Πλην απροόπτου, μια γνώριμη σκηνή θα παιχτεί σε λίγες εβδομάδες από σήμερα. Υπό την προϋπόθεση ότι η νέα βρετανική κυβέρνηση θα έχει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ο νεοεκλεγείς πρωθυπουργός θα ταξιδέψει στην Ουάσιγκτον για να συναντηθεί με τον αμερικανό πρόεδρο. Κάποιος από τους δημοσιογράφους που θα τον συνοδεύουν θα ρωτήσει για την ειδική σχέση μεταξύ των δύο χωρών. Η αμερικανική πλευρά θα το παίξει σαστισμένη, ενώ το χαμόγελο στο πρόσωπο του βρετανού πρεσβευτή θα παγώσει. Υπάρχει όμως η ελπίδα ότι τα πράγματα δεν θα ακολουθήσουν αυτόν τον ενοχλητικό δρόμο. Για όποιον ζει στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι παραπάνω από ξεκάθαρο το πόσο ετεροβαρής είναι αυτή η «ιδιαίτερη σχέση». Χρειάστηκε όμως να επιστρατευθεί η Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων της Βουλής των Κοινοτήτων για να πει τα πράγματα με το όνομά τους. Η διακομματική επιτροπή δεν αποφάνθηκε απλώς ότι ο όρος δεν έχει πλέον καμία σημασία αλλά εξέφρασε και την άποψη ότι ακόμη και η απλή χρήση του δημιουργεί μη ρεαλιστικές προσδοκίες για τα οφέλη που μπορεί να αποκομίσει η Βρετανία από αυτή τη σχέση. Ουδέποτε έχει ειπωθεί μεγαλύτερη αλήθεια.
Ας δούμε ποια ιεραρχική θέση καταλαμβάνει ο βρετανός πρωθυπουργός ανάμεσα στους ξένους επισκέπτες του Λευκού Οίκου. Πολύ υψηλή πράγματι, είναι η προφανής απάντηση, όταν ήταν ο ηγέτης του πιο σημαντικού συμμάχου της Αμερικής σε έναν ελάχιστα δημοφιλή πόλεμο. Σε φυσιολογικούς καιρούς όμως η λίστα θα μοιάζει με την ακόλουθη: χωρίς αμφιβολία, στην πρώτη θέση θα βρίσκεται ο κινέζος πρόεδρος, που εκπροσωπεί το άλλο μισό της πιο σημαντικής διμερούς σχέσης στον κόσμο. Δεύτερος πιθανότατα θα είναι ο ηγέτης της Ρωσίας επειδή η χώρα του έχει τη δυνατότητα να εξαφανίσει με τα όπλα της τις Ηνωμένες Πολιτείες από προσώπου Γης. Στη συνέχεια και για διαφόρους λόγους μια ομάδα ηγετών αποτελούμενη από τους πρωθυπουργούς του Ισραήλ και της Ινδίας και τον πρόεδρο του Πακιστάν. Η Βρετανία βρίσκεται στην επόμενη ομάδα, ανάμεσα στη Γερμανία, στη Γαλλία και στην Ιαπωνία.
Αυτό δεν σημαίνει ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Βρετανία δεν βρίσκονται εξαιρετικά κοντά. Γνωρίζονται πολύ καλά και οι δεσμοί στον στρατιωτικό, οικονομικό και πολιτιστικό τομέα είναι βαθείς, ενισχυόμενοι και από την κοινή γλώσσα. Φυσικά διαφωνούν από καιρού εις καιρόν, αλλά στα περισσότερα παγκόσμια ζητήματα έχουν την ίδια αντίληψη. Το πρόβλημα είναι ότι η σχέση αυτή είναι ετεροβαρής και αυτό φαίνεται παντού. Οι βρετανικές εκλογές αμερικανοποιούνται κάθε φορά όλο και περισσότερο, χωρίς όμως να υπάρχουν ενδείξεις ότι συμβαίνει και το αντίθετο. Αυτό φαίνεται και στην κάλυψη των αμερικανικών μέσων ενημέρωσης. Ολες οι πτυχές της αμερικανικής πολιτικής ζωής καλύπτονται αναλυτικά στη Βρετανία, χωρίς αυτό να είναι αμοιβαίο. Η πρόσφατη προκήρυξη των βρετανικών εκλογών για τις 6 Μαΐου κατέλαβε έναν πολύ μικρό χώρο στο«Washington Ρost» της επομένης.
Τελευταία οι διαφωνίες έγιναν περισσότερες: ανάμεσά τους, η ενόχληση των Αμερικανών για την επιστροφή στη Λιβύη του βομβιστή του Λόκερμπι και για τη δημοσιοποίηση απόρρητων στοιχείων για τον Μπίνιαμ Μοχάμεντ, έναν πρώην κρατούμενο στο Γκουαντάναμο, όπως επίσης και η ενόχληση των Βρετανών για την πρόταση της αμερικανίδας υπουργού Εξωτερικών ότι θα μπορούσαν να διεξαγάγουν συνομιλίες με την Αργεντινή για το μέλλον των Φόκλαντ. Σε όλα αυτά ας προσθέσουμε και την αφαίρεση της προτομής του Γουίνστον Τσόρτσιλ από το Οβάλ Γραφείο και τις απεγνωσμένες προσπάθειες του Γκόρντον Μπράουν για μια τετ α τετ συνάντηση με τον Ομπάμα που κατέληξαν σε εκείνη τη συνάντηση του ΟΗΕ «στα πεταχτά». Δεν είμαστε όμως μόνο εμείς που νιώθουμε θιγμένοι. Αυτή η αμερικανική κυβέρνηση κρατάει αποστάσεις και από την Ευρωπαϊκή Ενωση, όχι μόνο από τη Βρετανία. Με τον Ψυχρό Πόλεμο να έχει τελειώσει, οι Ηνωμένες Πολιτείες έπαψαν να αποτελούν μια ευρωπαϊκή δύναμη μέσω του ηγετικού ρόλου τους στο ΝΑΤΟ. Γεννημένος στη Χαβάη, μεγαλωμένος στην Ινδονησία, ο Ομπάμα είναι ο πρώτος αμερικανός πρόεδρος με προσανατολισμό προς τον Ειρηνικό. Κατέστησε σαφείς τις προτεραιότητές του όταν αποφάσισε να μην παραστεί στη σύνοδο κορυφής ΕΕ- ΗΠΑ τον ερχόμενο μήνα, προς μεγάλη ενόχληση της προεδρεύουσας Ισπανίας.
Η Αμερική θα ήταν πανευτυχής αν η Βρετανία έπαιζε τον δικό της ρόλο στην Ευρώπη. Το βρετανικό όραμα για μιαν Ευρώπη ανοιχτή και καθόλου προστατευτική είναι ίδιο με το αμερικανικό. Υπό αυτή την έννοια, αν αποδυναμωθούν οι σχέσεις της Βρετανίας με την ΕΕ, το ίδιο θα συμβεί και με τις σχέσεις της Βρετανίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το Ιράκ ήταν ένα πολύ σκληρό μάθημα για τη Βρετανία γιατί αποκάλυψε πόσο λίγη επιρροή ασκούσε στον πιο ισχυρό εταίρο της, παρά την αφοσίωση που έδειχνε. Η πιο αποκαλυπτική στιγμή ήρθε όταν ο Μπλερ αντιμετώπιζε εσωκομματική εξέγερση λίγο πριν από την εισβολή. Δεν θα είχε καμία σημασία αν η Βρετανία αποσυρόταν, δήλωσε τότε δημόσια ο Ντόναλντ Ράμσφελντ, οι ΗΠΑ θα προχωρήσουν μόνες τους. Από πλευράς τραχύτητας, έλλειψης τακτ και αλαζονείας, ο πρώην υπουργός Αμυνας είναι μοναδικός. Εκείνη την ημέρα όμως του Μαρτίου 2003 είπε την αλήθεια. Και η έκθεση της Βουλής των Κοινοτήτων επιβεβαιώνει ότι η αλήθεια αυτή αναγνωρίστηκε επιτέλους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου