Πηγή: Καθημερινή
Του Πετρου Παπακωνσταντινου
«Μας λένε ότι το παρακάναμε και ότι θα έχουμε την τύχη του Μεντερές» δήλωσε πρόσφατα, σε μαχητική συγκέντρωση στην Προύσα, ο Τούρκος πρωθυπουργός Ταγίπ Ερντογάν, παραπέμποντας στον προκάτοχό του που επίσης συγκρούστηκε με το κεμαλικό κατεστημένο για να καταλήξει στην αγχόνη, πριν από μισό αιώνα. Ωστόσο, το φορτίο της Ιστορίας δεν κάμπτει τον μόνο Τούρκο πολιτικό που τόλμησε να απογυμνώσει τους στρατιωτικούς στα μάτια της κοινής γνώμης, πρώτα με τις αποκαλύψεις για τις υποθέσεις «Εργκένεγκον» και «Βαριοπούλα» και έπειτα με το δημοψήφισμα της περασμένης Κυριακής, το οποίο συνέπεσε σκόπιμα με την 30ή επέτειο από το αιματηρό πραξικόπημα του στρατηγού Κενάν Εβρέν. «Σε αντίθεση με τον Μεντερές, εγώ πρώτα πήγα φυλακή και μετά εκλέχτηκα πρωθυπουργός», συνηθίζει να λέει ο Ερντογάν.
Η ευρεία επικράτηση του «ναι», με ποσοστό 58%, στο δημοψήφισμα για την τροποποίηση 26 άρθρων του Συντάγματος αποτέλεσε σημείο καμπής στη συστηματική προσπάθεια του κυβερνώντος Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) να μεταμορφώσει εκ βάθρων το τουρκικό πολιτειακό σύστημα. Με την έκτη νίκη του σε ισάριθμες εκλογικές αναμετρήσεις μέσα σε οκτώ χρόνια- κάτι χωρίς προηγούμενο στα τουρκικά πολιτικά χρονικά- ο Ερντογάν αποδεικνύεται ανοξείδωτος, μέχρι στιγμής, στη φθορά της εξουσίας και στις αλλεπάλληλες τρικλοποδιές του «βαθέος κράτους». Ακόμη περισσότερο, που αυτή τη φορά είχε απέναντί του το σύνολο της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης -τους κεμαλιστές του CHP και τους υπερεθνικιστές του MHP, που έκαναν λυσσαλέα εκστρατεία υπέρ του «όχι» - όπως και το σύνολο των κουρδικών κομμάτων, από το νόμιμο BDP μέχρι το παράνομο ΡΚΚ και τον φυλακισμένο Οτσαλάν, που καλούσαν σε αποχή.
«Δεν είμαι οπαδός του Ερντογάν, αλλά ο άνθρωπος είναι πολιτική ιδιοφυΐα» μας είπε στην Αγκυρα ο Γκιουβέν Σακ, επικεφαλής του ανεξάρτητου ινστιτούτου οικονομικών ερευνών TEPAV, ιδρύματος που απηχεί αναζητήσεις των κοσμικών επιχειρηματικών ελίτ και ουδεμία σχέση έχει με το πολιτικό Ισλάμ. «Σ’ αυτήν την αναμέτρηση κατάφερε να διευρύνει τα κοινωνικά ερείσματα του ΑΚΡ διεμβολίζοντας μεγάλο μέρος της εκλογικής βάσης του ΜΗΡ και ένα μειοψηφικό, αλλά όχι ασήμαντο τμήμα της βάσης των κουρδικών κομμάτων. Οκτώ χρόνια μετά την άνοδό του στην εξουσία, το ΑΚΡ του Ερντογάν έχει αποκτήσει βαθιές ρίζες, από τις νέες επιχειρηματικές ελίτ της Ανατολίας μέχρι τα λαϊκά στρώματα της Κωνσταντινούπολης».
Ως προς την ουσία των αλλαγών, πέραν των δευτερευουσών διατάξεων, που έχουν στόχο να ικανοποιήσουν τις Βρυξέλλες (συνήγορος του πολίτη, θετικές διακρίσεις υπέρ των γυναικών, συλλογικές διαπραγματεύσεις στο Δημόσιο), ο Ερντογάν πέτυχε να αποδυναμώσει τους δύο βασικούς πυλώνες της κεμαλικής γραφειοκρατίας: Τον στρατό, οι επικεφαλής του οποίου θα δικάζονται στο εξής από πολιτικά δικαστήρια για εγκλήματα εναντίον του κράτους, και την κάστα των δικαστών, που απειλούσε ανά πάσα στιγμή να διαλύσει το ΑΚΡ και ναρκοθετούσε τις σοβαρότερες πρωτοβουλίες του.
Στην πραγματικότητα, οι ηγεσίες και των δύο σωμάτων, στρατού και δικαιοσύνης, είχαν αποδυναμωθεί εδώ και καιρό, καθώς το ΑΚΡ, με την αποφασιστική οικονομική και οργανωτική συμβολή του ισλαμικού δικτύου του Φετουλά Γκιουλέν, είχε διεισδύσει στα κατώτερα και μεσαία κλιμάκια της ιεραρχίας. Τώρα φαίνεται ότι πλησιάζει η στιγμή που η πολύχρονη, εξαντλητική πολιορκία θα δώσει τη θέση της στην τελική έφοδο για την κατάληψη των εξασθενημένων «οχυρών». Ο σύμβουλος του Τούρκου πρωθυπουργού Ιμπραήμ Καλίν, τον οποίο συναντήσαμε στο κέντρο Tύπου το βράδυ του δημοψηφίσματος, μας είπε:
«Με τη σημερινή νίκη ανοίγει ο δρόμος για ένα εντελώς νέο Σύνταγμα της τουρκικής δημοκρατίας, κάτι που επιχείρησε το ΑΚΡ το 2007, αλλά δεν εξασφάλισε τότε την αναγκαία συναίνεση. Ο πρωθυπουργός θα αρχίσει αμέσως τις σχετικές διαδικασίες με τα άλλα κόμματα. Παράλληλα, θα συνεχιστεί με ανανεωμένο δυναμισμό η πρωτοβουλία της κυβέρνησης στο κουρδικό».
Ο Γκιουβέν Σακ περιγράφει ως εξής το επικρατέστερο σενάριο των εξελίξεων μέσα στα επόμενα δύο χρόνια: «Από σήμερα αρχίζει μια μακρά προεκλογική περίοδος για τις κρίσιμες βουλευτικές εκλογές που θα γίνουν γύρω στον Ιούνιο του 2011. Ο Ερντογάν μπαίνει στην τελική ευθεία με σημαντικό προβάδισμα και όλα δείχνουν ότι θα τις κερδίσει. Θα προχωρήσει αμέσως σε θεμελιώδη, συνταγματική αναθεώρηση, η οποία μεταξύ άλλων θα καθιερώσει σύστημα προεδρικής δημοκρατίας, με ισχυρές αρμοδιότητες του προέδρου, ο οποίος ήδη από την προηγούμενη αναθεώρηση εκλέγεται απ’ ευθείας από τον λαό. Τέλος, θα επιχειρήσει, πιθανότατα, να καταλάβει ο ίδιος αυτό το αξίωμα στις εκλογές του 2012, ολοκληρώνοντας το πολιτικό σχέδιο που είχε εξ αρχής στο μυαλό του».
Ωστόσο, ο Ερντογάν είναι υποχρεωμένος να δώσει και την τελική μάχη με το κεμαλικό κατεστημένο σε επικίνδυνη, ανηφορική πλαγιά. Είναι αμφίβολο κατά πόσο οι ηγεσίες του στρατού και της δικαιοσύνης θα παρακολουθήσουν παθητικά την επιχειρούμενη «μεταπολίτευση», αρκούμενες σε μια μάχη οπισθοφυλακών για να διασώσουν κάποια προνόμια και να εξασφαλίσουν την ατιμωρησία για αμαρτίες του παρελθόντος. Επειτα, το δημοψήφισμα υπενθύμισε σε όλους ότι είναι πάντα ενεργή η χρονοβόμβα του Κουρδικού. Οπως σημειώνει ο πολύ γνωστός αναλυτής Μεχμέτ Αλί Μπιράντ, η τεράστια αποχή στις κουρδικές περιοχές (65% στο Ντιργιάρμπακιρ, 91% στο Χακιάρι) «επιβεβαίωσε ότι ο συνασπισμός BDP - PKK διατηρεί τον έλεγχο των νοτιοανατολικών περιοχών» και ότι «το Κουρδικό δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί παρά μόνο με πολιτικά μέσα, σε διάλογο με το BDP». Ενας παροξυσμός εθνικιστικών παθών στη χώρα λόγω ενδεχόμενης πυράκτωσης του Κουρδικού θα μπορούσε να εκτροχιάσει την πορεία του Ερντογάν. Κάτι ανάλογο οδήγησε στην ανατροπή του Μεντερές από τον στρατό, μόνο που τότε στη θέση των Κούρδων ήταν οι Ελληνες.
Οι θεωρίες περί «νέου Πούτιν»
«Ζήτω ο σουλτάνος μας»! Μ’ αυτόν τον προκλητικό τίτλο, που συνοδευόταν από ένα χλευαστικό φωτομοντάζ του Ερντογάν εν είδει ηγεμόνα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, υποδέχθηκε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος η εφημερίδα Sozcu, από τους ανερχόμενους αστέρες του αντι-ΑΚΡ στρατοπέδου στον χώρο του Τύπου.
Παρά την υπερβολή του, το πρωτοσέλιδο της εν λόγω εφημερίδας απηχεί πραγματικούς φόβους ευρύτερων στρωμάτων της τουρκικής κοινωνίας, οι οποίοι εκφράστηκαν και με τη μαζική αποδοκιμασία του Ερντογάν -μόλις μια ώρα μετά τον εκλογικό του θρίαμβο- από το κοσμοπολίτικο κοινό της Κωνσταντινούπολης στον τελικό του παγκοσμίου πρωταθλήματος μπάσκετ μεταξύ Τουρκίας και HΠA. Τα μορφωμένα μεσοστρώματα στις ακτές του Αιγαίου και της Μεσογείου υποπτεύονται ότι ο εκδημοκρατισμός και η ευρωπαϊκή προοπτική χρησιμεύουν στον Ερντογάν μόνο όπως οι σκαλωσιές στις οικοδομές: Μόλις φτιαχτεί το κτίριο, τις απομακρύνουμε.
Οι υποστηρικτές των θεωριών περί «κρυφής ισλαμικής ατζέντας» και «νέου Πούτιν» ανασύρουν από τα αρχεία παλιότερες, δημόσιες δηλώσεις του Ερντογάν, προτού ακόμη αναλάβει την πρωθυπουργία, ότι «η δημοκρατία είναι μέσο και όχι σκοπός» και ότι «είναι αδύνατον να είναι κανείς μουσουλμάνος και οπαδός του λαϊκού κράτους ταυτόχρονα». Επιπλέον, επικαλούνται την πρόσφατη, απειλητική προειδοποίησή του στην κυριότερη οργάνωση των Τούρκων βιομηχάνων, TUSΙΑD, ότι «όποιος δεν παίρνει καθαρή θέση (στο δημοψήφισμα) θα εκμηδενιστεί» και την επιβολή υπέρογκου προστίμου στον αντιπολιτευόμενο εκδοτικό όμιλο Ντογάν για φοροδιαφυγή.
Δεν λείπουν και αυτοί που κατηγορούν τον Ερντογάν και τους συμμάχους του ότι πολεμούν τον αυταρχισμό και το παρακράτος με παρακρατικά μέσα. Αυτόν τον καιρό, σπάει όλα τα ταμεία το βιβλίο του Χανεφί Αβτσί, πρώην αρχηγού της αστυνομίας στο Εσκί Σεχήρ, με τίτλο: «Χθες κράτος, σήμερα σέχτα». Το βιβλίο υποστηρίζει εν ολίγοις ότι πολλές από τις αποκαλύψεις για την πολύκροτη υπόθεση Εργκένεγκον, με την οποία διώκονται εκατοντάδες στρατιωτικοί και πολίτες για συνωμοσία, είναι χαλκευμένες, προϊόντα αντίστοιχης συνωμοσίας από το δίκτυο του Γκιουλέν.
Ο καθηγητής Τσενγκίζ Ακτάρ, επικεφαλής του τμήματος ευρωπαϊκών σπουδών στο Πανεπιστήμιο Μπαχτσεσεχίρ της Κωνσταντινούπολης, απορρίπτει αυτές τις κατηγορίες. Με αριστερό υπόβαθρο και ευρεία γνώση της ευρωπαϊκής πολιτικής φιλοσοφίας, αυτοπροσδιορίζεται ως φιλελεύθερος, κριτικός υποστηρικτής του ΑΚΡ «ελλείψει καλύτερης λύσης για τον εκδημοκρατισμό της Τουρκίας». Ακριβώς γι’ αυτό, οι προειδοποιήσεις του έχουν πρόσθετη σημασία:
«Είναι αλήθεια ότι ο Ερντογάν έχει, κατά βάθος, αυταρχικές τάσεις. Είμαι αντίθετος στο προεδρικό σύστημα και αν τελικά το επιχειρήσει πιστεύω ότι θα έχει ως αποτέλεσμα να περιθωριοποιηθεί η ζωτικά αναγκαία υπόθεση του εκδημοκρατισμού και η εξίσου ζωτική υπόθεση της πολιτικής επίλυσης του Κουρδικού - ζητήματα που θα έπρεπε να κυριαρχήσουν στην προσεχή συνταγματική αναθεώρηση, τα ιεραρχεί δε ως καθοριστικά και ο πρόεδρος Αμπντουλάχ Γκιουλ. Αυτήν τη στιγμή γίνεται διαπάλη μέσα στο ΑΚΡ γι’ αυτό το θέμα. Αν επικρατήσει η γραμμή του προεδρικού συστήματος στο όνομα του ισχυρού κράτους, θα χάσουν μεμιάς όλους εμάς από τη φιλελεύθερη διανόηση, που τους υποστηρίζει ώς τώρα κριτικά. Αυτή τη φορά, η αντίδραση δεν θα έρθει από τον στρατό ούτε από τους δικαστές, αλλά από την ίδια την κοινωνία και το κυβερνών κόμμα θα δοκιμαστεί καίρια από τους κινδύνους της διάσπασης και της εκλογικής ήττας».
«Κινητικότητα για τα δώδεκα μίλια»
Οργανικό κομμάτι του κεμαλικού κατεστημένου και μονόπλευρα προσανατολισμένη στη Δύση, η τουρκική διπλωματία είχε δύσκολες σχέσεις με την κυβέρνηση Ερντογάν, μέχρι τη στιγμή που το υπουργείο Εξωτερικών ανέλαβε ο Αχμέτ Νταβούτογλου. Επιδεικνύοντας ευρύ πνεύμα στο πολιτικό πεδίο και προσφέροντας στους διπλωμάτες καριέρας ισχυρά κίνητρα, κατάφερε να προσεταιριστεί σημαντική μερίδα τους. Ζωντανή απόδειξη ο Σελίμ Γενέλ, ο οποίος έχοντας υπηρετήσει σε σημαντικές πρεσβείες, στην Αμερική και την Ευρώπη, αναβαθμίστηκε από τον Νταβούτογλου σε βοηθό υπουργό Εξωτερικών. Τον συναντήσαμε στην Αγκυρα και είχε πολλά ενδιαφέροντα να μας πει για τη «Νέα Εξωτερική Πολιτική» του προϊσταμένου του:
«Αργήσαμε να αντιληφθούμε ότι το τέλος του Ψυχρού Πολέμου είχε ως αποτέλεσμα να υποβαθμιστεί η πολιτική αξία της Τουρκίας στα μάτια της ευρωπαϊκής κοινότητας. Τα ισχυρά κράτη έστρωσαν το κόκκινο χαλί στις νέες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και άφησαν την Τουρκία να περιμένει επ’ αόριστον έξω, στην παγωνιά. Η εξέλιξη αυτή μας σόκαρε, αλλά και μας άνοιξε τα μάτια. Συνειδητοποιήσαμε, τελικά, ότι θα έπρεπε να επινοήσουμε ξανά τον εαυτό μας, να βρούμε μια νέα, προστιθέμενη αξία για να αναβαθμίσουμε τον ρόλο μας».
Για τον κ. Γενέλ, όπως και για όλους τους συναδέλφους του στο υπουργείο Εξωτερικών που συναντήσαμε, η ευρωπαϊκή προοπτική παραμένει ο υπ’ αριθμόν ένα στρατηγικός στόχος, «το σπουδαιότερο εθνικό σχέδιο μετά την ίδρυση της Δημοκρατίας από τον Ατατούρκ». Ωστόσο, η αναστολή της ενταξιακής προοπτικής ανάγκασε, κατά τον συνομιλητή μας, την κυβέρνηση του ΑΚΡ «να κοιτάξει στη γειτονιά μας, από τα Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή μέχρι τον Καύκασο και την Κεντρική Ασία, για να εντοπίσει δυνατότητες άσκησης πολιτικής μαλακής ισχύος. Αναδεικνύεται έτσι μια νέα Τουρκία, με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και αποφασιστικότητα. Αυτή η Τουρκία θα είναι εδώ, όποια κυβέρνηση και αν έρθει αύριο, και ο κόσμος πρέπει να συνηθίσει στην ιδέα ότι θα συνδιαλέγεται μαζί της».
Τι σημαίνει αυτή η «νέα Τουρκία» για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις; Εχουν βάση όσα γράφτηκαν στον Τύπο για ενδεχόμενη άρση του casus belli αναφορικά με τα 12 μίλια; Υπάρχει κάποιου είδους διάλογος μεταξύ των δύο χωρών για το εν λόγω ζήτημα; Η απάντηση του Τούρκου διπλωμάτη, ειδικά στο θέμα των 12 μιλίων, έχει ενδιαφέρον:
«Διακηρύξαμε και εννοούμε την πολιτική των μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονές μας, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας. Ευνοούμε τις συνομιλίες των δύο κοινοτήτων για επίτευξη συμφωνημένης λύσης στο Κυπριακό και ενθαρρύνουμε προς αυτήν την κατεύθυνση την ηγεσία των Τουρκοκυπρίων. Οσο για το θέμα των 12 μιλίων και του casus belli, αυτό αφορά τον διάλογο που διεξάγεται, σε επίπεδο υφυπουργών Εξωτερικών, για τα μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης. Οι σχετικές συνομιλίες διεξάγονται σε απολύτως εμπιστευτικό πλαίσιο. Αυτό που μπορώ, ωστόσο, να σας πω, είναι ότι τα πράγματα κινούνται, και κινούνται προς θετική κατεύθυνση».
Μια άλλη, ωστόσο, τοποθέτηση του κ. Γενέλ υπήρξε λιγότερο ευοίωνη. Οταν τον ρωτήσαμε πώς βλέπει την αποτελμάτωση των ενταξιακών διαπραγματεύσεων και την απροθυμία ισχυρών ευρωπαϊκών κρατών να δεχθούν την Τουρκία ως πλήρες μέλος, μας απάντησε: «Δυστυχώς, το εγχείρημα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης προχωρεί πάντα μέσα από κρίσεις. Και στην περίπτωση της Τουρκίας, ήρθε πρώτα η κρίση του 1996 (στα Ιμια) και μετά το Ελσίνκι. Σήμερα, δεν υπάρχει κάποια σοβαρή κρίση στον ορίζοντα και τα πράγματα αποτελματώνονται». Στην εύλογη ερώτηση αν εννοεί ότι χρειάζεται μια νέα κρίση για να «ξεκολλήσουν» τα πράγματα, η απάντηση του συνομιλητή μας ήταν, φυσικά, αρνητική - αλλά…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου