http://www.enet.gr/
Του Δ.Π. ΔΗΜΑ
Πολύ χαμηλότερα των αναμενόμενων εμφανίζονται να κινούνται οι αμερικανο-τουρκικές σχέσεις σε μελέτη της εταιρείας RAND και προτείνονται ενέργειες από πλευράς Ουάσιγκτον, για τον «εξευμενισμό» της Αγκυρας, με την ελπίδα πως, έτσι, θα υπάρξει βελτίωση των σχέσεων και ενίσχυση της αμυντικής συνεργασίας τους που, όπως διαπιστώνεται, έχει «καθήσει» τα τελευταία χρόνια.Η μελέτη της RAND χρηματοδοτήθηκε από το Αμερικανικό Πεντάγωνο και εύλογα θεωρείται πως αποτελεί ένα «άλλοθι» για την προώθηση πρωτίστως των συμφερόντων του βαθέος κατεστημένου της αμερικανικής στρατιωτικής βιομηχανίας με την αύξηση της πώλησης οπλικών συστημάτων σε στρατηγικής σημασίας εταίρους. Επί του προκειμένου, διαπιστώνεται η απόκλιση πολιτικών και συμφερόντων Ουάσιγκτον και Αγκυρας με αποτέλεσμα την ανησυχητικά παρατηρούμενη περικοπή εισροής χρημάτων στα ταμεία των αμερικανικών εταιρειών.
Σημειώνεται σχετικά, πως «η αμερικανική αμυντική συνεργασία με την Τουρκία έχει υποστεί μια πτώση τα τελευταία λίγα χρόνια», γιατί «το Κογκρέσο έχει διακόψει πωλήσεις ενός αριθμού μείζονος σημασίας οπλικών συστημάτων στην Τουρκία, λόγω της πολιτικής ανθρωπίνων δικαιωμάτων της Τουρκίας και της πολιτικής της στο Κυπριακό». Ετσι, κατά τη RAND, δικαιολογημένα η -κατ' αντιδιαστολή παρουσιαζόμενη ως «αξιόπιστη»- Τουρκία έχει αρχίσει να θεωρεί τις Ην. Πολιτείες «ως ένα όχι και τόσο αξιόπιστο αμυντικό εταίρο και (γι' αυτό) έχει επεκτείνει τις αμυντικές σχέσεις της με χώρες που επιβάλλουν λιγότερους περιορισμούς στις προμήθειες, ιδιαίτερα το Ισραήλ και τη Ρωσία».
«Μήνυμα» βιομηχανιών
Με τον τρόπο αυτό καταγράφεται έμμεση κριτική στο Κογκρέσο και επιχειρείται η αποστολή «μηνυμάτων» στους νομοθέτες, για τη μείωση εσόδων των αμυντικών βιομηχανιών που -διασκορπισμένες σε διάφορες πολιτείες- ενισχύουν σε μεγάλο βαθμό τις τοπικές κοινωνίες. Η RAND μπαίνει στο «ψαχνό» και αναφέρει πως «η αμερικανο-τουρκική σχέση στην αμυντική βιομηχανία έχει παραμείνει στάσιμη πρόσφατα».
«Μέχρις ότου η Σικόρσκι οριστικοποίησε την πώληση 17 ελικοπτέρων Seahawk το φθινόπωρο του 2006, ουδεμία αμερικανική εταιρεία είχε κερδίσει μείζονα εμπορικά συμβόλαια απευθείας στην Τουρκία από το 2002» αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Επί του προκειμένου «φωτίζεται» από μια άλλη οπτική γωνία η χρησιμότητα και δυνατότητα αξιοποίησης της επίσκεψης Ομπάμα στην Τουρκία τον περασμένο Απρίλιο και σημειώνεται πως «ως επακόλουθο -της επίσκεψης- η Ουάσιγκτον θα πρέπει να εγκαινιάσει έναν ευρύ στρατηγικό διάλογο με την Αγκυρα για τη μελλοντική χρήση των τουρκικών βάσεων, και ιδιαίτερα της βάσης του Ινσιρλίκ». Γιατί, όπως εξηγείται, λόγω της «δικής» της πολιτικής στην περιοχή, η Αγκυρα «μπορεί να 'ναι εξαιρετικά ευαίσθητη στο να επιτρέψει στις ΗΠΑ τη χρήση των τουρκικών βάσεων, και ιδιαίτερα του Ινσιρλίκ, για τυχόν γεγονότα στη Μ. Ανατολή, εκτός αν μια τέτοια χρήση θεωρηθεί ότι εξυπηρετεί το εθνικό συμφέρον της Τουρκίας».Σε συνδυασμό με την κινδυνολογία «απώλειας» της βάσης του Ινσιρλίκ, που εργολαβικά προβάλλει η RAND για λογαριασμό της Αγκυρας, ρίχνεται παράλληλα στο τραπέζι και η ιδέα πως «η βαλλιστική πυραυλική ασπίδα θα μπορούσε να 'ναι ένα σημαντικός τομέας για μελλοντική αμερικανο-τουρκική αμυντική συμφωνία».
Υποστηρίζεται, δε, πως «υπό το φως της αυξανόμενης απειλής που τίθεται από την πιθανή απόκτηση πυρηνικών όπλων από το Ιράν, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα πρέπει να διερευνήσουν επιλογές πυραυλικής άμυνας, τόσο διμερείς όσο και μέσω του ΝΑΤΟ, για την εξασφάλιση προστασίας της τουρκικής περιοχής κατά της αυξανόμενης απειλής που τίθεται από βαλλιστικούς πυραύλους εκτοξευόμενους από τη Μ. Ανατολή.
Εξάλλου, προτείνεται κάτι που από καιρό επιδιώκει η Αγκυρα, «η άρση κάποιων περιορισμών στη μεταφορά τεχνολογίας στην Τουρκία», με το αιτιολογικό πως «οι περιορισμοί αυτοί αποτελούν έναν από τους βασικούς παράγοντες που είναι υπεύθυνοι για την απότομη μείωση εμπορικών στρατιωτικών πωλήσεων στην Τουρκία τα πρόσφατα χρόνια». Κατά πληροφορίες, το ζήτημα αυτό βρίσκεται ψηλά στην ατζέντα του Αμερικανο-Τουρκικού Συμβουλίου (ATC) που προωθεί ο νέος πρόεδρός του, πρέσβης Ρίτσαρντ Αρμιτάζ.
Κατά τον συγγραφέα της μελέτης Στέφεν Λάραμπι, παλαιό στέλεχος του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας, «η άφιξη μιας νέας κυβέρνησης στην Ουάσιγκτον παρουσιάζει μια σημαντική ευκαιρία για αποκατάσταση των ρηγμάτων στην αμερικανο-τουρκική αμυντική συνεργασία και (τη δυνατότητα) να βάλει τις σχέσεις σε σταθερότερη βάση».
«Η επίσκεψη του Προέδρου Ομπάμα στην Αγκυρα... βοήθησε στο να δοθεί ένας νέος τόνος στις σχέσεις» επισημαίνεται, «αλλά χρειάζεται να γίνουν συγκεκριμένα βήματα σε αρκετούς τομείς... ούτως ώστε η αμερικανο-τουρκική αμυντική συνεργασία να εμποτιστεί με νέο σφρίγος και δύναμη».
Κατά τον Λάραμπι, η «αναζωογόνηση» της σχέσης πρέπει ν' αποτελέσει υψίστης προτεραιότητας στόχο στην ατζέντα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής, και να συνοδεύεται από συγκεκριμένα ανταλλάγματα - ενέργειες για την ευόδωση της συνεργασίας, υπονοώντας, προφανώς, με αυτό πως, έτσι θα «συγκινηθεί» η Αγκυρα και θ' ανταποκριθεί στην αμερικανικούς σχεδιασμούς. Κατά τον ίδιο, η παρατηρηθείσα διαφοροποίηση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής τα τελευταία χρόνια έχει επιφέρει αλλαγές που, εκ των πραγμάτων «έχουν καταστήσει δυσκολότερο το μάνατζμεντ της σχέσης».
Απρόθυμη η Αγκυρα
Αυτό οφείλεται στο γεγονός, όπως λέγεται, ότι μετά το τέλος της ψυχροπολεμικής περιόδου, λόγω των συμφερόντων της στην περιοχή, η Τουρκία «είναι λιγότερο πρόθυμη ν' ακολουθήσει αυτομάτως τις ΗΠΑ σε πολλά ζητήματα, ιδιαίτερα όταν η αμερικανική πολιτική συγκρούεται με τα συμφέροντά της».
Η μεταψυχροπολεμική περίοδος άνοιξε νέες ευκαιρίες στην Τουρκία, επισημαίνεται, σε περιοχές που προηγουμένως είχαν αμεληθεί ή αποτελούσαν ταμπού για την τουρκική πολιτική, και κυρίως σε Μ. Ανατολή και Καύκασο (Κεντρική Ασία). Ετσι, κατά τη RAND, η Τουρκία παίζει ένα κρίσιμης σημασίας ρόλο σε 4 περιοχές αυξανόμενης στρατηγικής σημασίας για τις Ην. Πολιτείες: Μ. Ανατολή, Περσικός, Ευρώπη (Βαλκάνια) και Καύκασο/Κ. Ασία.
Βέβαια, προσεγγίσεις αυτού του είδους όπως της RAND, στο στιλ «δώστε ό,τι θέλει στη Τουρκία», «ξεμυαλίζουν» την Αγκυρα και την οδηγούν σε φαντασιώσεις περί «παγκόσμιας δύναμης», όπως έγραφαν σε άρθρο τους στο περιοδικό Foreign Affairs του Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων (CFR) του τεύχους Νοεμβρίου-Δεκεμβρίου («Ε» 27/10/09), οι Αμπράμποβιτς και Μπάρκι, κατ' εξοχήν ειδήμονες περί της γείτονος.
dpdimas@hotmail.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου