Σύμφωνα με τους κονδυλοφόρους της Δεξιάς, τον εθνάρχη τζούνιορ «τον έριξαν οι Αμερικανοί για τα πετρέλαια». Είναι όμως έτσι;ΦΟΡΕΙΣ ΤΟΥ ΙΟΥ: Τάσος Κωστόπουλος, Αντα Ψαρρά, Δημήτρης Ψαρράς
Οταν γράφονταν τούτες οι γραμμές, η επίσκεψη Σαμαρά στις ΗΠΑ δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί. Αγνοούμε ως εκ τούτου σε ποιο βαθμό τα σενάρια που ήθελαν να σηματοδοτεί ένα ριζικό αναπροσανατολισμό της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, με προνομιακή πλέον στήριξη στις ΗΠΑ αντί της γερμανοκρατούμενης Ε.Ε., επιβεβαιώθηκαν ή παρέμειναν στη σφαίρα της επικοινωνιακής φαντασίας. Δεν μπορούμε ωστόσο παρά να επισημάνουμε μια ενδιαφέρουσα αντίφαση: οι δημοσιογραφικοί κύκλοι που σήμερα εναποθέτουν τις ελπίδες της χώρας στην πατρωνία της Ουάσινγκτον, είναι οι ίδιοι ακριβώς που τα τελευταία χρόνια συνήθιζαν ν’ αποδίδουν σε σκοτεινό αμερικανικό δάκτυλο όλες τις εξελίξεις που οδήγησαν στη σταδιακή κατάρρευση της προηγούμενης κυβέρνησης της Ν.Δ.
Σύμφωνα μ’ αυτό το τελευταίο σενάριο, η κυβέρνηση Καραμανλή δεν κατέρρευσε κάτω από τα βάρη των δικών της σκανδάλων, της κακοδιαχείρισης και της φυγομαχίας μπροστά στην κλιμακούμενη οικονομική κρίση, αλλά «ανατράπηκε» από τις αμερικανικές υπηρεσίες επειδή «τόλμησε» να χαράξει μια ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική, με αιχμή του δόρατος τις ελληνορωσικές συμφωνίες για τους αγωγούς πετρελαίου και φυσικού αερίου. Ολα τα σοβαρά προβλήματα που συνάντησε, από τις καταστροφικές πυρκαγιές του 2007 μέχρι τα σκάνδαλα των «τοξικών» ομολόγων και του Βατοπεδίου ή τη νεανική εξέγερση του 2008, αποδίδονται στη συντονισμένη δράση των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών και των ντόπιων «συνεργατών» τους: κύκλων του ΠΑΣΟΚ στις πυρκαγιές, των «διαπλεκόμενων» ΜΜΕ στα σκάνδαλα, Ελλήνων και ξένων αντιεξουσιαστών στην εξέγερση του Δεκέμβρη.
Η σχετική φημολογία είχε τροφοδοτηθεί εν θερμώ από τον μηχανισμό της Ν.Δ., η ευπρεπέστερη όμως διατύπωση του μύθου έγινε εκ των υστέρων, στην ημιεπίσημη εξιστόρηση της νεο-καραμανλικής εξαετίας από τον δημοσιογράφο Μανώλη Κοττάκη («Καραμανλής off the record», Αθήνα 2011). Βασισμένο κατά κύριο λόγο σε υπονοούμενα και στερούμενο την παραμικρή τεκμηρίωση, το εν λόγω βιβλίο προσπαθεί να φιλοτεχνήσει το πορτρέτο ενός οραματιστή πρωθυπουργού που γκρεμίστηκε επειδή τα έβαλε με τους εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς του έθνους, προδίδεται όμως από τις κραυγαλέες αντιφάσεις του: ο συγγραφέας θέλει λ.χ. να πιστέψουμε πως η αναγνώριση της ΠΓΔΜ από τις ΗΠΑ με το συνταγματικό της όνομα (4.11.2004) «είχε εκδικητικό χαρακτήρα για τη στάση της νέας κυβέρνησης στα εθνικά θέματα» (σ. 201), στην ίδια όμως σελίδα αναφέρει πως η σχετική απόφαση είχε παρθεί ήδη από το 2003 – όταν, δηλαδή, την Ελλάδα κυβερνούσε ακόμη ο Σημίτης! Την ίδια σοβαρότητα αντανακλά η αμετροέπεια της σύγκρισης του Καραμανλή με τον Κολοκοτρώνη (σ. 236) ή η εξύμνηση της διπλωματίας των αγωγών με το επιχείρημα (σ. 216) πως «όπου περνά πετρέλαιο, ως γνωστόν σιγούν συνήθως τα όπλα» κι ότι «οι θαλάσσιες οδοί του πετρελαίου είναι πάντα ειρηνικές» – ο έγκριτος δημοσιογράφος αγνοεί προφανώς τον οκταετή πόλεμο Ιράν-Ιράκ ή όσα έχουν συμβεί την τελευταία εικοσαετία στον νότιο Καύκασο. Το μόνο βέβαιο είναι πως ακόμη κι αυτή η αφήγηση σκιαγραφεί τελικά μια κυβέρνηση και έναν ηγέτη πλήρως αναξιόπιστους: προσκολλημένους πρωτίστως στη διαχείριση του «επικοινωνιακού» τους προφίλ, αλληλοϋποβλεπόμενους, άκρως ευθυνόφοβους και καθοδηγούμενους από κάθε λογής συμπλέγματα. Πόσο σοβαρά μπορεί λ.χ. να πάρει κανείς μιαν εκπαιδευτική πολιτική βασισμένη στα τραυματικά βιώματα των κοινωνικά απομονωμένων ΟΝΝΕΔιτών φοιτητών της Μεταπολίτευσης (σ.131-2, 149) και τι είδους ηγετικά προσόντα προδίδει η διαβεβαίωση του Κοττάκη (σ. 232) ότι το βέτο του Καραμανλή στο Βουκουρέστι επηρεάστηκε καθοριστικά από την ανάγνωση μιας «επώνυμης επιστολής ψηφοφόρου του από την Κοζάνη», που «άγγιξε μια ευαίσθητη χορδή του πρωθυπουργού» γράφοντάς του ότι «χρωστά αυτό το “όχι” στη μνήμη του πατέρα του»;
Στην προσπάθεια αποκατάστασης του πρώην πρωθυπουργού συνέβαλε, παράλληλα με το βιβλίο, η ταυτόχρονη δημοσίευση στο ομόφρον περιοδικό «Επίκαιρα» (16.6.2011) ενός εγγράφου της ΕΥΠ από τους τελευταίους μήνες της διακυβέρνησής του (5.2.2009), σύμφωνα με το οποίο η ρωσική μυστική υπηρεσία FSB προειδοποιούσε για την ύπαρξη σχεδίου αποσταθεροποίησης -ακόμη και δολοφονίας- του Καραμανλή «από Δυτικές Υπηρεσίες». Η προσεκτική ανάγνωση του επίμαχου ντοκουμέντου δεν αποδεικνύει όμως τίποτα παραπάνω από το γεγονός ότι η FSB αλώνιζε στην Ελλάδα εξίσου ανενόχλητη με τις δυτικές ομολόγους της, παρακολουθώντας -και αυτή- τις κινήσεις του πρωθυπουργού και επιδιδόμενη σε πολυάνθρωπες «διαδικασίες εμπλοκής» με τους αντιπάλους της επί ελληνικού εδάφους. Τα περί σχεδίου αποσταθεροποίησης (με γνωστό μάλιστα κωδικό: «Πυθία 1»!), το οποίο φέρεται να περιλαμβάνει την αποκάλυψη του σκανδάλου του Βατοπεδίου και «διάφορες μορφές κοινωνικής αναταραχής», αποτελούσαν απλές εικασίες των «κεντρικών» γραφείων της Μόσχας, δίχως την παραμικρή τεκμηρίωση. Οι ίδιοι οι παραλήπτες τους δεν τις πήραν άλλωστε και πολύ στα σοβαρά: επισημαίνοντας πως «η αξιοπιστία της πηγής [δηλ. της FSB] δεν δύναται επί του παρόντος να ελεγχθεί», ο συντάκτης του εγγράφου της ΕΥΠ αναφέρει πως το όλο σενάριο «δημιουργεί στην Υπηρεσία μας εύλογα ερωτηματικά» και δεν αποκλείει «οι πληροφορίες αυτές στο σύνολό τους να εντάσσονται στο πλαίσιο επιχειρούμενης παραπληροφόρησης των Κρατικών Αρχών της χώρας μας, με στόχο την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων σκοπιμοτήτων». Πιο εύπιστοι από τους επαγγελματίες πράκτορες, οι πάσης φύσεως εθνικόφρονες της μπλογκόσφαιρας δεν δίστασαν, αντίθετα, ν’ αναγορεύσουν αυτούς τους ατεκμηρίωτους ισχυρισμούς μιας ξένης μυστικής υπηρεσίας σε αμάχητο τεκμήριο – δείγμα κι αυτό της διαχρονικής εθελοδουλείας ενός «πατριωτισμού» που αναζητά την προστατευτική σκιά άλλοτε της CIA κι άλλοτε της FSB.
Τα μυστικά των WikiLeaks
Το περίεργο είναι πως όλη αυτή η σεναριολογία διακινείται, παρ’ όλο που, χάρη σε μια απρόβλεπτη εξέλιξη, διαθέτουμε μεγάλο αριθμό αμερικανικών διπλωματικών εγγράφων της ίδιας περιόδου, μετά τη διαρροή τους τον Νοέμβριο του 2010 στον γνωστό ιστότοπο WikiLeaks. Δημόσια αναρτημένα και προσιτά στους πάντες, τα ντοκουμέντα αυτά προσφέρουν μια μοναδική ευκαιρία: «Σχεδόν σε πραγματικό χρόνο έχουμε τη δυνατότητα να μελετήσουμε και να αναλύσουμε τον τρόπο σκέψης και δράσης των Αμερικανών διπλωματών» εκτιμά χαρακτηριστικά ο Ελληνας πρεσβευτής στην Ουάσινγκτον το 2005-09, Αλέξανδρος Μαλλιάς, κάνοντας λόγο για «καμπή στην ιστορία της διπλωματικής ιστορίας και πρακτικής» («Η άλλη κρίση», σ. 271).
Δεν πρόκειται για το σύνολο των διπλωματικών εγγράφων της περιόδου, αλλά για όσα ήταν προσιτά στον χαμηλόβαθμο στρατιωτικό που τα διοχέτευσε: οι διαβαθμίσεις τους σταματούν στους βαθμούς «confidential» (εμπιστευτικό) και «secret» (απόρρητο), αφήνοντας απέξω όσα είχαν διαβαθμιστεί είτε ως «άκρως απόρρητα» (top secret) είτε ως «ειδικού χειρισμού» (eyes only). Ακόμη κι έτσι η εικόνα που έχουμε για τη στάση της Ουάσινγκτον απέναντι στην κυβέρνηση Καραμανλή παραμένει ωστόσο πολύ ακριβέστερη από τα ευφάνταστα σενάρια ημέτερων και ξένων υπηρεσιών. Η δε διαβάθμιση κάποιων ζητημάτων σε «άκρως απόρρητα», όπως διαπιστώνεται από τα αντίστοιχα κενά, είναι από μόνη της αρκετά εύγλωττη. Στην κατηγορία αυτή υπάγεται όχι μόνο η προξενική αλληλογραφία για τις απαγωγές των Πακιστανών το 2005 ή το σκάνδαλο των τηλεφωνικών υποκλοπών, αλλά και το έγγραφο με το οποίο γνωστοποιείται η εκλογή του Αντώνη Σαμαρά ως αρχηγού της Ν.Δ. (30.11.2009). Η μόνη ενδιαφέρουσα πληροφορία για το πρόσωπό του προέρχεται έτσι από έκθεση του πρέσβη Ντάνιελ Σπέκχαρντ, με αφορμή την υπουργοποίησή του (7.1.2009): ο σημερινός πρωθυπουργός χαρακτηρίζεται εκεί «γενικά φιλοαμερικανός», προβλέπεται η μελλοντική ανέλιξή του «σε μεγαλύτερα πράγματα» και διατυπώνεται η άποψη πως, αντί για το υπουργείο Πολιτισμού, «θα του ταίριαζε πολύ περισσότερο κάποιο οικονομικό υπουργείο ή το Εξωτερικών».
Οσον αφορά την κυβέρνηση Καραμανλή, η εικόνα που προκύπτει από το σύνολο των εγγράφων κάθε άλλο παρά δικαιολογεί τους ισχυρισμούς περί «υπονόμευσης», πόσο μάλλον «ανατροπής» της από τις ΗΠΑ. Παρά τις υπαρκτές τριβές, ο εθνάρχης τζούνιορ αντιμετωπίστηκε σταθερά ως επικεφαλής μιας κυβέρνησης -και κοινωνίας- σαφώς πιο φιλοαμερικανικής από τις προηγούμενες. Μπορούσαν βέβαια ν’ ασκηθούν πιέσεις για διάφορα ζητήματα (και του ασκούνταν), η αποδυνάμωσή του θεωρούνταν όμως εξ ορισμού αρνητική για τα συμφέροντα των ΗΠΑ.
Πειθήνιοι συνεργάτες
Μια πρώτη εικόνα μάς δίνουν τα πληροφοριακά σημειώματα με τα οποία η πρεσβεία εφοδίαζε κάθε αξιωματούχο των ΗΠΑ που επισκεπτόταν την Ελλάδα, ενημερώνοντάς τον για την κατάσταση στη χώρα, για τη γραμμή τού Στέιτ Ντιπάρτμεντ σε κάθε ζήτημα που ήταν ενδεχόμενο να τεθεί αλλά και για τα θέματα που κρινόταν σκόπιμο να θίξει ο ίδιος στις επαφές του με τους Ελληνες επίσημους. Τα ζητήματα που επανέρχονται σταθερά σ’ αυτή την ατζέντα είναι η πίεση για πιο αποφασιστική συμβολή της Ελλάδας στη διεθνή αντιτρομοκρατική εκστρατεία, η πάταξη των ντόπιων αναρχικών, η αύξηση της ελληνικής συμμετοχής στον πόλεμο του Αφγανιστάν, η αγορά αμερικανικών οπλικών συστημάτων, η προστασία των (αμερικανικών) πνευματικών δικαιωμάτων, η αναγνώριση ιδιωτικών πανεπιστημίων ή -έστω- των πτυχίων των αμερικανικών κολεγίων σε ισότιμη βάση με τα ευρωπαϊκά, η αποδοχή της ανεξαρτησίας του Κοσσυφοπεδίου και της ένταξης της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ. Παρά την κλιμάκωση του σχετικού ενδιαφέροντος μέσα στην εξαετία, οι αγωγοί και οι ελληνορωσικές σχέσεις δεν ήταν παρά ένα μόνο από τα σημεία τριβής, όχι πάντα το σημαντικότερο.
Σε όλη την εξαετία βασική πηγή ανησυχίας για την αμερικανική πλευρά αποτελεί το ενδεχόμενο αποδυνάμωσης της κυβέρνησης λόγω εκλογών ή κάτω από την πίεση του «πεζοδρομίου», που θα καθιστούσε τον Καραμανλή λιγότερο πειθήνιο στις αντιδημοφιλείς απαιτήσεις της Ουάσινγκτον. Τυπικό δείγμα, η ενημέρωση του μόνιμου αντιπροσώπου των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ, Κουρτ Φόλγκερ, από τον πρέσβη Τσαρλς Ράις (11.4.2007): «Ενώ έχουμε εργαστεί καλά με την κεντροδεξιά κυβέρνηση της Ν.Δ. αφότου ανέλαβε την εξουσία το 2004, πρέπει να γίνουν εκλογές ώς τον Μάρτιο του 2008. Η προεκλογική καμπάνια εντείνεται, δυσκολεύοντας την ελληνική κυβέρνηση να καταπιαστεί με τα ζόρικα: να άρει τους περιορισμούς των στρατευμάτων της στο Αφγανιστάν, να δείξει ευελιξία σχετικά με το Κοσσυφοπέδιο και να τηρήσει τη συμφωνία της του 1995 όσον αφορά την εισδοχή της Μακεδονίας στους ευρωατλαντικούς θεσμούς».
Ακόμη και κατά την υποτιθέμενη κορύφωση της αμερικανικής «εχθρότητας», το φθινόπωρο του 2008, η πρεσβεία υπενθύμιζε τις καλές υπηρεσίες της κυβέρνησης Καραμανλή προς τις ιμπεριαλιστικές εξορμήσεις των ΗΠΑ: «Ο Κόλπος της Σούδας είναι η σημαντικότερη στρατηγική θέση του αμερικανικού ναυτικού στην Ανατ. Μεσόγειο» διαβάζουμε σε ενημερωτικό σημείωμα του Σπέκχαρντ εν όψει της επίσκεψης του ΑΓΕΕΘΑ, στρατηγού Γράψα, στην Ουάσινγκτον (11.9.2008). «Ενας μεγάλος αριθμός αμερικανικών και ΝΑΤΟϊκών επιχειρήσεων στη Μ. Ανατολή και τη Μεσόγειο εξαρτώνται απ’ αυτή τη βάση στην Κρήτη. Οι Ελληνες δεν θέτουν κανένα περιορισμό στην πρόσβαση, υπέρπτηση ή ανάπτυξη ακόμη και των πιο ευαίσθητων στρατιωτικών συστημάτων στον Κόλπο της Σούδας». Επιπλέον «η Ελλάδα είναι ένας από τους τρεις κυριότερους χορηγούς της αντιτρομοκρατικής επιχείρησης του άρθρου 5 του ΝΑΤΟ στη Μεσόγειο», η δε κυβέρνηση Καραμανλή «έχει υποστηρίξει πλήρως ένα ρωμαλέο πρόγραμμα επισκέψεων πλοίων που επέτρεψε σε σχεδόν 300 αμερικανικά σκάφη να επισκεφθούν 12 ελληνικά λιμάνια κατά την τελευταία διετία».
Στις επαφές τους με τους απεσταλμένους της Ουάσινγκτον τα κυβερνητικά στελέχη απέφευγαν συνήθως κάθε τριβή. Μολονότι το σκάνδαλο των τηλεφωνικών υποκλοπών, που δημοσιοποιήθηκε στις 2.2.2006, «είναι πολύ ζωντανό» και «υπάρχει εκτεταμένη εικοτολογία ότι οι ΗΠΑ είναι ο δράστης», ενημερώνει ο πρέσβης την ΥΠΕΞ Κοντολίζα Ράις εν όψει της επίσκεψής της στην Αθήνα τον Απρίλιο, «ο Καραμανλής και η Μπακογιάννη είναι αποφασισμένοι να μην αφήσουν αυτή την πεποίθηση να φέρει προσκόμματα στη διμερή συνεργασία μας και μάλλον κανείς τους δεν πρόκειται να σας θέσει αυτό το ζήτημα».
Δεν λείπουν ακόμη και συμβουλές προς τους Αμερικανούς για επίδειξη τσαμπουκά έναντι τρίτων. Κατά τη συνομιλία του π.χ. με τον υφυπουργό Νίκολας Μπερνς (11.6.2007), «ο Καραμανλής δήλωσε ότι το χειρότερο σενάριο θα ήταν μια γρήγορη αποχώρηση των ΗΠΑ» από το Ιράκ, καθώς «αυτό θα άνοιγε ένα κουτί της Πανδώρας σε όλη την περιοχή». Οσο για τις σχέσεις Ουάσινγκτον-Τεχεράνης, ο Ελληνας πρωθυπουργός ξεκαθάρισε στην ίδια συζήτηση «ότι, αν και η Ελλάδα ευνοεί μια λύση μέσω διαπραγματεύσεων, είναι φανερό πως όλες οι επιλογές πρέπει να εξεταστούν αν δεν υπάρξει πρόοδος. Η διεθνής κοινότητα δε θα ’πρεπε να δώσει στο Ιράν την εντύπωση ότι μπορεί να τη γλιτώσει». Σ’ ένα πρακτικότερο επίπεδο η κυβέρνησή του διεκδίκησε εύσημα για την έκδοση -στα μουλωχτά- δυο Κούρδων του ΡΚΚ στην Τουρκία (2007) κι ενός τουλάχιστον μαχητή της ιρακινής αντίστασης στην κατοχική κυβέρνηση της Βαγδάτης (22.7.2009).
Ερχονται οι Ρώσοι;
Και οι αγωγοί; θ’ αναρωτηθεί κανείς. Σε μια πρώτη φάση (2004-06) οι ΗΠΑ ανησυχούσαν κυρίως για τη ρωσική «πίεση» προς την Αθήνα να «δέσει» τον υπό κατασκευή αγωγό Τουρκίας-Ελλάδας-Ιταλίας (TGI) «μ’ ένα μακροπρόθεσμο συμβόλαιο αποκλειστικά για ρωσικό φυσικό αέριο» σε βάρος της «στρατηγικής ανάγκης» για «ποικιλόμορφο ενεργειακό εφοδιασμό» της Ευρώπης. Ακόμη και στα μέσα του 2007 η «νευρικότητα της ελληνικής κυβέρνησης» θεωρείται πάντως «κατανοητή», λαμβανομένου υπόψη πως η Ελλάδα «εξαρτάται βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα από τη Ρωσία για τις δικές της ανάγκες σε φυσικό αέριο». Ο πετρελαϊκός αγωγός Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη αντιμετωπίζεται μάλλον αδιάφορα ως δευτερεύον ζήτημα. Την εικόνα περιπλέκουν οι παρεμβάσεις της Δημόσιας Επιχείρησης Αερίου (ΔΕΠΑ), στελέχη της οποίας παραπονιούνται στην πρεσβεία πως η επιχείρηση θα υποταχθεί μετά το 2016 στον όμιλο Κοπελούζου, μελλοντικό μονοπωλιακό εισαγωγέα ρωσικού αερίου. Ο επικεφαλής του τελευταίου, Δημήτριος Κοπελούζος, περιγράφεται από τον Ράις (29.3.2007) ως άτομο «με πολλούς ρόλους», «γνωστή επαφή της πρεσβείας για πολλά χρόνια», «ένας από τους δέκα επιχειρηματίες που μπορούν να διεξάγουν και να ολοκληρώνουν μπίζνες στην Ελλάδα» και συνεταίρος της ρωσικής Gazprom από το 1991.
Το κλίμα αλλάζει στα μέσα του 2008, μετά την υπογραφή (29.4) της ελληνορωσικής συμφωνίας για μελλοντική σύνδεση της Ελλάδας -μέσω παράκαμψης- (και) με τον ρωσικό αγωγό South Stream. Μαζί με την κατ’ αρχάς συμφωνία για μαζική αγορά ρωσικών όπλων, αυτή η επιλογή φαίνεται πως προκάλεσε έντονες αντιδράσεις στα ανώτατα κλιμάκια των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, ηγετικά στελέχη των οποίων (όπως ο ΑΓΕΕΘΑ Γράψας ή ο στρατηγός Ρεκλείτης) έσπευσαν να ενημερώσουν επ’ αυτού τον Αμερικανό στρατιωτικό ακόλουθο. Οι Αμερικανοί άσκησαν ποικίλες πιέσεις για να τις ακυρώσουν, πουθενά όμως δεν διαφαίνεται η παραμικρή πρόθεση «απαλλαγής» τους από τον Καραμανλή. Ο Κοττάκης στηρίζει τη θεωρία του στον υποτιθέμενο χαρακτηρισμό των κινήσεων της ελληνικής κυβέρνησης από την επιτετραμμένη Ντέμπορα Μακάρθι ως «αρρωστημένων» (σ. 301), τον προδίδουν όμως τα κακά αγγλικά του: στην πραγματικότητα η επίμαχη διατύπωση (ill advised) σημαίνει απλώς «κακοσυμβουλευμένες»…
Ο ενοχλητικός Δεκέμβρης
Αποκορύφωμα της «υπονόμευσης» του Καραμανλή από την Ουάσινγκτον, σύμφωνα με τα συνωμοσιολογικά σενάρια των νοσταλγών, αποτέλεσαν τα Δεκεμβριανά του 2008.
Ο Κοττάκης υιοθετεί λ.χ. στο βιβλίο του τους πιο απίθανους «ψιθύρους» των ημερών: λίγο μετά τον φόνο του Γρηγορόπουλου «60.000 SMS έφυγαν από ανώνυμα καρτοκινητά με αποδέκτες χιλιάδες μαθητές, λες και ήταν έτοιμα από καιρό» (σ. 338), «στα επεισόδια πρωταγωνιστούν ξένοι αναρχικοί» (σ. 341) και «μετανάστες από το Αφγανιστάν και το Πακιστάν» (σ. 343), στην κατειλημμένη Νομική «η βασική γλώσσα συνεννόησης είναι τα ιταλικά», «στο δεύτερο υπόγειο του Πολυτεχνείου κατασκευάζονται 80.000 μολότοφ με εισαγόμενη βενζίνη από τη Βραζιλία» (σ. 341) και άλλα συναφή. Πίσω απ’ όλα αυτά ζωγραφίζεται φυσικά ο περίφημος αμερικανικός «δάκτυλος».
Στην πραγματικότητα, όπως διαπιστώνουμε από την εκτενή σχετική έκθεση του πρέσβη Σπέκχαρντ (18.12.2008), ο τελευταίος εναρμονίστηκε απόλυτα με την κυβέρνηση της Ν.Δ. όσον αφορά τα γεγονότα. Καταγγέλλει την «ενθάρρυνση» του ξεσηκωμού από τα ΜΜΕ (που «απέρριψαν με χλευασμό τις εξηγήσεις της αστυνομίας, ότι ο πυροβολισμός μπορεί να ήταν ατύχημα»), ερμηνεύει τη στάση του ΣΥΡΙΖΑ με βάση τη θεωρία ότι τα αριστερά κόμματα «χρησιμεύουν ως χώρος απόσυρσης πολλών γηραλέων αναρχικών», ανησυχεί πως η εξέγερση μπορεί να εξελιχθεί σε φυτώριο μιας νέας γενιάς τρομοκρατών, πάνω απ’ όλα όμως προβληματίζεται για τις έμμεσες επιπτώσεις της στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις: «Τα συμφέροντα των ΗΠΑ θα θιγούν», εκτιμά, καθώς «η κυβέρνηση Καραμανλή θα είναι απρόθυμη ή ανίκανη να προβεί σε τολμηρές ενέργειες ή να έρθει σε αντίθεση με το δημόσιο αίσθημα σε κρίσιμα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής. [...] Μάλλον θ’ αποφύγει κάθε ανάπτυξη στρατιωτικών δυνάμεων που θα την εξέθετε σε επικρίσεις, όπως η αποστολή σημαντικών ενισχύσεων στο Αφγανιστάν». Θεωρεί επίσης ότι μετά το τσαλάκωμα της κυβέρνησης «η ελληνική γραφειοκρατία, εν όψει πολιτικής αβεβαιότητας, θα είναι δυσκολότερο ν’ ανταποκριθεί σε άλλα ζητήματα της ατζέντας μας, όπως εμπορικά ή ζητήματα ασφαλείας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Το ακριβώς αντίθετο, δηλαδή, από τα σενάρια που διακινούσαν τα παπαγαλάκια του Μαξίμου.
Οσον αφορά την αντιμετώπιση του «εξτρεμισμού», η πρεσβεία είχε άλλωστε από καιρό ξεκαθαρίσει τις προτεραιότητές της: επιτήρηση των μουσουλμανικών κοινοτήτων (γηγενών και μεταναστευτικών), για να προλάβει την ανάπτυξη φονταμενταλιστικών τάσεων, και αμείλικτη καταστολή των ντόπιων «αναρχικών», στους οποίους προσμετράται το σύνολο των «ακροαριστερών “ατάκτων”» που «οργανώνουν διαδηλώσεις εν ονόματι της αντιπαγκοσμιοποίησης».
Η κατάργηση του πανεπιστημιακού ασύλου συνιστούσε πάγιο αίτημά της, με το σκεπτικό ότι τα ελληνικά ΑΕΙ «χρησιμεύουν ως κέντρα στρατολογίας αναρχικών». Τον Αύγουστο του 2005, ο υπουργός Δημόσιας Τάξης Γιώργος Βουλγαράκης «υποσχέθηκε» έτσι στον πρέσβη «να καταστείλει τη βίαιη αναρχική δραστηριότητα», ευαγγελιζόμενος «περισσότερες συλλήψεις στο μέλλον». Από την ίδια έκθεση (25.9.2005) πληροφορούμαστε επίσης ότι «το υπουργείο Δημόσιας Τάξης κατσάδιασε το υπουργείο Δικαιοσύνης για την απουσία διώξεων» συλληφθέντων διαδηλωτών. Στη Χρυσή Αυγή οι εκθέσεις αναφέρονται, αντίθετα, μόνο παρεμπιπτόντως, σε ουδέτερους τόνους και δίχως το παραμικρό αίτημα παρενόχλησής της.
Ο σύμμαχός μας στην Αθήνα
Υπουργός Δημόσιας Τάξης το 2006-07, ο Βύρων Πολύδωρας διακρίθηκε για τη σκληρότητά του απέναντι στις τότε φοιτητικές κινητοποιήσεις, τον παροιμιώδη τρόπο με τον οποίο κάλυπτε τα ξεσαλώματα των «πραιτόρων» του και για τις ευφάνταστες συνωμοτικές θεωρίες που πρόβαλλε για να δικαιολογήσει τόσο τις παταγώδεις αποτυχίες του (π.χ. πυρκαγιά Πάρνηθας τον Ιούλιο του 2007) όσο και τις αυξανόμενες κοινωνικές αντιστάσεις που συναντούσε η κυβέρνηση Καραμανλή. Μετά τις εκλογές του 2007 απομακρύνθηκε από το πόστο του ως αποτυχημένος, στο βιβλίο του Κοττάκη «δικαιώνεται» ωστόσο αναδρομικά ως «ένας σπάνιος αλλά παρεξηγημένος πολιτικός που έγκαιρα φώναξε με όλη τη δύναμη της ψυχής του για τη διασύνδεση των εξτρεμιστών με το οργανωμένο έγκλημα αλλά και με άλλα κέντρα και δικαιώθηκε κατόπιν εορτής» (σ. 351-2). Ως «εξτρεμιστές» νοούνται φυσικά μόνο οι «αριστεριστές-κουκουλοφόροι-αναρχικοί-αντιεξουσιαστές» (του φοιτητικού κινήματος της εποχής συμπεριλαμβανομένου) κι όχι οι χρυσαυγίτες, που απουσιάζουν παντελώς από το οπτικό πεδίο του συγγραφέα.
Αν κάποιος αποκαλύπτεται ωστόσο από τα WikiLeaks να καλλιεργεί προωθημένες σχέσεις με τα ακατονόμαστα «άλλα κέντρα», αυτός ήταν ο ίδιος ο «παρεξηγημένος» υπουργός. Κατά τη συνάντησή του με τα παιδιά του δολοφονημένου από τη 17Ν σταθμάρχη της DIA, Τζόρτζ Τσάντες (26.6.2006), διαβάζουμε σε έκθεση του πρεσβευτή Ράις τρεις μέρες αργότερα, «ο Πολύδωρας θρηνολογούσε πως είναι ο μόνος υπουργός της ελληνικής κυβέρνησης που έχει ως καθήκον την αντιμετώπιση της εγχώριας τρομοκρατικής ιδεολογίας, αλλά δεν βρίσκει υποστήριξη στο εσωτερικό της κυβέρνησης και συναντά εχθρότητα από τα ΜΜΕ». Οταν οι συνομιλητές του απαίτησαν τη ριζική αλλαγή της ελληνικής ποινικής νομοθεσίας, με κατάργηση της παραγραφής κακουργημάτων μετά την παρέλευση εικοσαετίας, δεν δίστασε ν’ αντιπροτείνει την παράκαμψη της ελληνικής έννομης τάξης μέσω της ευρωπαϊκής: «κάτω από ειδικούς όρους (φόνος ή τρομοκρατικές ενέργειες)», αποφάνθηκε, «η νομοθεσία της Ε.Ε. θα μπορούσε ενδεχομένως να εφαρμοστεί σε παραγραφείσες υποθέσεις στην Ελλάδα» και να διεξαχθούν δίκες «παρά τους νομικούς περιορισμούς». Σχολιάζοντας την προθυμία του ο Αμερικανός πρέσβης κατέληγε έτσι στο συμπέρασμα πως η αμερικανική κυβέρνηση «έχει βρει ένα σύμμαχο στο πρόσωπο του Πολύδωρα».
Κάποιες στιγμές η προθυμία του «συμμάχου» ξεπερνούσε πάντως ακόμη και τις διαθεσιμότητες της κυβέρνησης Μπους. Κατά τη συνάντησή του στις 12.12.2006 με τον Αμερικανό συντονιστή αντιτρομοκρατίας, Χένρι Κράμπτον, διαβάζουμε σε σχετική έκθεση του Ράις (21.12), «ο Πολύδωρας τόνισε επανειλημμένα πως τα ελληνικά ΜΜΕ είναι έντονα αντιαμερικανικά και δεν υιοθετούν σκληρή γραμμή στο ζήτημα της τρομοκρατίας, καταφερόμενος εναντίον των “αριστερών” στον Τύπο και προτείνοντας “παράνομη επέμβαση” [clandestine operation] των ΗΠΑ». Δεν ξέρουμε τι ακριβώς εισηγήθηκε ο υπουργός Δημόσιας Τάξης της κυβέρνησης Καραμανλή, στην αμερικανική όμως διπλωματία ο όρος «clandestine operation» χρησιμοποιείται αποκλειστικά και μόνο για τις βρόμικες επιχειρήσεις της CIA. Η ιδέα της εξόντωσης αριστερών Ελλήνων δημοσιογράφων φαίνεται ωστόσο πως κρίθηκε υπερβολική από τον συνομιλητή του, που πρόκρινε μια αποτελεσματικότερη αντεπίθεση στο ιδεολογικό πεδίο: στην απάντησή του, διαβάζουμε στην ίδια έκθεση, «ο Κράμπτον τόνισε τη σημασία απονομιμοποίησης της βίας και οικοδόμησης της κοινωνίας των πολιτών». Ως δείγμα γραφής οργανώθηκε μάλιστα το ίδιο βράδυ μια εσπερίδα «δημόσιας διπλωματίας» στην πρεσβευτική κατοικία, «απευθυνόμενη στα ελληνικά θινκ τανκ και τους δημοσιογράφους», που τα φιλικά ΜΜΕ φρόντισαν να καλύψουν «σωστά κι εμπεριστατωμένα».
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου