Σάββατο 21 Ιουνίου 2014

Τι συμβαίνει στο Ιράκ;

Abdulqadir Ar-Rassam2
Του Καπυμπάρα
Το Ιράκ αυτή τη στιγμή φαίνεται να βρίσκεται μπροστά στην πιθανότητα ενός γενικευμένου εμφυλίου πολέμου, που φέρει τα χαρακτηριστικά μιας διακοινοτικής σύγκρουσης ανάμεσα στις κύριες κοινότητες της χώρας, δομημένες είτε σε εθνική βάση, όπως οι Κούρδοι, είτε με επίκεντρο την ένταξη στα διαφορετικά ισλαμικά δόγματα, όπως οι σουνίτες και οι σιίτες.
Το δυτικό Ιράκ έχει πέσει στα χέρια των σουνιτών ανταρτών, που βρίσκονται υπό την στρατιωτική ηγεμονία του Ισλαμικού Κράτους στο Ιράκ και στο Λεβάντε, μιας διάσπασης της Αλ-Κάιντα στην περιοχή και μοιάζει να απειλείται ακόμα και η Βαγδάτη.

Απέναντί τους βρίσκουν τους Κούρδους μαχητές πεσμεργκά (που έχουν πλέον αποκτήσει τα χαρακτηριστικά τακτικού στρατού), τον διαλυμένο εθνικό στρατό (που κυριαρχείται από τους σιίτες), σιίτες πολιτοφύλακες, που θέλουν να προστατεύσουν τους ιερούς τους τόπους στη Νατζάφ και στη Σαμάρα, το Ιράν και τις Ηνωμένες Πολιτείες, που εξετάζουν το ενδεχόμενο να προχωρήσουν ακόμη και σε αεροπορικές επιδρομές.
Οι πολιτικές αναλύσεις συχνά προβλέπουν αρμαγεδδωνικά σκηνικά στην περιοχή της αρχαίας Μεσοποταμίας. Στο άρθρο αυτό θα προσπαθήσουνμε, στο βαθμό που αναλογεί στον ερασιτεχνισμό μας, να αναλύσουμε τα αίτια της σύγκρουσης, εντάσσοντάς την τόσο στο πλαίσιο των ισορροπιών του εσωτερικού πολιτικού σκηνικού, όσο και στο πλαίσιο των ευρύτερων περιφερειακών ανταγωνισμών στην περιοχή της Μέσης Ανατολής. Υπό αυτό το πρίσμα, πιστεύουμε ότι αξίζει να δούμε τι προηγήθηκε της σύγκρουσης και να εξετάσουμε το ζήτημα μακριά από υπεραπλουστεύσεις που βλέπουν ως μοναδικούς άξονες ανάλυσης τον θρησκευτικό φανατισμό και τις απόψεις των ειδικών της αντιτρομοκρατίας.

Περιφερειακές συγκρούσεις & ανταγωνισμοί
Abdulqadir Ar-Rassam - View of BaghdadΗ περιοχή της Μέσης Ανατολής βρίσκεται σε ρευστή κατάσταση και σε αναζήτηση νέων ισορροπιών μετά την κατάρρευση καθεστώτων και πολιτικών βεβαιοτήτων τις τελευταίες δεκαετίες. Ελλείψει σταθερά δομημένων εθνικών ταυτοτήτων και αντίστοιχων πολιτικών και συνταγματικών – θεσμικών παραδόσεων, τόσο οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ, όσο και μεγάλο μέρος των λαϊκών τάξεων εντάσσονται σε μεγάλο βαθμό σε πολιτικά σχέδια στη βάση των επιμέρους θρησκευτικών ή εθνοτικών ταυτοτικών εντάξεων, κυρίως στο επίπεδο των περιφερειακών συμμαχιών, αλλά και στο εσωτερικό των κοινωνικών σχηματισμών, τουλάχιστον στις χώρες με εθνική ή θρησκευτική ανομοιογένεια.
Έτσι, τα τελευταία χρόνια κύριος άξονας της διαμόρφωσης συμμαχιών φαίνεται να είναι η διχοτομία σιίτες/σουνίτες (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι ομαδοποιήσεις είναι γραμμικές και σταθερές σε κάθε επιμέρους θέμα).
Από τη μία εμφανίζεται η σιιτική συμμαχία ανάμεσα στην Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν, το καθεστώς του Μπασάρ Αλ-Άσαντ στη Συρία και τη λιβανική Χεζμπολλάχ, ενώ από την άλλη, έχουμε τη συγκρότηση της συμμαχίας των σουνιτών της Σαουδικής Αραβίας, των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων (και άλλων μοναρχιών του Περσικού Κόλπου) και της Αιγύπτου, μετά το πραξικόπημα του Ιουλίου του 2013).
Εντός του σουνιτικού στρατοπέδου έχει διαμορφωθεί και ένας ανταγωνιστικός πόλος που περιλαμβάνει το Κατάρ, σε ένα βαθμό την Τουρκία και τους πρόσκαιρους νικητές του πρώτου γύρου των αραβικών εξεγέρσεων· τα κόμματα που προέρχονται από την πολιτική παράδοση των Αδελφών Μουσουλμάνων, αν και μετά το πραξικόπημα που ανέτρεψε τον Μόρσι στην Αίγυπτο δεν μοιάζει να έχει την ανάπτυξη που περίμενε αρχικά.
Οι σεχταριστικές αυτές ομαδοποιήσεις αμφισβητήθηκαν από τον λαϊκό παράγοντα κατά τη διάρκεια των αραβικών εξεγέρσεων. Όμως, η απειλή ανατροπής καθεστώτων που εντάσσονται και στις δύο μεριές του ρήγματος και ο φόβος απώλειας συμμάχων, οδήγησε στη σκλήρυνση των σεχταριστικών τάσεων στην κορυφή. Έτσι, η Χεζμπολλάχ είδε να χάνεται το παναραβικό της κύρος, που με κόπο είχε χτίσει μέσα από δεκαετίες αντίστασης, τασσόμενη χωρίς επιφυλάξεις στο πλευρό του Μπασάρ Αλ-Άσαντ, ενώ το ίδιο ισχύει και για το κύρος του τηλεοπτικού σταθμού Αλ-Τζαζίρα ή του μεγάλης επιρροής σουνίτη κληρικού Γιούσουφ Καραντάουϊ (και οι δύο με έδρα το Κατάρ), που εκτέθηκαν αναπαράγοντας την προπαγάνδα του εμιράτου, κυρίως υποστηρίζοντας την εισβολή των σουνιτικών δυνάμεων που κατέπνιξαν τη λαϊκή εξέγερση στο Μπαχρέιν. Ούτε η παλαιστινιακή Χαμάς έμεινε ανεπηρέαστη, επενδύοντας αρχικά στο Κατάρ και την κυβέρνηση Μόρσι και φλερτάροντας με σεχταριστικές λογικές, φαίνεται να επιθυμεί τώρα να αποκαταστήσει γέφυρες με το Ιράν, χάνοντας σε αξιοπιστία.
Στο πλαίσιο αυτό οι ΗΠΑ μοιάζουν να προσπαθούν να προωθήσουν τα συμφέροντά τους, προσεταιριζόμενοι τους πρωταγωνιστές των εκάστοτε πολιτικών στροφών, συμμαχώντας με οποιονδήποτε. Έτσι, τις είδαμε να στηρίζουν τόσο τον Αδελφό Μουσουλμάνο Μόρσι, όσο και τον πραξικοπηματία Αλ-Σίσσι στην Αίγυπτο και σήμερα συμμαχούν –προς μεγάλη απογοήτευση της σαουδαραβικής μοναρχίας- με το Ιράν στο μέτωπο του Ιράκ.
Μέσα στο πλαίσιο αυτό η κυβέρνηση του Νούρι Αλ-Μαλίκι στο Ιράκ φαίνεται να εντάσσεται στον σιιτικό άξονα και να επιδιώκει τη στήριξη του Ιράν και των ΗΠΑ ταυτόχρονα, παρά τη θρυλούμενη ανειρήνευτη μεταξύ τους αντίθεση.
Το πολιτικό σκηνικό στο Ιράκ
Το πολιτικό σκηνικό του Ιράκ κυριαρχείται από τις ισορροπίες ανάμεσα στη σιιτική πλειοψηφία, τη σουνιτική μειονότητα και τους de facto αυτονομημένους Κούρδους. Βασικό διακύβευμα είναι το αν θα διατηρηθεί το Ιράκ σαν ενιαία κρατική οντότητα και υπό ποια ηγεμονία, αν θα τριχοτομηθεί ή αν θα διατηρηθεί με μια κάποιου τύπου ομοσπονδιακή δομή. Παρακάτω θα δούμε ποιες είναι οι βασικές πολιτικές δυνάμεις στη χώρα και ποια είναι η τοποθέτησή τους στο παραπάνω ερώτημα.
Οι Σιίτες
Βασικές πολιτικές δυνάμεις στο εσωτερικό της σιιτικής κοινότητας είναι οι εξής:
i) Το κόμμα του πρωθυπουργού Νούρι Αλ-Μαλίκι, που ονομάζεται –όχι χωρίς μια δόση ειρωνίας- «Κράτος Δικαίου». Ο Αλ-Μαλίκι επιδιώκει να διατηρήσει το Ιράκ ως ενιαίο κράτος υπό την πλήρη ηγεμονία του χωρίς τις παραμικρές παραχωρήσεις. Ξεκίνησε ήδη από τις αρχές του 2014 μια «αντιτρομοκρατική» επιχείρηση στο δυτικό Ιράκ, με επίσημο στόχο την εξάλειψη πυρήνων της Αλ-Κάιντα που δρούσαν στην περιοχή διεισδύοντας από τα πορώδη συροϊρακινά σύνορα, που όμως τρομοκράτησε ολόκληρο το σουνιτικό πληθυσμό. Πάνω από 400.000 κάτοικοι του δυτικού Ιράκ έχουν εγκαταλείψει τις εστίες τους κατά τη διάρκεια των «αντιτρομοκρατικών» επιχειρήσεων, σύμφωνα με την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες. Έφτασε μάλιστα στο σημείο να πολιορκήσει τη Φαλλούτζα και το Ραμάντι, βομβαρδίζοντας τις δύο πόλεις.
Ήδη, από το Δεκέμβρη του 2012, ο Αλ-Μαλίκι είχε προσχωρήσει στη σύλληψη σουνιτών πολιτικών του αντιπάλων, μετά την εκδίωξη του σουνίτη υπουργού οικονομικών Ράφα Αλ-Ισσάουϊ από την κυβέρνηση, ο οποίος και διέφυγε τη σύλληψη καταφεύγοντας στη γενέτειρά του Φαλλούτζα. Ακολούθησαν ειρηνικές διαδηλώσεις των σουνιτών που ζητούσαν απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων και ισότητα δικαιωμάτων και που κατεστάλησαν αγρίως από την αστυνομία.
Ακόμα και στις σχέσεις του με τους Κούρδους, των οποίων η αυτονομία είναι τοις πράγμασι αδιαμφισβήτητο γεγονός, προσπάθησε να αποσπάσει εκ μέρους τους υποχωρήσεις, σταματώντας τη ροή κονδυλίων της κεντρικής κυβέρνησης προς τις κουρδικές περιοχές.
Ο Νούρι Αλ-Μαλίκι κέρδισε τις εκλογές του Απρίλη του 2014 –τις πρώτες μετά την αποχώρηση των Αμερικάνων- παίζοντας το χαρτί της αντιτρομοκρατίας και της σταθερότητας, θεωρώντας πως η μονομερής πολιτική του δικαιώθηκε.
ii) Το Ανώτατο Ισλαμικό Συμβούλιο του Ιράκ, του Αμάρ Αλ-Χακίμ είναι υπέρ ενός ομοσπονδιακού Ιράκ και θεωρείται από μεγάλη μερίδα των σουνιτών αξιόπιστος πολιτικός εταίρος.
iii) Οι «σαντριστές» είναι ένα πολιτικό κίνημα των σιιτών, που ιδρύθηκε από τον ριζοσπάστη κληρικό Μοκτάντα Ασ-Σάντρ, γιο του Αγιατολλάχ Μοχάμαντ Σαντέκ Ασ-Σάντρ, που εκτελέστηκε από το καθεστώς του Σαντάμ Χουσσεΐν. Προπύργιό του είναι η συνοικία Σαντρ Σίτυ της Βαγδάτης, ενώ είναι δημοφιλής και στο νότιο Ιράκ. Συντηρητικοί και λαϊκιστές έχουν σημαντική επιρροή (40 βουλευτές). Είναι υπέρ ενός ενιαίου ιρακινού κράτους και είχαν αρχικά υποστηρίξει τον Αλ-Μαλίκι για να πάρουν τις απoστάσεις τους από αυτόν ήδη από το 2008. Παρότι είναι ενάντια στην ομοσπονδιοποίηση, έχουν γέφυρες επικοινωνίας με τους σουνίτες. Μάλιστα ο Μοκτάντα Ασ-Σάντρ είχε υποστηρίξει δημόσια τις ειρηνικές διαδηλώσεις των σουνιτών το 2012.
iv) Η λίστα του Ιγιάντ Αλάουϊ, του πρώτου προέδρου της κατοχικής κυβέρνησης του Ιράκ, είναι μεικτή, συμπεριλαμβάνοντας εκπροσώπους και των σουνιτών, έχει κοσμικό προσανατολισμό, αλλά μικρή επιρροή.
v) Ο θρησκευτικός ηγέτης των Ιρακινών σιιτών Αγιατολλάχ Σιστάνι, έχει πάρει τις αποστάσεις του από τη μονομερή πολτική του Αλ-Μαλίκι και έχει ανακοινώσει την απόσυρσή του από την πολιτική.
Οι Κούρδοι
Η ιδέα της ανεξαρτησίας έχει πάψει να αποτελεί ταμπού για τις πολιτικές δυνάμεις του Ιρακινού Κουρδιστάν (Δημοκρατικό Κόμμα Κουρδιστάν, Πατριωτική Ένωση Κουρδιστάν, Γκορράν). Όλοι επιδιώκουν στον έναν ή στον άλλο βαθμό την οικοδόμηση θεσμών αυτονομίας θεωρώντας ότι μπορούν να ελπίζουν όχι στην ίδρυση ενός «Μεγάλου Κουρδιστάν», αλλά στην διευρυμένη αυτονομία, ακόμα και ανεξαρτησία των κουρδικών περιοχών του Ιράκ στο άμεσο μέλλον. Στις συγκρούσεις συμμετέχουν μόνο για να υπερασπιστούν τις δικές τους περιοχές. Το νεότευκτο κόμμα Γκορράν (=Αλλαγή) επιδιώκει να αυξήσει την επιρροή του κάνοντας κριτική στη διαφθορά των παραδοσιακών κουρδικών πολιτικών δυνάμεων.
Οι Σουνίτες
Η εξέγερση στο δυτικό Ιράκ εξέφρασε την έντονη δυσαρέσκεια της πλειοψηφίας του σουνιτικού πληθυσμού, που θεωρεί ότι είναι στο στόχαστρο μιας κυβέρνησης που δεν τους αντιπροσωπεύει, αλλά τους αντιμετωπίζει σαν εχθρούς. Οι αντάρτες αποκαλούνται συλλογικά «θουάρ» (=επαναστάτες) και δεν αποτελούνται μόνο από «τζιχαντιστές», συμμετέχουν ανένταχτοι πολιτικά νέοι, αλλά και στελέχη του στρατού του μπααθικού καθεστώτος του Σαντάμ Χουσσεΐν, στην πολεμική τεχνογνωσία των οποίων οφείλονται σε μεγάλο βαθμό οι επιτυχίες της εξέγερσης στο πεδίο της μάχης. Δεν είναι τυχαίο ότι μετά την κατάληψη της Μοσούλης, δεν κυμάτισαν μόνο οι μαύρες σημαίες των «τζιχαντιστών» στα κυβερνητικά κτήρια, αλλά και οι δρόμοι «στολίστηκαν» με πορτρέτα του Σαντάμ Χουσσεΐν.
Οι σουνίτες είναι υπέρ της ανεξαρτησίας ή της ομοσπονδιοποίησης ελπίζοντας, ίσως αφελώς, πως αν τους παραχωρηθεί θα ζήσουν σε πολλά μικρά Ντουμπάι, χάρη στη χρηματοδότησή τους από τις πετρελαιοπαραγωγούς χώρες του Κόλπου. Κόμματα, όπως το «Μουταχιντούν» (=Συναγερμός), υποστηρίζουν τη συνεννόηση με τους μετριοπαθείς σιίτες, αλλά σε γενικές γραμμές οι πολιτικές στοιχίσεις διαμορφώνονται από ένα πλαίσιο τοπικών φυλετικών εντάξεων και συμμαχιών.
Abdulqadir Ar-Rassam1Το Ισλαμικό Κράτος στο Ιράκ και το Λεβάντε χρωστάει την επιτυχία του στη χρηματοδότησή του από τη Σαουδική Αραβία και άλλες μοναρχίες του Κόλπου, που του δώθηκε για να βοηθηθεί στο στόχο του να ανατρέψει τον Μπασάρ Αλ-Άσαντ στη Συρία, αλλά και στις διευκολύνσεις και την ελευθερία κινήσεων που του παρείχε για τον ίδιο λόγο η Τουρκία. Η αντίληψή του είναι ακραία σεχταριστική και φανατική (απειλεί ακόμα και τους ιερούς τόπους των σιιτών) και η βαρβαρότητά του εξίσου ακραία (βλ. «δεν σκοτώνουμε αθώους, μόνο σιίτες»), ενώ εκτέλεσε χιλιάδες αμάχους. Έφτασε στο σημείο να διαλύσει τις σχέσεις του με την Τουρκία, απαγάγοντας τη διπλωματική της αποστολή στη Μοσούλη, ίσως γιατί ένιωθε ότι αυτή έχει ανταγωνιστικά συμφέροντα στην περιοχή, που τα προωθεί μέσω της τουρκόφωνης μειονότητας των Τουρκομάνων. Προφανώς δεν ενδιαφέρεται για μια καλύτερη μοιρασιά, αλλά για την απόλυτη κυριαρχία. Το γεγονός ότι κατέχει τη στρατιωτική ηγεμονία στο στρατόπεδο των εξεγερμένων, για πολλούς δεν οφείλεται στο ότι έχει πολλά μέλη, αλλά στο ότι έχει πολλά λεφτά και δεν προμηνύει τίποτα θετικό για την προοπτική του Ιράκ.

Συμπεράσματα
Abdulqadir Ar-Rassam2Το γεγονός ότι η κατάσταση στο Ιράκ έφτασε ως εδώ οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι ο πρωθυπουργός Νούρι Αλ-Μαλίκι, αισθανόμενος ότι έχει ισχυρές πλάτες –το Ιράν και τις ΗΠΑ- είχε μια μονομερή πολιτική χωρίς διάθεση για συμβιβασμούς και τήρηση ισορροπιών σε μια χώρα με ανομοιογενή πληθυσμό, αποξενώνοντας πλήρως των σουνιτικό πληθυσμό.
Το γεγονός ότι το Ισλαμικό Κράτος στο Ιράκ και το Λεβάντε φαίνεται να έχει την ηγεμονία στην εξέγερση των σουνιτών είχε σαν αποτέλεσμα να συνασπίσει απέναντί του όλους τους υπόλοιπους (σιίτες και Κούρδους) ακυρώνοντας την πολιτική των μετριοπαθών σιιτών ενάντια στον Αλ-Μαλίκι και κάθε δυνατότητα συνεννόησης.
Οι ΗΠΑ στηρίζουν την κυβέρνηση του Αλ-Μαλίκι, όσο διαρκούν οι συγκρούσεις, αλλά τον πιέζουν να παραιτηθεί, θέτοντάς του το ως όρο για να προχωρήσουν σε αεροπορικούς βομβαρδισμούς των θέσεων των ανταρτών, καθώς θεωρούν ότι με τον Αλ-Μαλίκι επικεφαλής δεν μπορεί να υπάρξει συμβιβασμός, και δεν θέλουν να αποξενωθούν πλήρως από παραδοσιακούς συμμάχους τους όπως η Σαουδική Αραβία, εμφανιζόμενες μονομερώς στο πλευρό των σιιτών και του Ιράν.
Ρισκάροντας μία πρόβλεψη θα λέγαμε ότι η κυβέρνηση του Ιράκ θα επικρατήσει (με ή χωρίς τον Αλ-Μαλίκι) απέναντι στους αντάρτες, χάρη στην υποστήριξη που διαθέτει (ΗΠΑ, Ιράν) και το πάγωμα των ενδοσιιτικών μετώπων, χωρίς ωστόσο αυτό να μπορεί να φέρει από μόνο του την ομαλότητα και τη σταθερότητα που υποσχέθηκε προεκλογικά, αφού μέχρι τώρα στηρίχθηκε στην καταστολή και όχι στην τήρηση ισορροπιών. Η πόλωση μάλιστα, καθιστά όλο και πιο δύσκολη την συνεννόηση μετά την κρίση.
Κερδισμένοι φαίνεται να βγαίνουν οι Κούρδοι, που προφανώς θα πάρουν ανταλλάγματα για τη στήριξη που παρέχουν στην κυβέρνηση. Το βασικό ερώτημα είναι αν το Ιράκ θα καταφέρει να επιβιώσει μετά από μια σύγκρουση τέτοιων διαστάσεων ή θα εκπέσει για πολλά χρόνια στην κατάσταση του «αποτυχημένου κράτους».http://parallhlografos.wordpress.com/2014/06/21/%CF%84%CE%B9-%CF%83%CF%85%CE%BC%CE%B2%CE%B1%CE%AF%CE%BD%CE%B5%CE%B9-%CF%83%CF%84%CE%BF-%CE%B9%CF%81%CE%AC%CE%BA/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου