Τετάρτη 20 Αυγούστου 2014

Ο φασισμός και η χρήση του κυπριακού-το κυπριακό και η χρήση του φασισμού

Πρόκειται για μια πολύ σύντομη αφήγηση, "γραμμένη στο πόδι" η οποία περισσότερο αναφέρεται στους -πέραν της γειτονιάς μας- ιδιοκτήτες των οικοπέδων στα οποία κατοικούμε με κυβερνήτες που έχουν αορίστως την επικαρπία. Νομίζω ότι πρέπει να αρχίσει να εισάγεται στο σκεπτικό ενεργών ανθρώπων, το ιμπεριαλιστικό σκέλος των αιτιάσεων, ως παραγνωρισμένο και παραγκωνισμένο τμήμα της κυριαρχίας ανθρώπου από άνθρωπο. Πιθανότατα βαθμιαία να υποχωρούν τόσο οι φασιστικές εθνικιστικές αφηγήσεις του κυρίου Κασιδιάρη και των προκατόχων του στα "μαθήματα για το κυπριακό" όσο στις δυστυχώς νέες φιλο-ιμπεριαλιστικές ελλαδικές παραθεωρήσεις των "ίσων αποστάσεων" ή του νεοκυπριακού νεολογισμού "εκάνανέν μας τζιαι κάναμέν τους". Διότι ο διεθνισμός (ως οικουμενική ελευθερία-ισότητα-αδελφότητα) δεν μπορεί και δεν πρέπει να τις έχει. με εκτίμηση στους αναγνώστες και με διάθεση διαλόγου. ΓΚ
Ο φασισμός και η χρήση του κυπριακού-το κυπριακό και η χρήση του φασισμού
Ο φασισμός, αυτός ο χαμαιλέοντας-φρουρός της αστικής τάξης και του ιμπεριαλισμού, τόσο στον ελλαδικό χώρο όσο και στην αλύτρωτη Κύπρο παρουσιάστηκε, με διαφορά μεγέθους, χροιάς και χρόνου. Τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο, το κοινό μέτωπο αντικομουνισμού και ΝΑΤΟϊκού ολοκληρωτισμού απέναντι στη σοβιετική ισχύ αλλά και του πλαισίου της εφαρμογής του δόγματος Τρούμαν στις ελληνοτουρκικές διενέξεις, ήταν οι βασικές του θερμοκοιτίδες. Η διαφορά, μάλιστα, χρόνου μεταξύ Δεκεμβριανών του ‘44 και αντιαποικιακού αγώνα 1955-59 έδωσε και στην Αγγλία έναν ιδιαίτερο ρόλο: αφού η ίδια ενίσχυσε τον ελλαδικό φασισμό προκειμένου να παλινορθώσει τη μοναρχία και την οριστική ένταξή της στη Δύση, μέρος του ελλαδικού φασισμού όπως της οργάνωσης Χ αλλά και ενός μέρους της ελλαδοκυπριακής αστικής τάξης ήρθε σε συμμαχία με το λαϊκό κυπριακό στοιχείο για την ένοπλη αντιπαράθεση μαζί της στην Κύπρο μια δεκαετία αργότερα. Αυτά σε ένα χρονικό πλαίσιο κληρονομικής μεταβίβασης μέρους των ευθυνών της προς τις ΗΠΑ, με προεξάρχουσα αυτήν της οριστικής λύσης του «κομουνιστικού κινδύνου» εν μέσω εμφυλίου πολέμου, το 1947.
Από το 1958 παρατηρούνται οι πρώτες διπλωματικές κινήσεις-προσπάθειες για τη λύση του κυπριακού υπό τη συμμαχία του ΝΑΤΟ και αποδυνάμωσης του ΟΗΕ (ο οποίος είχε ένα κύρος λόγω της συμμετοχής   των χωρών του Ανατολικού συνασπισμού και των αδεσμεύτων του Μπαντούγκ), με την αποδυναμωμένη Αγγλία να υπακούει στην αμερικανική προτροπή την παύση της επίθεσης του 1956 στην Αίγυπτο η οποία εθνικοποίησε την διώρυγα του Σουέζ. Ήδη από την περίοδο του μικρασιατικού πολέμου και της επέμβασης της Αντάντ -με όχημα τον ελληνικό στρατό- για τη διατήρηση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας η οποία βαλλόταν τόσο στο εσωτερικό από την εθνικιστική επανάσταση του Κεμάλ όσο και στο εξωτερικό από τις αλυτρωτικές διαθέσεις στα Βαλκάνια, στη Μέση και στην Κεντρική Ανατολή, οι ΗΠΑ είχαν ήδη οικονομική-γεωπολιτική επικυριαρχία μέσω της διπλωματίας αλλά και της γιγάντωσής τους στον πετρελαϊκό χώρο. Η εκτίναξή της γεωστρατηγικής δύναμής τους διαφάνηκε όμως μετά το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, αφού με ελάχιστες απώλειες σ’ αυτόν, είχαν καταφέρει να χτίσουν μια πολεμική βιομηχανία που έφτασε σε δυνατότητες ολοκληρωτικής καταστροφής με τις επιθέσεις στην Ιαπωνία, να εξελιχθούν τεχνολογικά σε όλους τους τομείς, να έχουν αποκαταστήσει την πολιτική συναίνεση στο εσωτερικό και να κυριαρχήσουν απόλυτα στην ίδια την Ευρώπη, θέτοντας εκ νέου και με δικούς τους όρους τη νέα συμμαχία και το νέο εχθρό. Έτσι λοιπόν ηαντισοβιετική-αντικομουνιστική συμμαχία αλλά και η ειρήνευση στο εσωτερικό της (ελληνοτουρκικά) ήταν οι βασικοί στόχοι της νέας γεωπολιτικής των αμερικανικών κυβερνήσεων. Αυτό σήμαινε ότι στο πλαίσιο αυτού του σκοπού είτε θα συμμαχούσαν με την αστική τάξη των χωρών επιρροής ή όταν αυτό δεν ήταν δυνατόν θα ενίσχυαν όλη την χρήσιμη εξαρτημένη τους εφεδρεία. Αυτό λοιπόν συνέβη και στον ελλαδικό χώρο όπου μετά τον εμφύλιο, η έλλειψη συνοχής της αστικής τάξης (που αγόταν και φερόταν μεταξύ αμερικανόφιλων-ευρωπαϊστών-φιλοαγγλικών/μοναρχοβασιλικών αλλά και φαινομενικά «ανεξαρτήτων» τάσεων οι οποίες διαφάνηκαν στα μέσα της δεκαετίας του 60) έφερε τους συνταγματάρχες στην εξουσία, μετά από μια περίοδο συνομωσιών από το 1944 της καταστολής του κινήματος του ναυτικού, μέχρι το 1967. Έτσι, αντίστοιχα, η αμερικανική διείσδυση μέσω των πρωτεργατών της χούντας ως αξιωματικών, ήδη από την περίοδο αποστολής της ελληνικής μεραρχίας το 1964 (χωρίς να αδικούνται εκατοντάδες εθελοντές και χαμηλόβαθμοι αξιωματικοί), της ίδρυσης της Εθνοφρουράς την ίδια χρονιά στελεχωμένης κυρίως από δαύτους, της αντίστοιχης στελέχωσης της ΕΛΔΥΚ αλλά και ιδιαίτερα μετά το 1967 με τη δημιουργία πολιτικοστρατιωτικών φίλιων οργανώσεων, έφερε το πραξικόπημα του 1974 και τη διαφαινόμενη λύση της «ένωσης» της Κύπρου με το ελλαδικό κράτος, παραχωρώντας ανταλλάγματα στην Τουρκία. Και στις δυο περιπτώσεις που όμως εντάσσονται σε ένα σαφές πλαίσιο ΝΑΤΟϊκής διευθέτησης, ο στρατός και οι εσωτερικές έριδες για τη «λύση του κυπριακού» ήταν ο ενιαίος δρόμος για την άνοδο ενός ιδιαίτερου φασισμού, χωρίς προτάγματα, πέρα από μια κενή ρητορεία περί «έθνους» και ενός αντικομουνισμού.
Βασικός στόχος ήταν η ενός είδους εφαρμογής του σχεδίου Άτσεσον, το οποίο εκπονήθηκε στα 1964 όταν ήδη η Αγγλία δήλωσε ανέτοιμη να αντιμετωπίσει το χάος που προκλήθηκε από τη δική της πολιτική «διαίρει και βασίλευε» από το 1954 και την προσπάθεια εισόδου της Τουρκίας ως εταιρικού της παράγοντα «λύσης» του κυπριακού. Μέσα σε αυτά τα 10 χρόνια με διάφορους τρόπους η Αγγλία κατάφερε να ξυπνήσει τον κοιμισμένο από τη συνθήκη της Λωζάνης οθωμανό σουλτάνο και να μετατρέψει τον αντιαγγλικό-αντιαποικιακό αγώνα του κυπριακού λαού σε δικοινοτική σύγκρουση. Στα 1959-60 με τη συμφωνία της Ζυρίχης-Λονδίνου τον μετέτρεψε σε εγγυητή της κυπριακής δημοκρατίας, με συνεγγυητές την ίδια και το ελλαδικό κράτος που όντας εξαρτημένο πολιτικά και οικονομικά από τις ΗΠΑ, έφερε βαρύ το ρόλο της ελληνοτουρκικής συνεργασίας του δόγματος Τρούμαν και της αδιάσπαστης γεωπολιτικής συνέχειας του ΝΑΤΟ. Η διχοτόμηση του νησιού, μέρος της ΝΑΤΟϊκής διευθέτησης του μεσανατολικού έφερε προηγουμένως αυτήν την σοβαρή αντίφαση: από τη μια της βούλησης από πλευράς ελληνικών κυβερνήσεων για την εκχώρηση της Κύπρου στη δυτική συμμαχία -ρητορεύοντας όμως για το αντίθετο, της τουρκικής επεκτατικής και στα πρώτα βήματα, νεοθωμανικής πολιτικής σε περίοδο που το μουσουλμανικό στοιχείο δυναμωνόταν από τη Δύση σε αντίβαρο προς την τουρκική αριστερά και από την άλλη του ασίγαστου πόθου των κυπρίων για την αυτοδιάθεση είτε αυτών που μιλούσαν για το διαχωρισμό του «ευκταίου» από το «εφικτό» είτε αυτών που μιλούσαν για την αυτοδιάθεση-ένωση.
Ο ελλαδικός-ΕΚ φασισμός ήταν το βασικό ενεργούμενο αυτής της διευθέτησης από πλευράς αμερικανικής «λύσης» στις διάφορες εκδοχές της (ομοσπονδία, διπλή ένωση, ένωση με ανταλλάγματα, διχοτόμηση). Και πράγματι, η διείσδυση του αμερικανικού παράγοντα, μέσω της στρατιωτικής κάλυψης της Κύπρου στο όνομα της οχύρωσής της απέναντι στην Τουρκία ήταν ο βασικός πυλώνας που διαμόρφωσε την αφήγηση αυτού του ιδιόμορφου φασισμού που αναπτύχθηκε. Έτσι, το 1963-64, μετά από μια μικρή αφορμή στην Ομορφίτα που είχε και τις δικοινοτικές της διαστάσεις, εκδηλώθηκε η «ΤΚ ανταρσία» ενορχηστρωμένη από την Τουρκική κυβέρνηση και τους μειονοτικούς της αβανταδόρους της ΤΜΤ που ήταν ήδη στους επίσημους ρόλους του αντιπροέδρου της κυπριακής δημοκρατίας και της προεδρίας στο ΤΚ Κοινοβούλιο. Η επίθεση της τουρκικής αεροπορίας στην Τυλληρία με βόμβες ναπάλμ, ως δείγμα επεκτατισμού και προοίμιο της εισβολής του 74, ήταν και ο βοηθητικός παράγοντας για τη «λύση» του κυπριακού από πλευράς αμερικανικής διευθέτησης. Το σχέδιο Άτσεσον στις πολλαπλές εκδοχές της διχοτόμησης που εκπονήθηκε σε ένα πλαίσιο μεταστροφής από τον ΟΗΕ προς το ΝΑΤΟ, εκ μέρους ελλαδικού κράτους, είναι αυτό που εμπνεύστηκαν και διεκπεραίωσαν οι ελλαδίτες φασίστες της χούντας (μπροστά σε ένα αδιέξοδο εμφυλίου της ελλαδικής αστικής τάξης) καθώς και οι συνεργάτες τους στην Κύπρο. Κι αυτό είχε τν εκδοχή της "Ένωσης", τόσο για τους ραδιούργους που κανόνισαν τη διχοτόμηση όσο και για τους χρήσιμους αφελείς που πίστεψαν.
Ο εμφύλιος στην Κύπρο, ο οποίος έλαβε διαστάσεις ενόπλου, κυρίως από το 1969 και ύστερα, βασικά προσδιορίστηκε από τις πολλαπλές και ανταγωνιστικές (αντικομουνιστικές, τυχοδιωκτικές, χουντικές αλλά και ειλικρινείς-χρήσιμες) τάσεις του ενωτικού αγώνα με καθορισμένες και υποστηριζόμενες κινήσεις από τα στελέχη της χούντας σε αντιπαράθεση με το «εφικτό» της Μακαριακής  εξουσίας που προσπάθούσε για την ανεξαρτησία της Κύπρου, φλερτάροντας ανοιχτά με το ανατολικό μπλοκ ή με καθεστώτα εχθρικά προς την αμερικανική επικυριαρχία. Αυτός ήταν ο εμφύλιος ο οποίος πυροδοτήθηκε από την ελλαδική χούντα η οποία κατάφερε να αναπτύξει σχέσεις με τον αντιμακαριακό εσμό στο κύριο πόστο των ενόπλων δυνάμεων αλλά και σε άλλους τομείς (τοπική αυτοδιοίκηση, αστυνομία κλπ.) που ήλεγχαν οπλαρχηγοί του ενωτικού κινήματος. Ο Μακάριος παρότι αντικομουνιστής και συντηρητικός συμμάχησε με το ΑΚΕΛ και το ΕΔΕΚ του Λυσσαρίδη στο όνομα της εφικτής ανεξαρτησίας, έχοντας ως σύμμαχο μέρος της αστικής τάξης, διανοουμένων και λαού, αρνούμενοι από κοινού κάθε ΝΑΤΟϊκή διευθέτηση ή άλλη πέραν του ΟΗΕ, ανοίγοντας το κυπριακό προς διάφορες κατευθύνσεις και συνεργασίες διεθνώς. Σ’ αυτές τις περιστάσεις ο λαός της Κύπρου, ένας λαός που αγωνίστηκε σχεδόν σύσσωμος μαζί με την ένοπλη διάσταση της ΕΟΚΑ, διχάστηκε, στο όνομα του ιδίου στόχου: είτε προς τη μεριά μιας ενωτικής διάθεσης που το μεγαλύτερο μέρος της οργάνωσής της (αν εξαιρέσουμε την ασυνεχή περίπτωση του Δημοκρατικού Ενωτικού Κόμματος ή αφελείς περιπτώσεις όπως του στρατηγού Γ. Καρρούσου) ήταν οργανωμένο και στηριγμένο από τα τυχοδιωκτικά σχέδια της χούντας και των αμερικάνων (που ικανοποιούσαν τους τούρκους επεκτατιστές, την αμερικανική οριστική επικυριαρχία και την ελληνική χρήσιμη χούντα) περί ελληνοτουρκικής συνεργασίας είτε προς τη μεριά του Μακαρίου που κυριαρχούσε σχεδόν απόλυτα στην κοινωνική ζωή της Κύπρου μη αφήνοντας κάθε έννοια πολιτικής δράσης που δεν θα μπορούσε να την ελέγχει. Με έντονη αρχηγική κουλτούρα, η πολιτική ζωή της Κύπρου γενικότερα, μετά την "ανεξαρτησία" δεν κατάφερε να συγκροτήσει πολιτικές συσσωματώσεις που ευνοούσαν το δημοκρατικό διάλογο, παρά συστοιχήθηκε πίσω από πρόσωπα που κυριαρχούσαν στην ζωή μιας ελληνικής επαρχίας. Ο αντικειμενικός ρόλος τους όμως ήταν τεράστιος κι όχι απλά τοπικός όπως π.χ. μιας επαρχίας όπως της Καρδίτσας. Για αυτό και οι επιλογές των προσώπων που διαδραμάτισαν ένα ρόλο αυτήν την περίοδο είναι ουσιαστικός μπροστά στο προαναφερθέν έλλειμμα.
Το απόρρητο μνημόνιο Άτσεσον προς την κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου, κατόπιν της απόρριψής όλων των σχεδίων του από την ελλαδική (με παλινωδίες) και την κυπριακή κυβέρνηση στα 1964, προέβλεπε την επέκταση της ελλαδικής κυριαρχίας στο στρατό (ΕΛΔΥΚ, ελληνική μεραρχία, Εθνοφρουρά) προκειμένου αυτός να καταστεί η βασική δύναμη επιβολής του μέσω της Ένωσης με τις διάφορες εκδοχές ανταλλαγμάτων. Αυτό δεν θα μπορούσε να συμβεί από την Μακαριακή πλευρά η οποία έβλεπε με κακό μάτι την επέκταση του κράτους των Αθηνών αλλά μέσω της διαλυμένης σε μικροεξουσίες, φιλοδοξίες αλλά και κάποιες με ειλικρινείς προθέσεις τάσεις από την ενωτική πλευρά που θα την ενίσχυε πολιτικά προκειμένου να μπορεί όσο γίνεται πιο ανεμπόδιστα να ικανοποιήσει τους όρους της συμμαχίας για το ρόλο της Κύπρου ως αεροπλανοφόρου της Μεσογείου και (αργότερα) οικοπέδου. Έτσι ο στρατός, ένας θεσμός πολύ δημοφιλής στην Κύπρο λόγω της δηλωμένης του πρόθεσης για την άμυνα, με όλες του τις δομές καθώς και τις αντίστοιχες πολιτικοστρατιωτικές, κατάφερε να αποτελεί έναν πρώτης τάξεως αποσταθεροποιητικό παράγοντα για την ανεπιθύμητη για την αμερικανική συμμαχία, στο πλαίσιο του δόγματος του μακαριακού "εφικτού", ανεξαρτησία. Από την άλλη η, χρήσιμη για την εφαρμογή του σχεδίου Άτσεσον, εκδοχή της δημοφιλούς «ένωσης» ήταν ο αποφασιστικός ιδεολογικός παράγοντας ενίσχυσης του αντικομουνιστικού-φιλοαμερικανικού παράγοντα, βασικές παραδοχές του ιδιόμορφου αυτού φαινομένου.
Έτσι τόσο στον ελλαδικό χώρο, όσο και στην Κύπρο, μπορούμε να δούμε, πέρα από τη «γειτονιά μας», το τι συμβαίνει με τους πραγματικούς ιδιοκτήτες της κι όχι απλά με αυτούς που έχουν την επικαρπία. Ο ζόφος είναι μεγάλος, αναλογιζόμενοι το πόσο ο διεθνιστικός αγώνας έχει υποχωρήσει, το γεγονός ότι το κράτος με τη μοντέρνα έννοια του διαμεσολαβητισμού έχει κυριαρχήσει ως η από τα πάνω κοινωνική οργάνωση και το πόσο η αποικιοκρατία εδραιώνεται στο σήμερα και με έναν από τους βασικούς αβανταδόρους της ή εφεδρεία της, το φασισμό στις όποιες εκδοχές του, ως ενεργούμενο επιλογών της. Όπως (περίπου) παλιά. ΓΚ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου