Τετάρτη 23 Ιουλίου 2014

Η «Δωδεκάτη» του Μπέλφαστ: εθνικισμός και κοινωνικό περιθώριο, του Γιάννη Τσιουλάκη

 Δύσκολο πράγμα ο έρωτας χωρίς ανταπόκριση. Να της αφιερώνεις την ψυχή σου, να μην κάνεις τίποτε άλλο στη ζωή σου παρά να τη λατρεύεις, να ντύνεσαι και να ξυρίζεσαι με μόνη έγνοια να αρέσεις σ’ εκείνη που δε θέλει να σε δει ούτε ζωγραφιστό – γιατί είσαι πολύ μπας κλας, που έλεγε κι η Λάσκαρη. Έτσι κάπως είναι οι εορτασμοί της «Δωδεκάτης» (The Twelfth), που ξεκινούν στα τέλη Ιουνίου και κορυφώνονται στις 12 Ιουλίου κάθε χρόνο στη Βόρειο Ιρλανδία. Προτεστάντες από τα χαμηλότερα οικονομικο-κοινωνικά στρώματα της χώρας εκφράζουν μέσα από μια γκάμα επιτελέσεων (παρελάσεις, πάρτι, «φωτιές θριάμβου») την πίστη τους στο Στέμμα (loyalism) και τη «βρετανικότητά» τους (unionism), επιτιθέμενοι συνάμα σε οτιδήποτε «ιρλανδικό» (τρίχρωμη σημαία της Ιρλανδίας, εμβλήματα του IRA και του αυτονομιστικού κόμματος Sinn Féin, καθώς και καθολικά σύμβολα όπως εικόνες του Πάπα).


Φωτιά θριάμβου στο Sandy Row του κεντρικού Μπέλφαστ. Στην κορυφή καίγονται ιρλανδικές σημαίες ενώ στα πλάγια είναι κολλημένες αφίσες με υποψήφιες των κομμάτων Sinn Féin και Alliance. (11/7/2014). Επάνω: Παρέλαση της Δωδεκάτης στη Lisburn Road του Νότιου Μπέλφαστ. Μπάντα τύπου «αίμα και κεραυνοί» (blood and thunder) που σχετίζεται ανεπίσημα με παραστρατιωτικές ομάδες (12/7/2014). 
_______


Σε πρώτη ανάγνωση, αυτές οι εκδηλώσεις έχουν το γνώριμο χαρακτήρα της ακροδεξιάς: σώματα τυλιγμένα με βρετανικές σημαίες, πληθώρα ξυρισμένων κεφαλιών, επιτηδευμένος ανδρισμός και εκδηλώσεις μίσους προς μειονότητες. Ωστόσο, ο κραυγαλέα σοβινιστικός χαρακτήρας των εκδηλώσεων λέει μόνο τη μισή αλήθεια, αφού ταυτόχρονα σκοπός των συμμετεχόντων είναι να βγάλουν τη γλώσσα στην ανερχόμενη αστική τάξη της Βορείου Ιρλανδίας, τόσο προτεσταντική όσο και καθολική, που σπεύδει κάθε χρόνο τέτοια εποχή να φύγει σε ορδές από την πόλη για να αποφύγει την επαφή με το μίασμα των εορτασμών. Κι εδώ έγκειται το δράμα του μαρξιστή που διαπιστώνει ότι μία από τις ελάχιστες «γνήσιες» εκδηλώσεις ιστορικής μνήμης της εργατικής τάξης που επιβιώνουν στη Βρετανία ανήκει στην εθνικιστική δεξιά. Αλλά πώς αλλιώς θα μπορούσαν να είναι τα πράγματα, όταν το εργατικό κίνημα στη Βόρειο Ιρλανδία των μέσων του 20ού αιώνα συνετρίβη από την ανεργία, την παρακμή της βιομηχανίας και τις διαμάχες (The Troubles) μεταξύ ρεπουμπλικάνων/καθολικών και «πιστών στο στέμμα»/προτεσταντών από τα μέσα της δεκαετίας του '60;

Μετά το ειρηνευτικό Σύμφωνο της Μεγάλης Παρασκευής (ή Σύμφωνο του Μπέλφαστ, όπως το αποκαλεί η προτεσταντική κοινότητα) το 1998, η Βόρειος Ιρλανδία πήρε την πορεία προς την «ειρήνη», που σε ελεύθερη μετάφραση σήμαινε την πορεία προς το νεοφιλελευθερισμό. Το νέο πνεύμα έλεγε «ας αφήσουμε τους διχασμούς και ας προοδεύσουμε όλοι μαζί», αλλά το πραγματικό διακύβευμα ήταν η εξασφάλιση εκείνων των συνθηκών που θα επέτρεπαν στην ανερχόμενη αστική τάξη να πλουτίσει εφόσον, μέχρι στιγμής, οι παρωχημένες (όπως θεωρούνταν) εθνικές ιδεοληψίες απέτρεπαν την οικονομική άνθιση που είχε το υπόλοιπο Ηνωμένο Βασίλειο και η Δημοκρατία της Ιρλανδίας. Ας μην ξεχνάμε ότι αυτή ήταν η περίοδος του «Τέλους της Ιστορίας» (όπως την ονόμασε ο Fukuyama) όπου η σχεδόν αναντίρρητη επικράτηση του παγκόσμιου καπιταλισμού είχε αμβλύνει τις ιδεολογικές αντιθέσεις μεταξύ Συντηρητικών και Εργατικών στη βρετανική πολιτική σκηνή. Η πολυπόθητη «ειρήνη στη Βόρειο Ιρλανδία», λοιπόν, που μανιωδώς προωθούσαν ο Tony Blair του «Νέου Εργατικού Κόμματος» και ο ομόλογός του στη Δημοκρατία της Ιρλανδίας Bertie Ahern, ήταν πρωτίστως μια οικονομική συνθήκη που θα έφερνε επιτέλους στην περιοχή την αργοπορημένη ανάπτυξη. Άλλωστε, η σιδηρά κυρία του νεοφιλελευθερισμού είχε ήδη μια δεκαετία νωρίτερα ξεκαθαρίσει ότι «δεν υπάρχει κοινωνία, παρά μόνο άτομα», καθιστώντας κάθε κοινωνική ευαισθησία passé και υποβαθμίζοντας κάθε έκφραση αλληλεγγύης σε εμπόδιο για την οικονομία.

Μέσα σε αυτό το (μετα)συγκρουσιακό κλίμα, κι ενώ σιγά σιγά οι παραστρατιωτικές οργανώσεις και των δύο πλευρών (ή τουλάχιστον τα επίσημα ακτιβιστικά τους κομμάτια) αφοπλίζονταν, οι εργατικές κοινότητες παρέμεναν στη φτώχεια και το κοινωνικό περιθώριο. Καθώς παρακολουθούσαν μέσα από τις στενές αυλές και τα παράθυρα των εργατικών τους πολυκατοικιών την οικοδόμηση ενός νέου Μπέλφαστ με απέραντα εμπορικά κέντρα και πολυτελή διαμερίσματα στη μαρίνα, οι γειτονιές τους εξακολουθούσαν να ελέγχονται από τους ακροδεξιούς παραστρατιωτικούς του UVF και του UDA, δημιουργώντας απροσπέλαστα εθνοτικά-κοινωνικά γκέτο. Αυτοί οι περιθωριοποιημένοι πληθυσμοί κυρίως είναι που ξεχύνονται στους δρόμους κατά την «περίοδο των παρελάσεων», που κορυφώνεται με τις «φωτιές του θριάμβου» την παραμονή το βράδυ και τη μεγάλη παρέλαση το πρωί της «Δωδεκάτης».

Η ιστορική μνήμη παίζει σημαίνοντα ρόλο στις εκδηλώσεις, αλλά διαμεσολαβείται από τις κοινωνικές συνθήκες του παρόντος. Όταν περιθωριοποιημένοι προτεστάντες παίρνουν τους δρόμους για την παρέλαση της «Δωδεκάτης», συμβολικά ανακαταλαμβάνουν περιοχές του Μπέλφαστ που βρίσκονται στον αντίποδα των εργατικών γκέτο στα οποία ζουν. Και η επιτέλεση είναι ένα ολοκληρωτικό αισθητικό υπερθέαμα: μιλιταριστικές ορχήστρες με στολές που κάθε χρόνο γίνονται και πιο υπέρλαμπρες, τύμπανα που ηχούν ακόμα και στις πιο προνομιακές γειτονιές των αστών, χορός και τραγούδι με αναφορές στις θυσίες των προτεσταντών της περιοχής του Ulster από τη μάχη στην κοιλάδα του Boyne το 1690, στον Α' Παγκόσμιο πόλεμο και τις συγκρούσεις της δεκαετίας του '70 και του '80. Κάθε φορά λοιπόν που ένα τραγούδι ή μία σημαία υμνεί στους πεσόντες του πολέμου, οι «Πιστοί» του περιθωρίου θυμίζουν στη Βρετανία τον έρωτα που δεν τους ανταποδίδει: Εγώ σ’ αγαπάω κι ας με σνομπάρεις, και θα είμαι εδώ όταν με χρειαστείς, με το όπλο και το τύμπανό μου, να κάνω τη βρώμικη δουλειά και να σκοτωθώ πάλι για πάρτη σου.

Παιδιά από την προτεσταντική κοινότητα συχνά ξεκινούν την ενασχόλησή τους με τις μπάντες σε μικρή ηλικία μαθαίνοντας να οδηγούν την παρέλαση κάνοντας φιγούρες με το ραβδί. (12/7/2014)
_______


Και γιατί δεν οργανώνονται με γνώμονα τα ταξικά τους συμφέροντα; Γιατί να υμνούν μια Βρετανία που τους βλέπει σαν μιάσματα και που τους κρατάει στη φτώχεια; Και τι έχουν να χωρίσουν από τον άνεργο καθολικό που ζει στον απέναντι δρόμο χωρισμένος από τα «ειρηνευτικά τείχη» και τον οποίο συναντούν κάθε μήνα στο γραφείο κοινωνικών επιδομάτων; αναρωτιέται ο αθώος μαρξιστής μέσα μου. Η απάντηση κραυγάζει κάθε φορά που ένας «Πιστός» σηκώνει τη σημαία του Ισραήλ για να ανταγωνιστεί τον αυτονομιστή που υποστηρίζει την Παλαιστίνη. Κάθε φορά που καταφέρεται κατά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όχι γιατί είναι ένας μηχανισμός οικονομικού ιμπεριαλισμού, αλλά γιατί του αφαιρεί κάτι από τη βρετανική του υπερηφάνεια. Κάθε φορά που ρίχνει στη φωτιά εικόνες και σύμβολα της κοινότητας του «Άλλου» ντυμένος στα χρώματα του εθνικισμού και του μίσους. Η ακροδεξιά ρητορική και αισθητική που κρατιέται άσβεστη σε κάθε χώρο του Orange Order, σε κάθε γειτονιά ελεγχόμενη από τους «Πιστούς» παραστρατιωτικούς, σε κάθε εκδήλωση ιστορικής μνήμης, αποδεικνύεται το πιο αποτελεσματικό ανάχωμα στην ταξική συνείδηση.

Γράφω αυτό το κείμενο παρακολουθώντας από το παράθυρό μου την ήσυχη, καταπράσινη, μεσοαστική γειτονιά του Μπέλφαστ όπου ζω τα τελευταία 9 χρόνια και με μεγάλες δόσεις ενοχής για την υπεροψία μου σκέφτομαι το καίριο κείμενο για την Κρίση του δικού μας Πολιτισμού του Γιάννη Μανιάτη.  Αν ο πολιτισμός από τα κάτω είναι κοιτίδα αντίστασης στον άλλο, τον αγοραίο πολιτισμό, τι γίνεται όταν κι ο πρώτος είναι εξίσου διαιρετικός και αντιδραστικός, όταν χτίζεται με μόνο αισθητικό υπόβαθρο την αποτελεσματικότερη έκφραση του μίσους; Γράφω επίσης με το βλέμμα στο μέλλον του ελληνικού ακροδεξιού εθνικισμού, που κανένας μας πια δεν πιστεύει στα σοβαρά ότι είναι περαστικός. Τι λείπει από τους Έλληνες φασίστες για να γίνουν το UVF της Αθήνας; Κοινωνικά αποδεκτές επιτελέσεις ιστορικής μνήμης για όλη την οικογένεια. Σκεφτείτε ένα δυστοπικό, όχι τόσο μακρινό, μέλλον όπου συμμορίες της Χρυσής Αυγής παρελαύνουν στην Πανεπιστημίου την 21η Απριλίου, με χιλιάδες οπαδούς όλων των ηλικιών να τους ζητωκραυγάζουν με μπύρες και παγωτά. Στην προσπάθειά μας να ερμηνεύσουμε τον ελληνικό εθνικισμό μέσα από το ιδεολογικό τρίπτυχο φασισμός-ιμπεριαλισμός-καπιταλισμός, συχνά μας διαφεύγει ο επιτελεστικός εθνικισμός, αυτός που καλλιεργείται στις γειτονιές, στις σχολικές αυλές, στα νυχτερινά μαγαζιά. Ας μην περιμένουμε να δούμε δρώμενα με φωτιές στα κέντρα των πόλεων για να θυμηθούμε ότι υπάρχει και φασισμός «από τα κάτω».

Κείμενο-φωτογραφίες: Γιάννης Τσιουλάκης
Επιμέλεια κειμένου: Λία Πανταζοπούλου
http://kommon.gr/v/88-the-twelfth?fb_action_ids=10204525749570095&fb_action_types=og.likes

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου