ΠΡΙΝ
Με αφορμή το διορισμό της Θάλειας Δραγώνα στη θέση της ειδικής γραμματέα του υπουργείου Παιδείας, επανήλθε στην επικαιρότητα η διαμάχη μεταξύ εθνικιστών και μεταμοντέρνων με επίκεντρο την ελληνική ιστορία. Μια διαμάχη που παρόλη τη σφοδρότητά της, στους δύο πόλους της έχει την ίδια τυπική λογική.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΑΟΥΤΑΡΗΣ
Με το αρχαίο παιχνίδι της διελκυστίνδας μοιάζει η αήθης επίθεση του ΛΑΟΣ στην ειδική γραμματέα του υπουργείου Παιδείας, Θάλεια Δραγώνα. Τη μία πλευρά του σχοινιού τραβά το κόμμα του Γ. Καρατζαφέρη, που με ψέματα και υστερικές κραυγές επιτίθεται για τις απόψεις της σε μια ακαδημαϊκό που πολιτεύεται. Την άλλη πλευρά πιάνει και τεντώνει το μεταμοντέρνο ρεύμα στην επιστημονική έρευνα, που σχετικοποιεί την αντικειμενική πραγματικότητα. Στο επικίνδυνο αυτό παιχνίδι στρεβλώνεται τελικά η αλήθεια, καθώς αναπαράγεται ένα δίπολο εθνικισμού από τη μια μεριά και κοσμοπολιτισμού από την άλλη.
Η επίθεση που εξαπέλυσε πρώτος ο πρόεδρος του ΛΑΟΣ από το βήμα της Βουλής στη Θάλεια Δραγώνα ήταν πρώτα απ' όλα αναδρομική. Οι κατήγοροι δεν επικαλέστηκαν κάποια πολιτική απόφαση ή ενέργεια της ειδικής γραμματέα, αλλά ένα βιβλίο στο οποίο είχε την επιστημονική επιμέλεια και εκδόθηκε το 1997. Έπειτα, οι επικρίσεις της ακροδεξιάς ήταν ψεύτικες. Οι φράσεις που αποδίδονται στη συγγραφέα, όπως «η ελληνική εθνική ταυτότητα δεν υπήρχε πριν από το 19ο αιώνα» και «ρατσιστής είναι όποιος αρνείται τις τουρκικές επιρροές στο Νεοελληνικό μας Πολιτισμό» δεν γράφτηκαν ποτέ, ενώ αποσιωπάται και το πλαίσιο μέσα στο οποίο αποτυπώθηκαν κάποιες απόψεις. Οι επικριτές της Θ. Δραγώνα φαίνεται ότι ποτέ δεν συμβουλεύτηκαν ιδίοις όμασι το σύγγραμμα που αναθεματίζουν, αλλά επικαλούνται άλλες πηγές που παραποίησαν το συγκεκριμένο βιβλίο. Το κυριότερο όμως είναι ότι η εκστρατεία του ΛΑΟΣ κατά της Θ. Δραγώνα είχε σαφή πολιτικά κίνητρα και όχι βέβαια «εθνικά» ή επιστημονικά. Η επίθεση δεν ήθελε να πλήξει καν το κυβερνών κόμμα, αλλά στόχευε έμμεσα να ενεργοποιήσει τα εθνικιστικά αντανακλαστικά των δεξιών ψηφοφόρων, ώστε να διεμβολιστεί πολιτικά η Νέα Δημοκρατία.
Παρόλ' αυτά, η ίδια η επίθεση και η απόκρουσή της από μερίδα πανεπιστημιακών αναπαρήγαγε ένα δίπολο που εμφανίζεται με κάθε σχεδόν αφορμή στις κοινωνικές ειδικά επιστήμες, σε όλο τον κόσμο: Ο μεταμοντέρνος σχετικισμός (τον οποίο υπηρετεί επιστημονικά η Θάλεια Δραγώνα και ο οποίος είναι το ανερχόμενο ρεύμα στις αστικές επιτήμες) απέναντι στον παρωχημένο εθνικιστικό παροξυσμό (που στην Ελλάδα εξακολουθεί να διατηρεί το προβάδισμα κυρίως στις φιλοσοφικές και τα πανεπιστημιακά ιστορικά τμήματα). Όπως τόνισε η ειδική γραμματέας σε συνέντευξή της στο Βήμα της περασμένης Κυριακής, το ερευνητικό της ενδιαφέρον εστιάζεται στον «εξαιρετικά σημαντικό ρόλο της εθνικής ταυτότητας και της “αίσθησης του ανήκειν”». Όπως αναφέρεται και στο βιβλίο της, την ενδιαφέρει «η επίγνωση του ατόμου ότι ανήκει σε συγκεκριμένες κοινωνικές κατηγορίες / ομάδες, όπως το φύλο, η εθνικότητα, η κοινωνική τάξη, η θρησκεία, η επαγγελματική ομάδα και άλλες, σε συνδυασμό με τη συναισθηματική και αξιολογική σημασία που έχει γι' αυτό η ομάδα στην οποία ανήκει».
Οι εθνικιστικές θέσεις για τη φυλετική, πνευματική και πολιτιστική υπεροχή και την αδιάλειπτη εξωιστορική διαχρονικότητα της «ελληνικής φυλής» συμπληρώνουν τη μεταμοντέρνα θεωρία για τις κοινωνικές ταυτότητες. Την άποψη δηλαδή ότι έχει προτεραιότητα ο προσδιορισμός της προσωπικής ταυτότητας και η συνειδητοποίηση από πλευράς κάποιου ατόμου, καταπιεσμένου ή όχι, ότι ανήκει σε μια ομάδα. Η θέση αυτή υποτιμά την αντικειμενική υπόσταση των κοινωνικών τάξεων που διαιρούν τα συμφέροντα των ατόμων. Ακόμα, αντικαθιστά τον όρο «τάξη» με την «κοινωνική ομάδα», θεωρώντας τη θέση του ατόμου στην παραγωγή υποκατηγορία των ομάδων στις οποίες μπορεί να ανήκει. Έτσι δίνεται προτεραιότητα σε άλλες ομαδοποιήσεις, όπως το φύλο ή το χρώμα.
Το θεωρητικό αυτό υπόβαθρο οδήγησε σε μια ερευνητική πρακτική στις κοινωνικές επιστήμες, σύμφωνα με την οποία η αλήθεια για μια κοινωνική ομάδα βρίσκεται αν οι επιστήμονες ρωτήσουν τα μέλη της σχετικά. Η αντικειμενική πραγματικότητα λοιπόν, οι συνθήκες που ισχύουν ανεξάρτητα από τη γνώμη των ανθρώπων, είτε απορρίπτονται ως έννοια λόγω των επιστημονικών δυσκολιών που ορθώνονται για την ανάλυσή τους είτε δεν λαμβάνονται υπόψη, μιας και το βάρος δίνεται στις απόψεις των ατόμων, στα ερωτηματολόγια δηλαδή που συμπληρώνουν.
Στα ζητήματα εκπαίδευσης των παιδιών της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη, που αποτελούν και το πεδίο έρευνας της Θάλειας Δραγώνα, αν δοθεί όλο το βάρος στα ζητήματα ταυτότητας, τότε αποπολιτικοποιείται ένα σύνθετο διακρατικό ζήτημα και διογκώνεται ο ρόλος της κουλτούρας. Όπως γράφει ο Τέρι Ίγκλετον στο βιβλίο κριτικής προς το μεταμοντερνισμό Μετά τη θεωρία (εκδόσεις Μεταίχμιο) «οι ιρλανδοί εθνικιστές δεν μάχονταν μόνο για πράσινα γραμματοκιβώτια αντί για κόκκινα. Οι μαύροι νοτιοαφρικανοί δεν μάχονταν απλώς για το δικαίωμά τους να είναι μαύροι νοτιοαφρικανοί. Διακυβεύονταν πολλά περισσότερα από την αποκαλούμενη πολιτική της ταυτότητας».
Η παρούσα σφοδρότατη διένεξη γύρω από το έργο της Θ. Δραγώνα, όπως και παλιότερα γύρω από το βιβλίο ιστορίας της Μ. Ρεπούση, καθιστά ακόμη πιο αναγκαία την επαναφορά της διαλεκτικής και όχι μηχανιστικής, υλιστικής, ταξικής αντίληψης ως μέθοδο ανάλυσης και αποκρυπτογράφησης των κρυμμένων μυστικών της ιστορίας και της κοινωνίας. Μόνο μια τέτοια ανάλυση που θα στηρίζεται στις τάξεις και την αέναη πάλη τους μπορεί να υπερβεί τα τυπικά δίπολα εθνικισμού/μεταμοντερισμού.
Με το αρχαίο παιχνίδι της διελκυστίνδας μοιάζει η αήθης επίθεση του ΛΑΟΣ στην ειδική γραμματέα του υπουργείου Παιδείας, Θάλεια Δραγώνα. Τη μία πλευρά του σχοινιού τραβά το κόμμα του Γ. Καρατζαφέρη, που με ψέματα και υστερικές κραυγές επιτίθεται για τις απόψεις της σε μια ακαδημαϊκό που πολιτεύεται. Την άλλη πλευρά πιάνει και τεντώνει το μεταμοντέρνο ρεύμα στην επιστημονική έρευνα, που σχετικοποιεί την αντικειμενική πραγματικότητα. Στο επικίνδυνο αυτό παιχνίδι στρεβλώνεται τελικά η αλήθεια, καθώς αναπαράγεται ένα δίπολο εθνικισμού από τη μια μεριά και κοσμοπολιτισμού από την άλλη.
Η επίθεση που εξαπέλυσε πρώτος ο πρόεδρος του ΛΑΟΣ από το βήμα της Βουλής στη Θάλεια Δραγώνα ήταν πρώτα απ' όλα αναδρομική. Οι κατήγοροι δεν επικαλέστηκαν κάποια πολιτική απόφαση ή ενέργεια της ειδικής γραμματέα, αλλά ένα βιβλίο στο οποίο είχε την επιστημονική επιμέλεια και εκδόθηκε το 1997. Έπειτα, οι επικρίσεις της ακροδεξιάς ήταν ψεύτικες. Οι φράσεις που αποδίδονται στη συγγραφέα, όπως «η ελληνική εθνική ταυτότητα δεν υπήρχε πριν από το 19ο αιώνα» και «ρατσιστής είναι όποιος αρνείται τις τουρκικές επιρροές στο Νεοελληνικό μας Πολιτισμό» δεν γράφτηκαν ποτέ, ενώ αποσιωπάται και το πλαίσιο μέσα στο οποίο αποτυπώθηκαν κάποιες απόψεις. Οι επικριτές της Θ. Δραγώνα φαίνεται ότι ποτέ δεν συμβουλεύτηκαν ιδίοις όμασι το σύγγραμμα που αναθεματίζουν, αλλά επικαλούνται άλλες πηγές που παραποίησαν το συγκεκριμένο βιβλίο. Το κυριότερο όμως είναι ότι η εκστρατεία του ΛΑΟΣ κατά της Θ. Δραγώνα είχε σαφή πολιτικά κίνητρα και όχι βέβαια «εθνικά» ή επιστημονικά. Η επίθεση δεν ήθελε να πλήξει καν το κυβερνών κόμμα, αλλά στόχευε έμμεσα να ενεργοποιήσει τα εθνικιστικά αντανακλαστικά των δεξιών ψηφοφόρων, ώστε να διεμβολιστεί πολιτικά η Νέα Δημοκρατία.
Παρόλ' αυτά, η ίδια η επίθεση και η απόκρουσή της από μερίδα πανεπιστημιακών αναπαρήγαγε ένα δίπολο που εμφανίζεται με κάθε σχεδόν αφορμή στις κοινωνικές ειδικά επιστήμες, σε όλο τον κόσμο: Ο μεταμοντέρνος σχετικισμός (τον οποίο υπηρετεί επιστημονικά η Θάλεια Δραγώνα και ο οποίος είναι το ανερχόμενο ρεύμα στις αστικές επιτήμες) απέναντι στον παρωχημένο εθνικιστικό παροξυσμό (που στην Ελλάδα εξακολουθεί να διατηρεί το προβάδισμα κυρίως στις φιλοσοφικές και τα πανεπιστημιακά ιστορικά τμήματα). Όπως τόνισε η ειδική γραμματέας σε συνέντευξή της στο Βήμα της περασμένης Κυριακής, το ερευνητικό της ενδιαφέρον εστιάζεται στον «εξαιρετικά σημαντικό ρόλο της εθνικής ταυτότητας και της “αίσθησης του ανήκειν”». Όπως αναφέρεται και στο βιβλίο της, την ενδιαφέρει «η επίγνωση του ατόμου ότι ανήκει σε συγκεκριμένες κοινωνικές κατηγορίες / ομάδες, όπως το φύλο, η εθνικότητα, η κοινωνική τάξη, η θρησκεία, η επαγγελματική ομάδα και άλλες, σε συνδυασμό με τη συναισθηματική και αξιολογική σημασία που έχει γι' αυτό η ομάδα στην οποία ανήκει».
Οι εθνικιστικές θέσεις για τη φυλετική, πνευματική και πολιτιστική υπεροχή και την αδιάλειπτη εξωιστορική διαχρονικότητα της «ελληνικής φυλής» συμπληρώνουν τη μεταμοντέρνα θεωρία για τις κοινωνικές ταυτότητες. Την άποψη δηλαδή ότι έχει προτεραιότητα ο προσδιορισμός της προσωπικής ταυτότητας και η συνειδητοποίηση από πλευράς κάποιου ατόμου, καταπιεσμένου ή όχι, ότι ανήκει σε μια ομάδα. Η θέση αυτή υποτιμά την αντικειμενική υπόσταση των κοινωνικών τάξεων που διαιρούν τα συμφέροντα των ατόμων. Ακόμα, αντικαθιστά τον όρο «τάξη» με την «κοινωνική ομάδα», θεωρώντας τη θέση του ατόμου στην παραγωγή υποκατηγορία των ομάδων στις οποίες μπορεί να ανήκει. Έτσι δίνεται προτεραιότητα σε άλλες ομαδοποιήσεις, όπως το φύλο ή το χρώμα.
Το θεωρητικό αυτό υπόβαθρο οδήγησε σε μια ερευνητική πρακτική στις κοινωνικές επιστήμες, σύμφωνα με την οποία η αλήθεια για μια κοινωνική ομάδα βρίσκεται αν οι επιστήμονες ρωτήσουν τα μέλη της σχετικά. Η αντικειμενική πραγματικότητα λοιπόν, οι συνθήκες που ισχύουν ανεξάρτητα από τη γνώμη των ανθρώπων, είτε απορρίπτονται ως έννοια λόγω των επιστημονικών δυσκολιών που ορθώνονται για την ανάλυσή τους είτε δεν λαμβάνονται υπόψη, μιας και το βάρος δίνεται στις απόψεις των ατόμων, στα ερωτηματολόγια δηλαδή που συμπληρώνουν.
Στα ζητήματα εκπαίδευσης των παιδιών της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη, που αποτελούν και το πεδίο έρευνας της Θάλειας Δραγώνα, αν δοθεί όλο το βάρος στα ζητήματα ταυτότητας, τότε αποπολιτικοποιείται ένα σύνθετο διακρατικό ζήτημα και διογκώνεται ο ρόλος της κουλτούρας. Όπως γράφει ο Τέρι Ίγκλετον στο βιβλίο κριτικής προς το μεταμοντερνισμό Μετά τη θεωρία (εκδόσεις Μεταίχμιο) «οι ιρλανδοί εθνικιστές δεν μάχονταν μόνο για πράσινα γραμματοκιβώτια αντί για κόκκινα. Οι μαύροι νοτιοαφρικανοί δεν μάχονταν απλώς για το δικαίωμά τους να είναι μαύροι νοτιοαφρικανοί. Διακυβεύονταν πολλά περισσότερα από την αποκαλούμενη πολιτική της ταυτότητας».
Η παρούσα σφοδρότατη διένεξη γύρω από το έργο της Θ. Δραγώνα, όπως και παλιότερα γύρω από το βιβλίο ιστορίας της Μ. Ρεπούση, καθιστά ακόμη πιο αναγκαία την επαναφορά της διαλεκτικής και όχι μηχανιστικής, υλιστικής, ταξικής αντίληψης ως μέθοδο ανάλυσης και αποκρυπτογράφησης των κρυμμένων μυστικών της ιστορίας και της κοινωνίας. Μόνο μια τέτοια ανάλυση που θα στηρίζεται στις τάξεις και την αέναη πάλη τους μπορεί να υπερβεί τα τυπικά δίπολα εθνικισμού/μεταμοντερισμού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου