθοφόροι).
Οι Λουζινιάν κατέστησαν την Κύπρο εξέχον οικονομικό-εμπορικό κέντρο, που μετά τη διάλυση των σταυροφορικών βασιλείων της Συρίας εξελίχτηκε στο μεγαλύτερο κέντρο εξαγωγικού και διαμετακομιστικού εμπορίου της νοτιοανατολικής λεκάνης της Μεσογείου. Η παρακμή του Βασιλείου άρχισε την περίοδο που οι Λουζινιάν παραχώρησαν εμπορικά, κυρίως προνόμια στις ισχυρές Δημοκρατίες της Γένοβας και της Βενετίας. Αποκορύφωμα αυτής της διαδικασίας ήταν οι Διομολογήσεις που πέτυχαν οι Βενετοί (1306) για να επέλθει αλλαγή κυριαρχίας το 1473, όταν ανέλαβε χρέη αντιβασίλισσας η Ενετή Κατερίνα Κορνάρο.
Στην περίοδο της Ενετοκρατίας παρέμεινε ίδια η παλιά κοινωνική διάρθρωση και η πολιτική δομή. Όμως κανείς δε μπορεί να την αξιολογήσει ως μια ευτυχή περίοδο. Οι αγροτικές εξεγέρσεις (1562, 1565) εκδήλωσαν την αντίθεση των καταπιεσμένων αγροτικών μαζών έναντι των Βενετών. Έτσι, η οθωμανική εισβολή που τερμάτισε την ενετική κυριαρχία το 1571, αντιμετωπίστηκε με αδιαφορία από τους Ορθοδόξους Κυπρίους που δεν ενεπλάκησαν στη μεγάλη τους πλειοψηφία στις συγκρούσεις.
Η Οθωμανική περίοδος ανατρέπει όλο το προηγούμενο κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό καθεστώς, διαιρώντας το πληθυσμό σε δύο μεγάλες θρησκευτικές κοινότητες, τη μουσουλμανική και τη χριστιανική-ορθόδοξη. Οι εναπομείναντες Καθολικοί υποχρεώνονται να μετοικήσουν, να γίνουν ορθόδοξοι ή να εξισλαμιστούν, επιλογή που ακολουθούν αρκετοί εξ αυτών για να διατηρήσουν οικονομική περιουσία και κοινωνικό γόητρο (Λινοβάμβακοι ονομάζονται οι χριστιανοί ανεξαρτήτου δόγματος που επέλεξαν ή αναγκάστηκαν να εξισλαμιστούν την περίοδο αυτή). Η Ορθόδοξη Εκκλησία αναβαθμίζεται, βγαίνοντας από το περιθώριο που την είχε βάλει η Αγία Έδρα. Ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου ορίστηκε Εθνάρχης των ραγιάδων και πολιτικός τους εκπρόσωπος, ενώ από τα μέσα του 17ου αιώνα η σημαντική δύναμη που έχει αποκτήσει του επιτρέπει να αμφισβητεί την πρωτοκαθεδρία των τοπικών μουσουλμανικών αρχών.
Το 1878 οι Άγγλοι καταλαμβάνουν το νησί. Υλοποιούν με αυτό τον τρόπο τη Μυστική Σύμβαση μεταξύ Αγγλίας –Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η Αγγλία εκμεταλλευόμενη την δεινή διεθνή θέση των Οθωμανών μετά την συνθήκη της Κωνσταντινούπολης και του Αγίου Στεφάνου, με τις οποίες αναβαθμίζονταν ο ρωσικός παράγοντας στα Βαλκάνια όπου χάθηκαν πολύτιμες για τον Σουλτάνο ευρωπαϊκές επαρχίες, εκβίασε ουσιαστικά την Πύλη στην παραχώρηση της Κύπρου με αντάλλαγμα μια ασαφή αμυντική συμμαχία σε περίπτωση ρωσικής επιβουλής οθωμανικών εδαφών στην Ασία (Βατούμ, Αρνταχάν, Κάρς κλπ).
Το αγγλικό διπλωματικό πραξικόπημα γίνεται τελικά δεκτό εξαιτίας της πολιτικής ευελιξίας του Βίσμαρκ, της ανάγκης εξισορρόπησης των ανταγωνιστικών βλέψεων Αυστροουγγαρίας Ρωσίας, της εξαγοράς της Γαλλίας που παρουσιάζεται αδύναμη στο διεθνή στίβο λόγω της ήττας της στον Γαλλογερμανικό πόλεμο το 1871 (εγγυήσεις διασφάλισης των πατροπαράδοτων προνομίων της στ χώρο της Εγγύς Ανατολής: Λίβανος, Άγιοι Τόποι, Αίγυπτος).
Το Ιταλικό ξέσπασμα, αποσιωπημένο από τους Έλληνες ιστορικούς, ήταν εύλογο. Η Ιταλία προβάλλει τις εθνικές της βλέψεις που στηρίζονται στην «κληρονομιά της Ενετοκρατίας». Η Κύπρος βρισκόταν την περίοδο εκείνη στους στόχους της ιταλικής Μεγάλης Ιδέας, ως ανήκουσα στο χώρο της Mare Nostrum. Άλλωστε, μέχρι το 1861, ο βασιλιάς του Πιεμόντε και μετέπειτα βασιλιάς του ενοποιημένου ιταλικού κράτους, έφερε μεταξύ των άλλων τίτλων του και εκείνο του Βασιλέως της Κύπρου και Ιερουσαλήμ.
Για το Ελληνικό Βασίλειο προέχει η προώθηση του αιτήματος προσάρτησης της Θεσσαλίας και Ηπείρου, με αποτέλεσμα η κυβέρνηση Δεληγιάννη να θεωρεί την Κύπρο στόχο της Μεγάλης Ιδέας, αλλά να σταθμίζει και να κρίνει ότι δεν πρέπει να ερεθίσει την Αγγλία, την στήριξη της οποίας έχει απόλυτη ανάγκη.
Η αντίφαση είναι ότι η πολιτική της κοσμοκράτειρας και θαλασσοκράτειρας Αγγλίας επιβάλλει την Ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ώστε να διασφαλιστούν οι θαλάσσιοι δρόμοι και οι πλούσιες σε πρώτες ύλες αποικίες, αλλά προχωρά με τον ξεκάθαρα πονηρό αγγλικό τρόπο σε κατάληψη της Κύπρου.
Ο ιμπεριαλισμός καταγράφει με σαφήνεια τους στόχους του είτε βρισκόμαστε στα 1878, είτε στα 2009. «Η Κύπρος λόγω της θέσης της θα μπορούσε να λειτουργήσει ως Plase of Arms, γεφύρωμα που θα διευκόλυνε την αποφυγή ή την καταστολή τυχόν δυσμενών εξελίξεων στο βαλκανικό χώρο και την περιοχή της Μαύρης Θάλασσας, και, κυρίως τη διασφάλιση της μεγάλης θαλάσσιας αρτηρίας που ένωνε τη μητροπολιτική Αγγλία με την Αυτοκρατορία των Ινδιών. Η τελευταία, ως η σημαντικότερη βρετανική αποικία, «Το Πετράδι του Στέμματος», συγκροτούσε το κέντρο των αυτοκρατορικών συμφερόντων και κύρια πηγή οικονομικής ισχύος του Ηνωμένου Βασιλείου. Δια της Αγγλικής κατάληψης, λοιπόν, η Κύπρος αποτέλεσε κομβικό σημείο του ασφαλούς άξονα που οδηγούσε στις Ινδίες, μαζί με το Γιβραλτάρ, τη Μάλτα, το Σουέζ (από το 1883 έως το 1958, την ευθύνη φύλαξης του Σουέζ έχουν βρετανικά στρατεύματα), το Άντεν στη νότια ακτή της αραβικής χερσονήσου, τη Σοκότρα και τις απέναντι αφρικανικές ακτές της Σομαλίας».
Η αποβίβαση των βρετανικών στρατευμάτων στην Κύπρο προκαλεί ανάμεικτα συναισθήματα. Την αρχική γενική απορία και έκπληξη των μουσουλμάνων και των οθωμανικών αρχών διαδέχεται η ευνόητη δυσαρέσκεια και αδιαφορία, η «ανατολίτικη μοιρολατρία». Οι χριστιανοί για ευνόητους λόγους κρατούν ευνοϊκή στάση και δείχνουν φιλικά συναισθήματα. Ο εκπρόσωπος της χριστιανικής κοινότητας, Μητροπολίτης Κιτίου Κυπριανός, προσφωνεί τους Άγγλους, την ώρα που ο Καϊμακάμης και οι υπόλοιποι μουσουλμάνοι αξιωματούχοι παρέμειναν αμέτοχοι και απαθείς.
Σιγά-σιγά και οι χριστιανοί ανεβάζουν τους τόνους. Η ομιλία του Αρχιεπισκόπου Σωφρόνιου, «προσεκτική, διακριτική, δίχως αιχμές και περιττή αντιπολιτευτική διάθεση, αποτελεί τυπικό δείγμα λόγου και γραφής εκπροσώπου ενός θεσμού [Ορθόδοξης Εκκλησίας], που επιβίωσε και ευδοκίμησε στα πλαίσια του οθωμανικού κράτους.
Ο έμπειρος ιεράρχης τόνισε:
•
Την αφοσίωση των Ελληνοκυπρίων στο νέο καθεστώς
•
Την εμμονή του φιλησύχου και ευαγώγου κυπριακού (=ελληνοκυπριακού) λαού να μην αρνηθεί την καταγωγήν και τους πόθους αυτού.
•
Την ελπίδα του ότι η πολυπαθής Κύπρος θα απολαύσει τα αγαθά της φιλελεύθερης αγγλικής διοίκησης πεφωτισμένης και φιλανθρώπου, της οποίας οι θεσμοί ισχύουν και λειτουργούν σε όλους τους υπό την κραταιάν αυτής αιγίδα διατελούντας λαούς.
•
Την πεποίθηση του ότι οι Βρετανοί θα χρησιμοποιήσουν τους κατοίκους που έχουν πείραν των εντοπίων πραμάτων για να συμπράξουν στις ανάγκες του τόπου, της γλώσσας, των ηθών και εθίμων, του είδους του πολιτεύματος και της νομοθεσίας.
Ο Σωφρόνιος διαπραγματεύεται την αφοσίωση των ορθοδόξων έναντι παροχής ισονομίας και συμμετοχής στα κοινά. Η ελληνικότητα των χριστιανών και η προσδοκία για πολιτική ένωση με το εθνικό κέντρο, το Ελληνικό Βασίλειο, δεν προβλήθηκε άμεσα και έντονα, ούτε όμως αποσιωπήθηκε. Εντύπωση προκαλεί η εμμονή τους να ορίζουν εαυτούς ως κυπριακό λαό στο σύνολο του, αδιαφορώντας για τις υπόλοιπες κοινότητες και ιδίως για τους μουσουλμάνους.
Έκτοτε ο αγώνας των Ελληνοκυπρίων κινήθηκε σε δύο επίπεδα:
Στην αναβάθμιση των δικαιωμάτων τους μέσα στο σύστημα εσωτερικής διακυβέρνησης και στην επίτευξη του στόχου τους για ένωση με την εθνική μητρόπολη.
Αξίζει να δούμε ορισμένες παραμέτρους:
ΔΙΑΚΥΜΑΝΣΗ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ
Το 1881 οι Ορθόδοξοι-Ελληνοκύπριοι αποτελούν την πλειοψηφία του πληθυσμού (73.42%), οι Μουσουλμάνοι-Τουρκοκύπριοι το 24.98% και οι υπόλοιπες κοινότητες το 1.65%. Οι Μουσουλμάνοι συναντώνται κυρίως στα αστικά κέντρα που προσφέρουν μεγαλύτερη ασφάλεια και απασχολούνται στο διοικητικό και στρατιωτικό μηχανισμό. Καθώς τα χρόνια της αγγλικής κυριαρχίας περνούν, βλέπουμε ότι έως το 1911, οι μουσουλμάνοι περιορίζονται στο 20.6%, ενώ οι χριστιανοί φτάνουν το 78.2%.
Η συντριπτική αριθμητική πλειοψηφία καθώς και η οικονομική υπεροχή του ελληνορθόδοξου στοιχείου υποχρέωνε τις άλλες εθνότητες για κοινωνικούς και επαγγελματικούς λόγους να χρησιμοποιούν την ελληνική γλώσσα.
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
Η Κύπρος αντιμετωπίστηκε από τη πρώτη στιγμή ως αποικία της βρετανικής αυτοκρατορίας., που ουσιαστικά δεν προκάλεσε το οικονομικό ενδιαφέρον των νέων κυριάρχων. Το καθεστώς κατοχής θεωρούνταν ότι βρισκόταν σε εκκρεμότητα, ενώ συνεχώς διευρυνόμενο ήταν το ελληνικό εθνικιστικό κίνημα που οραματίζονταν την Ένωση.
Πραγματικό εμπόδιο σε όποια προοπτική ανόδου του βιοτικού επιπέδου υπήρξε ο Υποτελικός Φόρος που θα κατέβαλαν οι Άγγλοι στον Σουλτάνο ως ενοίκιο στον «ιδιοκτήτη» Σουλτάνο. Φόρος που πλήρωναν οι Κύπριοι και κατέληγε στο αγγλικό θησαυροφυλάκιο ως πληρωμή τοκοχρεολυσίου προηγούμενου δανείου (1855) της Αγγλίας προς το Οθωμανικό κράτος. Η πολλαπλή εκμετάλλευση του κυπριακού λαού συνεχιζόταν από τους χριστιανούς Άγγλους απελευθερωτές!
Τα όποια εγχειρήματα εκσυγχρονισμού της Αγγλικής διοίκησης προσέκρουσαν στα συμφέροντα μιας ισχυρής κοινωνικής και οικονομικής ελίτ (μεγαλοαστικές οικογένειες, χριστιανοί και μουσουλμάνοι μεγάλοι ιδιοκτήτες γης, Εκκλησία και μουσουλμανική Ιερά Κτημοσύνη). Έως τις αρχές του Ά Παγκοσμίου Πολέμου η ζωή της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων άγγιζε τα όρια της αθλιότητας.
Το παράδοξο της περιόδου είναι ότι «οι μεγαλοαστικές οικογένειες πέτυχαν με περίεργο τρόπο να συνδυάσουν την εθνικιστική τους ρητορική με μια υποδειγματική οικονομική και κοινωνική συνεργασία με τους βρετανούς κυρίαρχους».
ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
Την περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας επιτρέπονταν η εκπαιδευτική διαδικασία που βρισκόταν υπό την κυριαρχία της Εκκλησίας και τον 19ο αιώνα αποκτά και εθνικά χαρακτηριστικά. Ενώ η Αγγλία επιχείρησε σε όλη τη διάρκεια της περιόδου μέσω της εκπαίδευσης να αφομοιώσει πολιτισμικά τουλάχιστον ένα σημαντικό τμήμα της ιθαγενούς άρχουσας τάξης, με την προοπτική να το χρησιμοποιήσει ως φίλια πολιτική ομάδα και ως σύνδεσμο μεταξύ τοπικής κυβέρνησης και πληθυσμού.
Η Εκκλησία συνεχίζει να παίζει κυρίαρχο ρόλο και μετά το 1878, ενώ οι αγγλικές κινήσεις αντιμετωπίζονται με καχυποψία. Τελικά, η «πρόκριση δυαδικού (ελληνοκυπριακού-τουρκοκυπριακού) εκπαιδευτικού συστήματος και ο άκρως εθνικιστικός χαρακτήρας της ελληνοκυπριακής εκπαίδευσης μετέτρεψαν τα σχολεία στη διάρκεια της Αγγλοκρατίας, σε εστίες συντήρησης και ανάπτυξης τω ελληνικών εθνικιστικών ιδεών. «Η Εκπαίδευσης λειτούργησε ως πολιτισμικός και ιδεολογικός μηχανισμός και αντανακλώντας το γενικό πνεύμα της εποχής υποτάχθηκε στον πρωταρχικό εθνικό και πολιτικό στόχο της ελληνοκυπριακής κοινότητας, εμποτίζοντας ήδη από την πρωτοβάθμια εκπαίδευση τους μαθητές με “ελληνοχριστιανικά ιδεώδη” και το ιδανικό της Ένωσης με τη μητέρα-πατρίδα»!
ΕΚΚΛΗΣΙΑ
Η Εκκλησία απέκτησε επί οθωμανικής κυριαρχίας σημαντικότατη πολιτική, πνευματική και οικονομική ισχύ, ώστε να ανταγωνίζεται ακόμη και την τοπική οθωμανική διοίκηση, στελέχη της οποίας αντικαθιστούνταν όταν το απαιτούσε. Η Υψηλή Πύλη επανειλημμένα στήριξε την Εκκλησία αφού είχε δείξει εξαιρετικές ικανότητες στη διοίκηση και στην συγκέντρωση των φόρων, ενισχύοντας την, ακόμη και με στρατεύματα, ώστε να καταστείλει εξεγέρσεις χριστιανών-μουσουλμάνων που στρέφονταν εναντίον της.
Στην Επανάσταση του 1821, η Φιλική Εταιρία επεδίωξε γενική εξέγερση που αρνήθηκε η ηγεσία της εκκλησίας. Παρ’ όλα αυτά, ο Σουλτάνος παρά την πίστη του στην υποταγή και αφοσίωση της Εκκλησίας, παρακινείτε από τους τοπικούς αγάδες που εποφθαλμιούν την πρωτοκαθεδρία και τον πλούτο της ορθόδοξης ιεραρχίας και των χριστιανών προεστών, να προχωρήσει σε εκτέλεση 486 επισήμων χριστιανών. Σύντομα όμως ο Σουλτάνος θα επιτρέψει την επανάκτηση των χαμένων προνομίων της Εκκλησίας και θα επιστρέψει την εκκλησιαστική και μοναστηριακή περιουσία που είχε διαρπαγεί.
Την περίοδο της αγγλοκρατίας η Ορθόδοξη Εκκλησία χάνει το μονοπώλιο στην πολιτική εκπροσώπηση των χριστιανών και υποχρεώνεται να μοιραστεί την ηγεσία της ελληνοχριστιανικής κοινότητας με την ισχυρή εμπορομεσητική τάξη των πόλεων. Παράλληλα, χάνει το προνόμιο της συλλογής των φόρων και δέχεται πιέσεις για την περιουσία της!
Εκκλησία και εμπορομεσητική τάξη θα επανδρώσουν και τις δύο πτέρυγες, διαλλακτικών-αδιάλλακτων. Το 1900, ο αγώνας διαδοχής για τη θέση του Αρχιεπισκόπου Σωφρόνιου, οδηγεί σε σύγκρουση τους Επισκόπους Κιτίου-Κυρήνειας, που απειλεί να πάρει χαρακτήρα εμφυλίου: «ήταν η σύγκρουση δύο τάξεων, της παλαιάς και της νέας, δύο ιδεολογιών, του φιλελεύθερου συντηρητισμού της Λευκωσίας που έβγαινε από την Τουρκοκρατούμενη Κύπρο και του συντηρητικού φιλελευθερισμού της Λευκωσίας και της Λάρνακας, που εμφανίστηκε με τη νέα γενιά –που δεν είχε ουσιαστικά γνωρίσει την Τουρκοκρατία».
Δύο μέτωπα με τελείως διαφορετική θέση απέναντι στη διοίκηση και το εθνικό ζήτημα: την Ένωση. Αδιάλλακτοι, οι οπαδοί του Επισκόπου Κιτίου, Κυρίλλου (που τελικά εκλέχθηκε με την στήριξη των Άγγλων), ενώ οι υποστηρικτές του Κυρίλλου Κυρήνειας πρόκριναν ρεφορμιστική και διαλλακτική πολιτική.
Η ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΤΩΝ ΕΘΝΙΚΙΣΜΩΝ
Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία το κυρίαρχο στοιχείο συνοχής και διάκρισης ήταν η θρησκεία, ενώ η ιδέα της εθνικής ταυτότητας δεν προσλάμβανε πολιτικό νόημα, αλλά υιοθετήθηκε από το οθωμανικό κράτος για την επίτευξη μιας κοινοτικής συνοχής και εύρυθμης διοικητικής λειτουργίας. Κυριαρχούσαν επομένως τα μιλλιέτ, οι αυτοδιοικούμενες θρησκευτικές κοινότητες υπό την καθοδήγηση της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, αποδεχόμενες πλήρως τον Οθωμανισμό.
Στην Κύπρο φυσικά λειτουργούσε αυτό το μοντέλο. Η κυπριακή κοινωνία είχε τη βάση της στην οικογένεια και στο χωριό, ενώ εκτός αυτών των ορίων η ταυτότητα και η συγγένεια γίνονταν αντιληπτά αποκλειστικά με θρησκευτικούς όρους.
Οι όποιες συγκρούσεις σημειώθηκαν ουδέποτε είχαν στόχο την ανατροπή του οθωμανικού πλαισίου νομιμότητας ή την αμφισβήτηση του με εθνικούς όρους, αλλά την επανένταξη τους σε αυτό με καλύτερους όρους. Οι συγκρούσεις αντανακλούσαν περισσότερο την τάξη παρά το θρήσκευμα και αυτό συμβάλει στις κοινές αγροτικές εξεγέρσεις χριστιανών και μουσουλμάνων εναντίον των ομοδόξων τους γαιοκτημόνων και ανώτερων κληρικών.
Το σύστημα αυτό λειτουργεί έως τα τέλη του 18ου αιώνα όταν μέλη της ελληνόφωνης ελίτ του ορθόδοξου μιλλιέτ, έχοντας εκμεταλλευτεί με υποδειγματικό τρόπο τις συγκλονιστικές αλλαγές που συγκλονίζουν την αυτοκρατορία και τον Μεσογειακό χώρο, απέκτησαν σημαντική οικονομική επιφάνεια δια της οποίας κατέστησαν το ισχυρότερο τμήμα της οθωμανικής εμπορομεσητικής τάξης. Στερούμενοι ανάλογης πολιτικής ισχύος, προβάλλουν τις γλωσσικές-θρησκευτικές-πολιτιστικές ιδιαιτερότητες των ομοδόξων τους για την ανάπτυξη εθνικού κινήματος με σκοπό την συγκρότηση εθνικού κράτους.
Η Επανάσταση του 1821, απελευθερώνει ένα μικρό τμήμα του ιστορικού ελληνικού χώρου (όσο αυθαίρετα και αν μπορεί να οριστεί αυτός) και μέσω της Μεγάλης Ιδέας (μιας θελκτική ιδεολογίας χωρίς γεωγραφικά όρια) αφήνεται ο ελληνικός εθνικισμός να λύσει τις εκκρεμότητες των Αλύτρωτων!
Στην Κύπρο, η ελληνική εθνική ιδέα γίνεται αισθητή το 1821, όταν ο χριστιανικός πληθυσμός επιχειρεί να συνδράμει τον αγώνα των ομογενών του ηπειρωτικού ελληνικού χώρου και η βίαιη οθωμανική καταστολή δεν κλείνει το ρήγμα.
Είδαμε τις ελπίδες που γέννησε στους χριστιανούς η αγγλική παρουσία. Οι Άγγλοι ανατρέποντας την κρατούσα οθωμανική νομιμότητα, συμβάλλουν στον εθνικό διαχωρισμό που προκρίθηκε παντού, με συνέπεια την κατάρρευση των θρησκευτικών κοινοτήτων και την ανάδειξη των στοιχείων που οδήγησαν σε κατάρρευση της παραδοσιακής κοινοτικής συνοχής.
Κύριοι φορείς των εθνικιστικών ιδεών αναδεικνύονται η Εκκλησία (που έχασε τον παλιό πολιτικό της ρόλο, τα προνόμια της και την είσπραξη των φόρων), η ισχυρή εμπορομεσητική τάξη (που ενώ διεκδικούσε την πολιτική φιλελευθεροποίηση για την ικανοποίηση των συμφερόντων της, αρνιόταν οποιαδήποτε κοινωνική μεταρρύθμιση αποδυνάμωνε την εκ μέρους της δυνατότητα χειραγώγησης των αγροτικών μαζών), οι διανοούμενοι και επιστήμονες, που προέρχονταν από τα αστικά στρώματα.
Το εθνικιστικό-αντιαποικιακό σύστημα δε συγκέντρωσε ποτέ όλα εκείνα τα προοδευτικά στοιχεία που εμφανίστηκαν αλλού στην Ευρώπη, γιατί οι παραδοσιακές άρχουσες τάξεις ήθελαν διατήρηση των παλαιών οθωμανικών κοινωνικών σχέσεων, από όπου πήγαζαν τα προνόμια τους. Ο αγροτικός πληθυσμός, περιθωριοποιημένος, φτωχός και αγράμματος, είναι υποχείριο του πολιτευτή και του τοκογλύφου, στενάζει κάτω από τον διπλό ζυγό, τον αποικιοκρατικό και τον ντόπιο εμποροτοκογλυφικό. Με αρχηγούς του καλόγερους που νέμονται χάρη στα αφιερώματα, τα κτήματα των πατεράδων τους! (Πλούτης Σέρβας).
Ταυτόχρονα, η εθνικιστική ιδέα υπήρξε σαγηνευτική. «Η εθνικιστική ιδέα στην Κύπρο λειτούργησε με τόση ένταση και τόση επιμονή που ανάλογη της δε συναντάται σε άλλα «αλύτρωτα εδάφη! Συνεχή τα υπομνήματα για Ένωση: 1881-1895-1902-1907-1911-1912 και σειρά εκδηλώσεων.
Όπως μας λέει χαρακτηριστικά ο Παπαγεωργίου «οι Κύπριοι, για αιώνες υπόδουλοι, διαβιώνοντας κάτω από καθεστώτα πλήρους πολιτική υποτέλειας, οικονομικής εξαθλίωσης και κοινωνικής ταπείνωσης, αφέθηκαν στη θαλπωρή ενός ασαφούς και ενδόξου παρελθόντος, εντάχθηκαν στους κόλπους μιας καθαρής αρχαίας φυλής και υιοθέτησαν με ευγνωμοσύνη και παραφορά τη θεωρία της αδιάλειπτης ιστορικής συνέχειας. Αιώνες απόκληροι και νόθοι απέκτησαν καθαρούς και περίοπτους προγόνους: τους Έλληνες.
Παράλληλα, η σύσταση δυαδικού εκπαιδευτικού συστήματος υποστήριξε την ανάπτυξη ξεχωριστής ελληνικής και τουρκικής πολιτικής κουλτούρας: «Οι Μουσουλμάνοι και οι Ορθόδοξοι διδάσκονται πλέον διαφορετικές γλώσσες, διαφορετικές ιστορίες, και διαφορετικές ιδεολογίες. Για τους Ορθοδόξους η μετατόπιση από μια απολίτικη θρησκευτική ομάδα προς μία πολιτικοποιημένη εθνική ομάδα υπήρξε σχετικά εύκολη δεδομένης της επικέντρωσης της θρησκείας στην ιδέα του ελληνικού εθνικισμού».
Από την άλλη μεριά, οι μέχρι τότε (1878) κυρίαρχοι μουσουλμάνοι αναγκάστηκαν να συμβιώσουν υπό καθεστώς θεσμικής ισονομίας με τους Χριστιανούς. Αισθάνθηκαν αμήχανα, καθώς σταδιακά οι Ελληνοκύπριοι κυριαρχούσαν. Επιλογές τους υπήρξαν η μετανάστευση και πολιτική υπακοή-νομιμοφροσύνη απέναντι στους Άγγλους, καθώς οι εθνικιστικές ιδέες δεν τους συγκινούσαν αφού ήταν ξένες-εχθρικές προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία και την υπερεθνική ισλαμική πίστη τους. Η έλλειψη εθνικού κέντρου καθυστερεί την ανάπτυξη εθνικής συνείδησης, ενώ και οι εκπαιδευτικές τους δομές παρουσιάζουν τελείως διαφορετικά χαρακτηριστικά από αυτά των Ελληνοκυπρίων.
Στο δίλημμα: αγγλική κυριαρχία ή υπαγωγή στο ελληνικό κράτος η απάντηση ήταν εύκολη. Η προσδοκία επιστροφής στην Οθωμανική αυτοκρατορία (που θα ήταν αδύνατη από την Ένωση με την Ελλάδα), η αλαζονεία του χθεσινού κυρίαρχου, ο φόβος των συνεπειών της Ένωσης με την Ελλάδα (το παράδειγμα των Τουρκοκρητικών τρομοκρατούσε), η ολοφάνερη πρόθεση των Ελληνοκυπρίων να μην τους αντιμετωπίζουν ισότιμα, αλλά ως «αναγκαίο κακό» (γεγονός που εκμεταλλεύτηκαν οι Άγγλοι) τους ώθησε να στραφούν στην Αγγλική αποικιοκρατία για να εξασφαλίσουν την πολιτική τους επιβίωση. Από το 1923, όταν πλέον ο τουρκικός εθνικισμός στηρίζεται σε ένα κράτος, που μάλιστα έχει καταγάγει μια συντριπτική νίκη εις βάρος των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και του επιθετικού γείτονα του, οι Τουρκοκύπριοι μπορούν να στραφούν στην δική τους Μητέρα Πατρίδα.
Οι Άγγλοι (που το 1915 προσφέρουν την Κύπρο ως αντάλλαγμα στην Ελλάδα προκειμένου να πολεμήσει στο πλευρό την Αντάντ, αλλά μετά τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αποφασίζουν τη διαιώνιση της κυριαρχίας τους συνειδητοποιώντας την αναβαθμισμένη γεωστρατηγική θέση του νησιού) καταφέρνουν να κρατούν τα προσχήματα και μέσω λογικοφανών επιχειρημάτων και ελιγμών αρνούνται να απαντήσουν επί της ουσίας στις ελληνικές απαιτήσεις για Ένωση. Όμως, μετά το 1914 και ιδίως μετά το 1923, όταν διά της Συνθήκης της Λωζάννης, η Κύπρος παραχωρήθηκε ως αποικία του Στέμματος, οι σχέσεις όλων οδεύουν προς την ρήξη.
Αντί επιλόγου, ας δώσουμε το λόγο στον συγγραφέα Στ.Παπαγεωργίου. Ας κρατήσουμε τις όποιες αντιρρήσεις στα συμπεράσματα του και ας ξανασκεφτούμε με βάση τους συλλογισμούς του: «Η αποτυχία της πολιτικής της Ένωσης σίγουρα κατά ένα μεγάλο μέρος οφείλεται στις επιλογές της αγγλικής εξωτερικής πολιτικής. Όχι όμως αποκλειστικά […] σημαντικό ρόλο στην αποτυχία του στόχου της Ένωσης διαδραμάτησε και ο εσωτερικός παράγοντας, οι ελληνοκυπριακές ελίτ, που επέλεξαν μια μαξιμαλιστική, αδιάλλακτη και αδιέξοδη στρατηγική σκληρής πολιτικής αντιπαράθεσης. Και επιπλέον, χρησιμοποίησαν τις εθνικιστικές ιδέες ως τακτική προώθηση μιας πολιτικής στο εσωτερικό του νησιού που σε μεγάλο βαθμό αποσκοπούσε στην ενίσχυση της πολιτικής τους θέσης και τη διεύρυνση των οικονομικών τους συμφερόντων»!!!
ΑΝΤΙΠΟΛΕΜΙΚΗ ΔΙΕΘΝΙΣΤΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ
Tηλ. Επικ. 6932 955437
http://diktiospartakos.blogspot.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου