Της ΚΥΡΑΣ ΑΔΑΜ
Το θέμα της «Ασφάλειας και των Εγγυήσεων» της Κύπρου αποτελεί ένα από τα πλέον δυσεπίλυτα θέματα της διαπραγματευτικής διαδικασίας, με τις θέσεις των δύο πλευρών να παραμένουν διαμετρικώς αντίθετες.
Η ελληνοκυπριακή πλευρά, που έχει στόχο ένα ενιαίο κράτος-μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας και επομένως ενεργό κράτος- μέλος της Ε.Ε., επιμένει ότι το παρόν σύστημα Ασφάλειας και Εγγυήσεων είναι ξεπερασμένο και επικίνδυνο, αφού έχει παραβιαστεί στο παρελθόν από τις Εγγυήτριες Δυνάμεις (χούντα και τουρκική εισβολή).
Επιμένει ότι «η ομπρέλα ασφάλειας» της σύγχρονης Κύπρου είναι η Ευρωπαϊκή Ενωση και ως εκ τούτου θεωρεί απαράδεκτη τη διατήρηση του δικαιώματος επέμβασης από άλλα μέλη της Ε.Ε. ή μελλοντικό μέλος της Ε.Ε., φωτογραφίζοντας έτσι την Ελλάδα και την Τουρκία.
Σύμφωνα με την επίσημη θέση της ελληνοκυπριακής πλευράς:
«Η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ενωση έχει δημιουργήσει νέες προοπτικές για τον λαό της Κύπρου, Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους, χωρίς την ανάγκη επιστροφής στο ξεπερασμένο σύστημα ασφάλειας της Συνθήκης Εγγυήσεων και της Συνθήκης Συμμαχίας. Το αίσθημα ασφάλειας θα ενισχυθεί περαιτέρω από μια κυπριακή λύση, η οποία θα είναι συμφωνημένη, θα έχει τύχει επεξεργασίας από τους δύο ηγέτες και θα έχει εγκριθεί στα δημοψηφίσματα. Η Κύπρος θα είναι ένα αποστρατιωτικοποιημένο κράτος... Τα δικαιώματα του ομοσπονδιακού κράτους, των ομόσπονδων μονάδων και των δύο κοινοτήτων στην Κύπρο θα διασφαλίζονται κάτω από την ομπρέλα της Ε.Ε., εξασφαλίζοντας ένα ασφαλές μέλλον για όλους τους πολίτες, χωρίς τον φόβο της διακοινοτικής τριβής, επεμβάσεις πολιτικές ή στρατιωτικές από τρίτες χώρες. Οι πρόνοιες της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Βασικών Ελευθεριών θα προσφέρουν μια πρόσθετη προστασία των δικαιωμάτων σε ατομικό επίπεδο.
Επεμβατικά δικαιώματα από άλλα μέλη της Ε.Ε. ή μελλοντικό μέλος δεν συνάδει με το καθεστώς κράτους-μέλους της Ε.Ε. Η Κύπρος ως πλήρες και ισότιμο μέλος της Ε.Ε. θα πρέπει να συμμετέχει σε ισότιμο επίπεδο με την Ελλάδα και το Ηνωμένο Βασίλειο, στην παρούσα φάση και την Τουρκία, με την ένταξή της σε όλους τους πυλώνες της Ε.Ε., περιλαμβανόμενου και του πυλώνα της Ασφάλειας...».
Η τουρκοκυπριακή πλευρά, που έχει στόχο ένα «νέο συνεταιριστικό κράτος»-διάδοχο της παρούσας Κυπριακής Δημοκρατίας, κρατά «από το παρελθόν» μόνο το σύστημα Εγγυήσεων και Ασφάλειας, «εμπλουτισμένο» όμως με την ισότιμη συμμετοχή και του «τουρκοκυπριακού κράτους» στη Συνθήκη.
Αναλυτικότερα, η επίσημη θέση της τουρκοκυπριακής πλευράς στο θέμα των Εγγυήσεων και της Ασφάλειας αναφέρει:
«...Οι Συνθήκες του 1960 μπορούν μόνον να τροποποιηθούν μέσω διαδικασίας στην οποία θα συμμετέχουν όλες οι Εγγυήτριες Δυνάμεις, ως επίσης η ελληνοκυπριακή και τουρκοκυπριακή πλευρά, δίνοντας τη συναίνεσή τους... Οι Τουρκοκύπριοι, οι οποίοι έχουν ήδη υποφέρει από την αναποτελεσματικότητα του συλλογικού συστήματος ασφάλειας των Ηνωμένων Εθνών μεταξύ 1963 και 1974, δεν πρέπει να αναμένεται να βασιστούν σε οποιαδήποτε εγγύηση εκτός της Τουρκίας. Με βάση τις εμπειρίες του παρελθόντος, η συνέχεια των Συνθηκών Εγγυήσεων και Συμμαχίας αποτελεί ζωτικής σημασίας για τους Τουρκοκύπριους.
Με βάση τα πιο πάνω, σε περίπτωση συνολικής διευθέτησης, οι Συνθήκες Εγγυήσεων και Συμμαχίας του 1960 θα πρέπει να παραμείνουν σε ισχύ και θα πρέπει να τύχουν εφαρμογής mutatis mutandis στη νέα κατάσταση πραγμάτων.
Η Συνθήκη Εγγυήσεων, εφαρμοζόμενη mutatis mutandis στη νέα κατάσταση πραγμάτων που θα δημιουργεί, με τη συνολική διευθέτηση θα πρέπει να καλύπτει, επιπρόσθετα της ανεξαρτησίας, της εδαφικής ακεραιότητας, ασφάλειας και συνταγματικής τάξης του νέου συνεταιριστικού κράτους, την εδαφική ακεραιότητα, ασφάλεια και συνταγματική τάξη των συνιστώντων κρατών, επίσης. Αναγκαίες τροποποιήσεις θα πρέπει να γίνουν επίσης στη Συνθήκη Εγκαθίδρυσης για να αντικατοπτρίζει τη νέα κατάσταση πραγμάτων στην Κύπρο».
Κατοχικά στρατεύματα -αποστρατιωτικοποίηση
Η ελληνοκυπριακή πλευρά απορρίπτει απολύτως το δικαίωμα μονομερούς επέμβασης των Εγγυητριών Δυνάμεων και εμμένει στην πλήρη αποστρατιωτικοποίηση της νήσου. Παρά ταύτα, χρησιμοποιεί όρους «εποικοδομητικής ασάφειας» σε ό,τι αφορά το χρονοδιάγραμμα υλοποίησης των στόχων αυτών, μεταθέτοντας το πρόβλημα στο κρίσιμο κεφάλαιο των «μεταβατικών Διατάξεων» στη διαπραγμάτευση.
Η ελληνοκυπριακή πλευρά επιμένει ότι:
«...Για τους Ελληνοκύπριους το θέμα των χρονοδιαγραμμάτων για την εφαρμογή της λύσης, περιλαμβανομένων και των μεταβατικών περιόδων, είναι ιδιαιτέρως σημαντικό. Η ταχεία και πλήρης αποστρατιωτικοποίηση της νήσου, η απόσυρση όλων των ξένων στρατευμάτων, η διάλυση όλων των κυπριακών δυνάμεων είναι σημαντικοί αποφασιστικοί παράγοντες για τους Ελληνοκύπριους... Οι δομές ασφάλειας του ομοσπονδιακού κράτους θα πρέπει να είναι σε θέση να αναλάβουν την ασφάλεια της νήσου σε πλήρη συνεργασία με τη δύναμη των Ηνωμένων Εθνών το συντομότερο δυνατόν μετά τη λύση, κάτι που θα συμβάλει στη σταθερότητα της μετά τη λύση εποχής...
Στόχος είναι η πλήρης αποστρατιωτικοποίηση της ενωμένης Κυπριακής Δημοκρατίας όπως καθορίζεται σε διάφορα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας. Μια αποστρατιωτικοποιημένη Κυπριακή Δημοκρατία, με τη δύναμη των Η.Ε. να έχει την ευθύνη της εφαρμογής της διευθέτησης, αποτελεί τον πλέον αποτελεσματικό, λογικό και νόμιμο τρόπο για διασφάλιση της ειρήνης.
Εκτεταμένα χρονοδιαγράμματα δεν είναι αποδεκτά ούτε η απόδοση ενός παθητικού ρόλου στη μελλοντική δύναμη των Η.Ε. μπορεί να τύχει αποδοχής...».
Αντιθέτως, η τουρκοκυπριακή πλευρά στο θέμα της αποστρατιωτικοποίησης:
«υποστηρίζει την αποστρατιωτικοποίηση της ενωμένης Κύπρου κατόπιν της συνολικής διευθέτησης στη βάση των σχετικών προνοιών των συμφωνιών στις Συνθήκες Εγγυήσεων και Συμμαχίας. Η λύση θα προβλέπει τη διάλυση των τοπικών δυνάμεων των δύο πλευρών, ως επίσης και τη μείωση, μέχρι ένα συμφωνημένο επίπεδο, των τουρκικών και ελληνικών δυνάμεων που σταθμεύουν στο νησί. Αυτό θα γίνει σε φάσεις και με βάση συμφωνημένα χρονοδιαγράμματα. Η λύση θα προβλέπει επίσης για την άμεση διάλυση των μονάδων εφεδρείας στις δύο πλευρές του νήσου μαζί με τον οπλισμό και τα πυρομαχικά τους».
Μηχανισμός εφαρμογής λύσης
Η ελληνοκυπριακή πλευρά δείχνει να ενδιαφέρεται ιδιαιτέρως για την κατοχύρωση αξιόπιστου μηχανισμού εφαρμογής της λύσης και προτείνει συγκεκριμένο περίγραμμα συνολικής διευθέτησης:
«Θα πρέπει να υπάρξουν αξιόπιστες διεθνείς διασφαλίσεις ότι η λύση θα εφαρμοστεί με σοβαρές επιπτώσεις για το όποιο μέρος καταπατήσει τις πρόνοιες της διευθέτησης και απειλήσει την κυριαρχία και ενότητα του κράτους. Εισηγούμαστε όπως το Συμβούλιο Ασφαλείας, με την παρουσία δύναμης επιβολής των Η.Ε., με όρους εντολής από το Κεφ. 7 του Συμβουλίου Ασφαλείας, μαζί με μια Επιτροπή Επιτήρησης θα έχουν την ευθύνη για τη διασφάλιση της ομαλής και ειρηνικής εφαρμογής των όρων της διευθέτησης. Ο γεν. γραμματέας θα πρέπει τακτικά να υποβάλλει εκθέσεις για την κατάσταση επί του εδάφους. Η Επιτροπή Επιτήρησης, με έδρα τη Νέα Υόρκη, αποτελούμενη από όλα τα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας, θα πρέπει να έχει την πλήρη συνεργασία όλων των πλευρών και να αξιολογεί την πρόοδο επί του εδάφους, δίνοντας έγκαιρη προειδοποίηση για πιθανές παραβιάσεις των προνοιών της Συμφωνίας και προτείνοντας ενέργειες».
Η τουρκοκυπριακή πλευρά επιμένει στην «αδυναμία του συλλογικού συστήματος ασφάλειας των Ηνωμένων Εθνών, ως επίσης των διευθετήσεων ασφάλειας της Ε.Ε. και περιφερειακών οργανισμών ασφάλειας (όπου δηλαδή το ψευδοκράτος δεν είναι μέλος), να δράσουν συλλογικά για τον τερματισμό της βίας», γι' αυτό και επιμένει ότι οι Τουρκοκύπριοι βασίζονται μόνον στην Τουρκία. Επιπροσθέτως προτείνει μια νέα Συμφωνία ανάμεσα στα «δύο κράτη» στην Κύπρο για το καθεστώς των δυνάμεων, σύμφωνα πάντα με τη Συνθήκη των Εγγυητριών Δυνάμεων, χωρίς να επιτρέπει κανένα προβάδισμα στη δύναμη των Η.Ε.
Ειδικότερα για τα Η.Ε. η τουρκοκυπριακή πλευρά αναφέρει:
«Θα υπάρχει δύναμη παρατηρητών των Ηνωμένων Εθνών με στόχο τη διευκόλυνση της εφαρμογής της συνολικής διευθέτησης. Οι όροι εντολής, τα επίπεδα των δυνάμεων και το επιχειρησιακό δόγμα αυτής της δύναμης θα πρέπει να οριστούν σε μια νέα "Συμφωνία Καθεστώτος Δυνάμεων" σύμφωνα με τις πρόνοιες της συνολικής διευθέτησης. Οι όροι της εντολής αυτής θα πρέπει να είναι συμβατοί με το σύστημα των εγγυήσεων. Δεν θα πρέπει να υπάρχει η όποια ιεραρχία μεταξύ των δυνάμεων των Ηνωμένων Εθνών και των δυνάμεων που θα παραμείνουν στο νησί κάτω από τις πρόνοιες της Συνθήκης Συμμαχίας».
Και οι δύο πλευρές συμφωνούν κατ' αρχήν, ότι εφόσον η Κύπρος θα είναι αποστρατιωτικοποιημένη, θα μπορεί να συμμετάσχει σε ευρωπαϊκές ειρηνευτικές επιχειρήσεις εκτός των συνόρων της, αλλά για την ελληνοκυπριακή πλευρά αυτό απορρέει από τα καθήκοντα της Κύπρου ως κράτους-μέλους της Ε.Ε., ενώ για την τουρκοκυπριακή, η συμμετοχή της Κύπρου στην ΚΕΠΠΑ (Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Αμυνας) μπορεί να γίνει μόνον με βάση τις συνθήκες εγγυήσεων, στηρίζοντας με άλλα λόγια τη θέση της Τουρκίας να προβάλλει βέτο στις επιχειρήσεις Ε.Ε.-ΝΑΤΟ. *
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου