Κυριακή 21 Μαρτίου 2010

ΕΞΟΠΛΙΣΜΟΙ: ΕΞΑΓΟΡΑ ΤΟΥ ΤΙΠΟΤΑ

Παρασκευη + 13

Μια ενδιαφέρουσα άποψη παρουσιάζει το Ινστιτούτο Ανάλυσης για την Ασφάλεια και την Άμυνα (IΑΑΑ) σχετικά με την οικονομική κρίση και την πολιτική των εξοπλισμών.

Η κεντρική ιδέα είναι ότι για μία ακόμα φορά η Ελλάδα «σέρνεται» στο να χρησιμοποιήσει την αγορά οπλικών συστημάτων προκειμένου να συμφωνηθούν με τους εταίρους και συμμάχους τα αυτονόητα. Το ερώτημα είναι αν τα δισεκατομμύρια που πληρώνουμε έχουν έστω κάποιο μικρό αντίκρισμα.

Η παράμετρος των εξοπλισμών

«Ένα ζήτημα στο οποίο περιστρέφεται ο δημόσιος διάλογος και η καθημερινή αρθρογραφία στον Τύπο είναι τα εξοπλιστικά προγράμματα τα οποία –υποτίθεται ότι– επιχειρούν να αποσπάσουν (ή προσφέρονται) από την Ελλάδα τόσο οι Ευρωπαίοι εταίροι όσο και οι Αμερικανοί και ως αντάλλαγμα να παράσχουν την οικονομική συνδρομή που ζητά η Ελλάδα.

Πρώτη παρατήρηση: Η Ελλάδα είναι δυσανάλογα μεγάλη, σε σχέση με το μέγεθός της, αγορά στον τομέα των εξοπλισμών. Τα χρυσοφόρα συμβόλαια που έχουν αποσπάσει Ευρωπαίοι και Αμερικανοί κατασκευαστές οπλικών συστημάτων θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι βοήθησαν στην επιβίωση βιομηχανιών που εμφανίζονταν ιδιαίτερα προβληματικές στην προοπτική τους ως αποτέλεσμα της λήξης του Ψυχρού Πολέμου, όπως για παράδειγμα η γερμανική Krauss-Maffei Wegmann, που το 2003 έλαβε ένα από τα μεγαλύτερα, σε παγκόσμιο επίπεδο την τελευταία δεκαετία, συμβόλαια για την προμήθεια αρμάτων μάχης Leopard 2HEL από την ελληνική κυβέρνηση.

Τα χρήματα αυτά κατευθύνθηκαν και στήριξαν τη γερμανική οικονομία, αύξησαν το γερμανικό ΑΕΠ (Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν) και κατ’ επέκταση το ευρωπαϊκό. Το ίδιο ισχύει και για άλλα εξοπλιστικά συμβόλαια που κατέληξαν σε ευρωπαϊκές βιομηχανίες. Η Ελλάδα αρκετές φορές αντιμετώπισε την αμερικανική αντίδραση, συνεπεία της «μεροληψίας» υπέρ των ευρωπαϊκών εταιρειών – βιομηχανιών. Με τον τρόπο της, η Ελλάδα στήριξε το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Την ίδια στιγμή, η Ένωση δεν έπραξε όσα θα μπορούσε ώστε να συμβάλει στην αντιμετώπιση του «διλήμματος ασφαλείας» της Ελλάδας, παρότι τα ελληνικά σύνορα αποτελούν τα ανατολικά σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τις συνέπειες του οποίου οι εταίροι Ελλάδας δείχνουν είτε αδυναμία είτε απροθυμία να αντιληφθούν.

Επανερχόμενοι στη δημόσια συζήτηση που διεξάγεται μέσω του Τύπου στην ελληνική κοινωνία, το ΙΑΑΑ παρατηρεί ότι εξακολουθεί να επικρατεί η λογική της «πολιτικής χρήσης» των εξοπλιστικών προγραμμάτων ή αλλιώς αποκαλούμενης «διπλωματίας των εξοπλισμών»: δηλαδή της «προσφοράς» νέων συμβολαίων για την προμήθεια οπλικών συστημάτων σε αντάλλαγμα για τη διάθεση δανειακών κεφαλαίων που απαιτούνται (ή σε παλαιότερες περιπτώσεις ασαφών και αδιευκρίνιστων πολιτικών «ανταλλαγμάτων»).

Η λανθασμένη βάση του εν λόγω επιχειρήματος είναι αυταπόδεικτη. Άραγε για την ανάθεση συμβολαίου ύψους 4 δισ. ευρώ (το οποίο φυσικά θα βαρύνει το δημόσιο χρέος), πόσα κεφάλαια θα μας προσφερθούν για δανεισμό με «ευνοϊκούς όρους»; Ιδίου ύψους, μικρότερου ή μεγαλύτερου;

Και με ποιο κριτήριο ή μέτρο; Και σε τελική ανάλυση ποιο είναι το «καθαρό» όφελος για την εθνική οικονομία; Αλλά στην πράξη, η λογική αυτή, τουλάχιστον τα 20 τελευταία χρόνια έχει αποδειχτεί αδιέξοδη.

Ούτε την κρίση των Ιμίων απέτρεψε ούτε την αναγνώριση της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) με το συνταγματικό της όνομα από συμμάχους, εντός και εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ούτε συνέβαλε στη βελτίωση της συνολικότερης θέσης της Ελλάδας ή την ενίσχυση της ασφάλειάς της. Αντίθετα κατέστησε τη χώρα αποδέκτη ασφυκτικών πιέσεων για την προμήθεια οπλικών συστημάτων στο πλαίσιο «ασαφών» ή «υπόγειων» πολιτικών διεργασιών χωρίς ορθολογικά κριτήρια.

Δυστυχώς το φαινόμενο επαναλαμβάνεται και σήμερα με δηλώσεις της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Εθνικής Άμυνας που, επικαλούμενες τη «συνέχεια του κράτους», ουσιαστικά τροφοδοτούν αυτό το χορό των πιέσεων με τη χώρα να ευρίσκεται σε κατάσταση αδυναμίας.

Τέτοιου είδους πολιτικές θα είχαν νόημα μόνο στο στρατηγικό επίπεδο, όχι στο τακτικό. Τα εξοπλιστικά προγράμματα είναι πεπερασμένα, δεν είναι ατελείωτα ούτε όλα υψηλού προϋπολογισμού, ώστε η Ελλάδα να «προσφέρει» και από ένα όταν κρίνεται η τύχη ενός σημαντικού ζητήματος, π.χ. στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.

Το παρόν ζήτημα πρέπει να αντιμετωπιστεί στη στρατηγική του διάσταση και όχι με αδιέξοδους τακτικισμούς. Εάν υπήρχε κάποιο συνολικότερο σχέδιο για την αντιμετώπιση της κρίσης στην ευρωζώνη σε βάθος δεκαετίας και μία από τις ενότητες θα αφορούσε την ανάληψη έργου από την ευρωπαϊκή αμυντική βιομηχανία, η συζήτηση θα μπορούσε να ήταν διαφορετική. Το να επαναλάβουμε όμως για μια ακόμη φορά τις λανθασμένες «συνταγές» του παρελθόντος απέναντι σε μια Ευρώπη που επιδεικνύει ανησυχητικό έλλειμμα ηγεσίας στερείται κάθε νοήματος.

Μια Ευρώπη, που, όπως προαναφέρθηκε, δεν έπραξε τα τελευταία τριάντα χρόνια όσα θα μπορούσε για να συμβάλει στην αντιμετώπιση του «διλήμματος ασφαλείας» της Ελλάδας, παρότι τα ελληνικά σύνορα αποτελούν τα ανατολικά σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Όλες οι ενδείξεις κατατείνουν στο ότι στις επικείμενες διαδοχικές επισκέψεις του Έλληνα πρωθυπουργού στη Γερμανία, τη Γαλλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες, η συζήτηση πέραν των οικονομικών θεμάτων θα είναι πολύ ευρύτερη. Ιδιαίτερα δε στην τρίτη περίπτωση, θα περιλάβει θέματα όπως η εξεύρεση λύσης στο ζήτημα της ονομασίας της ΠΓΔΜ, τις συνομιλίες για την επίλυση του Κυπριακού και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

Σε τέτοιες συνομιλίες, ιδίως μάλιστα όταν μια χώρα σαν την Ελλάδα αντιμετωπίζει οικονομική κρίση που απειλεί αυτή καθαυτή την επιβίωσή της, τα διαπραγματευτικά περιθώρια είναι εξαιρετικά στενά.

Όμως μόνο αφελείς θα πίστευαν ότι η πρόθεση προμήθειας 30-40 μαχητικών ή κατ’ αναλογία και μερικών φρεγατών θα μπορούσαν να επηρεάσουν γεωστρατηγικά συμφέροντα που έχουν καθοριστεί στο επίπεδο της υψηλής στρατηγικής».

•Η διευθυντική ομάδα του ΙΑΑΑ είναι οι Περικλής Ζορζοβίλης, Ζαχαρίας Μίχας, Αναστασία Νικολοπούλου, Αντωνία Δήμου, Φοίβος Αποστολόπουλος και Γιώργος Σαλαπασίδης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου