Τα Νέα
ΜΑΔΡΙΤΗ22 Μαΐου 1937 «Ο Ιππόλυτος (...) έμοιαζε λες και κάποιος έχει σκαλίσει το πρόσωπό του πάνω σε γρανίτη. Περπατούσε κι έσερνε τα πόδια του, η πατούσα του γινόταν ένα με το έδαφος σε κάθε του βήμα· κι είχε ένα αυτόματο πιστόλι το οποίο ήταν τόσο μεγάλο που κάλυπτε σχεδόν το μισό του πόδι. Πάντα έλεγε “Σαλούτ” με μια ελαφρά υπόκλιση, έχοντας το ύφος του ανθρώπου του υπόκοσμου. Του ανθρώπου του υπόκοσμου ο οποίος όμως ήξερε καλά τη δουλειά του.
Τις πρώτες ημέρες του πολέμου είχε λάβει μέρος στη μάχη για την κατάληψη του στρατώνα της Μοντάνα αλλά δεν υπήρξε ποτέ μέλος κάποιου πολιτικού κόμματος. Τα τελευταία είκοσι χρόνια ανακατευόταν με τον συνδικαλισμό, ήταν μέλος της Σοσιαλιστικής Ενωσης, του UGΤ. Οταν τον ρώτησα για την ιδεολογία του, μου είπε ότι πίστευε στους Δημοκρατικούς.
Ηταν ο οδηγός μας στη Μαδρίτη όπως και στο Μέτωπο, κατά τις 19 ημέρες του βομβαρδισμού της πρωτεύουσας, ο οποίος ήταν τόσο άσχημος που δεν είχε νόημα να γράψω γι΄ αυτόν. Ολο αυτό το διάστημα ήταν τόσο αγέρωχος όσο και ο γρανίτης απ΄ τον οποίο είχε κοπεί το καλούπι της φάτσας του, ηχηρός σαν καμπάνα και ακριβής όσο και το ρολόι του σταθμάρχη στο σιδηρόδρομο. Βλέποντάς τον συνειδητοποιούσες γιατί ο Φράνκο δεν κατέλαβε τη Μαδρίτη όταν είχε την ευκαιρία. Αρκεί ένας και μόνον να είχε μείνει πίσω ζωντανός και ο Ιππόλυτος, όπως και άλλοι σαν αυτόν, δεν θα είχε σταματήσει να πολεμάει από δρόμο σε δρόμο και από σπίτι σε σπίτι· και οι τελευταίοι εναπομείναντες θα είχαν κάψει την πόλη. Είναι σκληροί και είναι ικανοί. Αυτοί είναι οι Σπανιόλοι που κάποτε κατέκτησαν τον Δυτικό Κόσμο. Δεν είναι ρομαντικοί όπως οι Αναρχικοί και δεν φοβούνται να πεθάνουν. Μόνο που δεν το αναφέρουν ποτέ αυτό. Οι Αναρχικοί το κάνουν και λίγο θέμα, όπως οι Ιταλοί.
Την ημέρα που δεχθήκαμε στη Μαδρίτη πάνω από 300 οβίδες, στο βαθμό που οι δρόμοι όλοι να είναι στρωμένοι με θρυμματισμένα γυαλιά, σπασμένα τούβλα, σκόνη και χαλάσματα που κάπνιζαν, ο Ιππόλυτος είχε το αυτοκίνητο παρκαρισμένο στο σκέπαστρο ενός κτιρίου, σε ένα στενό δρομάκι δίπλα στο ξενοδοχείο. Εμοιαζε με καλό, ασφαλές μέρος, και αφού κάθισε στο δωμάτιο όσο εγώ δούλευα, κάποια στιγμή βαρέθηκε και είπε ότι θα πήγαινε να καθίσει στο αυτοκίνητο. Ελειπε δέκα λεπτά όταν μια οβίδα έξι ιντσών χτύπησε το ξενοδοχείο εκεί όπου ενώνεται ο πρώτος όροφος με το πεζοδρόμιο. Εισχώρησε βαθιά μέσα στο κτίριο και δεν εξερράγη. Ο Ιππόλυτος και το αυτοκίνητο απείχαν καμιά πενηνταριά μέτρα από το σημείο που έπεσε η οβίδα. Κοίταξα έξω απ΄ το παράθυρο, είδα ότι ήταν καλά και κατέβηκα κάτω.
“Πώς είσαι;”. Μου είχε σχεδόν κοπεί η ανάσα.
“Καλά”, είπε.
“Πήγαινε το αυτοκίνητο λίγο πιο κάτω”.
“Μην είσαι ανόητος. Ούτε σε χίλια χρόνια δεν πρόκειται να ξαναπέσει κάτι σ΄ αυτό το σημείο. Εξάλλου δεν έσκασε”.
“Πήγαινέ το πιο κάτω στο δρόμο”.
“Τι έπαθες;”, ρώτησε. “Σου ΄στριψε καμιά βίδα;”.
“Λογικέψου”.
“Κάνε τη δουλειά σου”, είπε. “Μην ανησυχείς για μένα”.
Οι πληροφορίες σχετικά με εκείνη την ημέρα είναι αντικρουόμενες στη μία το μεσημέρι όμως ο βομβαρδισμός σταμάτησε κι αποφασίσαμε να πάμε στο ξενοδοχείο Γκραν Βία, έξι τετράγωνα πιο πέρα, για να φάμε κάτι. Ετοιμαζόμουν να πάω με τα πόδια, ακολουθώντας μια όσο το δυνατόν πιο ασφαλή διαδρομή που είχα με πολύ κόπο σχεδιάσει, όταν ο Ιππόλυτος είπε “Πού πάτε;”.
“Να φάμε”.
“Μπείτε στο αυτοκίνητο”.
“Είσαι τρελός”.
“Ελα, θα πάμε στο Γκραν Βία με το αμάξι. Σταμάτησε. Πρέπει κι αυτοί να φάνε κάτι”.
Τέσσερις από εμάς μπήκαμε στο αυτοκίνητο και πήγαμε στο Γκραν Βία. Τεράστιες τρύπες έχασκαν στα πεζοδρόμια. Πολλά κτίρια είχαν καταρρεύσει. Στο δρόμο δεν υπήρχε πουθενά ψυχή ζώσα, ένας δρόμος που άλλοτε ήταν η Πέμπτη Λεωφόρος και μαζί η Μπρόντγουεϊ της Μαδρίτης. Οι νεκροί ήταν πολλοί. Το δικό μας ήταν το μοναδικό αυτοκίνητο.
Ο Ιππόλυτος πάρκαρε το αυτοκίνητο πάνω σ΄ ένα πεζοδρόμιο και φάγαμε όλοι μαζί. Τρώγαμε ακόμα όταν ο Ιππόλυτος τελείωσε και πήγε στο αυτοκίνητο. Από το υπόγειο του ξενοδοχείου ακούσαμε κι άλλους βομβαρδισμούς, πνιχτές εκρήξεις, κι όταν τελειώσαμε με τη φασολάδα, το λεπτοκομμένο λουκάνικο με το πορτοκάλι, ανεβήκαμε πάνω όπου οι δρόμοι ήταν πνιγμένοι μέσα σ΄ έναν κουρνιαχτό. (...) Είδα το αυτοκίνητο.
“Θεέ μου”, είπα. “Πέτυχαν τον Ιππόλυτο”.
Ηταν καθισμένος με το κεφάλι γερτό πίσω, στη θέση του οδηγού. Κοιμόταν.
“Νόμιζα ότι πέθανες”, είπα. Ξύπνησε και χασμουρήθηκε με το χέρι μπροστά στο στόμα. “Κε βα, όμπρε”, είπε. “Πάντα κοιμάμαι μετά το φαγητό αν έχω χρόνο”».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου