Μεταφράζουμε το εξαιρετικό άρθρο του Jerome Roos, ερευνητή-διδάκτορα
στο EUI και
ιδρυτικού μέλους του ROAR Magazine (http://roarmag.org/)
ως μια ακόμα αυθεντική ματιά σε αυτό που εμείς ονομάζουμε κοινοβουλευτικό
ολοκληρωτισμό, διαπλοκή των δογμάτων ασφάλειας και άμυνας με την ανάπτυξη και
τα κυβερνητικά μοντέλα διαχείρισης της κρίσης και τον «παγκόσμιο εμφύλιο πόλεμο
χαμηλής έντασης» που διεξάγεται σε πολλαπλά σημεία του πλανήτη, ταυτόχρονα με
τα βασικά τους εργαλεία:
Την ενοποίηση (σε μεθόδους, τακτικές, οπλισμό αλλά και
πολιτική σημασία) των στρατιωτικών και των αστυνομικών δυνάμεων, της εξωτερικής
πολιτικής (ως αστυνομικής υπεράσπισης της ανάπτυξης) και της εσωτερικής
πολιτικής (ως στρατιωτικής υπεράσπισης της κοινωνικής ομαλότητας).
Είναι διαρκώς
πιο εμφανές - και απηχεί σε όλο και πιο διαδεδομένες πολιτικές και θεωρητικές
αντιλήψεις, παγκοσμίως - ότι η «κατάσταση εξαίρεσης» και το καθεστώς «έκτακτης
ανάγκης» των σύγχρονων κρατικών οντοτήτων και των περιφερειακών ολοκληρώσεών
τους δεν συνιστούν πια προσωρινές μορφές αποκατάστασης της καπιταλιστικής
κυριαρχίας απλώς αλλά εντάσσονται οργανικά στη σύγχρονη μορφή μιας διαρκώς επαν-επεκτεινόμενης
δημοκρατίας μετατρέποντας τον πλανήτη σε ένα «ενιαίο επιχειρησιακό πεδίο».
Στα φασιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης των ναζί, οι φυλακισμένοι
απογυμνώνονταν αρχικά από τις βασικές συνθήκες επιβίωσής τους, ύστερα από τις
συνθήκες αξιοπρέπειάς τους και τέλος από την ίδια την γυμνή ζωή τους.
Στα δημοκρατικά στρατόπεδα εργασίας των σύγχρονων αχανών μητροπόλεων σε
ανατολή και δύση, ο πλανητικός ωκεανός των καταπιεσμένων στερείται τους ίδιους
τους όρους ζωής του καταρχήν ως κατάρρευση της ίδιας της γυμνής ζωής που έχει
ήδη βίαια αναχθεί στην υποτιμημένη ανταλλακτική αξία ενός περίσσιου εμπορεύματος
της σύγχρονης παραγωγής.
Ποιος θα πει ότι η βία των καταπιεσμένων είναι α-πολιτική ή
μη-επαναστατική όταν έχει καταρχήν ως στόχο την εκδίκηση και τα σύμβολα ενός
κόσμου χτισμένου πάνω στην άγρια εκμετάλλευση;
Είναι κρίσιμο
αυτή η πλευρά να επανεξεταστεί γύρω από έναν εκτεταμένο πολιτικό και θεωρητικό
διάλογο γύρω από τα επαναστατικά υποκείμενα και προτάγματα της εποχής μας. Έναν
διάλογο, όμως, που θα πάψει να είναι αφηρημένος και ακαδημαϊκός αλλά θα συνιστά
την αποτύπωση και την εξέλιξη των πρακτικών των καταπιεσμένων, των ορίων και
των ηττών τους, των δυνατοτήτων τους.
Από τις αραβικές χώρες και τη Μιζουράτα ως το Φέργκιουσον και την Γάζα,
από το Κίεβο και το Ντονέτσκ ως το Σαράγεβο και την Ντάκα του Μπαγκλαντες, από
το Γκεζί και την Αττάλεια ως την Αθήνα, το Μιλάνο και τη Μαδρίτη, οι
εξεγερμένοι καλούνται να μάθουν τα ταξικά τους μαθήματα μόνοι τους, με την
"πολιτική εκπροσώπησή" τους να απουσιάζει.
Κι έτσι, όμως, τα μαθαίνουν. Δύσκολα, επίπονα και (κυρίως) με ήττες, όπως
περιέγραφε ο Μαρξ, στην «18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη», στο
εντυπωσιακό εκείνο χωρίο του για τις προλεταριακές επαναστάσεις του 19ου αιώνα.
Αυτό που τελείωνε με τη φράση: «Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα. Εδώ το ρόδο,
εδώ χόρεψε».
Για όσους κουνάνε το δάχτυλο στις ανολοκλήρωτες εξεγέρσεις της εποχής
μας, αλλάζοντας προτιμήσεις σε λαούς και επαναστατικά υποκείμενα ανάλογα με το
πώς τους «κάνουν», κατατάσσοντας τις εξεγέρσεις και τις ταξικές μάχες σε
«καλές» και «κακές» εκ των προσωρινών αποτελεσμάτων τους, πρέπει να θυμίσουμε
το εξής: Σε αυτό τον κόσμο που παράγεται αυτή τη στιγμή μαζί μας και ερήμην μας
έχει ξεσπάσει ένας ακήρυχτος πόλεμος, πιο κοινωνικός και βάρβαρος από ποτέ. Κι
αυτός ο πόλεμος θα σφραγίσει τη μορφή αυτού του κόσμου, είτε από εμάς είτε
ερήμην μας.
Στην αρχαία Αθήνα, το όριο της πολιτικοποίησης του κατοίκου-πολίτη ήταν
τελικά η θέση που έπαιρνε στον εμφύλιο πόλεμο. Αν παρέμενε ουδέτερος, μετά το
πέρας του στερούνταν τα πολιτικά του δικαιώματα και εξοριζόταν από την πόλη.
Ζούμε σ’ εκείνους τους καιρούς, όπου το μεγάλο μέρος του κοινωνικού
σώματος εξωθείται στο κοινωνικό και πολιτικό περιθώριο του παραχθέντος κόσμου, δείχνοντας
από την σκοπιά του αρνητικού ότι η κυρίαρχη πολιτική μορφή του σύγχρονου καπιταλιστικού
κόσμου είναι ο πόλεμος. Αυτής της γιγάντιας στρατιάς, που μόλις τώρα αρχίζει να
κινείται, η συνειδητοποίηση του εαυτού της θα είναι και η πρώτη μεγαλειώδης
νίκη της. Και, πραγματικά, βλέποντας της θηριωδίες των κρατικών πρακτικών, των
πολυεθνικών και πολυκλαδικών μονοπωλίων, των συμμαχιών των προθύμων του
«πολέμου κατά της τρομοκρατίας» και των ντόπιων «εταίρων» τους σε ολόκληρο τον
κόσμο, μπορούμε να πούμε με σιγουριά ότι η κίνηση αυτή των καταπιεσμένων, του
κόσμου της εργασίας και των αποκλεισμένων, είναι η μοναδική ελπίδα να μην
μετατραπεί η γη σε μια απέραντη δυστοπία αθλιότητας.
Σε αυτή την συνειδητοποίηση θέλουμε να συμβάλλουμε, προσπαθώντας να αναδείξουμε
ότι η φλόγα της ελπίδας είναι ζωντανή γιατί γνωρίζουμε (όπως ο Benjamin έγραφε πριν από 75 χρόνια) πως «από τον εχθρό, αν αυτός νικήσει, ούτε οι
νεκροί δε θα είναι ασφαλείς. Και ο εχθρός αυτός δεν έχει σταματήσει να νικά».
Υποσχόμαστε ότι αυτόν τον διάλογο, όσο μας αναλογεί, θα τον διατηρήσουμε
ανοιχτό και θα συμβάλλουμε με όλες μας τις δυνάμεις.
ΑΝΤΙΠΟΛΕΜΙΚΗ
ΔΙΕΘΝΙΣΤΙΚΗ ΚΙΝΗΣΗ
Ακολουθεί η μετάφραση:
Ό,τι
συμβαίνει στο Φέργκιουσον δεν μένει στο Φέργκιουσον
Του
24/08/20914
Για τους Αφροαμερικανούς το κράτος έκτακτης ανάγκης
είναι εδώ και καιρό μια μόνιμη κατάσταση. Τώρα υπό τον νεοφιλελευθερισμό
γενικεύεται παγκοσμίως με γοργούς ρυθμούς.
Την προηγούμενη εβδομάδα ο κυβερνήτης του Μισούρι
κήρυξε κατάσταση έκτακτης ανάγκης κι ανέπτυξε τις δυνάμεις της Εθνικής Φρουράς
στο προάστιο του Σαιντ Λούις, το Φέργκιουσον, ώστε να καταστείλει την
δεκαπενθήμερη κοινωνική αναταραχή που
ακολούθησε την δολοφονία από αστυνομικό του άοπλου έγχρωμου έφηβου Μάικλ
Μπράουν. Ήταν η πρώτη φορά μετά τις ταραχές στο Λος Άντζελες το 1992 , έπειτα
από τον άγριο ξυλοδαρμό από αστυνομικούς ενός άλλου έγχρωμου του Ρόντνεϋ Κίνγκ
και την Μάχη του Σηάτλ κατά την διάρκεια των εμπορικών διαπραγματεύσεων του
Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου εφτά
χρόνια μετά, που ο στρατός κλήθηκε να επαναφέρει την κοινωνική τάξη εντός των
αμερικανικών συνόρων.
Αλλά καθώς οι εικόνες με φάλαγγες
στρατιωτικοποιημένων αστυνομικών δυνάμεων καταστολής που εκτοξεύουν δακρυγόνα
και πλαστικές σφαίρες στους -κατά κύριο λόγο- ειρηνικούς διαδηλωτές έχουν μονοπωλήσει
το ενδιαφέρον του κόσμου, το τσίρκο των μίντια που περιστρέφεται γύρω από την
"ταραχή" στην πραγματικότητα ρισκάρει να αποκρύψει την αθέατη
καθημερινότητα που σιγοβράζει κάτω από την επιφάνεια. Για τους
Αφροαμερικανούς η πραγματική ρατσιστική
βία εντοπίζεται όχι στο θέαμα αλλά στην κανονικότητα[1],
όχι στους τίτλους αλλά ανάμεσα στις γραμμές. Όπως τόσο αιχμηρά μας έδειξε ο Walter Benjamin, στην κορύφωση των
διώξεων στην Ναζιστική Γερμανία, «η
παράδοση των καταπιεσμένων μας διδάσκει πως η "κατάσταση εξαίρεσης" στην
οποία ζούμε είναι ο κανόνας».
Θα πρέπει να έχει γίνει ξεκάθαρο πια ότι οι
ταραχές του Φέργκιουσον δεν εμφανίζονται σε ένα πολιτικό κενό. Η
στρατιωτικοποίηση της αστυνομίας, η θεσμοθέτηση του ρατσισμού, η
εγκληματοποίηση των φτωχών, η συστηματική και περιθωριοποίηση των
Αφροαμερικανών και άλλων μειονοτήτων, η καλπάζουσα αύξηση της έντασης των
ιστορικών μοτίβων της ανισότητας, ο χωρικός διαχωρισμός στη βάση της τάξης και
του χρώματος του δέρματος, η ατιμωρησία με
την οποία οι δυνάμεις επιβολής του νόμου σκοτώνουν, ακρωτηριάζουν και
εξευτελίζουν τους περιθωριοποιημένους - όλα αυτά είναι συμπτώματα μιας σειράς
πολιτικών και οικονομικών παραδόσεων, μερικές μακροχρόνιες και ιστορικές κι άλλες
πιο πρόσφατες.
Είναι ξεκάθαρο σε αυτή την περίπτωση: ότι συμβαίνει
στο Φέργκιουσον δεν μένει στο Φέργκιουσον. Και η κατάσταση έκτακτης ανάγκης που
έχει κηρυχθεί από τον κυβερνήτη Nixon ακριβώς αναδεικνύει μια κοινωνική κατάσταση έκτακτης ανάγκης που ωριμάζει εδώ και δεκαετίες.
Αντιμετωπίζοντας μια μακρά κι αποσαρθρωτική ιστορία ρατσιστικής καταπίεσης από
τη μια, που έρχεται από τα χρόνια της δουλείας και των διαχωρισμών, και το πιο πρόσφατο
μοτίβο της στρατιωτικοποίησης της αστυνομίας και της οικονομικής
περιθωριοποίησης από την άλλη, το Φέργκιουσον έχει τόσο να κάνει με μακροχρόνια
εδραιωμένα πρότυπα λευκής υπεροχής και ρατσιστικών πολιτικών όσο και με τις
συνέπειες της κρατικής εξουσίας και ενός νεοφιλελεύθερου οράματος σε κατάσταση
αμόκ.
Μια παγκόσμια και Μόνιμη Κατάσταση
Εξαίρεσης
Σε αυτήν ακριβώς τη σύμπτωση τυχαίων γεγονότων είναι
που η κατάσταση εξαίρεσης αποκαλύπτει το πραγματικό της πρόσωπο. Ο W.Benjamin, πριν βρει τραγικό τέλος ως
Εβραίος πρόσφυγας από τη ναζιστική Γερμανία, επέμεινε επανειλημμένα σχετικά με
την κεντρικότητα του Ausnahmezustand (ή "κατάστασης εξαίρεσης") στην κυρίαρχη εξουσία. Σήμερα ο
θεωρητικός με την μεγαλύτερη επίδραση στο ζήτημα είναι ο Ιταλός φιλόσοφος Giorgio Agamben, ο οποίος -χτίζοντας πάνω
στο απόφθεγμα του Ναζιστή διανοητή Καρλ Σμιτ («κυρίαρχος είναι αυτός που
αποφασίζει για την κατάσταση εξαίρεσης»)- έχει οικοδομήσει μια εκλεπτυσμένη ανάλυση κι ένα
όραμα δυστοπίας των μυριάδων τρόπων με τους οποίους η κατάσταση εξαίρεσης έχει
γίνει όχι απλά άλλη μια τεχνική της κυβέρνησης, αλλά η ίδια της η λογική.
«Αντιμετωπίζοντας
την ασταμάτητη πρόοδο αυτού που αποκαλείται "παγκόσμιος κοινωνικός
πόλεμος"», γράφει ο Agamben,
«η κατάσταση εξαίρεσης τείνει συσσωρευτικά
να εμφανίζεται ως κυρίαρχο παράδειγμα διακυβέρνησης στην σύγχρονη πολιτική [και]
έχει φτάσει σήμερα στη μέγιστη παγκόσμια εξάπλωσή της». Από την Φαλούτζα ως
το Φέργκιουσον, οι ομοιότητες είναι βαθύτερες από την στρατιωτική αμφίεση ή τον
βαρύ οπλισμό των στρατιωτικών δυνάμεων που αναπτύσσονται. Και τα δύο μέρη
εμφανίζονται ως το κατώφλι της αδιακρισίας μεταξύ νόμου και ανομίας, τάξης και
αταξίας - εμφανίζονται ως ένας χώρος ανομίας στον οποίο η ανθρώπινη ζωή υπάρχει
σε μεγάλο βαθμό μόνο στο έλεος των στρατιωτών και των αστυνομικών που δρουν
αποτελεσματικά ως η κυρίαρχη δύναμη πάνω της.
Εδώ, στην μόνιμη και παγκόσμια κατάσταση
εξαίρεσης, η κλασσική διάκριση μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού αρχίζει να θολώνει
όλο και εντονότερα. Στην Φαλούτζα έφεραν ιδιωτικές εταιρίες με σκοπό να
διατηρήσουν την κοινωνική τάξη, ενώ ο αμερικανικός στρατός -εις βάρος του
δημόσιου χρέους- εγγυόταν την ασφάλεια των ιδιωτικών συμφερόντων όλο το
εικοσιτετράωρο. Στο Φέργκιουσον η ιδιωτική περιουσία προστατεύεται από το
πλιάτσικο ενώ το κοινό πυροβολείται
ακόμα κι όταν είναι στις ιδιωτικές του αυλές. Η Αμερική σπαταλά δημόσιο χρήμα
ώστε να κάνει εξωτερικούς πολέμους για το ιδιωτικά-εταιρικά κέρδη, ενώ την ίδια
στιγμή αφήνει τα ιδιωτικά συμφέροντα να χρηματοδοτούν απευθείας[2]
τα τοπικά αστυνομικά τμήματα που τώρα εξοπλίζονται με το πλεόνασμα όπλων των
ίδιων των πολέμων - ώστε τα να διατηρείται η κοινωνική τάξη πίσω στην πατρίδα.
Η ασφάλεια γίνεται πρωταρχικό ενδιαφέρον την κυβέρνησης ακόμα κι αν η κυβέρνηση
σχεδόν πάντα διαφέρει από τα ιδιωτικά συμφέροντα στη χάραξη πολιτικών ασφάλειας,
όταν αφορούν το κοινωνικό.
Μεταξύ
δημοκρατίας και απολυταρχισμού
Ένα από τα σημεία-κλειδιά της νεοφιλελεύθερης
κυβερν(ο)ησιμότητας[3],
είναι πως επιμένει να συνδυάζει[4]
μια πολιτική απόλυτου φιλελευθερισμού στις παγκόσμιες αγορές με ένα εντεινόμενο
αυταρχικό υπόδειγμα εθνικής διακυβέρνησης. Ακόμα κι αν το κεφάλαιο «ρέει» ελεύθερο διαμέσου των συνόρων, οι ποταμοί
μεταναστών και προσφύγων είτε μπλοκάρονται κι επαναπροωθούνται είτε
παγιδεύονται και κρατούνται. Ακόμα κι αν τα φράγματα του παγκόσμιου εμπορίου
έχουν σπάσει με ένα σχεδόν θρησκευτικό ζήλο, όπως αυτός των νεαρών σταυροφόρων,
νέα τείχη υψώνονται παντού για να κρατήσουν μακριά του σκουρόχρωμους και τους
φτωχούς. Όσο κι αν οι φιλελεύθεροι "οραματιστές" πιέζουν για πλανητική
ενοποίηση, η παγκόσμια πραγματικότητα παραμένει ο συστηματικός αποκλεισμός. Εκεί
όπου ο πλούτος συγκεντρώνεται σε όλο και λιγότερα χέρια, όπου περιφραγμένες
κοινότητες φυτρώνουν σα μανιτάρια εν μέσω της αθλιότητας ενός πλανήτη από παραγκουπόλεις[5].
Η περίφημη «δημοκρατία» των παγκόσμιων αγορών επιτέλους συναντά τις ολοκληρωτικές
φιλοδοξίες του έθνους-κράτους. «Η κατάσταση εξαίρεσης» γράφει ο Agamben, «εμφανίζεται ως το
κατώφλι της απροσδιοριστίας μεταξύ δημοκρατίας και απολυταρχισμού».
Δοσμένης αυτής της αυξανόμενης απροσδιοριστίας
μεταξύ δημοκρατίας και απολυταρχισμού, πολέμου και ειρήνης, τάξης και αταξίας, δεν
θα έπρεπε ίσως να εκπλαγούμε από το γεγονός το ότι τα γεγονότα του Φέργκιουσον συνηχούν
τόσο με μια μακρινή, υπό κατοχή εμπόλεμη ζώνη όπως η Γάζα, όπου ο
απολυταρχισμός της Ισραηλινής κυριαρχίας επιβάλλεται τόσο βάρβαρα πάνω στην
ζωή: στο σημείο που το Ισραήλ έχει καθορίσει την ακριβή επιτρεπόμενη πρόσληψη
θερμίδων στην λωρίδα των 1,6 εκατομμυρίων κατοίκων σε 2.279 θερμίδες ανά ημέρα[6].
Ασφαλώς, το Φέργκιουσον δεν είναι Γάζα (όχι ακόμα τουλάχιστον) όμως υπάρχει μια αδιαμφισβήτητη συνήχηση μεταξύ
των δύο αγώνων, που δεν περιορίζεται στα tweets αλληλεγγύης των Παλαιστινίων στους
διαδηλωτές του Φέργκιουσον ή στις πρακτικές συμβουλές πως να αντιμετωπίζουν τα
δακρυγόνα και τους προελαύνουσες αστυνομικές δυνάμεις.
Πολύ περισσότερο από αυτό, η παλαιστινιακή/αφρο-αμερικανική
αλληλεγγύη είναι η απλούστερη έκφραση
μιας αναγνώρισης πως όχι μόνο η πάλη αλλά και ο εχθρός είναι κοινός. Από την
εταιρεία που κατασκευάζει τα δακρυγόνα μέχρι τις τακτικές επίθεσης των δυνάμεων
καταστολής, Γάζα και Φέργκιουσον είναι πολύ πιο κοντά από όσο αρκετοί άνετα θα
παραδέχονταν πως είναι. Έρευνες έχουν αποκαλύψει πως οι δυνάμεις καταστολής
στις ΗΠΑ διατηρούν στενούς δεσμούς[7]
διατηρούν στενούς δεσμούς με τους Ισραηλινούς ομολόγους τους καθώς και ότι δύο
από τις τέσσερις αστυνομικές μονάδες που αναπτύχθηκαν στο Φέργκιουσον έλαβαν εκπαίδευση[8]
ελέγχου πλήθους στο Ισραήλ. Το να συντηρείς μια κατοχή είναι σοβαρή δουλειά,
και τα αστυνομικά τμήματα των ΗΠΑ έχουν πολλά να μάθουν από τους Ισραηλινούς
ομολόγους τους αν θέλουν α διατηρήσουν τους εσωτερικούς διαχωρισμούς του
αμερικάνικου εδάφους σε μια εποχή όπου βαθαίνουν οι ανισότητες και
αναπτύσσονται ρατσιστικές εντάσεις.
Το Γκέτο ως ένα "ανοιχτό"
στρατόπεδο συγκέντρωσης
Για τον Αγκάμπεν, η κατάσταση εξαίρεσης βρίσκει
την τοπολογική της έκφραση στο στρατόπεδο συγκέντρωσης, που «ορίζει ένα χώρο
στον οποίο η κανονική τάξη έχει de facto ανασταλεί και όπου το αν διαπράττονται ή όχι ωμότητες δεν
εξαρτάται από τον νόμο αλλά από την ευγενή ηθική και την αίσθηση καθήκοντος της
αστυνομίας που λειτουργεί προσωρινά ως κυρίαρχος». Για αυτούς που βρίσκονται
στην λάθος πλευρά του πολέμου κατά της τρομοκρατίας, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης
ονομάζονται Άμπου Γκράιμπ ή Γκουαντάναμο. Για τους Αφροαμερικανούς, το
στρατόπεδο συγκέντρωσης είναι η φυλακή ή πολύ συχνά, το στρατόπεδο εργασίας. Αν
συνεχιστεί η τρέχουσα παράδοση καθείρξεων, τότε ένας
στους τρεις[9]
έγχρωμους άντρες που θα γεννηθούν σήμερα πρέπει να περιμένουν να περάσουν
τουλάχιστον ένα κομμάτι της ζωής τους πίσω από τα κάγκελα. Ενώ μόνο το 12% του
πληθυσμού των ΗΠΑ είναι έγχρωμοι, οι Αφροαμερικανοί άνδρες αποτελούν το 40% του πληθυσμού των 2,1 εκατομμυρίων φυλακισμένων[10].
Περισσότεροι έγχρωμοι βρίσκονται στην φυλακή σήμερα από όσους ήταν σκλάβοι πριν
τον Εμφύλιο Πόλεμο του 1850[11].
Όσο η κατάσταση εξαίρεσης γενικεύεται, ωστόσο, τα
όρια μεταξύ εσωτερικού και εξωτερικού τείνουν να θολώνουν και τα δύο σταδιακά
αρχίζουν να περιλαμβάνουν το ένα το άλλο. Κομμάτι-κομμάτι η λογική των
στρατοπέδων συγκέντρωσης διαχέεται συνολικά στην κοινωνία. Η Γάζα, που έχει
περιγραφεί ακόμα και από τον Βρετανό πρωθυπουργό Ντέιβιντ Κάμερον ως ένα ανοιχτό
στρατόπεδο συγκέντρωσης[12],
είναι ίσως η πιο καθαρή και σύγχρονη έκφραση αυτού του φαινομένου. Όμως, παρόμοιες
(αν και πολύ λιγότερο ακραίες) διαδικασίες είναι σε κίνηση στις ΗΠΑ και αλλού, καθώς
οι χωροταξικοί διαχωρισμοί γίνονται το σήμα κατατεθέν της νεοφιλελεύθερης
αστικής γεωγραφίας. Σήμερα, τα γκέτο του Ντιτρόιτ και τα προάστια του Σαιντ
Λούις, όπως οι κωμοπόλεις του Γιοχάνεσμπουργκ κι οι φαβέλες του Ρίο ντε
Τζανέιρο, παίρνουν την μορφή ανοιχτών στρατοπέδων συγκέντρωσης, στα οποία η
αστυνομία μονίμως δρα ως προσωρινός κυρίαρχος, και στις οποίες οι φτωχοί
έγχρωμοι -και οι έφηβοι άνδρες συγκεκριμένα- θεωρούνται απλά ελεύθερα θηράματα
για την ρατσιστική φαντασία των λευκών αστυνομικών.
Μοτίβα του Νεοφιλελεύθερου διαχωρισμού
Η σύγχρονη φύση των γκέτο και των παραγκουπόλεων ως
ανοιχτά στρατόπεδα συγκέντρωσης είναι στενά συνδεδεμένη με εντεινόμενα μοτίβα
φυλετικής ανισότητας και χωροταξικών διαχωρισμών. Μακράν από το να εξαλειφθεί,
από πολλές σκοπιές, ο διαχωρισμός -πολιτιστικός και υλικός ταυτόχρονα- μόνο
βαθαίνει σαν αποτέλεσμα της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης της οικονομίας. Όχι
από σύμπτωση, η πολιτεία του Μισούρι, η πόλη του Σαιν Λούις και ειδικά το ανυπάκουο
προάστιό του, το Φέργκιουσον, είναι ανάμεσα στα πιο καθαρά παραδείγματα αυτών
των μοτίβων του νεοφιλελεύθερου απαρτχάιντ[13]
στις ΗΠΑ σήμερα. Το 1970, μόνο το 1% των
κατοίκων του Φέργκιουσον ήταν έγχρωμοι. Μέχρι το 2010 το ποσοστό αυτό ανέβηκε
κοντά στο 70 %. Η αλλαγή της φυλετικής σύνθεσης της πόλης μπορεί να αποδοθεί σε
μια έξοδο των λευκών - μερικώς λόγω
της κατάρρευσης της εργατικής τάξης ως αποτέλεσμα της αποβιομηχάνισης, με τους
λευκούς εργάτες να φεύγουν μακριά από την μεσοδυτική «Ζώνη της Σκουριάς»[14],
και μερικώς σαν αποτέλεσμα της εισροής φτηνών πιστώσεων που τράβηξαν μια
φαινομενικά ανερχόμενη και κινητική λευκή μεσαία τάξη εκτός προς τα προάστια.
Καθώς οι τιμές στα σπίτια έπεσαν, έγχρωμοι
κάτοικοι ήρθαν στην γειτονιά και οι προ-εγκατεστημένες τοπικές ανισότητες
(μεταξύ ενοικιαζόμενων σπιτιών και ιδιοκατοίκητων περιουσιών, για παράδειγμα)
απλά έγιναν πιο έντονες. Στο μεταξύ, η φορολογική βάση της τοπικής κυβέρνησης
διαβρώθηκε οδηγώντας έτσι σε μια μείωση προϋπολογισμών για τις δημόσιες
υπηρεσίες και τις δυνάμεις επιβολής της τάξης. Το αστυνομικό τμήμα του
Φέργκιουσον, φυσικά, παρέμεινε σχεδόν αποκλειστικά επανδρωμένο από λευκούς, με
προφανείς συνέπειες για τους μαύρους νεοεισερχόμενους στην γειτονιά. Σύμφωνα με
δεδομένα του FBI 92% των
ανθρώπων που συνελήφθηκαν στο
Φέργκιουσον με κατηγορίες για διατάραξη κοινής ησυχίας είναι έγχρωμοι, ενώ οι
αφροαμερικανοί αποτελούν το 86% των οχημάτων που ακινητοποιούνται για έλεγχο[15].
Πέρα από την διασφάλιση της ειρήνης, αστυνομικοί με ελλιπή εκπαίδευση αλλά
πλεόνασμα οπλισμού θεωρούν τώρα πως η δουλειά τους είναι να κρατούν τον
περιθωριοποιημένο πληθυσμό σε έλεγχο μέσω συνεχών παρενοχλήσεων και κατηγοριών
για μικροεγκλήματα. Όλοι αυτοί είναι μηχανισμοί κοινωνικού ελέγχου.
Στην νεοφιλελεύθερη Αμερική, τα φυλετικά και τα
ταξικά ζητήματα έχουν γίνει σχεδόν αδύνατον να διαχωριστούν και ακριβώς στην
τομή αυτών των δύο έχει χτυπήσει με σκληρό τρόπο η φιλελεύθερη αντεπανάσταση τις
οικογένειες των Αφροαμερικανών. Οικονομικά στοιχεία δείχνουν[16]
πως το χάσμα στο οικογενειακό εισόδημα μεταξύ έγχρωμων και λευκών δεν έχει
μειωθεί από το τέλος του de jure διαχωρισμού τις δεκαετίες του 1950 και 1960, ενώ οι διαφορές
στον πλούτο έχουν μόνο βαθύνει με την οικιστική κρίση του 2007-08 και την
επακόλουθη ύφεση, που επηρέασε τα Αφροαμερικανικά νοικοκυριά με ιδιαίτερη
βαρβαρότητα (όχι λιγότερο κι ως αποτέλεσμα της φυλετικής στοχοποίησής τους από
την Wall Street όσον αφορά τις ληστρικές πρακτικές δανειοδότησης). Σήμερα,
το 45% των έγχρωμων παιδιών μεγαλώνουν σε περιοχές συγκεντρωμένης φτώχειας και τα
σε σχολεία όπου πηγαίνουν είναι περισσότερο διαχωρισμένα από ότι ήταν το 1980.
Όσο εντείνονται οι ταξικές διαφορές, τόσο βαθαίνει η πολυδιάστατη φυλετική
ανισότητα.
Η αποσυντακτική[17]
εξουσία των πολιτικών ταραχών
Για τους Αφροαμερικανούς, λοιπόν, η κατάσταση
εξαίρεσης έχει υπάρξει μια μόνη κατάσταση: δεν ξεκίνησε με τον πυροβολισμό του
Μάικλ Μπράουν και σίγουρα δεν θα τελειώσει με τον κυβερνήτη Νίξον να αποσύρει
την Εθνική Φρουρά από του Φέργκιουσον. Αυτό που διαφέρει αυτή την φορά είναι
πως ο λαός ξεσηκώθηκε σε ανυπακοή εξαιτίας της δολοφονίας από αστυνομικούς ενός
ακόμα νεαρού έγχρωμου και διάλεξε να απαντήσει στην νόμιμη βία της μετέπειτα
αστυνομικής καταστολής με μια μη-νόμιμη
δική του βία. Ξαφνικά, οι τυπικές δράσεις καθημερινής αντίστασης ενώθηκαν σε μια συλλογική δράση άρνησης,
δημιουργώντας χώρο για την ανάδυση μιας πολιτικής αναταραχής. Και είναι ακριβώς
αυτός ο συνδυασμός μιας σειράς ειρηνικών διαδηλώσεων με την άρνηση να σεβαστούν
την βία του νόμου, που έχει ενσταλάξει τέτοιο φόβο στους διαδρόμους της
εξουσίας.
Ο λόγος που αρχές φοβούνται το Φέργκιουσον είναι,
πρώτα και κύρια, το ρίσκο της "μόλυνσης" (ή αυτό που εμείς ονομάζουμε
συνήχηση[18]).
Όπως οι ταραχές για τον Ρόντνεϋ Κίνγκ το 1992 έδειξαν πως μια μικρή σπίθα
γρήγορα μπορεί να βάλει πυρκαγιά στα άνυδρα λιβάδια του υποτιθέμενου
Αμερικανικού μετά-ρατσιστικού αστικού αστερισμού. Όμως υπάρχει ένας βαθύτερος
λόγος που οι αρχές φοβούνται το Φέργκιουσον: Η κυρίαρχη εξουσία - που στέκει
μεμιάς εντός και εκτός του νομικού πλαισίου, ικανή να επιβάλλει αλλά και να αναστείλει
την ισχύ του νόμου - δεν μπορεί να
ανεχτεί την ύπαρξη μιας καθαρής μορφής βίας εκτός
του νόμου. Όπως σημείωσε ο Ουώλτερ Μπένγιαμιν στην Κριτική της Βίας[19],
«η ύπαρξη της βίας εκτός του νόμου, σαν
καθαρή άμεση βία, φέρει αποδεικτικά στοιχεία πως η επαναστατική βία, η ανώτερη
εκδήλωση μη επιτρεπόμενης βίας από τον άνθρωπο, είναι δυνατή». Ο φόβος,
τότε, είναι πως αυτή η τοπική εξέγερση μπορεί να αποκαλύψει μια λανθάνουσα
επαναστατική δυνατότητα μέσα στην ίδια την κοιλιά του θηρίου.
Ακόμα κι αν αυτή η επαναστατική δυνατότητα ποτέ δεν
πραγματοποιείται πλήρως, η κίνηση προς αυτήν φαίνεται να ενσαρκώνει ό,τι ο
Αγκάμπεν θα αποκαλούσε ως μια μορφή αποσυντακτικής εξουσίας -μια εξουσία που
στέκει τελείως εκτός νόμου και που δρα περισσότερο για να αποδιαρθρώσει την
κυρίαρχη εξουσία παρά για να την μεταρρυθμίσει, έχει την ιδιότητα της
καταστροφής της δυνατότητας του κράτους να καταφεύγει στην βία και, σε τελική
ανάλυση, να εξαλείψει τον κύκλο
δημιουργίας και διατήρησης της νόμιμης βίας συνολικά. «Στο σπάσιμο αυτού του κύκλου που διατηρείται από μυθικές μορφές του
νόμου», έγραψε κάποτε[20]
ο W.Benjamin, ακόμα τότε γεμάτος ελπίδα, «στην
αναστολή του νόμου μαζί με όλες τις δυνάμεις από τις οποίες εξαρτάται - όπως
αυτές εξαρτώνται από αυτόν -, τελικά στην εξάλειψη της κρατικής εξουσίας, μια νέα
ιστορική εποχή δημιουργείται».
Αν ακολουθήσουμε αυτή την γραμμή ανάλυσης, η
υποτιθέμενη «βία» των διαδηλωτών του Φέργκιουσον - που ωχριά σε σύγκριση με την
βία του οικονομικού κεφαλαίου και του κράτους - μπορεί να αποδειχθεί άκρως παραγωγική. Και
καθώς η ιδέα της «καθαρής» βίας έξω από τον νόμο μπορεί να ακούγεται απειλητική
για κάποιους, πρέπει να θυμηθούμε πως οι αστικές ταραχές, με όλη την
φαινομενικά ενοχλητική καταστροφή τους και τη θεαματική εκμηδένιση, έχουν
ιστορικά υπάρξει μεγάλες δυνάμεις εξέλιξης. Αυτό που τώρα ονομάζουμε δημοκρατία
δεν θα ήταν δυνατόν να υπάρξει χωρίς αυτές. Μάλιστα, σε εποχές μεγάλης αδικίας
και θεσμικών αδιεξόδων, όταν η βία του νόμου πνίγει την φωνή των καταπιεσμένων,
λίγα πράγματα μπορούν να είναι τόσο καλοδεχούμενα όσο η αποσυντακτική εξουσία που
φέρει μαζί της μια πολιτική ταραχή, για να βοηθήσει να ρυθμιστεί ξανά η ζυγαριά
της δικαιοσύνης. Έτσι, τουλάχιστον, ξεκινά. Αυτό που συμβαίνει στο Φέργκιουσον δεν
μένει στο Φέργκιουσον.
Jerome Roos,
ερευνητής διδάκτορας στην Παγκόσμια Πολιτική Οικονομία του Ινστιτούτου του
Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου και ιδρυτικός συντάκτης του περιοδικού ROAR. Αυτό το άρθρο γράφτηκε ως
κομμάτι της εβδομαδιαίας στήλης του για το TeleSUR English.
[1] https://www.jacobinmag.com/2014/08/itemizing-atrocity/
(«Για τους μάυρους, ο “πόλεμος κατά της τρομοκρατίας” δεν γύρισε πίσω. Ήταν
πάντα εδώ»…
[3] Στμ:
ακολουθούμε, όπως και ο συγγραφέας του κειμένου, την έννοια της governmentality όπως αναπτύχθηκε από τον M.
Foucault
[14] Στμ: “Rustbelt” είναι ο υποτιμητικός όρος μεταξύ των
εργατικών και μεσαίων στρωμάτων στις ΗΠΑ για την μορφή των μεσοδυτικών
πολιτειών που ακολούθησε την κατάρρευση της βιομηχανικής παραγωγής και την
μετατροπή ολόκληρων πόλεων σε φαντάσματα
[17] Στμ: Η
μετάφραση, σχετικά αυθαίρετη, είναι δική μας και αναλαμβάνουμε την ευθύνη για
την ανεπάρκειά της. Πρόκειται για τον όρο destituent power σε αντιπαραβολή
προς τον όρο constituent power
(συντακτική εξουσία), ως προς το ζήτημα της βίας και του υποκειμένου. Εδώ, μια
αρχική δουλειά του G. Agamben:
[18] http://media.roarmag.org/2013/02/Resonance-Real-Democracy-Movement-Indignados-Occupy.pdf
(Στμ: η αυθόρμητη αλυσιδωτή αναπαραγωγή πρακτικών των κινημάτων και των
καταπιεσμένων)
[20] Ό.π.π.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου