Το Βήμα
Σε μπρα ντε φερ για γερά νεύρα εξελίσσεται ο αγώνας ανάμεσα στη μετριοπαθή ισλαμική κυβέρνηση της Τουρκίας και στον στρατό για το ποιος έχει το πάνω χέρι. Επειτα από τηνανήκουστη ως σήμερα- απαγγελία κατηγοριών εναντίον 12 ανωτάτων στρατιωτικών για προσπάθεια ανατροπής της κυβέρνησης και την προσαγωγή δεκάδων συναδέλφων τους για την υπόθεση «Βαριοπούλα», φαίνεται ότι ο πρωθυπουργός Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και το Κόμμα (του) Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) εδραιώνουν την εξουσία τους απέναντι στο «βαθύ κράτος». Είναι προφανές ότι ο «Ερντογάν ο εκδικητής» φιλοδοξεί να γίνει ο πρώτος ηγέτης που θα πάρει το αίμα του πίσω για τις ανηλεείς διώξεις δεκαετιών εις βάρος του πολιτικού Ισλάμ.
«Βαριοπούλα» ήταν η κωδική ονομασία μιας στρατιωτικής συνωμοσίας, το 2003, που αποκαλύφθηκε πρόσφατα από τον τουρκικό Τύπο: ο Στρατός θα προκαλούσε θερμό επεισόδιο, καταρρίπτοντας τουρκικό αεροσκάφος με τρόπο ώστε να φαινόταν ότι το κατέρριψε η Ελλάδα, και στην αναταραχή που θα ακολουθούσε, θα ανέτρεπε τον κ. Ερντογάν. Το πρωτόγνωρο στην υπόθεση είναι ότι την περασμένη εβδομάδα η κυβέρνηση προσήγαγε περίπου 50 ανώτατους στρατιωτικούς, εν ενεργεία και αποστράτους, για ανάκριση και ότι ενδεχομένως μερικοί από αυτούς να λογοδοτήσουν για πρώτη φορά στην ιστορία του τουρκικού κράτους.
Οι «τίγρεις της Ανατολίας»
Η καχυποψία ανάμεσα στο εθνικιστικό κατεστημένο και στο πολιτικό Ισλάμ είναι δεδομένη στην Τουρκία. Το πρώτο αντικρούει τις κατηγορίες περί συνωμοσίας ως κατασκευασμένες προκειμένου να απαλλαγεί η κυβέρνηση από τους αντιπάλους της. Επιπλέον, κατηγορεί το ΑΚΡ ότι διαθέτει την κρυφή ατζέντα να επιβάλει ισλαμικές πρακτικές στη χώρα. Στην απέναντι πλευρά, η κυβέρνηση, η οποία διαθέτει απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή, επιθυμεί να περιορίσει τους «πασάδες» στα στρατόπεδα και να τους αφαιρέσει την απόλυτη εξουσία που κατέχουν αφότου ο Κεμάλ Ατατούρκ, και ο ίδιος στρατιωτικός, ίδρυσε το τουρκικό κράτος.
Η Ανατολία, όπως αποκαλείται η κεντρική Τουρκία, ήταν κάποτε μια απέραντη επαρχία ξεχασμένη από τα αστικά κέντρα. Επωφελήθηκε όμως από την οικονομική απελευθέρωση της δεκαετίας του 1980 και μετατράπηκε σε ατμομηχανή της τουρκικής οικονομίας. Οι τοπικές επιχειρήσεις έγιναν γνωστές ως «τίγρεις της Ανατολίας».
Εδώ ο κόσμος ήταν πάντοτε θρησκευόμενος. Η διαφορά είναι ότιτα τελευταία χρόνια οι επιχειρηματίες της Ανατολίας διέπρεπαν όλο και περισσότερο και δημιούργησαν μια νέα, συντηρητική, μεσαία τάξη η οποία κάποια στιγμή απαίτησε να έχει λόγο στη λήψη των αποφάσεων και να μην «καπελώνεται» μονίμως από την κυβερνώσα ελίτ.
Η τάξη αυτή αποτελεί την κύρια δεξαμενή ψηφοφόρων του ΑΚΡ και του κ. Ερντογάν και στηρίζει την οικονομία και την κυβέρνηση. Ωστόσο το γεγονός ότι αυτοί οι συντηρητικοί θρησκευόμενοι απέκτησαν οικονομική και πολιτική δύναμη ανησυχεί πολύ την καθεστωτική ελίτ- η οποία εκφράζεται κυρίως από τους στρατιωτικούς και τους δικαστικούς, αμφότερους αυτόκλητους υπερασπιστές του κοσμικού κράτους,- η οποία φοβάται ότι θα χάσει τα προνόμια που απολαμβάνει από την ίδρυση του τουρκικού κράτους.
Μία, δύο, τρεις Τουρκίες!
Η σημερινή Τουρκία μοιάζει με ένα παζλ όπου διακρίνονται τρία μεγάλα κομμάτια: το κεμαλικό κατεστημένο, οι μετριοπαθείς ισλαμιστές και οι Κούρδοι. Παραμένει στοίχημα ανοικτό η προοπτική για την ομαλή συνύπαρξή τους- χωρίς το κράτος του τρόμου που εγκαινίασε ο Κεμάλ Ατατούρκ και επέβαλαν οι συνεχιστές του, ένστολοι και μη.
Το κεμαλικό ή κοσμικό κατεστημένο κινούσε ως πρόσφατα όλα τα νήματα. Εκτός από τους στρατιωτικούς και τους δικαστικούς, σε αυτό ανήκουν η μεσαία και η ανώτερη τάξη των αστικών κέντρων της Δυτικής Τουρκίας καθώς και το λεγόμενο «βαθύ κράτος» (η σκοτεινή συμμαχία εθνικιστών, στρατιωτικών και οπαδών του λαϊκού κράτους).
Οι μετριοπαθείς ισλαμιστές του ΑΚΡ αποτελούν τη μετεξέλιξη των πιο «άγαρμπων» θρησκευτικών κομμάτων των προηγούμενων δεκαετιών. Η κυριότερη διαφορά από τους προκατόχους τους είναι ο φιλοευρωπαϊσμός τους, που ξεκίνησε από την επιθυμία να ανακτήσουν μέσω ΕΕ τα δικαιώματα που τους στερούσε το κεμαλικό κράτος, όπως το να φορούν την παραδοσιακή μαντίλα στα πανεπιστήμια. Η ύπαρξή τους αποτελεί την απόδειξη ότι, αν και η Τουρκία έγινε επισήμως κοσμικό κράτος πριν από οκτώ δεκαετίες, η θρησκεία συνέχισε να παίζει σημαντικό ρόλο στα λαϊκά στρώματα.
«Το τζίνι της κάθαρσης βγήκε από το μπουκάλι»
Ο έγκριτος πολιτικός αναλυτής της εφημερίδας «Radikal» Τσενγίζ Τσαντάρ , εξηγεί στο «Βήμα της Κυριακής» γιατί πιστεύει ότι οι μαζικές συλλήψεις στρατιωτικών θα εδραιώσουν τη δημοκρατία στην Τουρκία.
«Στην Τουρκία ο στρατός είναι πανίσχυρος μετά την ίδρυση του κράτους στη δεκαετία του 1920. Αυτός έχει τον τελευταίο λόγο στα μεγάλα ζητήματα της χώρας. Στα επτά χρόνια όμως που η παρούσα κυβέρνηση βρίσκεται στην εξουσία, η Τουρκία έχει πάρει τον δρόμο προς την Ευρωπαϊκή Ενωση, γεγονός που αναπόφευκτα πιέζει για αλλαγές στη νομοθεσία, σ το διοικητικό σύστημα, στη γραφειοκρατία και στη διακυβέρνηση. Αυτό έφερε αντιμέτωπες τη νέα ελίτ που κατέχει την εξουσία με την παραδοσιακή ελίτ της οποίας στυλοβάτης είναι ο στρατός. Εξ ου οι προσπάθειες να ανατραπεί και να υπονομευτεί η κυβέρνηση Ερντογάν.
Στην τουρκική δημοκρατία δεν είχαμε δει ποτέ στο παρελθόν ανώτατους αξιωματικούς να συλλαμβάνονται και να ανακρίνονται από τις Αρχές. Είναι άνευ προηγουμένου στην Τουρκία να χρησιμοποιείται βία για να εξαναγκαστεί ο στρατός να συμμορφωθεί με την δημοκρατική κυβέρνηση. Η μοναδική άλλη επιλογή είναι ένα στρατιωτικό πραξικόπημα. Στο σημείο που έχουμε φθάσει, δεν υπάρχουν γκρίζες ζώνες. Το τζίνι έχει βγει από το μπουκάλι. Δεδομένης της εσωτερικής ισορροπίας της εξουσίας και της διεθνούς κατάστασης, ένα στρατιωτικό πραξικόπημα θα ήταν πολύ απίθανο. Συνεπώς οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι ο εκδημοκρατισμός ή, έστω, η εδραίωση της δημοκρατίαςείναι η πιο πιθανή έκβαση».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου