http://www.kathimerini.gr
Καταστροφικά πυρηνικά ατυχήματα όπως αυτά που συνέβησαν στο Τσερνομπίλ της Ουκρανίας και στη Φουκουσίμα της Ιαπωνίας, είναι πολύ πιο πιθανό να συμβούν ξανά στο μέλλον, από ό,τι θεωρούσαν έως τώρα οι επιστήμονες, σύμφωνα με μία νέα αξιολόγηση του σχετικού κινδύνου που έκαναν Γερμανοί ερευνητές, οι οποίοι καλούν να υπάρξει μία αναθεώρηση προς τα πάνω των πιθανοτήτων κατάρρευσης μίας πυρηνικής εγκατάστασης.
Το πρόσφατο ατύχημα της Φουκουσίμα έχει ανανεώσει το διεθνές ενδιαφέρον για τους πιθανούς κινδύνους της πυρηνικής ενέργειας και η νέα γερμανική έρευνα πυροδοτεί περαιτέρω τις ανησυχίες για μια νέα καταστροφική τήξη του πυρήνα κάποιου αντιδραστήρα. Οι επιστήμονες του Ινστιτούτου Χημείας Μαξ Πλανκ στο Μάιντς, με επικεφαλής τον διευθυντή Γιος Λέλιβελντ, που δημοσίευσαν τη σχετική μελέτη στο περιοδικό ατμοσφαιρικής χημείας και φυσικής «Atmospheric Chemistry and Physics», υπολόγισαν ότι τέτοια ατυχήματα είναι δυνατό να συμβούν μία φορά κάθε δέκα έως 20 χρόνια, δηλαδή περίπου 200 φορές συχνότερα σε σχέση με τις έως τώρα εκτιμήσεις, όπως αυτή που είχε κάνει η αρμόδια Πυρηνική Ρυθμιστική Αρχή των ΗΠΑ το 1990. Οι νέοι υπολογισμοί λαμβάνουν υπόψη, μεταξύ άλλων, τον αριθμό των υπαρχόντων σήμερα πυρηνικών αντιδραστήρων (440 σε λειτουργία, ενώ άλλοι 60 σχεδιάζονται), τις συνολικές ώρες λειτουργίας τους και τα μέχρι τώρα σοβαρά ατυχήματα.
Οι Γερμανοί επιστήμονες εξάλλου, χρησιμοποιώντας ένα υπολογιστικό μοντέλο για τις συνθήκες της ατμόσφαιρας και τις μετεωρολογικές συνθήκες, εκτιμούν ότι, σε περίπτωση ενός τέτοιου καταστροφικού περιστατικού, περίπου το ήμισυ (50%) του ραδιενεργού καισίου-137 θα εξαπλωθεί σε μία περιοχή πάνω από 1.000 χιλιόμετρα μακριά από τις εγκαταστάσεις του κατεστραμμένου αντιδραστήρα. Μόνο το 8% έως 10% αναμένεται να πέσει σε ακτίνα μικρότερη των 50 χιλιομέτρων, ενώ το 25% του καισίου-137 θα εξαπλωθεί πέρα ακόμα και από τη ζώνη των 2.000 χλμ., πράγμα που σημαίνει ότι ένα μελλοντικό σοβαρό ατύχημα σχεδόν σίγουρα θα έχει μεγάλες διεθνείς επιπτώσεις και πάλι.
Η νέα έρευνα δείχνει ότι η Δυτική Ευρώπη είναι πιθανό να μολυνθεί περίπου μία φορά κάθε περίπου 50 χρόνια από ακτινοβολία άνω των 40.000 μπεκερέλ του ραδιενεργού ισοτόπου καισίου-137 ανά τετραγωνικό μέτρο. Αυτό ακριβώς είναι το όριο που, σύμφωνα με τη Διεθνή Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας (ΙΑΕΑ), χαρακτηρίζει μία περιοχή ως μολυσμένη από ραδιενέργεια. Το καίσιο-137 είναι προϊόν της πυρηνικής σχάσης του ουρανίου (του καυσίμου των αντιδραστήρων), έχει ημι-ζωή 30 ετών και αποτέλεσε βασικό συστατικό της ραδιενεργού ρύπανσης τόσο στο Τσερνομπίλ όσο και στη Φουκουσίμα.
Σύμφωνα με τις γερμανικές εκτιμήσεις, τον μεγαλύτερο κίνδυνο στην Ευρώπη διατρέχουν οι πυκνοκατοικημένες περιοχές της νοτιοδυτικής Γερμανίας και γενικότερα κοντά στα σύνορα Γαλλίας, Βελγίου και Γερμανίας, όπου υπάρχουν πολλοί ενεργοί πυρηνικοί σταθμοί. Αν ένα νέο σοβαρό ατύχημα (με τήξη πυρήνα αντιδραστήρα) συμβεί στη Δυτική Ευρώπη, υπολογίζεται ότι θα μολυνθούν περίπου 28 εκατ. άνθρωποι με ραδιενέργεια άνω των 40.000 μπεκερέλ ανά τετραγωνικό μέτρο.
Ακόμα μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος στην πιο πυκνοκατοικημένη ανατολική Ασία, όπου εκτιμάται ότι η ραδιενέργεια ενός ατυχήματος θα μόλυνε περίπου 34 εκατ. ανθρώπους, ενώ στη νότια Ασία και στην ανατολική ακτή των ΗΠΑ η μόλυνση θα έπληττε 14 έως 21 εκατ. άτομα.
Μετά από αυτές τις εκτιμήσεις, όπως είπε ο Λέλιβελντ, ο οποίος συνεργάζεται επίσης με το Ινστιτούτο της Κύπρου στη Λευκωσία, θα ήταν σκόπιμο όχι μόνο η Γερμανία και οι γειτονικές χώρες να κλείσουν τους αντιδραστήρες τους, αλλά να υπάρξει σταδιακά μία συντονισμένη σταδιακή απαλλαγή από την πυρηνική ενέργεια σε παγκόσμιο επίπεδο.
Πηγή: ΑΜΠΕ
Καταστροφικά πυρηνικά ατυχήματα όπως αυτά που συνέβησαν στο Τσερνομπίλ της Ουκρανίας και στη Φουκουσίμα της Ιαπωνίας, είναι πολύ πιο πιθανό να συμβούν ξανά στο μέλλον, από ό,τι θεωρούσαν έως τώρα οι επιστήμονες, σύμφωνα με μία νέα αξιολόγηση του σχετικού κινδύνου που έκαναν Γερμανοί ερευνητές, οι οποίοι καλούν να υπάρξει μία αναθεώρηση προς τα πάνω των πιθανοτήτων κατάρρευσης μίας πυρηνικής εγκατάστασης.
Το πρόσφατο ατύχημα της Φουκουσίμα έχει ανανεώσει το διεθνές ενδιαφέρον για τους πιθανούς κινδύνους της πυρηνικής ενέργειας και η νέα γερμανική έρευνα πυροδοτεί περαιτέρω τις ανησυχίες για μια νέα καταστροφική τήξη του πυρήνα κάποιου αντιδραστήρα. Οι επιστήμονες του Ινστιτούτου Χημείας Μαξ Πλανκ στο Μάιντς, με επικεφαλής τον διευθυντή Γιος Λέλιβελντ, που δημοσίευσαν τη σχετική μελέτη στο περιοδικό ατμοσφαιρικής χημείας και φυσικής «Atmospheric Chemistry and Physics», υπολόγισαν ότι τέτοια ατυχήματα είναι δυνατό να συμβούν μία φορά κάθε δέκα έως 20 χρόνια, δηλαδή περίπου 200 φορές συχνότερα σε σχέση με τις έως τώρα εκτιμήσεις, όπως αυτή που είχε κάνει η αρμόδια Πυρηνική Ρυθμιστική Αρχή των ΗΠΑ το 1990. Οι νέοι υπολογισμοί λαμβάνουν υπόψη, μεταξύ άλλων, τον αριθμό των υπαρχόντων σήμερα πυρηνικών αντιδραστήρων (440 σε λειτουργία, ενώ άλλοι 60 σχεδιάζονται), τις συνολικές ώρες λειτουργίας τους και τα μέχρι τώρα σοβαρά ατυχήματα.
Οι Γερμανοί επιστήμονες εξάλλου, χρησιμοποιώντας ένα υπολογιστικό μοντέλο για τις συνθήκες της ατμόσφαιρας και τις μετεωρολογικές συνθήκες, εκτιμούν ότι, σε περίπτωση ενός τέτοιου καταστροφικού περιστατικού, περίπου το ήμισυ (50%) του ραδιενεργού καισίου-137 θα εξαπλωθεί σε μία περιοχή πάνω από 1.000 χιλιόμετρα μακριά από τις εγκαταστάσεις του κατεστραμμένου αντιδραστήρα. Μόνο το 8% έως 10% αναμένεται να πέσει σε ακτίνα μικρότερη των 50 χιλιομέτρων, ενώ το 25% του καισίου-137 θα εξαπλωθεί πέρα ακόμα και από τη ζώνη των 2.000 χλμ., πράγμα που σημαίνει ότι ένα μελλοντικό σοβαρό ατύχημα σχεδόν σίγουρα θα έχει μεγάλες διεθνείς επιπτώσεις και πάλι.
Η νέα έρευνα δείχνει ότι η Δυτική Ευρώπη είναι πιθανό να μολυνθεί περίπου μία φορά κάθε περίπου 50 χρόνια από ακτινοβολία άνω των 40.000 μπεκερέλ του ραδιενεργού ισοτόπου καισίου-137 ανά τετραγωνικό μέτρο. Αυτό ακριβώς είναι το όριο που, σύμφωνα με τη Διεθνή Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας (ΙΑΕΑ), χαρακτηρίζει μία περιοχή ως μολυσμένη από ραδιενέργεια. Το καίσιο-137 είναι προϊόν της πυρηνικής σχάσης του ουρανίου (του καυσίμου των αντιδραστήρων), έχει ημι-ζωή 30 ετών και αποτέλεσε βασικό συστατικό της ραδιενεργού ρύπανσης τόσο στο Τσερνομπίλ όσο και στη Φουκουσίμα.
Σύμφωνα με τις γερμανικές εκτιμήσεις, τον μεγαλύτερο κίνδυνο στην Ευρώπη διατρέχουν οι πυκνοκατοικημένες περιοχές της νοτιοδυτικής Γερμανίας και γενικότερα κοντά στα σύνορα Γαλλίας, Βελγίου και Γερμανίας, όπου υπάρχουν πολλοί ενεργοί πυρηνικοί σταθμοί. Αν ένα νέο σοβαρό ατύχημα (με τήξη πυρήνα αντιδραστήρα) συμβεί στη Δυτική Ευρώπη, υπολογίζεται ότι θα μολυνθούν περίπου 28 εκατ. άνθρωποι με ραδιενέργεια άνω των 40.000 μπεκερέλ ανά τετραγωνικό μέτρο.
Ακόμα μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος στην πιο πυκνοκατοικημένη ανατολική Ασία, όπου εκτιμάται ότι η ραδιενέργεια ενός ατυχήματος θα μόλυνε περίπου 34 εκατ. ανθρώπους, ενώ στη νότια Ασία και στην ανατολική ακτή των ΗΠΑ η μόλυνση θα έπληττε 14 έως 21 εκατ. άτομα.
Μετά από αυτές τις εκτιμήσεις, όπως είπε ο Λέλιβελντ, ο οποίος συνεργάζεται επίσης με το Ινστιτούτο της Κύπρου στη Λευκωσία, θα ήταν σκόπιμο όχι μόνο η Γερμανία και οι γειτονικές χώρες να κλείσουν τους αντιδραστήρες τους, αλλά να υπάρξει σταδιακά μία συντονισμένη σταδιακή απαλλαγή από την πυρηνική ενέργεια σε παγκόσμιο επίπεδο.
Πηγή: ΑΜΠΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου