Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2010

ΟΜΗΡΟΙ ΤΟΥ ΧΡΕΟΥΣ ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ ΧΩΡΙΣ ΚΡΙΣΗ

Ελευθεροτυπία

του Χ.ΖΙΩΤΗ

Η χώρα «έχασε το τρένο» για τη μείωση του δημόσιου χρέους μετά την ένταξή της στη ζώνη του ευρώ, η οποία είχε ως επακόλουθο να υποχωρήσουν θεαματικά τα επιτόκια.

Σήμερα, ακόμη και αν τερματιστεί η κρίση, η χώρα εμφανίζεται «όμηρος» του υπέρογκου χρέους των 298 δισ. ευρώ.

Η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (Bank of International Settlements) σε έκθεσή της υπολογίζει ότι η Ελλάδα, προκειμένου να μειώσει το χρέος της στα προ του 2007 επίπεδα, οφείλει για τα επόμενα χρόνια να εμφανίζει στον προϋπολογισμό της πρωτογενή πλεονάσματα της τάξεως του 5,4% του ΑΕΠ. Κατά συνέπεια, ο εκτροχιασμός του χρέους έχει ανοίξει τον δρόμο για μια σκληρή πολιτική λιτότητας «μακράς διαρκείας».

Ομως, ακόμη και αν εφαρμοστούν σκληρές πολιτικές επί μία πενταετία, οι οποίες θα αποδώσουν αυτά τα πρωτογενή πλεονάσματα, η Ελλάδα δεν ξεφεύγει έτσι εύκολα από τον «βραχνά» του χρέους.

Γήρανση του πληθυσμού

Το πρόβλημα της Ελλάδας από τη γήρανση του πληθυσμού είναι, ως γνωστόν, το οξύτερο μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. Οι δαπάνες υγείας και περίθαλψης στην Ελλάδα, οι οποίες κάποια στιγμή θα καταγραφούν στο χρέος, εκτιμάται ότι έως το 2040 θα «αγγίξουν» το 15% του ΑΕΠ.

Οι δαπάνες αυτές, που χαρακτηρίζονται από ανελαστικότητα αποτελούσαν το μόνιμο «καμπανάκι» που έκρουε τα τελευταία χρόνια η Τράπεζα της Ελλάδος, πριν δηλαδή εξαγγελθούν η ασφαλιστική μεταρρύθμιση Λοβέρδου και η απεμπόληση των περίφημων τριών «Δεν», για τα οποία είχε δεσμευτεί αρχικώς.

Το χρέος όμως δεν φουσκώνει μόνον από αυτές τις δαπάνες, αλλά αυτοτροφοδοτείται από τη δυναμική του. Οι δαπάνες γιαι τόκους και χρεολύσια που πληρώνει κάθε χρόνο ο κρατικός προϋπολογισμός στους δανειστές του αποτελεί «πληγή», η οποία αιμορραγεί ακατάπαυστα, στερώντας μάλιστα τους πόρους αυτούς από άλλες παραγωγικές ή κοινωνικές δραστηριότητες. Ετσι, αν το υψηλό δημόσιο χρέος της χώρας δημιουργεί από μόνο του μια αυξανόμενη πίεση στο κονδύλι των τόκων, τότε η συνύπαρξή του με υψηλά επιτόκια αποδεικνύεται θανάσιμη.

Τώρα δίνουμε 5% του ΑΕΠ για τόκους

Τα τελευταία χρόνια, η δαπάνη για τόκους αντιπροσώπευε περίπου το 5% του ΑΕΠ. Ομως, μετά την πρόσφατη κρίση, η οποία επανέφερε το κόστος δανεισμού για το Δημόσιο στα επίπεδα που είχαν διαμορφωθεί πριν από μία δεκαετία, η δαπάνη για την εξυπηρέτηση του χρέους θα απορροφά ολοένα και περισσότερους πόρους από τον κρατικό προϋπολογισμό. Το μέλλον, σύμφωνα με τους οικονομολόγους της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών, διαγράφεται μάλλον ζοφερό για την Ελλάδα, καθώς η χώρα το 2040 θα ξοδεύει το 25% του ΑΕΠ της μόνο για τόκους.

Η διέξοδος από την κρίση του χρέους, η οποία ταλανίζει τη χώρα, δεν είναι πλέον ορατή. Η «ενάρετη εποχή» των χαμηλών επιτοκίων και των υψηλών ρυθμών ανάπτυξης πέρασε... Και οι πολιτικές που εφαρμόστηκαν, αν δεν αύξησαν το δημόσιο χρέος, το διατήρησαν καθηλωμένο σε ανεπίτρεπτα επίπεδα, με την οικονομία να έχει εισέλθει σε φάση ύφεση, η οποία αποτελεί διελκυστίνδα για τη μείωση του δημόσιου χρέους. Το ΑΕΠ υποχώρησε πέρυσι κατά 2% και το επιτόκιο δανεισμού για το Δημόσιο κυμαινόταν στο 4% με 5%, ενώ όπως ισχυρίζονται οι οικονομολόγοι, για τη σταθεροποίηση του δημόσιου χρέους ως ποσοστού επί του ΑΕΠ (όχι την αποκλιμάκωσή του), θα πρέπει ο ρυθμός ανάπτυξης να υπερβαίνει το κόστος δανεισμού. Φέτος, όπου, σύμφωνα με το ευνοϊκό και μάλλον ξεπερασμένο σενάριο, η οικονομία θα συρρικνωθεί μόλις κατά 0,3%, το επιτόκιο δανεισμού έχει ήδη ξεπεράσει το 6,5%.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου