Τρίτη 10 Μαΐου 2011

ΤΟ ΑΠΟΡΗΜΕΝΟ ΛΑΒΑΡΟ

www.tanea.gr

Η γραφειοκρατική λογική που θα επινοούσε κάποτε την «ημέρα της γυναίκας», την «ημέρα του παιδιού», την «ημέρα του περιβάλλοντος» κ.λπ. στείρωσε πρώτα την «ημέρα της εργατιάς». Το πιστοποιεί η λογοτεχνία- από την καλή και από την ανάποδη.

Eμπνέει η εργατική Πρωτομαγιά; Και αν ναι, τι εμπνέει; Η απάντηση εξαρτάται από το πώς αντιλαμβάνεται κανείς την εργατική Πρωτομαγιά. Υπάρχουν δραματικές στιγμές στην ιστορία του εργατικού κινήματος που συνδέθηκαν εμβληματικά με την Πρωτομαγιά. Κορυφαίο παράδειγμα, στα καθ΄ ημάς, η αιματηρή καταστολή της απεργίας του 1936 στη Θεσσαλονίκη. Και υπάρχει, από την άλλη, η Πρωτομαγιά που, σε πείσμα του γνωστού συνθήματος, δεν είναι απεργία αλλά αργία, όχι εξέγερση αλλά θεσμός, όχι υποθήκη αγώνων και άνεμος ελπίδας των αδικημένων αλλά γραφειοκρατικό σύμβολο, μια παράγραφος του πρωτόκολλου των κομματικών και συνδικαλιστικών οργανώσεων.


Με τη δεύτερη ιδιότητά της, η εργατική Πρωτομαγιά ανήκει στο επίσημο εορτολόγιο του κράτους, σοσιαλιστικού ή καπιταλιστικού. Είναι καθεστωτική γιορτή, και ως τέτοια εκθέτει ανεπανόρθωτα τον βάρδο που θα θελήσει, από ιδεολογική ευπείθεια, να την υμνήσει παρουσιάζοντας τα ηγεμονικά διάσημά της ως κονκάρδες επαναστατημένων σκλάβων. Σπουδαίος ποιητής ο Ναζίμ Χικμέτ, αλλά τι να πούμε για το ποίημά του που αρχίζει με τον στίχο «Η Κόκκινη Πλατεία περνάει απ΄ όλες τις πλατείες την Πρωτομαγιά» και τελειώνει με τον σχεδόν ταυτόσημο «Όλος ο κόσμος γίνεται την Πρωτομαγιά Κόκκινη Πλατεία»; Μια εργατική γιορτή ταυτίζεται εδώ, και μάλιστα αξιωματικά, με το πολιτειακό σύστημα ενός κράτους-υπερδύναμης. Ένα τοπόσημο αυτού του κράτους υποκαθιστά όλα τα εμβλήματα όλων των εργατικών κινημάτων του κόσμου.

Γενικά, όσο πιο πολύ η προπαγανδιστική ποίηση και τα προπαγανδιστικά συνθήματα ανασαίνουν στον αέρα της γραφειοκρατίας τόσο χειρότερη, δηλαδή τόσο πιο ατελέσφορη, είναι η προπαγάνδα που κάνουν. Άλλο να φωνάζεις «Ζήτω το Κομμουνιστικό Κόμμα» από κάτω και άλλο από πάνω. Άλλο το «Ζήτω ο κομμουνισμός» και άλλο το «Ζήτω το (τάδε) συνέδριο το Κομμουνιστικού Κόμματος». Άλλο το «Ζήτω η εργατιά» και άλλο το «Ζήτω η εργατική Πρωτομαγιά». Οι ποιητές και οι συγγραφείς δεν εμπνέονται από σύμβολα. Τα δημιουργούν. Ο Ρίτσος, στον «Επιτάφιο», συμβολοποίησε ένα στιγμιότυπο και το έκανε αυτό με αληθινά αριστουργηματικό τρόπο, γιατί και μέσα στην ποιητική εξαΰλωσή του το επεισόδιο αυτό παραμένει ένα βαθιά ανθρώπινο, συγκινητικό γεγονός, όπου ο σπαραγμός και ο θρήνος εκβάλλουν αβίαστα σε πίστη και αποφασιστικότητα, το ατομικό δράμα βρίσκει διέξοδο προς την παρηγοριά και τη δικαίωση μέσα στον συλλογικό αγώνα, χωρίς ο ποιητής να μας κάνει να ξεχάσουμε ούτε στιγμή ότι έχουμε να κάνουμε με μια μάνα που οδύρεται πάνω από τον σκοτωμένο γιο της.

Για τον ίδιο λόγο, θεωρώ ότι η ωραιότερη διαπραγμάτευση της ματωμένης Πρωτομαγιάς του 1936 στην πεζογραφία μας βρίσκεται στο μυθιστόρημα του Λευτέρη Μαυρόπουλου «Το άλλο μισό μου πορτοκάλι» (2007). Όχι μόνο για τη ζωντάνια της περιγραφής αλλά, προπαντός, επειδή τα γεγονότα εκείνα, αντί να προσεγγίζονται με τη σηματοδότηση που προσέλαβαν εκ των υστέρων, ως ένα ιδεολογικά και πολιτικά φορτισμένο σύμβολο, παρουσιάζονται από τη σκοπιά ενός αρχικά φιλήσυχου και απολιτικού καπνεργάτη, ως η κορύφωση της πορείας του προς την ταξική και πολιτική συνειδητοποίηση μέσα από τις ατομικές εμπειρίες του. Και η κορύφωση αυτή, αντί να είναι μονοσήμαντα «ηρωική», απεικονίζεται με όλη την κλίμακα χρωμάτων και αποχρώσεων που συνεπάγεται η άμεση, προσωπική, γεμάτη εναλλαγές συναισθημάτων βίωση, αλλά και η σύνθετη φύση των ίδιων των δυνάμεων που αναμετρήθηκαν με τη βία της εξουσίας.

Όλα αυτά μάς οδηγούν στο πολυσυζητημένο θέμα της εργατικής λογοτεχνίας. Αφήνοντας κατά μέρος τις διαμάχες γύρω από τον ορισμό και το περιεχόμενό της, θα παρατηρήσω ότι η εργατική λογοτεχνία δικαιολογεί τον χαρακτηρισμό της όταν ο εργάτης σ΄ αυτή προηγείται του ακτιβιστή. Δηλαδή, όταν οι εμπειρίες, οι ανθρώπινοι χαρακτήρες, οι στάσεις ζωής, οι πολιτισμικές και ηθικές αξίες που συγκροτούν την ιδιαιτερότητα της εργατικής τάξης έχουν για τον συγγραφέα αυτόνομη σημασία και δεν αποτελούν απλώς έναν μοχλό για την ανατροπή ενός συστήματος και την εγκαθίδρυση ενός άλλου. Διαφορετικά, πρόκειται για προπαγανδιστική ή, αν προτιμά κανείς, επαναστατική λογοτεχνία, όπου η εργατιά υπάρχει μόνο μέσα από τον ιστορικό ρόλο που της απονέμει η ιδεολογία. Από αυτή την άποψη, δεν είναι παράξενο ότι η εργατική λογοτεχνία άνθησε κυρίως στις αγγλοσαξονικές και τις σκανδιναβικές χώρες, όπου, πλάι στην παράδοση ατομικής αυτοτέλειας και αυτενέργειας, υπήρχε και μια παράδοση ταξικής περηφάνιας των εργατικών στρωμάτων πολύ προτού τους την εμφυσήσουν τα σοσιαλιστικά και τα κομμουνιστικά κόμματα.

Ετσι, η Πρωτομαγιά, ως εργατική γιορτή, μπορεί να παίρνει αλλού δυναμικότερη και αλλού εθιμοτυπικότερη έκφραση, πάντως όμως δεν έχει το ψυχοκινητικό νόημα που την άρδευε πριν από τη γραφειοκρατικοποίησή της. Το ποίημα του Τόλη Νικηφόρου «Εργατική πρωτομαγιά», από τη συλλογή «Ο μεθυσμένος ακροβάτης», μιλάει με τρόπο που σήμερα, τριάντα δύο χρόνια μετά τη δημοσίευσή του, φαίνεται ν΄ ανταποκρίνεται στα αισθήματα της πλειονότητας των εργαζομένων για τη γιορτή της τάξης τους:

ωραία που ήταν η συγκέντρωση/ στην πιο μεγάλη μας πλατεία/ ωραία τα μάρμαρα/ ωραία τα μέγαρα/ ωραίο και το παλιό εργατικό μας κέντρο οι εργάτες είχαν ήδη φύγει/ να κάνουν την πρωτομαγιά στις γύρω εξοχές/ με τις γυναίκες, τα παιδιά και τα γεμάτα τους καλάθια/ απόμεινες εσύ/ απόμεινα εγώ/ να κοιτάμε ένα απορημένο λάβαρο/ και τα στολισμένα μπαλκόνια/ με τους βραχνούς ομιλητές

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου