Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2014

Νίκη της Μόσχας η συμφωνία ανακωχής στο Μινσκ, εξαιρετικά αμφίβολη η τήρησή της...


Του Πέτρου Παπακωνσταντίνου - "Επίκαιρα"
Οι Κόκκινες γραμμές στην Ουκρανία
Δύο εβδομάδες νωρίτερα, ισχυρά συγκροτήματα ενημέρωσης στη Δύση, εμφάνιζαν τις ένοπλες δυνάμεις του Κιέβου να προελαύνουν, την ήττα των ρωσόφωνων αυτονομιστών προδιαγεγραμμένη και το γόητρο της Ρωσίας υπό δεινή αμφισβήτηση.
Η γελοιοποίηση δεν άργησε να έρθει. Με την ισχυρή υποστήριξη της Μόσχας, οι αντάρτες προχώρησαν σε θεαματική αντεπίθεση, έφτασαν στις πύλες της Μαριούπολης και ανάγκασαν το Κίεβο να συνθηκολογήσει με τη συμφωνία κατάπαυσης του πυρός, που συνομολογήθηκε στο Μινσκ στις 5 Σεπτεμβρίου. Μια συμφωνία, η οποία συνιστά τη δεύτερη, μετά την προσάρτηση της Κριμαίας, μείζονα επιτυχία του Βλαντιμίρ Πούτιν και δημιουργεί εντελώς νέα δεδομένα στην ουκρανική κρίση, η οποία, πάντως, δεν προβλέπεται να τερματισθεί σύντομα.
Στο επίπεδο της σημειολογίας, η συμφωνία του Μινσκ απετέλεσε οδυνηρό ράπισμα για το Κίεβο. Έντρομος για το ενδεχόμενο να χάσει κάθε πρόσβαση στην Αζοφική Θάλασσα, ο Ουκρανός πρόεδρος Πέτρο Ποροσένκο αναγκάσθηκε, στις 3 Σεπτεμβρίου, να αποδεχθεί την πρόταση που του υπέβαλε ο Βλαντιμίρ Πούτιν... τηλεφωνικώς, από το αεροπλάνο που μετέφερε τον Ρώσο ηγέτη στην πρωτεύουσα της Μογγολίας Ουλάν Μπατόρ. Δύο μέρες αργότερα, το Κίεβο υποχρεώθηκε να συρθεί σε απευθείας συνομιλίες με τους αντάρτες, στο Μινσκ, αναγνωρίζοντας έτσι ότι πρόκειται περί εμφυλίου πολέμου και όχι περί ξένης (διάβαζε ρωσικής) εισβολής στα ουκρανικά εδάφη, όπως μέχρι τότε επέμενε να διατείνεται.

Ακόμη χειρότερα, αποδέχθηκε τη συμμετοχή της Ρωσίας στις εν λόγω συνομιλίες δίπλα στον Οργανισμό για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ), δηλαδή όχι με το στάτους του εμπόλεμου μέρους, αλλά με εκείνο της εγγυήτριας δύναμης.

Εξίσου οδυνηρή για το Κίεβο ήταν η συνθηκολόγηση του Μινσκ και από πλευράς ουσίας, όπως προκύπτει από το πλήρες κείμενο της συμφωνίας, που δόθηκε στη δημοσιότητα από τον ΟΑΣΕ. Η κυβέρνηση Ποροσένκο υποχρεώνεται να παραχωρήσει «ειδικό καθεστώς» στις εξεγερμένες περιοχές του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ, που αποτελούν την καρδιά της ουκρανικής βιομηχανίας, κατοχυρώνοντας την «αυτοκυβέρνηση» των ρωσόφωνων και δεσμεύεται για τη διεξαγωγή τοπικών εκλογών στο αμέσως προσεχές μέλλον.
Διεθνείς παρατηρητές του ΟΑΣΕ (στον οποίο συμμετέχει η Ρωσία) καλούνται να επιβλέψουν τη διαδικασία ειρήνευσης, ενώ προβλέπεται η ανταλλαγή αιχμαλώτων και δίνονται εγγυήσεις ότι δεν πρόκειται να διωχθούν οι ηγέτες της εξέγερσης. Εάν εφαρμοστεί η συμφωνία, θα σημάνει τη μετατροπή του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ σε ντε φάκτο ρωσικά προτεκτοράτα, μέσα στο πλαίσιο ενός (ντε γιούρε ή ντε φάκτο) ομόσπονδου ουκρανικού κράτους.


Εύθραυστη εκεχειρία

Πρόκειται, βέβαια, για ένα πολύ μεγάλο «εάν», όπως διαμηνύει η τύχη της προηγούμενης κατάπαυσης του πυρός, που συμφωνήθηκε τον Ιούνιο για να καταρρεύσει μέσα σε δέκα μόλις ημέρες, δίνοντας τη θέση της σε μια δραματική κλιμάκωση της αιματοχυσίας. Ήδη, οι πρώτες σποραδικές συγκρούσεις που άρχισαν να σημειώνονται στο αεροδρόμιο του Ντονέτσκ και στα περίχωρα της Μαριούπολης από την Κυριακή ενισχύουν το διάχυτο σκεπτικισμό.
Ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ δεν υπερέβαλε όταν προειδοποιούσε, προτού ακόμη υπογράφει η συμφωνία του Μινσκ, ότι το «κόμμα του πολέμου» στο Κίεβο θα προσπαθήσει να τορπιλίσει με κάθε τρόπο την προσέγγιση Πούτιν - Ποροσένκο, υποκινούμενο από το εξωτερικό. Πράγματι, ο κατ' εξοχήν φιλοαμερικανός πρωθυπουργός της Ουκρανίας, Αρσένι Γιατσένιουκ, ανέβηκε στα «κεραμίδια» για να διαλαλήσει ότι η ανακωχή είναι «παγίδα» του Πούτιν και προσπάθησε να τα τινάξει όλα στον αέρα, θέτοντας με εμφαντικό τρόπο ζήτημα ένταξης της Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ.

Το πρόβλημα για τον Ποροσένκο -έναν εντελώς καιροσκόπο και αμοραλιστή ολιγάρχη, ο οποίος διετέλεσε υπουργός τόσο επί φιλοδυτικού Γιούσενκο, όσο και επί φιλορώσου Γιανουκόβιτς- δεν είναι μόνο ο Γιατσένιουκ και οι λοιποί χαρτογιακάδες του Κιέβου. Το κυριότερο πρόβλημά του είναι ότι δεν ελέγχει τις ένοπλες δυνάμεις. Τα κρίσιμα πόστα στο πεδίο της ασφάλειας ελέγχονται από τον φασιστικό «Δεξιό Τομέα» και από το (πρώην εθνικοσοσιαλιστικό) «Κόμμα της Ελευθερίας». Ο ουκρανικός στρατός έχει αποδιοργανωθεί από τον εμφύλιο διχασμό των τελευταίων δέκα μηνών. Εκείνοι που δέχονται να βάλουν το κεφάλι τους στο ντορβά, πολεμώντας τους ρωσόφωνους αντάρτες και τους Ρώσους «εθελοντές» είναι οι ακροδεξιοί που στελέχωσαν, κατά κύριο λόγο, τη νεοπαγή Εθνοφρουρά και οι ιδιωτικές πολιτοφυλακές που συγκρότησαν ολιγάρχες, σαν τον κυβερνήτη του Δνειπεροπετρόφσκ, Ιγκόρ Κομολόισκι, στρατολογώντας ως μισθοφόρους κάθε είδους αποβράσματα.

Όλος αυτός ο συρφετός δέχθηκε την ανακωχή μόνο ως προσωρινό, αναγκαίο κακό. Την είχαν ανάγκη για να σταματήσει η προέλαση των ρωσόφωνων ανταρτών και για να ανασυγκροτηθούν οι δυνάμεις που είναι πιστές στο Κίεβο. Δεν εννοούν όμως να αφήσουν τους αυτονομιστές να συγκροτήσουν ένα κράτος εν κράτει. Επομένως, πρέπει να περιμένουμε ότι θα κάνουν το παν για να αποσταθεροποιήσουν την κατάσταση, ελπίζοντας ότι θα έχουν την υποστήριξη ισχυρών δυτικών κρατών και πρωτίστως των ΗΠΑ. Προσδοκία όχι αβάσιμη, αν κρίνουμε από τις εξελίξεις της περασμένης εβδομάδας,

Τη στιγμή που στο Μινσκ υπογραφόταν η έστω εύθραυστη ανακωχή, στην Ουαλία το ΝΑΤΟ ερέθιζε τη Μόσχα, αποφασίζοντας τη δημιουργία δύναμης ταχείας επέμβασης στην ανατολική Ευρώπη, ενώ στις Βρυξέλλες η ΕΕ προσανατολιζόταν σε νέες κυρώσεις κατά της Ρωσίας.

Το αντίπαλο δέος


Είναι προφανές ότι υπάρχουν πολύ ισχυροί κύκλοι και «λόμπι» στις ΗΠΑ, που επενδύουν στην υστερική ρωσοφοβία. Πρώτα απ' όλα, κύκλοι του στρατού και της πολεμικής βιομηχανίας αναγνωρίζουν στην ουκρανική κρίση μια ουρανόπεμπτη ευκαιρία για να επινοηθεί μια αξιόπιστη αιτία ύπαρξης του ΝΑΤΟ: η Αλ Κάιντα, μετά την 11 η Σεπτεμβρίου και το Ισλαμικό Κράτος του Ιράκ και της Συρίας εσχάτως ήταν μια κάποια, προσωρινή λύση, αλλά τι είναι όλα αυτά μπροστά στη φοβερή και τρομερή «ρωσική αρκούδα»;
Το παμπάλαιο στερεότυπο, προϊόν μιας εντελώς διαφορετικής εποχής, καλείται να δικαιολογήσει την ίδια στρατηγική αποστολή της Ατλαντικής Συμμαχίας, την οποία είχε συνοψίσει με αξεπέραστο κυνισμό ο επιτελάρχης του Τσόρτσιλ, λόρδος Ισμέ: «Να κρατάει τους Αμερικανούς μέσα (στην Ευρώπη), τους Ρώσους έξω και τους Γιρμανούς κάτω».

Βεβαίως, η ενωμένη Γερμανία της Άνγκελα Μέρκελ δεν είναι και τόσο εύκολο να κρατηθεί «κάτω», όσο ήταν με την περίπτωση των ηττημένωντου Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Ακόμη ένας λόγος για τους Αμερικανούς να εμποδίσουν την εδραίωση της γερμανικής ηγεμονίας στην ανατολική Ευρώπη και κυρίως να ανατινάξουν τη στρατηγική ενεργειακή γέφυρα μεταξύ Βερολίνου και Μόσχας.

Ειρήσθω εν παρόδω, ο Χάντερ Μπάιντεν, γιος του Αμερικανού αντιπροέδρου Τζο Μπάιντεν, διορίσθηκε προ μηνών στο διοικητικό συμβούλιο μιας σκοτεινής ενεργειακής εταιρείας, που εδρεύει στην Ουκρανία, της Burisma Holdings. Η εν λόγω εταιρεία άρχισε να στήνει εγκαταστάσεις άντλησης σχιστολιθικού αερίου στο Σλαβιάνσκ, θέατρο των πιο φονικών μαχών με τους αυτονομιστές τους προηγούμενους μήνες, από τη στιγμή που μπήκαν στην πόλη τα ουκρανικά τανκς.

Στους επίσημα καταγεγραμμένους «λομπίστες» της Burisma Holdings περιλαμ-βάνεται και ο Ντέιβιντ Λάιτερ, πρώην διευθυντής του γραφείου του υπουργού Εξωτερικών Τζον Κέρι στη Γερουσία.

Γεγονός παραμένει ότι η μέχρι τώρα ασκούμενη πολιτική της κυβέρνησης Ομπάμα οδηγείται σε αδιέξοδο. Είναι απορίας άξιον πώς οι ιθύνοντες της Ουάσιγκτον πίστευαν ότι θα κατάφερναν να μετατρέψουν την Ουκρανία, μια χώρα ζωτικών ρωσικών συμφερόντων, σε προκεχωρημένο φυλάκιο του ΝΑΤΟ και της ΕΕ χωρίς να υπάρξει σοβαρή αντίδραση του Κρεμλίνου. Λες και είχαν απέναντι τους έναν εξουθενωμένο και σπανίως νηφάλιο Μπορίς Γέλτσιν και όχι τον Βλαντιμίρ Πούτιν, έναν ηγέτη ο οποίος, ήδη με τον πόλεμο του 2008 στη Γεωργία, είχε χαράξει με πάρα πολύ σαφή τρόπο τη δική του κόκκινη γραμμή στην προς Ανατολάς επέκταση του ΝΑΤΟ.

Σε κάθε περίπτωση, οι μέχρι στιγμής αντιδράσεις του Πούτιν στην ουκρανική κρίση ήταν πολύ μετρημένες, κατά βάσιν αμυντικού χαρακτήρα. Η φερόμενη ως δήλωσή του στον Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο ότι «αν ήθελε, θα μπορούσε να πάρει το Κίεβο σε δύο εβδομάδες» δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Ωστόσο, η Ρωσία δεν επε-δίωξε σε καμία στιγμή τη διχοτόμηση της Ουκρανίας, γνωρίζοντας ότι κάτι τέτοιο θα μεταφραζόταν σε τεράστιο οικονομικό και πολιτικό κόστος. Επιπλέον, το Κρεμλίνο δεν ενθάρρυνε καν την επέκταση της αυτονομιστικής εξέγερσης στη μεγαλύτερη πόλη της ανατολικής Ουκρανίας, το Χάρκοβο, ούτε αντέδρασε δυναμικά στη σφαγή των φιλορώσων στην Οδησσό. Προτίμησε να περιοριστεί η εξέγερση στο Ντονέτσκ και το Λουγκάνσκ, ώστε να τη χρησιμοποιήσει ως μοχλό πίεσης για μια πολιτική διευθέτηση της κρίσης, που θα εξασφαλίζει τις δύο, αρκετά μετριοπαθείς απαιτήσεις της: εγγυήσεις ουδετερότητας της Ουκρανίας, στο πρότυπο της «Φινλανδοποίησης» -σύμφωνα με τη φόρμουλα που πρότειναν και τα πιο στρατηγικά μυαλά της αμερικανικής real politic, οι Ζμπίγκνιου Μπρεζίνσκι και Χένρι Κίσινγκερ- και αυτονομία των ανατολικών περιοχών στο πλαίσιο μιας ομοσπονδιακής δομής.

Ωστόσο το τανγκό θέλει δύο και τίποτα δεν δείχνει, επί του παρόντος, ότι η Ουάσιγκτον είναι έτοιμη να εγκαταλείψει «το κόμμα του πολέμου» και να ακούσει τη φωνή της λογικής. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου